Σύνδεση συνδρομητών

Στο βασίλειο του λάθους

Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2025 10:23
Στο διορθωτήριο της Ελευθεροτυπίας, στην οδό Μίνωος 10-16. Από αριστερά: Μαρία Τσάμπρα, ένας από τους κλητήρες που έτρεχαν με τα χειρόγραφα, Μαρία Λεοντίτση, Κώστας Χατζηκωστής και, δεξιά, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος.
Αρχείο Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Στο διορθωτήριο της Ελευθεροτυπίας, στην οδό Μίνωος 10-16. Από αριστερά: Μαρία Τσάμπρα, ένας από τους κλητήρες που έτρεχαν με τα χειρόγραφα, Μαρία Λεοντίτση, Κώστας Χατζηκωστής και, δεξιά, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος.

Μας ένωνε η Πάντειος Σχολή Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, στην οποία πήγαινα σπανίως να δώσω κάποιο από τα μαθήματα που χρωστούσα. Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, που μπήκε πολύ αργότερα, δεν μας είχε μοιάσει – ούτε σ’ εμένα ούτε στους ομοίους μου που τα είχαμε φορτώσει στον κόκορα. Ήταν επιμελής, διάβαζε και κοινωνικοποιούνταν στη σχολή. Και ήδη κατάστρωνε τα σχέδιά του για το μέλλον.

Ως κοινωνιολόγος, όμως, το είχε πάρει απόφαση, δεν είχε και πολλά να κάνει. Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε και κατάλαβα ότι έψαχνε για δουλειά, για να έχει χρήματα να ζει και να πληρώνει ενοίκιο και λογαριασμούς. Τον προέτρεψα να μπει στον Τύπο – όπως, πολύ εύκολα, είχα κάνει εγώ από πολύ νωρίς. Μπορούσε να με μιμηθεί, του είπα. Να δουλέψει διορθωτής σε μεγάλη εφημερίδα. Γιατί όχι στην Ελευθεροτυπία, που ήδη βγάζαμε το ψωμί μας μια δική μου μεγάλη παρέα;

Η δουλειά του διορθωτή για τον πολύ κόσμο ήταν άγνωστη. Αν δεν είχαν κάποια σχέση, δεν φαντάζονταν ότι όλα τα κείμενα που θα τυπώνονταν, πριν σελιδοποιηθούν, περνούσαν από τη διόρθωση, ειδικό τμήμα όλων των εφημερίδων, όπου εξειδεικευμένοι συντάκτες τα διάβαζαν με προσοχή, εντοπίζοντας τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη που είχαν ξεφύγει από τον συντάκτη ή τη συντάκτριά τους αλλά, κυρίως, διερωτώμενοι για παρανοήσεις, για λάθη που άλλαζαν το νόημα – για παρελκύσεις που, αν τυπώνονταν, μπορούσαν ακόμα και να προκαλέσουν πρόβλημα στην εφημερίδα. Πολλά λάθη, μάλιστα, γίνονταν κατά τη δακτυλογράφηση των δημοσιογραφικών χειρογράφων από τους φωτοσυνθέτες και τις φωτοσυνθέτριες. Στην ιστορία του Τύπου της μεταπολίτευσης υπήρξαν μέχρι και πολύκροτες δικαστικές ιστορίες αφορμή των οποίων ήταν κάποιο λάθος, που δεν είδαν οι υπεύθυνοι ανάσχεσής του διορθωτές.

Τα ελληνικά του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου ήταν άριστα. Η πολιτικοποίησή του, επίσης, μεγάλη – είχε άποψη για τα πράγματα και, κυρίως, ήξερε τα ονόματα και τα αρκτικόλεξα της ζωής μας που ήταν απαραίτητα για να αποδώσεις στο χαρτί τους κώδικες της πολιτικής. Φοβόταν όμως μήπως και δεν τα καταφέρει, μήπως έπρεπε να είναι πεπειραμένος, μήπως θα καταλάβαιναν ότι είναι αρχάριος. Στην πραγματικότητα, ντρεπόταν. Έπρεπε να τον βοηθήσω να νικήσει τη συστολή. Τον κάλεσα, λοιπόν, να μάθει τη δουλειά στο Αντί, όπου είχα πάει ως κριτικός κινηματογράφου και έκανα όλες τις αγγαρείες της τυπογραφίας.

