Αυτό το κορμί που επέζησε είχε όμως μέσα του μια ψυχή που πόνεσε πολύ, που πέρασε μεγάλη δυστυχία, απογοήτευση, αδικία, πόνο, προσδοκία, αρρώστια, εγκλήματα, αλλά και συγχρόνως απέκτησε πολλή πολλή δύναμη, κι έμαθε τι θα πει αφοσίωση, αγάπη, συμπόνια – κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Και σκέφτηκα πως κανένας δεν θα τα καταλάβει όλα αυτά, αν δεν τα έχει ζήσει ο ίδιος τόσο έντονα όπως εγώ. Γιατί εγώ ήμουν πολύ πλούσια σε αγώνα και πολύ πλούσια σε πόνο, γιατί εγώ ήμουν πολύ πλούσια σε ζωή.
Μπέρρυ Ναχμίας, Κραυγή για το αύριο
Η επανέκδοση του βιβλίου της Μπέρρυς Ναχμίας, Κραυγή για το αύριο, ξαναφέρνει στο φως μία από τις ελάχιστες μαρτυρίες γυναικών που επέζησαν της φρίκης των ναζιστικών στρατοπέδων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, βρήκαν το σθένος να καταγράψουν τις εμπειρίες τους. Εν προκειμένω, τη μαρτυρία μιας γυναίκας που ξεκίνησε από την καταγραφή αυτή και συνέχισε να αγωνίζεται για την «ανάδυση» και την εδραίωση «μιας δύσκολης μνήμης». Η φράση ανήκει στην ιστορικό Οντέτ Βαρών-Βασάρ που, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του ομώνυμου έργου της[1], ξαναγυρνάει στο κείμενο που είχε επιμεληθεί γλωσσικά ήδη από την πρώτη του έκδοση (Κάκτος, 1989), το επεξεργάζεται εκ νέου και το συμπληρώνει με ένα εκτενές επίμετρο για να αναδείξει την ξεχωριστή προσωπικότητα της Μπέρρυς Ναχμίας και να επισημάνει την πολύτιμη προσφορά της στην υπόθεση της μνήμης του Ολοκαυτώματος.
Πρόκειται για ιδιαίτερη σύμπραξη δύο γυναικών που συνδέονται συγγενικά και συνομιλούν πνευματικά· η προσωπική σχέση της Οντέτ Βαρών-Βασάρ με την Μπέρρυ Ναχμίας ανανεώνει καταλυτικά τη μαρτυρία που βρίσκεται στο κέντρο του εγχειρήματος και καταλήγει σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, που εκφράζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πώς η Μνήμη συναντά την Ιστορία και πώς το προσωπικό συνδέεται άρρηκτα με το συλλογικό. Είναι, άλλωστε, το ίδιο το κείμενο της Μπέρρυς Ναχμίας που καλεί σε τέτοιου είδους συνευρέσεις και προεκτάσεις: η Κραυγή για το αύριο αποτελεί ένα πολυεπίπεδο και πολυφωνικό αφήγημα, που εμφανίζει πολλαπλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες μαρτυρίες και εγείρει καίρια ζητήματα του Ολοκαυτώματος, πολύ πριν αυτά μπουν στο πεδίο των μελετητών του.
Ξεπερνώντας το τραύμα
Οφείλει κανείς να ξεκινήσει την επιστημονική ανάγνωση της μαρτυρίας της Μπέρρυς Ναχμίας με τη σειρά που υπαγορεύει και το ίδιο το βιβλίο: αρχίζοντας από τις συνθήκες που οδήγησαν στη γραφή, ιχνηλατώντας τα ερωτήματα και τα διλήμματα που κινητοποιούν τις λέξεις. Γραφή ως επιβίωση ή γραφή ως παρακαταθήκη; Η επιμελήτρια του έργου έχει εξετάσει και υπογραμμίσει συστηματικά στα γραπτά της[2] τη διαλεκτική μνήμης-λήθης που αναδεικνύεται από τον Χόρχε Σεμπρούν, όταν περιγράφει την πολύχρονη σιωπή που ακολούθησε την επιστροφή του από το Μπούχενβαλντ ως απότοκο ενός βασανιστικού ασυμβίβαστου: ή θα καταδυόταν εκ νέου στην φρίκη για να γράψει, ή θα διάλεγε την ζωή. [3] Και αντίστοιχα, τη διαφοροποίηση του Πρίμο Λέβι που γράφει ευθύς αμέσως μετά την επιστροφή του, ήδη από το 1947, για να ικανοποιήσει «αυτή την ανάγκη της ψυχής», να κοινοποιήσει την εμπειρία του από το στρατόπεδο, ανάγκη που διαμορφώνεται ενώ βρίσκεται εκεί.[4] Για την Μπέρρυ Ναχμίας η συγγραφή αυτού του βιβλίου σχετίζεται άμεσα με το σύνολο της δράσης της· επιστρέφει στο παρελθόν στοχεύοντας στο αύριο.
