Στέκεται κανείς πρώτα απ’ όλα στον τίτλο: Τι είναι αυτή η τρίχα που γίνεται άλογο, τι σημαίνει αυτή η αριστοτεχνική μονοκοντυλιά στο εξώφυλλο, πώς συνδέεται με την ιστορία του βιβλίου, μια οικογενειακή ιστορία που ανασυστήνεται σε 9 μόλις ημέρες, μέσα από αναδρομές, αστραπιαίες αναλαμπές που νοηματοδοτούν μνημονικά θραύσματα, καταβυθίσεις στις σκοτεινές κόγχες ψυχισμών όπου ελλοχεύουν ανεπούλωτα τραύματα, αντιφατικά συναισθήματα;
Σκέφτηκα πως ο τίτλος, με έναν τρόπο, αποδίδει την έννοια της μεταμόρφωσης, της μετατροπής μιας στοιχειώδους δομής σε κάτι πιο πολύπλοκο, πιο σύνθετο. Σκέφτηκα ότι η τρίχα μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα σημείο εκκίνησης, μια αρχή – και το άλογο την κορύφωση μιας εξέλιξης, το τελικό στάδιο. Στάθηκα στην περιγραφή του αιωρούμενου δωματίου και των δύο αδελφών, του μεγαλύτερου Λευτέρη και του μικρότερου, του Νίκου –τη σχέση των οποίων θα ανατάμει σε βάθος η νουβέλα–, οι οποίοι, τα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής, μικρά παιδιά, μεταμορφώνουν, μέσα από το παιχνίδι, σαν άλλοι καλλιτέχνες, ακόμα και το πιο ευτελές αντικείμενο σ’ έναν ολόκληρο κόσμο.
Σκέφτηκα, τέλος, ότι κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί η διαδρομή του καλλιτέχνη: μια εργασία μετασχηματισμού που πατάει πάνω στην επιθυμία να δώσεις μορφή στο άμορφο· βάση στο ρευστό, στο ευμετάβλητο· ζωή, όσο ευάλωτη και αν είναι, στο άψυχο.
Και καθώς προχωρούσα καταγοητευμένη την ανάγνωση, έφτασα στη σελίδα 128 και να’ την η απάντηση. Η συγγραφέας μιλάει για την απόφαση του Νίκου, από την πλευρά του οποίου γίνεται η αφήγηση, να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Διαβάζω:
Όλη εκείνη η λάσπη που χρόνια τώρα βάλτωνε μέσα του, ζυμωνόταν μέρα με τη μέρα, έπλαθε δρόμους και πόδια για να τους περπατήσουν. Έβλεπε την επιθυμία του να διαγράφεται με την ασύλληπτη ευκρίνεια των αυτονόητων πραγμάτων, ένα σχέδιο που ξεκινούσε και ολοκληρωνόταν μονοκοντυλιά. Μια τρίχα που γινόταν άλογο.
Τα αδέλφια
Το άλογο, που δημιούργησε τόσο αριστοτεχνικά η Λίλα Κονομάρα σ’ αυτό το βιβλίο της –για να χρησιμοποιήσω τη δική της μεταφορά– είναι η μονοκοντυλιά που παίρνει σώμα, αναπτύσσεται σε επάλληλα επίπεδα, καταλαμβάνει χώρο, χώρο ψυχικό και διανοητικό. Στο επίκεντρο, βρίσκεται η σχέση δύο αδελφών, του Λευτέρη και του Νίκου, την οποία παρακολουθούμε μέσα από τον Νίκο, στην διάρκεια των εννέα ημερών που επισκέπτεται τον αδελφό του στην εντατική όπου ο Λευτέρης βρίσκεται σε κώμα, έπειτα από μια άγνωστης αιτίας πυρκαγιά που έχει ξεσπάσει στο σπίτι του.
Είναι μια σχέση με όλα τα συστατικά που διαχρονικά ορίζουν το δεσμό ανάμεσα σε δυο όμαιμους αδελφούς – σχέση έντονη, ισχυρή και αμφίδρομη, που κρατάει τον ένα δεμένο με τον άλλον, τον ένα ταγμένο στον άλλον, μια σχέση έλξης - απώθησης που κάποτε υποχρεώνει τον έναν να γίνει το αντίστροφο του άλλου για να υπάρξει, μια σχέση που εμπεριέχει τον ανταγωνισμό, το φθόνο, τη βία, την αντιπαλότητα, ακόμα και την επιθυμία του αφανισμού του άλλου, αλλά και την αγάπη, ένα σπαρακτικό αίτημα αναγνώρισης και αποδοχής, μια εμποδισμένη ανάγκη που ψάχνει απεγνωσμένα να εκφραστεί. Ιδίως όταν ο μεγαλύτερος αδελφός, ο χαρισματικός, ο πολλά υποσχόμενος, ο διαφορετικός, εμφανίζει την ψυχική ασθένεια που θα βαραίνει έκτοτε αναπόδραστα πάνω στον μικρότερο, κάνοντάς τον να ταλαντεύεται μεταξύ θλίψης και ενοχής, αγάπης και άρνησης, καθώς βρίσκεται υπό την απεριόριστη εξουσία του αρνητικού.