Το Αντί ήταν οικείος χώρος για ντροπαλούς. Δεν είχε «πόρτα», δεν είχε παράξενα βλέμματα, κανείς δεν αναρωτιόταν για το ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε από το υπόγειο της Δημοχάρους 60. Ο Πέτρος ήλθε στο Αντί και κάναμε ένα ταχύρρυθμο μάθημα εισαγωγής στη διόρθωση. Καταρχάς έμαθε τα σημαδάκια: πώς σημαδεύαμε την προβληματική λέξη και πώς, στο περιθώριο, σημειώναμε το λάθος της. Πώς βάζαμε τα κόμματα, τις τελείες, τις αποστρόφους, πώς φέρναμε κοντά τμήματα λέξεων που η φωτοσύνθεση τα είχε αυτονομήσει, πώς χωρίζαμε τις λέξεις που είχαν κολλήσει, πώς προσθέταμε φράσεις και αράδες και χωρία που είχαν ξεχαστεί. Πώς διορθώναμε τίτλους βιβλίων και ταινιών, πώς ελληνοποιούσαμε τα ξένα ονόματα, πώς βάζαμε τα εισαγωγικά και τα ανωφερή εισαγωγικά μέσα στα εισαγωγικά, πώς φερόμαστε για να σεβαστούμε το ύφος των συγγραφέων με στυλ, πώς μεταχειριζόμαστε χωρία από τη Γραφή, από αρχαία κείμενα, από ποιήματα και κάθε είδους λογοτεχνικό απόσπασμα… Και το ωραιότερο απ’ όλα, πώς προσέχαμε να μη μας φύγουν παρανοήσεις που άλλαζαν το νόημα των φράσεων κι ήταν οι αιτίες για τις μεγαλύτερες γκρίνιες στα διορθωτήρια – πώς δηλαδή θα νικούσαμε την κούραση και τη βαρεμάρα.

Ήταν μια δουλειά που ήδη αντιμετωπιζόταν με στερεότυπα. Πολλοί στις εκδόσεις πίστευαν ότι οι διορθωτές έπρεπε να είναι φιλόλογοι, να ξέρουν τα κόλπα της γραφής, να έχουν σπουδάσει τη γλώσσα – αγνοώντας ότι μια σειρά νέοι επαγγελματίες ήμασταν πολύ πιο πολύ μέσα στη γλώσσα κι από όσους την είχαν σπουδάσει, επειδή η γλώσσα έδινε περιεχόμενο στις σκέψεις μας και στις ζωές μας. Προσωπικά, έλεγα συχνά μια από τις προσωπικές ιστορίες μου στο διορθωτήριο της Βραδυνής, όπου είχα πάει χωρίς εμπειρία να αντικαταστήσω διορθωτές οι οποίοι θα έφευγαν με θερινή άδεια, και με κράτησαν αμέσως: γκρίνιαζα, θυμάμαι, επειδή ο αρχιεργάτης δεν περνούσε όλα τα «λάθη» που εντόπιζα στα μεταμεσονύκτια κείμενα τη διόρθωση των οποίων μου είχαν εμπιστευτεί. Και πήγα να κάνω τα παράπονά μου. Ο έμπειρος άνθρωπος με κοίταξε από πάνω ώς κάτω και μου είπε: «κοίτα, αγόρι μου, μη θέλει να πει Καραμανλής και συ γράψεις Παπανδρέου και μας πάνε γ…ώντας αύριο, και τα άλλα άσ’ τα πάνω μου». Δεν ήθελε να είμαι ψείρας, σχολαστικός και τυπολάτρης, ήθελε να είμαι ουσιαστικός και πραγματικά αποτελεσματικός – ήθελε δηλαδή να είμαι δημοσιογράφος και όχι φιλόλογος.