Ο σύντομος αλλά πυκνός πρόλογος του βιβλίου οριοθετεί απερίφραστα το όραμα της Μπέρρυς και περιγράφει την πάλη τού επιζώντος με μια απεύθυνση που σηματοδοτεί εξαρχής την προσωπικότητα της συγγραφέως και διαγράφει την ιδιαιτερότητα της μαρτυρίας. Η ανάγκη να αποτελέσει το κείμενο αυτό μια «κραυγή για το αύριο» προτάσσεται συστηματικά, δημιουργώντας ένα επίμονο πλαίσιο που ξεκινά και κλείνει τον επίλογο. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, η Ναχμίας γράφει:
Ένα μόνο ξέρω, ότι ο στόχος που έχω βάλει και που στριφογυρίζει στο μυαλό μου τόσα χρόνια μένει πάντα σταθερός. Να γράψω κάτι που να μπορούν να το διαβάζουν οι μεταγενέστεροί μου, και να τους χαρίσω τη γεμάτη πείρα ζωή μου που ακούσια και με τη βία άλλων συνανθρώπων μου απέκτησα κάποτε. (σ. 11)
Κλείνοντας τον πρόλογό της, η συγγραφέας αντιστοίχως εισάγει τον αναγνώστη στη μαρτυρία, υπενθυμίζοντας το κύριο διακύβευμα:
Κι αναρωτιέμαι μήπως τώρα πια έφθασε η ώρα και η κατάλληλη στιγμή να βγάλω όλα αυτά που υπάρχουν μέσα μου και να τα μεταδώσω παντού με την ελπίδα ότι θα περάσουν ίσως σαν ένα μήνυμα Ειρήνης, Αγάπης και Αδελφοσύνης στον σημερινό κόσμο και στις επόμενες γενιές. (σ. 12)
Επίσης, ο ψυχικός διχασμός μεταξύ μνήμης και λήθης και η δυσκολία της επιστροφής στην κόλαση των στρατοπέδων παρατίθενται με όρους που περιγράφουν τις διαδικασίες του ψυχικού τραύματος πριν ακόμα οι αντίστοιχες θεωρίες διατυπωθούν και αποτελέσουν αυτόνομο πεδίο μελέτης.[5] Είναι σημαντικό εδώ να σταθούμε στο χρονικό πλαίσιο της συγγραφής του βιβλίου αλλά και στις συνθήκες που το γέννησαν. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει η επιμελήτρια στο επίμετρο, η «τομή» στη ζωή της συγγραφέως έρχεται το 1980, με τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, Μεντές Ναχμίας, που ακολουθείται από το πρώτο ταξίδι επιστροφής στο Άουσβιτς το 1981 και τη συγγραφή της μαρτυρίας που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1989. Όπως σημειώνει η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, η τραυματική εμπειρία –προσωπική και συλλογική– αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη ζωή της συγγραφέως, ξεκινώντας από την απώλεια της μητέρας, όταν η Ναχμίας ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Ακολουθώντας την υπόθεση της επιμελήτριας ότι η πρώτη αυτή απώλεια εξοπλίζει τη συγγραφέα με μα ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και τη βοηθάει –μαζί με άλλους παράγοντες– να επιβιώσει του Άουσβιτς, φαίνεται ότι για άλλη μια φορά η Ναχμίας μετουσιώνει τη νέα απώλεια και τις μνήμες που αυτή πυροδοτεί σε ένα έργο ζωής, το οποίο περνάει από το προσωπικό στο συλλογικό. Η Κραυγή για το αύριο είναι η πιο ηχηρή απόδειξη ότι το τραύμα αρχίζει να αφομοιώνεται· και τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως, όταν περιγράφει την «αμφιθυμία» που διαπερνά το εγχείρημα, αποτελούν την πιο ισχυρή ένδειξη μιας ξεχωριστά δυναμικής προσωπικότητας και μιας εκλεπτυσμένης γραφής:
