Ήταν από τους τελευταίους που αρνήθηκε διά του λόγου και της ζωής του ότι η μουσική κριτική είναι lifestyle και αράδιασμα εντυπώσεων. Είναι και αυτή ένα είδος τέχνης. Ένα είδος αρχιτεκτονικής του λόγου πάνω σε ήχους. Κι ο Ζήλος την υπηρετούσε με αφοσίωση σχεδόν μοναχική. Στις κριτικές του υπήρχε πάντα ένα κέντρο βάρους, μια αίσθηση ευθύνης απέναντι στη μουσική, στον αναγνώστη και στη γλώσσα. Ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να αποδομήσει έναν δίσκο με δύο φράσεις, αλλά και να σε κάνει να ακούσεις κάτι για πρώτη φορά «σωστά», μόνο και μόνο επειδή σου έδειξε μια λεπτομέρεια που σου είχε ξεφύγει. Για χρόνια υπήρξε μια παράξενη πυξίδα: άλλοι τον διάβαζαν για να μάθουν, άλλοι για να διαφωνήσουν, αλλά όλοι τον διάβαζαν για να σταθούν λίγο πιο προσεκτικά απέναντι στη μουσική. Και όλοι κάτι κέρδιζαν: μια νέα ακρόαση, μια δεύτερη σκέψη, ένα μικρό «γιατί» εκεί που πριν υπήρχε ένα αυθόρμητο «μου αρέσει».
Με τα χρόνια αποσύρθηκε ήσυχα, όπως έζησε. Δεν διεκδίκησε ρόλους ούτε αναζήτησε προβολή. Όμως όσοι τον διάβασαν, ακόμη και για λίγο, κουβαλούν κάτι από τον τρόπο του: εκείνη την επιμονή στο ουσιώδες, στη δυσπιστία απέναντι στο εύκολο σε εκείνο το μικρό φρένο που σε κάνει να ξανακούς πριν βιαστείς να αποφασίσεις.