Σύνδεση συνδρομητών

Μια εκδρομή

Δευτέρα, 03 Νοεμβρίου 2025 00:11
Ο Πέτρος είχε μια παλιά BMW 750, όχι από τις περιζήτητες κλασικές που τώρα τις ανακατασκευάζουν οι συλλέκτες, αλλά μια BMW της δεκαετίας του ’70, κάτι μεταξύ παλιάς και νέας τεχνολογίας, με το γνωστό διαφορικό και το ιδιότροπο κιβώτιο ταχυτήτων, που σήμερα δεν νομίζω να διασώζεται καμία τους.
Αρχείο Δώρη Αυγερινόπουλου
Ο Πέτρος είχε μια παλιά BMW 750, όχι από τις περιζήτητες κλασικές που τώρα τις ανακατασκευάζουν οι συλλέκτες, αλλά μια BMW της δεκαετίας του ’70, κάτι μεταξύ παλιάς και νέας τεχνολογίας, με το γνωστό διαφορικό και το ιδιότροπο κιβώτιο ταχυτήτων, που σήμερα δεν νομίζω να διασώζεται καμία τους.

14η Πανελλήνια συνάντηση μοτοσικλετιστών - Καμένα Βούρλα, 1995

Γνωριστήκαμε με τον Πέτρο [Κουτσιαμπασάκο] δουλεύοντας ως καλοκαιρινοί σερβιτόροι στο πολύ μοδάτο, τότε, μπαρ-ρεστοράν Balthazar στους Αμπελόκηπους. Εμείς οι εποχικοί δουλεύαμε στον κήπο, στο μπαρ που σέρβιρε ένα πιο περιορισμένο μενού, ενώ οι επαγγελματίες σερβιτόροι είχαν αναλάβει το κυρίως εστιατόριο. Όταν σχόλαγε το ρεστοράν, μαζεύαμε τα τραπεζοκαθίσματα, μην τα κουτσουλήσουν τα πουλιά το ξημέρωμα, καβαλάγαμε τα μηχανάκια μας και τρέχαμε σαν τρελοί στην έρημη Βασιλίσσης Σοφίας για να πάρουμε αέρα.

Τα απογεύματα, αφού ξαναστρώναμε τα τραπέζια και πριν πιάσουμε δουλειά, ο πολωνός αρχιμάγειρας μας τάιζε πλουσιοπάροχα για ν’ αντέξουμε μέχρι τις τρεις και βάλε το πρωί. Δοκίμασα γαριδοσαλάτα με αβοκάντο, κοτόπουλο «Μάρκο Πόλο» και τα κομματάκια από το καθάρισμα του περίφημου «Φιλέτου με πράσινο πιπέρι». Παρατήρησα όμως ότι ο Πέτρος δεν έτρωγε, έβαζε το φαγητό του στο ψυγείο κι έστριβε τσιγάρο απολαμβάνοντας για λίγο τον κήπο. Έτσι πιάσαμε την κουβέντα.

«Γιατί δεν τρως;» ρώτησα. «Είναι πολύ νόστιμα».

«Αν φας τώρα, δε θ’ αντέξεις τη δουλειά. Θα βαρύνεις και θα σε πιάσει νύστα», απάντησε. «Κράτα το για μετά, ή καλύτερα για αύριο, να μην έχεις να μαγειρεύεις το μεσημέρι».

Μου φάνηκε πολύ περίεργη απάντηση, πολύ μετρημένη, σχεδόν μίζερη. Ήμουν στα είκοσι, μια ηλικία τρέλας και υπερβολής, όπου όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, τα σχέδια για το μέλλον υπερφίαλα, τα πράγματα που έπρεπε να δοκιμάσει κανείς αμέτρητα. Ο Πέτρος ήταν μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερος, αλλά έδειχνε φλεγματικός, ψύχραιμος.

Τον ρώτησα λοιπόν με τι ασχολείται και μου είπε πως τελειώνει κοινωνιολογία στην Πάντειο και δουλεύει ως διορθωτής στο περιοδικό Αντί. «Διορθωτής; Τι πάει να πει αυτό;» «Να, διορθώνω τα τυπογραφικά λάθη πριν τυπωθεί. Γίνεται με ειδικά σύμβολα που τα καταλαβαίνουν οι τυπογράφοι. Μου τα έδειξε ο Άγγελος Ελεφάντης».