Η άλλη φωνή [μού λέει]: «Όχι, προς Θεού, μην καταχωνιάσεις, μη συμπιέσεις αυτά τα φαντάσματα... Βγάλ’τα στην επιφάνεια. Πρώτα για χάρη σου, για το καλό σου – ίσως αλαφρώσεις και συνέλθεις. Κι έπειτα, έχεις καθήκον για τις επόμενες γενιές. Αυτοί πρέπει να ξέρουν και να θυμούνται: πως αυτό που γίνηκε δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί, για να μην επαναληφθεί. (σ. 11-12)
Η μαρτυρία στα όρια της λογοτεχνίας
Ξεκινώντας την ανάγνωση της μαρτυρίας γεννάται το ερώτημα που διαπερνά κάθε τέτοιο κείμενο από τις πρώτες ακόμα εκδόσεις βιβλίων εμπνευσμένων από την εμπειρία των στρατοπέδων: πώς ταξινομεί κανείς ένα τέτοιο αφήγημα; Είναι απλώς μαρτυρία; Ή μπορεί να ενταχθεί στο corpus των κειμένων που κατηγοριοποιούμε ως στρατοπεδική λογοτεχνία, σύμφωνα με τον όρο του Ζορζ Περέκ;
Αν ακολουθήσουμε τη διατύπωση της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ότι «τα βιβλία ανθρώπων που έγραψαν μια φορά στη ζωή τους για να αφηγηθούν αυτή την εμπειρία που τους σημάδεψε»[6] εντάσσονται στην κατηγορία της μαρτυρίας, θα πρέπει να αγνοήσουμε τα υφολογικά και φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του βιβλίου που κάνουν τη διήγηση απολύτως λογοτεχνική. Ακόμα όμως και αν ενταχθεί σε ένα τόσο πολυποίκιλο και πολυσχιδές σχήμα όπως είναι η στρατοπεδική λογοτεχνία, όρος που περιλαμβάνει κείμενα τα οποία μετέχουν πολλών ειδών, η Κραυγή για το αύριο ξεχωρίζει τόσο με το περιεχόμενο όσο και με τον τρόπο που επικοινωνεί την εμπειρία του στρατοπέδου και προσθέτει νέα χαρακτηριστικά στο είδος. Θα λέγαμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα κείμενο που διαφεύγει του χαρακτηρισμού, που βρίσκεται στα όρια μεταξύ ειδών· μία «λογοτεχνική μαρτυρία».
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι, κατά την γνώμη μου, η καλειδοσκοπική προοπτική της αφήγησης· μία πολυπρισματικότητα που μεταφράζεται σε συν-αισθητικές περιγραφές και πολυφωνικές διηγήσεις. Είναι σύνηθες, βέβαια, να συναντούμε αναφορές στην αίσθηση της όσφρησης όταν διαβάζουμε μία μαρτυρία ή ένα έργο στρατοπεδικής λογοτεχνίας, αφού η μυρωδιά της καμένης σάρκας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φρίκης των στρατοπέδων εξόντωσης. Η Κραυγή για το αύριο, όμως, εκτυλίσσεται συνεχώς συν-αισθητικά, τόσο στις αρχικές περιγραφές της ζωής στην Καστοριά –με την εικόνα των ήσυχων νερών της όμορφης λίμνης να συνοδεύεται από τους ψιθύρους των νοικοκυρών που κάθονται στα πεζούλια– όσο και στην ίδια τη μαρτυρία της στρατοπεδικής εμπειρίας: οι εικόνες του στρατοπέδου δεν συνοδεύονται μόνο από την τρομερή οσμή που τρυπά την ατμόσφαιρα, αλλά και από τους ήχους της ορχήστρας, την αίσθηση των βρεγμένων από τον κλίβανο ρούχων πάνω στα γυμνά κορμιά, αλλά και την αίσθηση της επαφής με τα μεταξωτά εσώρουχα και τα «ζεστά πουπουλένια κουβερτόνια» (σ. 143) που μεταφέρουν στα μπλοκ από το κομάντο «Κάναντα» όσες «τυχερές» δουλεύουν εκεί.