Αυτό ήταν και το μήνυμα προς τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο: να είναι δημοσιογράφος και όχι φιλόλογος. Το έπιασε. Και πολύ γρήγορα, ο Πέτρος, με σπουδή μερικών ημερών στο Αντί, βρέθηκε στο διορθωτήριο της Ελευθεροτυπίας, αντικαταστάτης μονίμων διορθωτών που έκαναν τη θερινή άδειά τους. Στο βασίλειο του λάθους.

 

Αντικαταστάτης αδειούχων του θέρους

H Ελευθεροτυπία ήταν η πρώτη εφημερίδα που, από την πρώτη στιγμή της εκδόσεώς της, δημοσίευε στην ταυτότητά της τον πλήρη κατάλογο των δημοσιογράφων που εργάζονταν στα διάφορα τμήματά της. Κι ανάμεσά τους, τον κατάλογο με τους εργαζόμενους στη διόρθωση.

Προσωπικά, βρέθηκα να εργάζομαι πολύ νωρίς part time και στη διόρθωση της Ελευθεροτυπίας. Τα ονόματα των συνεργατών του τμήματος ήταν τα ίδια, όπως είχαν δημοσιευτεί την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε η εφημερίδα. Ήξερα όλα τα ονόματα και, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, άρχισα να πηγαίνω κι εγώ στη διόρθωση για δουλειά, απλώς τους γνώρισα όλους με σάρκα και οστά. Ήταν σαν να γνώριζα μυθικά  πρόσωπα και για ένα διάστημα αισθανόμουν προνομιούχος ανάμεσά τους. Σύντομα έμαθα και τις ιστορίες τους.

Προϊστάμενος του τμήματος ήταν ο Παναγής Λυμπεράτος. Η φήμη έλεγε ότι ήταν συγκρατούμενος του εκδότη της εφημερίδας, του παντοδύναμου Κίτσου (Χρήστου) Τεγόπουλου, στη Μακρόνησο, έμεναν δηλαδή στον ίδιο θάλαμο. Εντυπωσιακή ήταν η παρουσία στο διορθωτήριο και του κυρ Μήτσου, του πιο ηλικιωμένου, που ήταν και ο σοφός του τμήματος.

Το τμήμα της διόρθωσης, πάντως, ήταν ισορροπημένο, με μεγάλη αίσθηση της συναδελφικότητας. Πολύ γρήγορα εμπιστεύονταν τους νέους, που πηγαίναμε ουσιαστικά ως μαθητευόμενοι, και μας βοηθούσαν να περάσουμε τις φοβίες και τα κόμπλεξ μας. Πολύ σύντομα κάναμε τα πάντα, χωρίς περιορισμούς: ακόμα και τα πολιτικά άρθρα, ακόμα και τα Πολιτικά Παρασκήνια – που ήταν η πιο πετυχημένη στήλη της εφημερίδας. Μόνο το editorial δεν μας άφηνε να πιάνουμε ο Παναγής Λυμπεράτος. Το διόρθωνε αυτός, διαβάζοντας δυνατά από το δακτυλογραφημένο δοκίμιο, ενώ το χειρόγραφο το κρατούσε συνήθως ο κυρ Μήτσος και, κάποιες φορές, ο Ηρακλής Ανδύρας.  Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς διορθώνονταν οι προκηρύξεις των τρομοκρατών της 17 Νοέμβρη – που όταν κυκλοφορούσε με αυτές η εφημερίδα πουλούσε πολύ. Πώς ήταν το χειρόγραφο (προφανώς φωτοτυπία), ποιος το κράταγε και ποιος διόρθωνε τα λάθη της δακτυλογράφησης, ποιοι έκαναν δηλαδή την αντιπαραβολή. Μάλλον οι προϊστάμενοι είχαν αυτή την ευθύνη – και κάπως έτσι, κοβόταν η διάθεση κριτικής στο διορθωτήριο για τους δολοφόνους που σκότωναν στο όνομα της επανάστασης.

