Ο Νίκος Δαββέτας, καταξιωμένος πεζογράφος, ποιητής και κριτικός, δίνει το έβδομο κατά σειρά πεζογραφικό του βιβλίο: Άνδρες χωρίς άνδρες. Είχαν προηγηθεί: Ιστορίες της ανάσας (2002), Το θήραμα (2004), Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (2006), Η Εβραία νύφη (2009, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη (2013) και Ωστικό κύμα (2016). Ο Δαββέτας ξεκίνησε, από πολύ νωρίς, να δημοσιεύει διηγήματα στα περιοδικά της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος και Τραμ. Το 1983 στράφηκε στην ποίηση με τη συλλογή Οι εραστές της Όστριας και μέχρι το 1999 είχε δώσει άλλα πέντε ποιητικά βιβλία. Με τον καινούργιο αιώνα τον κέρδισε οριστικά η πεζογραφία.
Στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τον τίτλο: Άνδρες χωρίς άνδρες –που αρχικά δεν τον βρήκα ιδιαίτερα ελκυστικό, αλλά μετά την ανάγνωση του βιβλίου διαφοροποιήθηκε η θέση μου– υποθέτουμε ότι θα μπορούσε να σημαίνει: [είναι] άνδρες χωρίς [να είναι] άνδρες, δηλαδή δεν έχουν αντρίκια συμπεριφορά, αυτήν που αποδίδουν στο ανδρικό φύλο τα στερεότυπα∙ αλλά μπορεί και να πρόκειται για άνδρες που δεν έχουν ή δεν βρίσκουν άνδρες, εδώ το μυαλό πηγαίνει στην ομοφυλοφιλία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δύο φίλοι συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα δεν μαθαίνουμε ποτέ, ο αφηγητής και ο επιστήθιος από τα γυμνασιακά χρόνια φίλος του –που, φεύγοντας από μία άκρως προβληματική οικογένεια, ζει και εργάζεται στο Παρίσι– επικοινωνούν μεταξύ τους, διά ζώσης ή δι’ αλληλογραφίας, και ψάχνουν να βρουν τα νήματα που τους δένουν με τους γεννήτορες. Όλη η αφήγηση εκτυλίσσεται με ζευγάρια: οι δύο φίλοι, ο αφηγητής και ο φίλος του, ευπώλητος συγγραφέας στο Παρίσι∙ ο παρακρατικός πατέρας του δεύτερου, Χρήστος ή Λώρης, και ο αρνητής γιος του∙ ο ίδιος παρακρατικός πατέρας και ο ασφαλίτης αδελφός του Μιχάλης∙ ο αφηγητής και ο δικός του πατέρας, Χρήστος επίσης, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα όταν ο γιος ήταν οκτώ ετών∙ ο αφηγητής και ο θείος Τάκης, αδελφός της μητέρας του∙ ο καθένας από τους δυο φίλους και η δική του μητέρα.
Λογοτεχνία του τραύματος
Στα πεζογραφικά του κείμενα, ιδιαίτερα ενδιαφέρει τον Δαββέτα η ιστορική μνήμη και οι επιπτώσεις της στις ατομικές ζωές. Αναφέρεται στις παθογένειες του ελληνικού δημόσιου παρελθόντος και υπηρετεί συστηματικά τη λογοτεχνία του τραύματος, όπως έχει επισημάνει η κριτική και επιβεβαιώνουν τα βιβλία του. Στο Άνδρες χωρίς άνδρες περνά όλη η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας από τον Εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια, τον ανένδοτο, τη χούντα, τη μεταπολίτευση, την ευμάρεια του ΠΑΣΟΚ έως την οικονομική κρίση του 2010. Η Ιστορία, που αποτελεί το φόντο, δίνεται παραστατικά, χωρίς πλατειασμούς ωστόσο, με καίριες σύντομες χαρακτηριστικές αναφορές, οι οποίες ενεργοποιούν τη γνώση και τη μνήμη και συχνά έχουν αντίκρισμα στις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων. Σαν μαγικές εικόνες περνάνε όλες οι λεπτομέρειες της ατομικής και της συλλογικής ζωής με την άμεση ή έμμεση τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων, στην οποία με δεινότητα επιδίδεται ο συγγραφέας. Το αληθοφανές μυθοπλαστικό σύμπαν διαγκωνίζεται με την πραγματικότητα, μέσα από τις ζωές των ηρώων, δευτεραγωνιστών της ζωής. «Όταν γράφεις, δημιουργείς μια εναλλακτική πραγματικότητα, δραπετεύεις ή κρύβεσαι μες στις ζωές των ηρώων σου», λέει ο φίλος από το Παρίσι.