Η λογοτεχνική λεπτομέρεια των περιγραφών της Ναχμίας και ο ρυθμός που διαπερνά το κείμενο με την εναλλαγή σκέψεων και διαλόγων εντείνεται και ενισχύεται με την εισαγωγή προσώπων, ή αλλιώς πολλών διαφορετικών φωνών οι οποίες μαρτυρούν τις φρικαλεότητες που διαπράττονται στο Άουσβιτς από κοινού. Κατά κάποιον τρόπο, η συγγραφέας απαντά στον προβληματισμό που διατυπώνει ο Ζορζ Περέκ γράφοντας για τον Ρομπέρ Άντελμ πως «[τ]ο θέμα ήταν να γίνει κατανοητό αυτό που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει· να εκφράσει το ανέκφραστο»,[7] αποδίδοντας την εμπειρία της εκτόπισης και του εγκλεισμού ως αυτόπτης μάρτυρας μιας συλλογικής τραυματικής εμπειρίας, που αναλαμβάνει να δώσει φωνή σε όσους διώχθηκαν και βασανίστηκαν.
Η έναρξη του βιβλίου με το Άσμα Ασμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη –επιζώντος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν και συγγραφέα του ομώνυμου έργου– δίνει το στίγμα μιας αφήγησης που δομείται συλλογικά και συχνά στηρίζεται σε συναντήσεις με άλλους επιζώντες που βοηθούν τη συγγραφέα να θυμηθεί ή να συγκεκριμενοποιήσει μια φευγαλέα ανάμνηση. Αναφέρω ενδεικτικά την ιστορία της Μάλλας που αποπειράθηκε να δραπετεύσει αλλά δεν τα κατάφερε: «Η Ζερμαίν [Κοέν] τελευταία μου ξαναθύμισε αυτό το συνταρακτικό γεγονός, που δεν είχα ξεχάσει βέβαια ποτέ, και μου υπενθύμισε τ’ όνομα της Μάλλας, που μου είχε διαφύγει» (σ. 131)· ή την ιστορία της Σαρίκα Ασσαέλ, το ξυπνητήρι του γερμανού φύλακα, που μεταφέρεται από την ίδια όταν χρόνια μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων συναντά τη συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη (σ. 175-177). Επιπλέον, όμως, η Ναχμίας υποστηρίζει τα γεγονότα που διηγείται ενσωματώνοντας στη μαρτυρία της έγγραφα ντοκουμέντα που έχει φέρει στην επιστροφή της από το μουσείο-τόπο μνήμης, πλέον, του Άουσβιτς, αλλά και επιστημονικά ή άλλα κείμενα γραμμένα από τον Απ. Κοτσιώλη (για την «μαμή του Άουσβιτς»), τη Φάνια Φενελόν και τους sonderkommando Ντανιέλ Μπεναχμίας και Μαρσέλ Νατζαρή.
