Η προεκλογική εκστρατεία του ενοίκου του Κρεμλίνου χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη πολιτικού προγράμματος, μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν, παραβιάζοντας Σύνταγμα και παράδοση, μετέφερε την ημερομηνία του ετήσιου διαγγέλματός του προς το έθνος κατά τρεις μήνες και στο οποίο αφιέρωσε άνισα το χρόνο που είχε στη διάθεσή του υποτιμώντας τα ζητήματα της εσωτερικής και υπερτονίζοντας εκείνα της εξωτερικής πολιτικής.
Πολλοί ανέμεναν πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα αξιοποιήσει την ευκαιρία του διαγγέλματος για να αναλύσει το πολιτικό του πρόγραμμα, ωστόσο μία απλή ανάγνωση του κειμένου καθιστά πρόδηλη την πρόθεσή του να απευθύνει τελεσίγραφο προς την διεθνή κοινότητα.
Η ανάγνωση του διαγγέλματος κράτησε δύο ώρες και είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία είναι τελείως αντιφατικά ως προς το ύφος τους: το πρώτο μέρος αφορούσε την εσωτερική πολιτική και αφορούσε τεχνοκρατικά ζητήματα ρουτίνας και, το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένη στην γεωπολιτική στρατηγική της σημερινής Ρωσίας.
Η εσωτερική πολιτική
Ο Πούτιν επιμένει στη συνέχεια της ίδιας εσωτερικής πολιτικής σκηνής, αφαιρώντας τεχνηέντως το ζήτημα των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα. Η φράση “έχουμε καθιερωθεί ως δημοκρατική κοινωνία” βάζει τελεία στις προσδοκίες εκείνων που πίστευαν πως, έστω και υπό την πίεση των διαρκώς εντεινόμενων προβλημάτων, θα προχωρήσει σε αλλαγές, προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να ενισχύσει το χειμαζόμενο κοινωνικό κράτος. Η απουσία κάθε αναφοράς στο πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο, παρά την μετάθεσή του στο απροσδιόριστο μέλλον, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτό θα εξαρτηθεί από την συγκυρία με στόχο την προσαρμογή του συστήματος στην μετά τον Πούτιν εποχή που αρχίζει με τη λήξη της θητείας του το 2024.
Αξίζει να σημειωθεί η αξιοποίηση της ιστορικής προοπτικής σε δύο επίπεδα: αφενός αναφέρθηκε σε ζητήματα που θα διευθετηθούν μέσα στην επόμενη εξαετία και, αφετέρου σε άλλα με δεκαετή προοπτική επίτευξης.
Η νέα πανάκεια του Κρεμλίνου ακούει στο όνομα “ψηφιοποίηση” ολόκληρης της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας, ως το απόλυτο εργαλείο όχι μόνο αύξησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αλλά και υπέρβασης των επιτευγμάτων της Δύσης. Αυτό όμως ανακαλεί στη μνήμη τα “περίφημα άλματα για το ξεπέρασμα της Δύσης” των μακρινών δεκαετιών 1930 – 1960 με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.
Η “ψηφιοποίηση” θεωρείται αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από τη σημερινή ρωσική ελίτ, η οποία είδε την αποτελεσματικότητα των επιτευγμάτων της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης στις περιπτώσεις της Κριμαίας, της Ανατολικής Ουκρανίας, της φάμπρικας των τρολ και των κυβερνοεπιθέσεων στις δυτικές χώρες, σύμφωνα με το γνωστό Δόγμα Γκερασίμοφ.
Από αυτό το σημείο όμως, μέχρι την ανάπτυξη ψηφιακής οικονομίας και υποδομών στους τομείς της επιχειρηματικότητας, της υγείας, της παιδείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, η απόσταση είναι μεγάλη και, σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται ποσά, τα οποία είναι αμφίβολο ότι διαθέτει σήμερα η Ρωσία.
Η μεγάλη όμως τροχοπέδη στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου, δεν είναι άλλη από την φύση του ίδιου του ρωσικού πολιτικού συστήματος. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι μία ψηφιακή κοινωνία, τα νήματα της οποίας θα κινεί το πολύπλοκο σχήμα των μυστικών υπηρεσιών που θέλει να ελέγχει όλα τα επίπεδα κοινωνικής και ατομικής ζωής; Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι μία ψηφιακή οικονομία που βρίσκεται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό των φίλων του προέδρου στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και αλληθωρίζει προς το κινεζικό μοντέλο;
Η εξωτερική πολιτική
Η γεωπολιτική είναι το όχημα για την ανάδειξη του ηγεμονισμού, πράγμα που φέρνει πολύ κοντά το ρωσικό με το κινεζικό παράδειγμα, όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις του τελευταίου συνεδρίου του Κ.Κ. Κίνας.
Οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλες αυτήν την περίοδο, φιλοδοξίες οι οποίες άνθισαν μετά το 2014, τα γεγονότα στην Κριμαία, τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία και την στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.
Το δεύτερο μέρος του διαγγέλματος επισκίασε το πρώτο, δεδομένου ότι ούτε λίγο ούτε πολύ, ακούστηκε σαν τελεσίγραφο προς τη διεθνή κοινότητα. Η προβολή ταινιών στις οποίες επιδεικτικά παρουσιαζόταν η ετοιμότητα και ικανότητα της Ρωσίας να εξοντώσει τους εχθρούς της σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, μπορεί να θεωρηθεί ως το επόμενο βήμα του Πούτιν, μετά την περιβόητη ομιλία του στο Μόναχο του 2008 και αυτό γιατί, γιατί πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε τα ηνία της Ρωσίας μίλησε ανοιχτά και δημόσια για σενάρια πυρηνικών πληγμάτων στις δυτικές χώρες.
Τρία είναι τα σημεία στα οποία θα πρέπει να σταθεί κάποιος. Το πρώτο είναι ότι ο Πούτιν έθεσε τέλος στις συζητήσεις για την Αντιπυραυλική άμυνα ως βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί μία νέα στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Το δεύτερο είναι η απογοήτευση του Ρώσου ηγέτη στο ζήτημα της συλλογικής ευθύνης ΗΠΑ και Ρωσίας για την πυρηνική ασφάλεια στον κόσμο. Έτσι, μονομερώς δήλωσε πως παρόλο που η Ρωσία θα τηρεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τις διεθνείς συνθήκες, μπορεί οποτεδήποτε να τις απαρνηθεί αν θεωρήσει πως δεν ανταποκρίνονται στις στρατηγικές της επιδιώξεις. Το τρίτο είναι η επιστροφή στην πολιτική της αμφισβήτησης του συστήματος κατανομής ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αυτό το φόντο, οι εκλογές της 18ης Μαρτίου, είναι απλά μια τυπική διαδικασία, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα τους, πλην ίσως του ποσοστού της αποχής των εκλογέων. Αυτή όμως είναι μία άλλη συζήτηση.