Εγώ δεν ήθελα να πω πολλά. Ανακουφίστηκα που δεν με ρώτησε τίποτα για το βιβλίο που είχα μόλις εκδώσει και, μετά την αναπάντεχη επιτυχία του, είχε γίνει βαρύ φορτίο στους ώμους μου. Ευχήθηκα να μην το γνώριζε καν. Είπα λοιπόν πως έχω τελειώσει τεχνικό λύκειο στην Πατησίων, στο τμήμα Συντηρητών Έργων Τέχνης, summa cum laude,[1] είχα μάλιστα απευθύνει τον χαιρετισμό των τελειοφοίτων στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Συντηρητών στη Θεσσαλονίκη. Τέτοια κατορθώματα.

«Τα λατινικά πού τα έμαθες; Στο τεχνικό λύκειο;»

«Όχι καλέ, είναι οι γονείς μου φιλόλογοι...»

Και συνέχισα ακάθεκτη, πως είχε πάει όλο το τμήμα μου στο συνέδριο και φιλοξενηθήκαμε στο Ωραιόκαστρο έξω από τη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα παράξενο μέρος που το λέγανε «Παιδούπολη».

«Στην Παιδούπολη Ωραιοκάστρου;...»

«Ναι, γιατί; Απαίσια ήταν, τριώροφα κρεβάτια στα δωμάτια, με δύο μικρά γραφεία, δηλαδή ο τρίτος πού διάβαζε; Και το πρωί μάς σέρβιραν τσάι του βουνού με ελιές θρούμπες και ψωμί μπαγιάτικο!»

«Ο τρίτος διάβαζε στην τραπεζαρία. Το ξέρω. Έχω μεγαλώσει εκεί».

 

Έτσι άρχισε μια φιλία που κράτησε χρόνια.

 

Με την Θεοφανώ Καλογιάννη

Αρχείο Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου

Με τη Θεοφανώ Καλογιάννη.

 

Ο καιρός περνούσε, χανόμασταν κατά περιόδους, αλλά πάντα κρατούσαμε επαφή. Εγώ βρέθηκα στο κολλέγιο της Αγίας Παρασκευής και ο Πέτρος άρχισε να δουλεύει πιο συστηματικά ως διορθωτής, στην Ελευθεροτυπία και αλλού. Έδειχνε πάντα το ίδιο μετρημένος και σοβαρός, χωρίς μεγάλα όνειρα και τρελά σχέδια. Εν τω μεταξύ, γύρισε κι ο αδερφός του ο Δημήτρης από τη σχολή κινηματογράφου της Μόσχας και μετακόμισαν από την παραδοσιακή αθηναϊκή αυλή στον Βύρωνα –το τετράγωνο τσιμεντένιο ξέφωτο με τα ισόγεια και διώροφα διαμερίσματα γύρω γύρω– σε ένα δυάρι στο Κουκάκι, σε στενό δρομάκι που έβγαζε στη Συγγρού. Κατά τη γνώμη μου, η αυλή στον Βύρωνα ήταν καλύτερη, ιδανική για καλοκαιρινά πάρτι.

 

Ένα καλοκαίρι, που πάλι έψαχνα για κάποια δουλειά του ποδαριού, μου λέει:

«Ψάχνουν για διορθωτή στο Αθηνόραμα, η κοπέλα που είχαν άφησε τη δουλειά για να γίνει μοντέλο. Ενδιαφέρεσαι;»

«Κι εσύ γιατί δεν πας;»

«Αυτή τη στιγμή έχω δουλειά, δεν προλαβαίνω».

«Μα δεν έχω ιδέα από διορθώσεις...»

«Πανεύκολο. Θα σου δείξω τώρα αμέσως».

Καθίσαμε λοιπόν και μου έμαθε να κάνω διορθώσεις. Τότε, μου είχε φανεί το πιο μίζερο πράγμα που μπορούσα να φανταστώ, μια δουλειά για χαρτοπόντικες και αυτοκτονικούς υπαλλήλους τύπου Καρυωτάκη.

«Μη στραβομουτσουνιάζεις έτσι. Μαθαίνεις τη γλώσσα, μαθαίνεις να παρατηρείς. Κανείς δεν έχασε μαθαίνοντας», μου λέει.

«Αλλά χάνω το μυαλό μου! Σκέφτομαι μόνο τις τελείες, τα κόμματα, την ορθογραφία και το συντακτικό!»

«Το μυαλό είναι δικό σου, στο χέρι σου να το κρατήσεις ή να το χάσεις».

Τι αηδία, σκεφτόμουν, ακόμα και σαν σερβιτόρα γνωρίζεις τουλάχιστον κόσμο, βάφεσαι, ντύνεσαι, βγαίνεις από το γραφείο... Αλλά τελικά την πήρα τη δουλειά, και πήγα στο Αθηνόραμα εκείνο το καλοκαίρι.

Ποιος θα το φανταζόταν ότι σήμερα κάνω ακριβώς αυτή τη δουλειά.

 

Έτσι φτάσαμε στο καλοκαίρι του 1995.