Το χειρόγραφο του Νατζαρή,[8] κυρίως, αξίζει ιδιαίτερης προσοχής όταν αναφέρεται κανείς στην πολυπρισματικότητα της Κραυγής: πρόκειται για ένα μέρος των απομνημονευμάτων του έλληνα sonderkommando που καλύπτει δεκαεννιά σελίδες του βιβλίου (σ. 111-129) και επομένως αποτελεί μια ισχυρή φωνή μέσα στην αφήγηση, προσθήκη πολύτιμη αφού, όπως λέει η συγγραφέας, «για μένα είναι πολύ σημαντικό να έχω ένα συμπλήρωμα από ντοκουμέντα, αφηγημένα από άλλους μάρτυρες που έζησαν τον ίδιο αυτό εφιάλτη» (σ. 111)· παρατίθεται στο βιβλίο πολύ πριν εκδοθεί όταν το παραδίδουν «με πολλή εμπιστοσύνη» (σ. 110) στα χέρια της Ναχμίας η σύζυγος και η κόρη του Νατζαρή – απόδειξη ισχυρή της προσωπικότητας και της θέσης της συγγραφέως· τέλος, αποτελεί το πιο εύγλωττο παράδειγμα της καλειδοσκοπικής παράθεσης των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στο στρατόπεδο, αφού η οργανωμένη απόπειρα εξέγερσης που περιγράφεται στο τέλος του αποσπάσματος επαναλαμβάνεται από τη σκοπιά της συγγραφέως πενήντα περίπου σελίδες μετά (σ. 178-182). Ο διάλογος των δύο αποσπασμάτων εδραιώνει την αντίληψη ότι η τραυματική εμπειρία μπορεί, ίσως, να αποτυπωθεί μέσα από την πολυφωνικότητα, την παράλληλη παράθεση των ατομικών ιστοριών των θυμάτων. Και η αντιπαραβολή των δύο διηγήσεων του ίδιου περιστατικού, με τον αυστηρό και λιτό λόγο του Νατζαρή να δημιουργεί μια παύση στη ροή της αφήγησης, επιβεβαιώνει το λογοτεχνικό ύφος της μαρτυρίας της Μπέρρυς.
Η μαρτυρία ως πηγή πληροφοριών
Ποια είναι, όμως, τα ξεχωριστά στοιχεία που προσφέρει η Κραυγή για το αύριο στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία των μαρτυριών του Ολοκαυτώματος; Πώς μπορεί να προσμετρηθεί η αξία μιας ακόμα μαρτυρίας σε μία εποχή που το «οριακό γεγονός» (limit event), κατά τον Saul Friedlander, καταγράφεται με εκτενή βιβλιογραφία και πληθώρα εικόνων; Πέρα από την αυτονόητη απάντηση κάθε μελετητή –ότι δηλαδή η κάθε μαρτυρία είναι πολύτιμη προκειμένου να καταδειχθεί η βαρβαρότητα του ναζιστικού καθεστώτος και η θηριωδία των στρατοπέδων–, το βιβλίο της Μπέρρυς Ναχμίας μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς. Οι σελίδες που περιγράφουν την ζωή πριν από τη σύλληψη των καστοριανών εβραίων στις 24 Μαρτίου 1944 παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από άλλες μαρτυρίες, αφού μιλούν για μια αρμονική συνύπαρξη εβραίων και χριστιανών. Με την ίδια σαγηνευτική προφορικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του βιβλίου, η Ναχμίας ξεκινά με το πιο ουσιαστικό σχόλιο: «Η φυλή και η θρησκεία, δύο παράγοντες τυχαίοι» (σ. 14), και περιγράφει τις κοινές ασχολίες, τις οικογενειακές και φιλικές συναθροίσεις «μες στα μεικτά εβραιοχριστιανικά ήθη κι έθιμα, τις τοπικές μας συνήθειες!» (σ. 18). Όπως σημειώνει και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «πουθενά στα κείμενα της Μπέρρυς Ναχμίας δεν συναντάμε την πικρία που υπάρχει συστηματικά στις μαρτυρίες των Θεσσαλονικέων για την στάση των συμπολιτών τους κατά την Κατοχή, αλλά και στην επιστροφή» (σ. 281).
Το πιο σημαντικό, όμως, στοιχείο του βιβλίου σε σχέση με τη βιβλιογραφία του Ολοκαυτώματος είναι πως η Κραυγή για το αύριο αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, μία πρώιμη γυναικεία μαρτυρία. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην Ελλάδα που επιτρέπουν την έμφυλη ανάγνωση της στρατοπεδικής εμπειρίας[9] και, δεδομένων των παραπάνω, το μοναδικό ελληνικό παράδειγμα έμφυλης στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Διακρίνεται στην καθημερινότητα του στρατοπέδου η ίδια συλλογικότητα και η ίδια διαμόρφωση δυνατών σχέσεων αγάπης και αλληλεγγύης που διαβάζουμε στα γραπτά της Λίζα Πίνχας και στην ιστορία της Μίλενα Γιέσενσκα, όπως αυτή αποδίδεται από τη Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν[10] – στοιχεία τα οποία δεν προκύπτουν από τις αφηγήσεις ανδρών. Η σύναψη των σχέσεων αυτών παίζει καταλυτικό ρόλο στην επιβίωση, τόσο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, όσο και κατά τη διάρκεια της πορείας θανάτου στις παγωμένες εκτάσεις της Ευρώπης μετά την εκκένωση του στρατοπέδου. Τα παραδείγματα πολλά και αλεπάλληλα.