Έβγαλα το ψωμί μου ως διορθωτής της Ελευθεροτυπίας όλη τη δεκαετία του 1980. Συνέχισα μετά το τέλος του στρατού, το 1991, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Με είχαν ζητήσει από την κυριακάτικη έκδοση η Λίτσα Παπαντωνίου και ο Κώστας Τσουράκης, σε συνεννόηση με τον διευθυντή της κυριακάτικης έκδοσης, Ντένη Αντύπα, ο οποίος μου ζητούσε και συνεργασίες με κείμενα. Μεταξύ άλλων, θυμάμαι, με είχε πιέσει να βρω φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, για να κοσμήσουν ένα μεγάλο κείμενο που μου είχαν παραγγείλει για τον επερχόμενο εκδοτικά Μεγάλο Ανατολικό, από την Άγρα

Πολύ γρήγορα, πάντως, η εφημερίδα με προσέλαβε ως διορθωτή του περιοδικού Έψιλον, του πρώτου πολυτελούς ενθέτου κυριακάτικης εφημερίδας, που διηύθυνε ο Γιάννης Βλαστάρης και, με τη γραφιστική λιτότητα του Γιάννη Κορωναίου, έγινε η πιο πετυχημένη εκδοτική κίνηση της εποχής.

Τότε ήρθε ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος στη διόρθωση της Ελευθεροτυπίας. Με το γνωστό part time σύστημα. Το καλοκαίρι αντικαθιστούσε τους αδειούχους και όλο τον υπόλοιπο χρόνο ήταν stand by να σπεύσει στο διορθωτήριο κάθε που προέκυπτε πρόβλημα. Γρήγορα, έγινε αναντικατάστατος. Ήταν πολύ καλός επαγγελματίας και, επίσης, πολύ καλό παιδί. Πρόθυμος για τα πάντα, όποια ώρα κι αν χρειαζόταν, ο Πέτρος βρισκόταν στο τμήμα της διόρθωσης στο κτίριο της Ελευθεροτυπίας, στην οδό Μίνωος, έτοιμος να διορθώσει ό,τι χρειαζόταν επιδιόρθωση. Τα «πληρωμένα», τα ρεπορτάζ, τις στήλες, τα αθλητικά, τα καλλιτεχνικά.

Στο μεταξύ, η εφημερίδα σιγά σιγά υιοθετούσε τις νέες τεχνολογίες. Γύρω στα 1993, στην Ελευθεροτυπία, ελήφθη η απόφαση οι διορθώσεις να γίνονται ηλεκτρονικά. Καταργήθηκαν τα χειρόγραφα και τα δοκίμια σε φωτογραφικό χαρτί και όλα τα κείμενα έπρεπε να τα βλέπουμε στο pc. Το Έψιλον ήταν το πρώτο από τα έντυπα της εφημερίδας που υιοθέτησαν το νέο σύστημα – και ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος ήταν βασικός για την εξοικείωση παλαιών δημοσιογράφων του παραδοσιακού χειρογράφου στις νέες απαιτήσεις της δουλειάς.  

 

Όχι λάθη, πάντα λάθη

Η δουλειά του διορθωτή μοιάζει ανεξάρτητη αλλά δεν είναι. Οι διορθωτές των εφημερίδων έχουν πρότυπα, τους προϊσταμένους που τους μύησαν, εκείνους που τους εμπιστεύτηκαν, εκείνους που τους έμαθαν τα μυστικά για να μην τους φεύγει το λάθος, εκείνους που τους έμαθαν την αυτοσυντήρηση σε ένα περιβάλλον που έχει και ανταγωνισμούς και πίκρες.

