Διαβάζω καθημερινά για «διακριτικές» απολύσεις σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως η Λία Αχεντζάκοβα από το θέατρο Σοβρεμένικ, στο οποίο είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή. Το εξοργιστικό είναι πως η απόφαση για την απόσυρση από το ρεπερτόριο της θεατρικής παράστασης, στην οποία πρωταγωνιστούσε, έγινε κατόπιν καταγγελίας «επαγρυπνούντων» υπαλλήλων –γιατί καλλιτέχνες δεν τους λες– του ίδιου του θεάτρου. Οι υπόλοιποι, εκείνοι που είχαν τη τύχη να συνεργαστούν με αυτό το ιερό τέρας του σύγχρονου ρωσικού θεάτρου, απλά σώπασαν. Δεν σας έχει κουράσει αυτός ο κομφορμισμός; Μπορείτε να επιβιώνετε πρόσκαιρα, μακροπρόθεσμα όμως υπονομεύετε τη ζωή σας και τη ζωή των μελλοντικών γενιών.
Την ίδια μοίρα επιφύλαξε η εξουσία σας και στον Αλεξάντρ Φιλιπένκο, καλλιτέχνη του λαού και βασικό στέλεχος του θεάτρου Μοσοβιέτ, στο οποίο υπηρέτησε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Αρχικά τον έκοψαν από τις παραστάσεις, στη συνέχεια, μυστηριωδώς, όλες οι αίθουσες με τις οποίες είχε κλείσει συμφωνίες για εμφανίσεις άρχισαν να τις ακυρώνουν, μέχρι που αναγκάστηκε να εκπατριστεί για να αποφύγει τα χειρότερα. Προφανώς, ενόχλησε η δημόσια στάση του υπέρ των πολιτικών κρατουμένων στη χώρα σας, ο αριθμός των οποίων αυξάνει με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση της Ζελφίρας Τρεγκούλοβα, διευθύντριας έως πρόσφατα του καταπληκτικού σας Μουσείου Τρετιακόφ. Η «μη ανανέωση της σύμβασης εργασίας» αποφασίστηκε γιατί κάποιος «επιμελής» θεατής, ανωνύμως, την κατήγγειλε πως με τις εκθέσεις που διοργανώνει και με τα εκθέματα που παρουσιάζει «κάθε άλλο παρά υποστηρίζει την επίσημη κρατική ιδεολογία προστασίας των παραδοσιακών ρωσικών αξιών». Και πάλι η γνωστή, παλιά, καλά δοκιμασμένη από την περίοδο 1936-1938 ρουφιανιά του διπλανού, του φίλου, του συγγενή, του συναδέλφου.
Εκείνο που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν είναι η σιωπή. Αυτή η νεκρική σιωπή που απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη και σκεπάζει τα πάντα και τους πάντες. Η σιωπή που εξαναγκάζει τους οικείους εκείνων που έπεσαν στη δυσμένεια της εξουσίας σε απομόνωση και εξοστρακισμό. Η σιωπή που κάνει τους ανθρώπους ζωντανούς - νεκρούς.
Είστε μαθημένοι στη σιωπή. Όχι όμως σαν άσκηση στοχασμού, μα ως τρόπο υποταγής κι επιβίωσης. Προσφεύγετε σε αυτή ως ύστατο καταφύγιο. Μόνο που, αντί να βρείτε τη σωτηρία, έρχεστε αντιμέτωποι με τον χειρότερό σας εαυτό στον καθρέφτη με τις τύψεις. Είναι μια σιωπή συνώνυμη της μοιρολατρίας και της αποφυγής ανάληψης ευθυνών. Μπορεί να μην υπάρχει συλλογική ευθύνη, υπάρχει όμως η συλλογική ενοχή – και δεν είστε άμοιροι της δεύτερης.
Σιωπάτε για το θάνατο του ρωσικού πολιτισμού, ο οποίος δεν κινδυνεύει στη Δύση, όπως ισχυρίζονται οι προπαγανδιστές του Κρεμλίνου και ορισμένοι Δυτικοί, έμμισθοι συνοδοιπόροι τους, αλλά από εσάς τους ίδιους, την εξουσία σας, αλλά και την αιδήμονα σιωπή σας. Εσείς ανέχεστε να ακυρώνονται παραστάσεις με άνωθεν εντολές, να αφαιρούνται βιβλία από τις δημόσιες βιβλιοθήκες, να αποσύρονται έργα από εκθέσεις ζωγραφικής και μουσεία, να κόβονται σκηνές από παλιές ταινίες, επειδή κάποιος ηθοποιός εκφράστηκε κατά του πολέμου ή της εφήμερης εξουσίας.