Μιλάμε εξάλλου για τη μαρτυρία μιας νεαρής κοπέλας, μιας έφηβης – και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σημειώσουμε εδώ το στοιχείο της χρονικότητας, το γεγονός, δηλαδή, ότι, όπως τονίζει και η επιμελήτρια της έκδοσης, η Ναχμίας καταγράφει τα συναισθήματά της χωρίς να τα χρωματίζει με εκ των υστέρων σκέψεις. Η παράμετρος της ηλικίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξιστόρηση: βλέπουμε τη μετεφηβική ορμή της Μπέρρυς που σπάει όλα τα τζάμια του σπιτιού τους για να μην το βρουν οι Γερμανοί ακέραιο· μαθαίνουμε το παράδοξο της ερωτικής εξομολόγησης την οποία δέχεται την ίδια στιγμή που το τρένο μπαίνει στο Μπίρκεναου· παρακολουθούμε τη διαδικασία ωρίμανσης που έρχεται ως αποτέλεσμα της παραμονής στο στρατόπεδο και της παρατήρησης της ανθρώπινης φύσης:
Μου δινόταν ακόμα μια ευκαιρία εκείνη τη μέρα να γνωρίσω τον άνθρωπο. Με πρωταγωνίστρια εμένα την ίδια, απέκτησα τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μου – κι ήμουν μικρό κορίτσι ακόμη. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να γίνει δυνατός, να γίνει δικτάτορας, κυρίαρχος ή καλός και δίκαιος αρχηγός. Αντίθετα πάλι, ο άνθρωπος είναι αδύναμος, μπορεί να γίνει πειθήνιος ή ακόμα το παιχνίδι οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Αρκεί να πειστεί ο ίδιος ότι αυτό είναι. (σ. 206)
Η συνειδητοποίηση της ηλικίας του υποκειμένου είναι ιδιαιτέρως σημαντική και σε σχέση με την προσωπικότητα της συγγραφέως, καθώς διαγράφεται μια δύναμη και μια στάση ζωής ενός ανθρώπου που αρνείται πεισματικά να υιοθετήσει την ιδιότητα του θύματος. Μια βαθιά πολιτική στάση, που διαφαίνεται πίσω από τις γραμμές της μαρτυρίας αλλά αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο μόνο όταν ο αναγνώστης φτάσει στο επίμετρο.
Οικογενειακή μνήμη και δημόσια ιστορία
Το επίμετρο που συνοδεύει τη νέα έκδοση της Κραυγής για το αύριο αποτελείται από εκατό περίπου σελίδες που περιλαμβάνουν έναν σύντομο σχολιασμό της έκδοσης, μια εκτενή αναφορά στην ζωή, το έργο και τη μαρτυρία της Μπέρρυς Ναχμίας, ένα παράρτημα με συνοδευτικά κείμενα αλλά και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Ανανεώνοντας τη σχέση της με το βιβλίο το οποίο –όπως προανέφερα– επιμελήθηκε γλωσσικά για την πρώτη του έκδοση του 1989, έχοντας εν τω μεταξύ διανύσει μια προσωπική πορεία επιστημονικής ενασχόλησης με την Shoah και ενδελεχούς μελέτης της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, παρουσιάζει ένα έργο μέσα στο έργο που χαρακτηρίζεται από τη διττή ιδιότητα της επιμελήτριας: ως ανιψιά αλλά και ως ιστορικός. Το αποτέλεσμα είναι ένα τρυφερό αφιέρωμα στην οικογενειακή μνήμη, που όμως δεν επισκιάζει την επαγγελματική ιδιότητα· αντιθέτως, σηματοδοτεί μια συνάντηση μεταξύ δύο ισχυρών γυναικείων φωνών, με κοινό στόχο τη διάδοση και τη διατήρηση της μνήμης των ναζιστικών στρατοπέδων.