Ο Πέτρος είχε κι αυτός τα δικά του πρότυπα. Καταρχάς, κάποιους παλαίμαχους, με πρώτο τον Πέτρο Κυπριωτέλη. Βολιώτης επαγγελματίας διορθωτής εφημερίδων και εκδότης – διατηρούσε ένα μικρό εκδοτικό, τις εκδόσεις Πύλη, μέσα από το οποίο έκανε το κέφι του. Ό,τι έβγαζε, δηλαδή, τα ξόδευε για να βγάλει τα βιβλία της αρεσκείας του.

Ο Κυπριωτέλης ζούσε με τα λάθη, από τα λάθη, για τα λάθη. Τον θυμάμαι από την παλιά Βραδυνή, αλλά ήξερε πάντα τι γίνεται σε όλα τα μαγαζιά, πού πήγαν οι ελπιδοφόροι διορθωτές που πρωτοεμφανίστηκαν στα δικά του χέρια και αργότερα έκαναν καριέρα στον Τύπο ως γραφιάδες δημοσιογράφοι, ως συγγραφείς ή αν βρήκαν πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, ποιοι είναι οι νέοι διορθωτές που κάνουν καλά τη δουλειά, ποιους να προσεγγίσει για να πάει διακοπές χωρίς έγνοιες. Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος ήταν μια από τις συμπάθειές του. Είχαν και το ίδιο όνομα.

Ο Κυπριωτέλης δεν ήταν ο τυπικός διορθωτής. Έψαχνε και εύρισκε δημιουργικές διεξόδους ακόμα και στην πιο βαρετή ρουτίνα. Τα μεσάνυχτα, όταν έπεφτε η κούραση, ο Κυπριωτέλης τραγουδούσε παραλλαγμένο ένα λαϊκό, νομίζω του Άγγελου Διονυσίου: «Φοβάμαι, φοβάμαι τη νύχτα, φοβάμαι τη λέξη αυτή…».

Η καριέρα του στα διορθωτήρια ήταν γεμάτη εμπειρίες, τις οποίες κατέγραφε και, στη συνέχεια, τις μοιραζόταν με τους συναδέλφους και τους φίλους του. Κάποια στιγμή άρχισε να εκδίδει ένα φυλλάδιο για τα διάσημα λάθη των εφημερίδων και των περιοδικών – και έγινε κάτι σαν ηγέτης όλων των διορθωτών.

Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος διασκέδαζε με την αυτοκριτική του Κυπριωτέλη. Αλλά στη δουλειά της διόρθωσης, στην οποία μπήκε, αφιερώθηκε με αγάπη και κέφι. Η ομάδα της διόρθωσης στην Ελευθεροτυπία ήταν για εκείνον το πραγματικό σχολείο, και στη δουλειά και στη ζωή. Ο Ηρακλής Ανδύρας και το βασικό τιμ: ο Τηλέμαχος, η Μαρία Λεοντίτση, η Μαρία Τσάμπρα και ο Κώστας Χατζηκωστής. Ένας μικρόκοσμος με εμπεδωμένες απόψεις για τα πράγματα, που κάθε βράδυ, στα κενά της δουλειάς, μπορούσε να διαφωνεί, ακόμα και να συγκρούεται – πρώτα για τα καλλιτεχνικά και στη συνέχεια για τα πολιτικά δρώμενα. Στο διορθωτήριο της Ελευθεροτυπίας έκανε πολλούς φίλους, κι ανάμεσά τους τη συγγραφέα Θεοφανώ Καλογιάννη, το πρώτο βιβλίο της οποίας, Ο θάνατος του ιππότη Τσελάνο και άλλες ιστορίες, που είχε κυκλοφορήσει από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, είχε κάνει μεγάλο σουξέ.