Ο Πέτρος δούλευε πια μόνιμα στη Ναυτεμπορική κι εγώ ως γραμματέας στην Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη. Τα καλοκαίρια, όταν δεν είχε εκδηλώσεις η Σχολή, έκανα την επιμέλεια-διόρθωση των εκδόσεών της για να μην μπω στο ταμείο ανεργίας (sic).

Με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο μια Παρασκευή και μου λέει ότι το Σαββατοκύριακο γίνεται η Πανελλήνια Συνάντηση Μοτοσικλετιστών στα Καμένα Βούρλα. «Πού το έμαθες πάλι αυτό;» τον ρωτάω. «Σε εφημερίδα δουλεύω, ξέρεις». Στις εφημερίδες μαθαίνει κανείς ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες, σκέφτηκα.

«Κι εμάς τι μας νοιάζει;»

«Έλεγα μήπως να πηγαίναμε...»

Η πρόταση του Πέτρου με ξάφνιασε, δεν τον είχα για αυθόρμητο άνθρωπο, το αντίθετο μάλιστα, πάντα ήταν λογικός και προβλέψιμος – μόνο μια φορά τον είδα να χάνει τον έλεγχο, κι αυτό σε μια προσπάθεια να μας επαναφέρει στην τάξη. Οι εποχές εκείνες ήταν άγριες.

«Μέσα!» απάντησα αμέσως. «Τέλεια! Πάμε στα Καμένα Βούρλα με τις μηχανές!»

Είχαμε πια περάσει από τα απλά παπιά σε μεγαλύτερες μοτοσικλέτες. Εγώ σε μια μεταχειρισμένη MZ 250 πρώην Ανατολικής Γερμανίας, αξιόπιστο μηχάνημα και απλό, δίχρονο, ακόμα κι εγώ ήξερα να λύνω τον κινητήρα. Αλλά στην εμφάνιση ήταν ένα χάλι, η εξάτμιση κρεμόταν στο πλάι από μια μεταλλική βέργα, δεν είχε μίζα, μόνο μια τεράστια μανιβέλα στα αριστερά, ούτε πλαϊνό σταντ – έπρεπε να τη σηκώσεις στο διπλό σταντ με ειδικό κόλπο. Ο Πέτρος είχε μια παλιά BMW 750, όχι από τις περιζήτητες κλασικές που τώρα τις ανακατασκευάζουν οι συλλέκτες, αλλά μια BMW της δεκαετίας του ’70, κάτι μεταξύ παλιάς και νέας τεχνολογίας, με το γνωστό διαφορικό και το ιδιότροπο κιβώτιο ταχυτήτων, που σήμερα δεν νομίζω να διασώζεται καμία τους. Ήμασταν όμως περήφανοι για τις μοτοσικλέτες μας, είχαν πάψει να είναι απλά εργαλεία δουλειάς και μετακίνησης. Ήταν επιλογές μας, τις είχαμε αγοράσει με θυσίες και τις προσέχαμε.

Θα φεύγαμε νωρίς το Σάββατο πρωί και θα γυρίζαμε Κυριακή απόγευμα, γιατί ο Πέτρος είχε βάρδια το βράδυ στη Ναυτεμπορική για το φύλλο της Δευτέρας. Φυσικά δεν είχαμε μπαγκαζιέρες και τέτοια, φόρτωσα απλώς ένα σακίδιο κι ένα μικρό αντίσκηνο στη σχάρα και τα έδεσα γερά με χταπόδια. Ο Πέτρος δεν έφερε σχεδόν τίποτα. «Ένα βράδυ είναι», είπε.

Έτσι ξεκινήσαμε, με σορτς, κοντομάνικα και γυαλιά ηλίου. Φυσικά δεν φορέσαμε κράνος. Το κράνος ήταν μόνο για τον χειμώνα, για το κρύο.

Στην εθνική, μας προσπερνούσαν μεγάλες παρέες μοτοσικλετιστών με σημαιάκια από τις λέσχες τους δεμένα στη σχάρα –λέσχη Τρίπολης, λέσχη Καλαμάτας, Γυθείου–, όλοι με κοντομάνικα και γυαλιά ηλίου. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Καλή ιδέα να πάμε. Όλοι χωρίς κράνος.