Η συγγενική σχέση παρακινεί την επιμελήτρια να επιστρέψει στο βιβλίο, να το επιμεληθεί και φιλολογικά, και να το συμπληρώσει με μια εκτενή βιογραφική μελέτη που περιλαμβάνει ανέκδοτες ιστορίες ενδεικτικές της μοναδικής προσωπικότητας της συγγραφέως: τι πιο ενδεικτικό από την ιστορία της μικρής Μπέρρυς που αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της και επέβαλε την απόφασή της αυτή σε όλη την οικογένεια; Ταυτοχρόνως, έχοντας ζήσει κοντά στη συγγραφέα τα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη έκδοση της Κραυγής, η Οντέτ Βαρών-Βασάρ γνωρίζει πως το βιβλίο της δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος από την πολυσχιδή δράση της θείας της. Αναφέρεται λοιπόν σε όλα τα πεδία της μνήμης της Shoah που υπηρέτησε απαρέγκλιτα και μαχητικά η Μπέρρυ Ναχμίας μέχρι το τέλος της ζωής της. Η ίδια αυτή σχέση της επιτρέπει να ανατρέξει στο οικογενειακό αρχείο και να χαρίσει στον αναγνώστη σπάνιο φωτογραφικό υλικό που δίνει σάρκα και οστά στους «πρωταγωνιστές» του δράματος αλλά και επιβεβαιώνει αυτό που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ήδη από την μαρτυρία: η Μπέρρυ Ναχμίας δεν εγκλωβίζεται στα συρματοπλέγματα του Άουσβιτς, αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται και να εκφράζει μια έντονη «κατάφαση για τη ζωή».
Η προνομιούχα αυτή εκ των έσω ματιά συμπληρώνεται μοναδικά από την ιδιότητα της ιστορικού, που οδηγεί την Οντέτ Βαρών-Βασάρ σε μια συστηματική αρχειακή έρευνα, στην παράθεση και στο σχολιασμό ντοκουμέντων αλλά και σε μία εις βάθος ανάλυση του ιστορικού πλαισίου στο οποίο κινείται η μαρτυρία, αλλά και η μετέπειτα δράση της Μπέρρυς Ναχμίας. Τα παιδικά χρόνια της Μπέρρυς τοποθετούνται στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας της Καστοριάς· η επιστροφή από το Μάλχοβ περιγράφεται με πλήθος επεξηγηματικών πληροφοριών· η συγγραφή και η έκδοση του πρώτου βιβλίου παρουσιάζεται σε αντίστιξη με τις εκδοτικές λεπτομέρειες όλου του corpus των γυναικείων μαρτυριών· και η καταγραφή του έργου της Μπέρρυς Ναχμίας στην υπηρεσία των επιζώντων εμπλουτίζεται με εύρος πληροφοριών που αφορούν τόσο τα πρόσωπα όσο και το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής—χαρακτηριστική η συζήτηση για την ανέγερση Μνημείων Ολοκαυτώματος. Παράλληλα, η ειδίκευση στην στρατοπεδική λογοτεχνία επιτρέπει στην Οντέτ Βαρών-Βασάρ να επιστρέψει στα καίρια σημεία της μαρτυρίας και να τα αναλύσει με λόγο εναργή και επιστημονικό.
Με την επανέκδοση της Κραυγής για το αύριο από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια βρισκόμαστε, επί της ουσίας, μπροστά σε ένα εκδοτικό εγχείρημα που δεν επαναφέρει απλώς ένα εξαντλημένο κείμενο στην κυκλοφορία, αλλά παρουσιάζει ένα νέο βιβλίο: ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τη μαρτυρία μαζί με την πραγματολογική και ιστορική μελέτη που την συνοδεύει· ένα βιβλίο που ξεκινάει από την καταγραφή της ομηρίας και εκτείνεται στην περιγραφή της δράσης και της προσφοράς· ένα βιβλίο γραμμένο από την Μπέρρυ και ταυτοχρόνως γραμμένο για την Μπέρρυ.
[1] Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η Ανάδυση μίας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας, β’ εκδ. επαυξημένη, Αθήνα 2013.