Το Αντί, στο οποίο ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος επίσης μυήθηκε και κατόπιν εργάστηκε, ήταν ένας χώρος αλληλεγγύης. Τα χρόνια που ο Πέτρος έκανε μεροκάματα, τέλη της δεκαετίας του 1990, δεν υπήρχαν μεγάλα διλήμματα για να τεθούν. Αλλά η βασική ομάδα έκδοσης του περιοδικού, ο Χρήστος Παπουτσάκης και η Τασία Λεβόν, η επικεφαλής του γραφιστικού, υπόσχονταν τον δημιουργικό πυρετό, ιδίως τις τρεις μέρες που το δεκαπενθήμερο περιοδικό έκλεινε την ύλη του, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, κάθε δεκαπέντε ημέρες. Δεν είναι τυχαίο ότι πολύ εύκολα και ο Πέτρος προσαρμόστηκε ως εργαζόμενος στο χώρο της μαθητείας του, αρχικά ως αντικαταστάτης της Μάχης Γεωργιάδη, που ήταν υπεύθυνη της διόρθωσης στο περιοδικό, την οποία ο Πέτρος αντικατέστησε μόνιμα μετά τη μετακίνησή της στο Έψιλον της Ελευθεροτυπίας. Κάποια στιγμή, με πρόσκληση της Μάχης Γεωργιάδη, θα κατέληγε και ο ίδιος στο Έψιλον.

 

Διορθωτές διανοούμενοι

Οι διορθωτές της συνομοταξίας του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου δεν ήταν, απλώς, ήρεμες φωνές και, κυρίως, ήρεμες δυνάμεις στη διαδικασία της έκδοσης. Ήταν μέσα σ’ όλα. Διανοούμενοι με βαθιά γνώση της βασικής λογοτεχνικής γραμματείας, μπαρουτοκαπνισμένοι στα πολιτικά για τα οποία είχαν επιλέξει τη διακριτική ματιά από την οποία κοίταζαν τον κόσμο, βαθείς γνώστες της γλώσσας. Ο Πέτρος σπανίως κατέφευγε σε λεξικό (στην Ελευθεροτυπία χρησιμοποιούσαμε κυρίως το επίτομο Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη,  που ήταν και η μεγάλη επιτυχία των προσφορών της εφημερίδας, αλλά τις διαφορές μας για λέξεις που δεν μας άφηνε να ησυχάσουμε η ορθή χρήση τους τις λύναμε έπειτα από επισκέψεις μας στο Αντί, όπου μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το και τότε σπάνιο Αντιλεξικόν του Βοσταντζόγλου). Επιπλέον, στον στίβο της διόρθωσης, μαζί με τη γενιά του, είχε συμβάλει στο τέλος της αντιδικίας συντακτών με διορθωτές.

Η παλαιότερη γενιά, συχνά, τράβαγε ζόρια με κάποια εμμονικά λάθη που έκαναν από άγνοια, ή από στρεβλή γνώση, ορισμένοι συντάκτες, ιδίως οι πιο προβεβλημένοι, οι σταρ της εφημερίδας. Ο Παναγής Λυμπεράτος, συχνά, μας παρακινούσε να αφήνουμε να τυπώνονται οι χοντρές ελληνικούρες των συντακτών, ή έστω όσων αντιπαθούσε, προσπαθώντας να περιορίσει το ρόλο μας σε ρόλο τεχνικού της γλώσσας. Με τη στάση αυτή διαφωνούσαν οι πάντες – αλλά η νεότερη γενιά, ο Πέτρος και οι μεταγενέστεροι, επέβαλαν σιωπηλά τον πλήρη ρόλο του διορθωτηρίου. Οι διορθωτές ήταν εκεί για τα πάντα: για το τυπογραφικό λάθος, για την παράλειψη, για τη σύγχυση του χειρογράφου, για τη λάθος αντιγραφή, για το χωρίον που μπήκε πρόχειρα και εξ αυτού ήταν γραμμένο λάθος, αλλά και για την παρανόηση του συντάκτη. Χρειαζόταν, δηλαδή, να γίνει το τηλέφωνο προς το συντάκτη για να του υποδειχτεί το λάθος του – και αυτό δεν ήταν μια άνιση μάχη, αλλά μια αναγκαία συνεννόηση. Ο στόχος ήταν κοινός: μια έγκυρη έκδοση, στην οποία την επομένη ο αναγνώστης θα διαβάζει τις ειδήσεις και το σχολιασμό τους, με καθαρά ελληνικά, σε άψογης τυπογραφικής επεξεργασίας σελίδες.