Το ενδιαφέρον αρχίζει από τη στιγμή που ένας ετοιμοθάνατος πατέρας, σε αποστομωτικό μονόλογο, εκμυστηρεύεται στο γιο του ότι είναι ομοφυλόφιλος: «αισθανόταν την ανάγκη να ξεπεράσει τη ζώνη της σιωπής, να εξομολογηθεί στον μοναχογιό του τα γεγονότα που έκρυβε ακόμη κι από τον ίδιο του τον εαυτό», να αποκαλύψει το προσωπείο «που με κόπο είχε σμιλέψει χρόνια». Αυτό το παιδί, ξαφνικά στην ώριμη ηλικία του, έχει να διαχειριστεί και να προσπεράσει τρία στάδια άγνοιας: το πρώτο να αποδεχτεί ότι «ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», ο πάντα απών από τη ζωή του, ήταν ο πατέρας του∙ το δεύτερο ότι αυτός ο πατέρας είναι ομοφυλόφιλος, όπως του εξομολογείται ο ίδιος∙ το τρίτο ότι στην πραγματικότητα αυτός, όπως διαπιστώνεται από τυχαία εξέταση αίματος, δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας. Και ποιος να ’ναι άραγε;
Αναμοχλεύοντας τις ζωές των γονιών τους οι δύο φίλοι ψάχνουν στ’ αλήθεια τρόπο να συγκροτήσουν τη δική τους ταυτότητα. Στους μεταξύ τους διαλόγους, διαπιστώνουν τον ιδιαίτερο ρόλο που ίσως είχε η διαρκής αλλαγή διεύθυνσης των γονιών του φίλου, τόσο ως οικογένεια, όσο και του πατέρα πριν παντρευτεί. Από το χωριό του, το Κατάκολο, σχεδόν διωγμένος λόγω του ταγματασφαλίτη αδελφού του, βρέθηκε σ’ έναν ανήλιαγο τάφο, ένα ημιυπόγειο στην πλατεία Βάθης∙ μετά μετακόμισε στο Θησείο, στην Αποστόλου Παύλου∙ ύστερα σε μια στενόχωρη σοφίτα στην πλατεία Συντάγματος («σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του πενήντα»)∙ μετά στην Κυψέλη, εκεί και έζησαν τα πρώτα χρόνια με τη γυναίκα του και το παιδί. Κατόπιν, προσπαθώντας να κρυφτούν, φιλοξενήθηκαν, για λίγες εβδομάδες, σ’ ένα ρημαγμένο νεοκλασικό στην Τρούμπα. Στη συνέχεια, ο πατέρας νοίκιασε ένα ισόγειο δυάρι στον Κολωνό, με κοινόχρηστη εσωτερική αυλή, απ’ όπου τους έκαναν έξωση, «όλα τα πράγματα ενός νοικοκυριού πεταμένα στο πεζοδρόμιο […] δεκάδες αδιάκριτα βλέμματα στο εσωτερικό της ζωής [μας…] Όταν θέλω να γράψω για την έξωση, ακόμη αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να τα πω. Δεν βρίσκω τις λέξεις. Οι λέξεις δεν φτάνουν ώς τη γλώσσα, κακοφορμίζουν μέσα μου», λέει ο φίλος, και πιο κάτω, σχολιάζει ο αφηγητής: «Στην οικογενειακή ιστορία, η έξωση ήταν η δική τους Μικρασιατική Καταστροφή». Το Σεπτέμβριο του εξήντα επτά (ο φίλος είναι πέντε ετών) ξαναγυρίζουν χαμηλά στην Κυψέλη, απ’ όπου φεύγοντας στεγάστηκαν επιτέλους σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στην πλατεία Αμερικής. Από εκεί ο φίλος έφυγε για το Παρίσι και εκεί ξαναγύρισε ο πατέρας του μετά ολιγόχρονη παραμονή, στις αρχές της νέας χιλιετίας, στου Παπάγου. Μνημονεύω αναλυτικά τις διευθύνσεις της οικογένειας του φίλου, πρώτον γιατί είναι εντυπωσιακά πολλές, δείγμα μιας μίζερης και ανερμάτιστης ζωής, και δεύτερον γιατί οι συγκεκριμένες περιοχές σηματοδοτούν χαρακτηριστικά τη σταδιακή μέσα στο χρόνο αλλοίωση στον ιστό της πόλης. Τόσο η πλατεία Βάθης, όσο και η Κυψέλη ή ο Κολωνός, αλλά και το λιμάνι με την Τρούμπα στον Πειραιά, έχουν συχνά αλλάξει τον αστικό χαρακτήρα τους.
Οι μετακινήσεις προκαλούσαν πανικό στον φίλο, «σκέφτομαι πως οι μετακινήσεις αυτές αντανακλούσαν το μέσα του. Ήταν η απελπισμένη προσπάθεια να μπει μια τάξη, όχι στο σπίτι, μα στο μυαλό, στην ψυχή του», λέει για τον πατέρα του∙ μήπως να βρει μία εστία, έναν χώρο να κουρνιάσει;, αναρωτιόμαστε. Το 2011 ο πατέρας μετακομίζει και πάλι στην κατάφορτη από μετανάστες Κυψέλη και γίνεται «επίτιμο μέλος της ελληνικής μειονότητας της Κυψέλης».