Οι ώρες που ο Νίκος περνάει κοντά στον αδελφό του, όταν, καθώς γράφει η Λίλα Κονομάρα, «μόνο ο θάνατος γυροφέρνει το κρεβάτι του», λειτουργούν σαν φουσκωμένο κύμα που σπάει το φράγμα του χρόνου, παρασύρει τις επιχωματώσεις της μνήμης και φέρνει στην επιφάνεια όλα όσα λικνίζονταν αθέατα και βουβά στα βάθη της. Κι αυτό γιατί τα αδέλφια μας μας συνδέουν με το παρελθόν μας και με την αληθινή μας φύση, όπως κανένας άλλος· και βέβαια, σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στον οποίο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε στοιχεία της εικόνας μας, μας θυμίζουν πάντα τον ατελή, ελλιπή, βαθύτερο εαυτό μας. Πολύ περισσότερο, όταν ερχόμαστε δεύτεροι, όπως ο Νίκος του βιβλίου της Λίλας Κονομάρα, κι αρχίζουμε τη ζωή μας τις περισσότερες φορές επισκιασμένοι από τον πρωτότοκο, καταδικασμένοι να είμαστε πάντα shanzhai –μια λέξη που αναζήτησα τη σημασία της, βλέποντάς τη για πρώτη φορά στο συγκείμενο της νουβέλας–, αντίγραφα δηλαδή, φτηνές εκδοχές του πρωτοτύπου. «Από τους δυο τους», γράφει η Κονομάρα, «ο Λευτέρης ήταν πάντα ο ψηλός, όμορφος, προικισμένος γιος. Εκείνος ήταν η επανάληψη, χωρίς τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς».
Αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο πρωτότοκος, με την άφιξή μας, εκπίπτει από τη μοναδικότητα και, παρότι δεν χάνει την εύνοια των γονέων, ενδόμυχα φοβάται τον παρείσακτο, αυτόν τον δυνάμει σφετεριστή της θέσης του, που απειλεί να τον εκτοπίσει από την πηγή της γονεϊκής αγάπης.
Οι κανονιστικές αντιθέσεις
Σον Οδυσσέα του Τζόυς, ένα βιβλίο που διαπερνάται, εκφρασμένα ή υπόρρητα, από την περίπλοκη εμπειρία της αδελφικότητας, υπάρχουν δυο εξαιρετικής διαύγειας φράσεις. «Ο αδελφός ξεχνιέται τόσο εύκολα όσο και μια ομπρέλα», λέει ο Στήβεν Ντένταλους στο ένατο επεισόδιο του μυθιστορήματος, και λίγες αράδες πιο κάτω, «Ο αδελφός μου είναι το ακόνι όπου ακονίζομαι». Άρα; Άρα είναι εκείνος που τον ξεχνάς παρά την κάλυψη που θα μπορούσε σου προσφέρει· είναι κάποιο φορτικό Άλλο που ωστόσο ενοικεί στο Ίδιο, κάποιος από τον οποίο αποστασιοποιείσαι συναισθηματικά, και ταυτόχρονα η ακονόπετρα πάνω στην οποία οξύνεσαι – με άλλα λόγια απαραίτητος και ταυτόχρονα ανυπόφορος. Στο Μια τρίχα που γίνεται άλογο αυτή η διχοτομία γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή, καθώς ο Λευτέρης βυθίζεται σταδιακά στην τρέλα.