Αλλά χωρίς αυτό το περιβάλλον της γλωσσικής προσοχής, έχω την εντύπωση ότι ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος δεν θα είχε τολμήσει τη διαφυγή στη λογοτεχνία – ή ίσως δεν θα του ήταν τόσο φυσική, σαν να ανασαίνει. Η δημιουργική σχέση με τη γλώσσα τον απελευθέρωσε, του επιβεβαίωσε τη βαθιά σχέση του με τη γραφή και τον όπλισε με δημιουργικό πάθος.

Η ίδια αυτή σχέση τον κράτησε γειωμένο. Η γλώσσα ήταν πάντα μια δουλειά, μια δημιουργική μεν αλλά πάντα μετρημένη δουλειά, με αποτελέσματα αβέβαια από πλευράς ευρύτερης αποδοχής. Η σύνθεση ήταν μια πάλη που ξεκινούσε όταν τελείωνε ο αγώνας του μεροκάματου – αλλά το αποτέλεσμα αυτής της πάλης πάλι στα όρια ενός διορθωτηρίου κάποιοι θα το αποτιμούσαν. Το λογοτεχνικό γράψιμο δεν είναι μαγεία. Είναι ένα οδυνηρό ξύσιμο τραυμάτων, μιας ζωής γεμάτης οδύνη αλλά και δημιουργικές ελπίδες.

Μάρτυρας μιας τέτοιας δημιουργικής ζωής ήταν ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος. Όπου κι αν βρέθηκε. Στην Παιδόπολη. Στην οικογένεια. Στη σχολή. Στα διορθωτήρια. Στα σινάφια – τα λογοτεχνικά, τα φιλικά, τα συγγραφικά. Στην καθημερινότητα, στο πλαίσιο της οποίας κινήθηκε χωρίς να δυσφορεί, για να τη μεταπλάσει σε κάτι που μοιάζει τελετουργία της ζωής και της γλώσσας.

 

Ηλίας Κανέλλης

Δημοσιογράφος, εκδότης του περιοδικού Books' Journal. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και κινηματογράφο. Εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό Κάμερα, υπήρξε κριτικός κινηματογράφου και αρχισυντάκτης του περιοδικού Αντί, εργάστηκε ως επιφυλλιδογράφος στην Εποχή, στην Ελευθεροτυπία, στην Εξουσία, στην Athens Voice, στο Βήμα, στο Protagon.gr και, τα τελευταία χρόνια, στα Νέα. Για πολλά χρόνια έκανε καθημερινή εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ενώ συνεργάστηκε ως πολιτικός αναλυτής με την τηλεόραση της ΕΡΤ. Ίδρυσε και διεύθυνε την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών εφ. Έχει γράψει το βιβλίο Εθνοχουλιγκανισμός: Εκφράσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 της Αθήνας (εκδόσεις Οξύ) και έχει επιμεληθεί τις κινηματογραφικές μονογραφίες Σταύρος Τορνές (με τον Σταύρο Καπλανίδη και, για την ιταλική έκδοση, με την επιπλέον συνεργασία του Sergio Grmek Germani), Κώστας Γαβράς και Σταύρος Τσιώλης. Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του: Κι αυτοί είναι η Ελλάδα. Συνεντεύξεις στο Books' Journal και Duck Soup. Στην κουζίνα της ανάγνωσης.  Εργάζεται για το βιβλίο του, Το κιτς του ΣΥΡΙΖΑ.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.