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, με 24 κεφάλαια το πρώτο, όπου εξιστορούνται, με αναδρομές στο παρελθόν, τα τεκταινόμενα στο νοσοκομείο με τον πατέρα ετοιμοθάνατο, και 15 το δεύτερο, με όσα συμβαίνουν από την κηδεία και μετά. Αδειάζοντας το πατρικό του ο φίλος πέφτει έκπληκτος σε διάφορα φυλαγμένα χαρτιά, στοιχεία άγνωστα από τον υπηρεσιακό φάκελο του πατέρα του, προδοτικές ιατρικές εξετάσεις (ψυχιατρική γνωμάτευση για «διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή»), ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες, με πρόσωπα όχι πάντα γνωστά.
Η γραφή του Δαββέτα είναι συχνά ελλειπτική και υπαινικτική, δίνοντας περιθώριο σε πολλαπλές αναγνώσεις. Παρ’ όλα αυτά είναι ιδιαίτερα ζωντανές οι ρεαλιστικές του περιγραφές, όπως εκείνη στο νοσοκομείο με «τους ηττημένους όλων των ηλικιών» ή η άλλη στον Πειραιά με την εικόνα από τα στενά μπαλκόνια του ρημαγμένου νεοκλασικού:
Αν στεκόσουν σε ένα από αυτά και έσκυβες προς τη μεριά της θάλασσας, μπορούσες να διακρίνεις ένα μικρό τμήμα της προβλήτας του λιμανιού, αχθοφόρους να πηγαινοέρχονται βιαστικοί με τα καροτσάκια τους φορτωμένα, ολόκληρες πρύμνες που λικνίζονταν στο κύμα, χοντρά σχοινιά που τεντώνονταν στους κάβους, στάζοντας αρμύρα.
Στο βάθος, ένα ψιλόλιγνο φουγάρο κάπνιζε ασταμάτητα σκορπίζοντας εκατομμύρια κόκκους τέφρας σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων. Αριστερά και δεξιά από το μεγάλο φουγάρο, άλλα μικρότερα, σαν νεογέννητα παιδιά του ορθώνονταν πάνω από τις επίπεδες στέγες με τα απλωμένα ασπρόρουχα, τα οποία όταν στέγνωναν είχαν αλλάξει πια χρώμα. Καθένα διεκδικούσε μερίδιο του ίδιου γκρίζου ουρανού. (σ. 56-57)
Δεν αποφεύγει επίσης ο συγγραφέας τις τολμηρές αναπαραστάσεις σεξουαλικών σκηνών και την προβολή απαγορευμένων σκέψεων και πράξεων του αποκλίνοντος πατέρα, όπως εκείνη που μιλά για τη στιγμή σύλληψης του γιου του, ή η άλλη με τον φαντάρο στο τρένο για την Κηφισιά ή εκείνη με τη δολοφονία του νεαρού Σταύρου στο «Στενό του έρωτα», ανάμεσα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τον Όμιλο Αντισφαίρισης.
Στα θετικά του βιβλίου προσγράφονται οι αρκετές αυτοαναφορικές πληροφορίες από το εργαστήρι του συγγραφέα αλλά και το εύστοχο διακειμενικό παιχνίδι, πότε με τον Κάφκα, πότε με τον Ροθ, πότε με τον Μούζιλ ή τον Ντοσκογιέφσκι.
Ένα πατρικό πρότυπο
Θέμα του βιβλίου λοιπόν οι σχέσεις ανάμεσα σε πατεράδες και γιους. Το σύνδρομο του Κρόνου αλλά και η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης και αυτοκαθορισμού. Ξαναγυρίζοντας στον τίτλο Άνδρες χωρίς άνδρες θα λέγαμε ότι πρόκειται για άνδρες που αναζητούν ένα πατρικό πρότυπο στη ζωή τους, αναγκαίο για την ενηλικίωση. Αυτήν την παρουσία στερήθηκαν και οι δυο φίλοι. Από τον έναν απουσιάζει ο πατέρας ως φυσική οντότητα (έχει σκοτωθεί νωρίς) και από τον άλλον ως στερεοτυπικό ανδρικό πρότυπο.
Συγκεφαλαιώνοντας θα κατέληγα ότι η σχέση και η ζωή των δύο φίλων είναι κοινή και παράλληλη, σαν να βλέπουν μέσα σε καθρέφτες να αναπαράγεται το είδωλο ο ένας του άλλου. Ο καθένας φοβάται ότι βλέπει στον άλλον τον εαυτό του∙ αυτή η αλλαγή ρόλων φαίνεται καθαρά στα διηγήματα που έχουν δημοσιεύσει και οι δύο σε γνωστά περιοδικά.
Η σύγχυση προσώπων και προσωπείων είναι πιστεύω ηθελημένη από τον Δαββέτα για να φανεί το πόσο ρευστά είναι όλα στη ζωή και πόσο ό,τι εκτοξεύουμε κατά του άλλου είναι πολύ εύκολο να μας επιστραφεί.