Σιωπάτε, όπως σιωπούσατε όταν μαθεύτηκαν τα εγκλήματα πολέμου στην Μπούτσα, το Ιζιούμ, τη Μαριούπολη, με τις εκατόμβες αθώων θυμάτων, μοναδικό «έγκλημα» των οποίων ήταν να έχουν διαφορετική εθνική καταγωγή και συνείδηση από εσάς.
Σιωπάτε όταν ο διαβόητος «ρωσικός κόσμος» έγινε συνώνυμο της βαρβαρότητας, της βίας και της καταστροφής, ακυρώνοντας εν πολλοίς τις υψιπετείς διακηρύξεις της ηγεσίας σας για την «αναγεννητική και απελευθερωτική δύναμή» του.
Σιωπάτε όταν φυλακίζονται, βασανίζονται και εξαφανίζονται οι πολιτικοί αντίπαλοι ενός καθεστώτος που στηρίζεται στη βία, στην καταστολή, στη νόθευση της εκλογικής βούλησης των πολιτών.
Σιωπάτε για όλα αυτά, μα για ποιο πράγμα μιλάτε;
Τι έχετε πια να μας προτείνετε, σε εμάς τους καλοπροαίρετους ανθρώπους της Δύσης που παρακολουθούμε την ιστορία και τον πολιτισμό σας;
Αγαπημένε Ρώσε φίλε μου, οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν «κρείττον το σιγάν του λαλείν» εννοούσαν πως δεν χρειάζεται να φλυαρείς για πράγματα που δεν γνωρίζεις. Εσείς όμως γνωρίζετε. Άρχισαν να φτάνουν τα σφραγισμένα φέρετρα στις γειτονιές και στα χωριά σας, επιστρέφουν σακατεμένοι οι φαντάροι από τα μέτωπα, σας διηγούνται τις περιπέτειές τους οι οποίες δεν μοιάζουν καθόλου με την εικόνα που παρουσιάζουν οι βδελυροί παρουσιαστές της κρατικής προπαγάνδας.
Θυμάμαι που συζητούσαμε για το Αφγανιστάν. Ήμασταν κι οι δύο τότε νέοι και δεν είχαμε τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για ενημέρωση. Κι όμως, τα νέα διαδίδονταν γρήγορα. Θα μου μείνει αξέχαστη η νύχτα εκείνη, όταν μαζί με λιγοστούς συμφοιτητές πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό και, κρυφά, είδαμε να ξεφορτώνουν τα φέρετρα μέσα σε νεκρική σιγή, να τα φορτώνουν σε φορτηγά και μικρά λεωφορεία που χάνονταν ύστερα από λίγο στο πυκνό, χιονισμένο σκοτάδι.
Θυμάμαι, επίσης, το μεθύσι που κάναμε στην κουζίνα του σπιτιού σου το 2007, βλέποντας την ταινία του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ, Φορτίο 200, τις μνήμες που μας ξύπνησε και τα δάκρυα που χύσαμε. Νομίζεις ότι άλλαξε τίποτα έκτοτε; Τα φέρετρα έρχονται, οι άντρες τελειώνουν τη ζωή τους βουλιάζοντας στο βάλτο του φτηνού αλκοόλ, η ενδοχώρα ερημώνει, το καθεστώς διαιωνίζεται με τη μία ή την άλλη μορφή. Κι εσείς σωπαίνετε.
Πολύ φοβάμαι, αγαπημένε μου φίλε, πως το αντάμωμα με το πεπρωμένο δεν θα το αποφύγετε. Μετά την Ύβρη, έλεγαν οι αρχαίοι, έρχεται πάντα η Νέμεσις. Κι αυτό είναι αναπόφευκτο. «Καιρός του Σιγάν και Καιρός του Λαλείν», λέει ο Εκκλησιαστής και συμπληρώνει ο Ιωάννης της Αποκαλύψεως «ο μισθός μου μετ᾿ εμού, αποδούναι εκάστῳ ως το έργον έσται αυτού». Νομίζω πως η τελική συνάντηση της Ρωσίας με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή της ιστορίας πλησιάζει – και τότε ο καθένας θα αναλάβει τις ευθύνες του, εισπράττοντας παράλληλα τα επίχειρα του έργου του.
Θα σου ξαναγράψω σύντομα
Ο έλληνας φίλος σου
16 Φεβρουαρίου 2023