Παρ’ όλη την εναντιότητα, ωστόσο, παρά την απόκλιση των δύο αδελφών, η συγγραφέας απορρίπτει, σε όλη την έκταση του βιβλίου της, τις κανονιστικές αντιθέσεις, δεν περιχαρακώνεται σε δυισμούς. Τα δίπολα, ανάμεσα στα οποία ταλαντεύεται η αφήγηση, έχουν όρια όχι απλώς διαπερατά, μα απολύτως ρευστά. Κάθε πρόσωπο του οικογενειακού αστερισμού που τόσο εύστοχα ανασυνθέτει η συγγραφέας (ένας απών, ανικανοποίητος και απορριπτικός, πατέρας, μια μητέρα που δεν χωράει στο περιοριστικό, ασφυκτικό σχήμα της διευρυμένης οικογένειας του βιβλίου –γιαγιά, θείοι, γονείς και τα δύο παιδιά στη ίδια τριώροφη κατοικία, με το κλειδί πάνω στην πόρτα κάθε ξεχωριστού διαμερίσματος ώστε να ακυρώνει κάθε ιδιωτικότητα–, αλλά και κάθε στοιχείο που τον συνθέτει, ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα (πορσελάνες, μια λαδί μπερζέρα, ένα κάδρο με άλογα, ένας φωνόγραφος που παίζει απαρέγκλιτα τα μεσημέρια άριες και αποσπάσματα από όπερες), κάθε πρόσωπο και κάθε στοιχείο, λοιπόν, διανοίγεται σε όλα τα άλλα. Το κλασικό σχήμα της διχοτόμησης σε υποκείμενο και αντικείμενο, σε υγιές και ασθενές, σε ορατό και μη, εγκαταλείπεται· όσα λέγονται και όσα αποσιωπώνται, ομιλών και ομιλούμενο, παρουσία και απουσία, μέσα και έξω, παραπέμπουν το ένα στο άλλο, ορίζονται από την ίδια την κίνηση του ενός προς το άλλο και την αντιστρεψιμότητά τους.
Η Λίλα Κονομάρα, λοιπόν, μας δείχνει, με συγκλονιστική ευαισθησία και βαθύτητα, ότι υπάρχουν περιπτώσεις λογικής τρέλας κι ένας πυρήνας αλήθειας στην καρδιά κάθε παραληρήματος. ‘Ότι το θύμα μπορεί πολύ εύκολα να γίνει θύτης. Μας δείχνει ότι η σιωπή μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος ομιλίας, πολύ πιο εύγλωττος και αποκαλυπτικός. Ότι οι λέξεις δεν είναι η πεμπτουσία των πραγμάτων, όπως πίστευε κάποτε ο Σαρτρ, ότι δεν είναι, και δεν θα είναι ποτέ, μια άμεση πρόσβαση στο πράγμα, παρά, ενίοτε, «στουπιά που τα παραχώνεις εδώ κι εκεί», όπως συμβαίνει με την ακατάσχετη φλυαρία της θείας, που μιλάει χωρίς να λέει τίποτα. Ότι ο έρωτας μπορεί να είναι κατάδυση στον εαυτό, αλλά και απάρνηση του εαυτού, αποκοπή από το νόημα. Ότι η αγάπη, όσο βαθιά και να ’ναι, τις περισσότερες φορές δεν φτάνει να γίνει αναδοχή. Ο Νίκος δεν θα απαντήσει θετικά στο αίτημα του αδελφού του, όταν, ανάμεσα σε νοσηλείες, αφόρητους εγκλεισμούς σε κλινικές και ψυχιατρεία, ο Λευτέρης θα του ζητήσει να μείνουν μαζί.
Κι όμως, στο τέλος, ο Νίκος είναι που θα απλώσει το χέρι, «όπως άπλωνε ο αδελφός του το δικό του άλλοτε». «Τι λες, Λευτέρη, παίζουμε;» θα ψιθυρίσει στον αδελφό του την ένατη μέρα, «πριν ξυπνήσεις και αποτύχουμε ξανά, πριν πεθάνεις και γίνουν όλα ανεπανόρθωτα».
Κι αν δεν υπάρχει εκ φύσεως αδελφοσύνη, όπως επιμένει ο ψυχαναλυτής Ζαν Μπερτράν Πονταλίς στο βιβλίο που έγραψε για την τρικυμιώδη σχέση του με τον μεγαλύτερο κατά τέσσερα χρόνια αδελφό του, με τον εύγλωττο τίτλο Αδελφός του προηγουμένου, αν είναι αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει κάποια κοινότητα μεταξύ αδελφών, υπάρχει πάντα η συναδέλφωση. Το μόνοιασμα. «Το μαγικό που πάντα θα φτιάχνουμε εγώ κι εσύ», όπως λέει ο Νίκος στον αδελφό του. Κάτι σαν το πρώτο αερόστατο που έφτιαξαν οι αδελφοί Μονγκολφιέ. Κάτι που μπορεί ν’ ανοίξει το σκοτάδι στα δυο και να ανυψωθεί πάνω από τη γη με τον θερμό αέρα των λέξεων που επείγονται να ειπωθούν, λέξεων που ξαναβρίσκουν τη σάρκα και το νόημά τους.