[2] Ενδεικτικά αναφέρω την αρθρογραφία της Οντέτ Βαρών-Βασάρ στο Books’ Journal. Για μια εκτενή συζήτηση της στρατοπεδικής λογοτεχνίας και των υφολογικών ή/και εννοιολογικών χαρακτηριστικών της, βλ. επίσης τo κείμενο της Οντέτ Βαρών-Βασάρ: «Η εμπειρία εκτόπισης και η στρατοπεδική λογοτεχνία: Πρίμο Λέβι – Χόρχε Σεμπρούν», Η Ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, σελ. 87-99.
[3] Χόρχε Σεμπρούν, Γραφή ή ζωή, μτφρ. Β. Τομανάς, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1996.
[4] Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χ. Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1997.
[5] Η μελέτη του συλλογικού (ιστορικού) τραύματος εμφανίζεται ως αυτόνομο επιστημονικό πεδίο (Trauma Studies) στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ως απότοκος των λεγόμενων «Σπουδών του Ολοκαυτώματος» (Holocaust Studies). Το ιδρυτικό κείμενο της Cathy Caruth, Unclaimed Experience: Trauma, Narrative and History εκδίδεται το 1996 και αυτό των Shoshana Felman και Dori Laub, M.D με τίτλο Testimony: Crises of Witnessing in Literature, Psychoanalysis and History, το 1991. Οι μελέτες του Dominick LaCapra History and Memory After Auschwitz και Writing History, Writing Trauma, που ορίζουν το Ολοκαύτωμα ως το ιδρυτικό τραύμα της εβραϊκής ταυτότητας και περιγράφουν τις διαδικασίες εκδραμάτισης και αφομοίωσης του τραύματος, εκδίδονται το 1998 και το 2001 αντίστοιχα.
[6] Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Όμηρος Πέλλας: η γραφή των στρατοπέδων», Τhe Βooks’ Journal, τχ. 64 (Μάρτιος 2016), σελ. 61.
[7] Georges Perec, “Robert Antelme ou la vérité de la littérature”, Textes inédits sur l’espèce Humaine, Gallimard, 1996, σελ. 173-190.
[8] Η μαρτυρία του Μαρσέλ Νατζαρή Χειρόγραφα, 1944-1947: Από την Θεσσαλονίκη στο Ζόντερκομάντο του Άουσβιτς επανακυκλοφόρησε από τη σειρά «Θέματα Εβραϊκής Ιστορίας» των εκδόσεων Αλεξάνδρεια το 2018, σε επιμέλεια Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου.
[9] Η πρώτη ελληνική στρατοπεδική μαρτυρία γράφεται από την Λίζα Πίνχας, από τη Θεσσαλονίκη, σε διάστημα τριάντα χρόνων (από την επιστροφή της μέχρι το 1972) στα γαλλικά, αλλά το χειρόγραφο παραμένει σε ένα συρτάρι και εκδίδεται στα ελληνικά από το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος το 2014: Αντιμέτωπη με το Ολοκαύτωμα – Η Λίζα Πίνχας διηγείται, συντονισμός έκδοσης Ζανέτ Μπατίνου, μεταγραφή από το χειρόγραφο και μτφρ Γαρυφαλλιά Μίχα, εισαγωγή Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου. Την πρώτη έκδοση της Κραυγής για το αύριο το 1989 ακολουθούν η μαρτυρία της Έρικας Κούνιο-Αμαρίλιο, από τη Θεσσαλονίκη, το 1995 και της Νάτα Όσμο-Γκατένιο, από την Κέρκυρα, το 2005. Βλέπε: Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, Πενήντα χρόνια μετά: Αναμνήσεις μιας Σαλονικιώτισσας Εβραίας, επιμέλεια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Παρατηρητής, 3η εκδ. Θεσσαλονίκη 1996. Νάτα Όσμο-Γκατένιο, Από την Κέρκυρα στο Άουσβιτς και στην Ιερουσαλήμ, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2005.
[10] Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, μτφρ. Τούλα Σιετή, επιμέλεια-επίμετρο Αδριανή Δημακοπούλου, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2015 (βλ. βιβλιοκριτική από την Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Απ’ τη Σιβηρία στο Ράβενσμπρουκ», Τhe Books’ Journal, τχ. 66, Μάιος 2016, σ. 75-79).