 

Η Συνάντηση γινόταν στο κάμπινγκ του ΕΟΤ στα Καμένα Βούρλα. Φτάσαμε μαζί με πλήθη μοτοσικλετιστών και μπήκαμε στην ουρά για τα διαδικαστικά στην πύλη του κάμπινγκ. Παντού σημαίες και πανό της ΛΕΜΟΤ και της ΜΟΤΟΕ, μαρσαρίσματα και φασαρία. Και καμία γυναίκα οδηγός, όλες συνεπιβάτιδες, ωραίες γκόμενες, για φιγούρα. Μπήκα ανενόχλητη, με χειροκροτήματα και χαμόγελα για το παράξενο μηχάνημα που καβαλούσα. Είχα βέβαια μια μικρή ανησυχία, δεδομένου ότι από τα δεκαπέντε οδηγούσα χωρίς δίπλωμα, αλλά οι διαδικασίες ήταν πολύ χαλαρές και τα κανόνισε όλα ο Πέτρος. Κυριαρχούσε μια ατμόσφαιρα συντροφικότητας και γιορτής, με λίγα λόγια συμπλήρωνες μια φόρμα κι ήσουν εντάξει, δεν σε πέρναγαν από ανάκριση, μεταξύ μηχανόβιων ήμασταν. Τροχαία δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.

Το κάμπινγκ ήταν καταπληκτικό, με αρχιτεκτονημένα μοντέρνα κτίρια και σχεδιασμένους διαδρόμους, σκίαστρα, πέργκολες, καταπράσινο γκαζόν με αυτόματο πότισμα, φοινικόδεντρα και ανθισμένες πικροδάφνες.

Σήμερα έχει ρημάξει, τα πάντα έχουν ξεραθεί, οι στέγες και οι πέργκολες έχουν πέσει, ένα ερείπιο δίπλα σε μια όμορφη παραλία. Και δεν υπάρχει γιατί. Είναι ο χρόνος, που περνάει και φεύγει.

Στήσαμε τη σκηνή στα γρήγορα και πήγαμε για καφέ. Παρατηρούσαμε τις μοτοσικλέτες γύρω μας. Την εποχή εκείνη είχαν εμφανιστεί κάτι μεγαθήρια με τεράστιες υπερκατασκευές, πίσω αλλά και μπροστά, γύρω από το τιμόνι –αναρίθμητα κουτιά αποθήκευσης, όλα στο σωστό μεταλλικό χρώμα– και μια θέση οδήγησης πολύ χαλαρή, όρθια, ενίοτε με στήριγμα για την πλάτη σαν πολυθρόνα. Το μεταξόνιο ήταν τεράστιο και η γενική εντύπωση ήταν ενός μικρού αυτοκινήτου ή πολυτελούς τρίκυκλου. Ξεχωρίσαμε τις Kawasaki Voyager και κάτι Honda δεν-θυμάμαι-τι, κανονικά υπερωκεάνια, 1.500 κυβικά, 1.800 κυβικά και πάει λέγοντας. Εντυπωσιακές, αλλά όχι όμορφες. Στην Αθήνα ήταν σπάνιες, μόνο στην παραλιακή προς Γλυφάδα τις έβλεπες, the American way, αλλά εδώ, στην Πανελλήνια Συνάντηση, έδιναν τον τόνο.

«Από πού ξεφύτρωσαν όλες αυτές;» αναρωτήθηκα.

«Ποιος ξέρει. Μάλλον από την επαρχία».

Μάθαμε πως τις αποκαλούσαν touring bikes ή cruisers (αναλόγως τον ιδιοκτήτη) και ήταν, λέει, σχεδιασμένες για μακρινές διαδρομές και τουρισμό, ειδικά οι Harley Davidson για τις τεράστιες ευθείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτές οι τελευταίες ήταν και οι πιο σνομπ.    

«Πάντως αυτοί οι τύποι δε δείχνουν να έχουν οδηγήσει και πολλά χιλιόμετρα», παρατήρησε ο Πέτρος. «Κοίτα πώς δυσκολεύονται να στρίψουν και να παρκάρουν στα δρομάκια του κάμπινγκ. Τους φαντάζεσαι στα στενά της Κυψέλης ή στην κάθοδο της Πειραιώς, να προσπαθούν να κάνουν σφήνα;»

Μας έπιασαν τα γέλια. Πράγματι, οι ιδιοκτήτες έδειχναν πολύ του κουτιού, πολύ καλοζωισμένοι και cool.

«Άκου “touring bikes” και “cruisers”... Χάθηκαν οι ελληνικές λέξεις; Μοτοσικλέτες τουρισμού ή ταξιδιωτικές, ας πούμε, άντε το πολύ μοτοσικλέτες κρουαζιέρας, για όποιον έχει ποιητική διάθεση».

«Γρήγορα λοιπόν, πάμε αμέσως να τους πούμε ν’ ανακοινώσουν από τα μεγάφωνα ότι κατόπιν σύστασης ειδικού διορθωτού της Ναυτεμπορικής, από δω και πέρα δεν θα λέτε touring bikes, cruisers και τα ρέστα, θα λέτε “ταξιδιωτικές μοτοσικλέτες” ή “μοτοσικλέτες κρουαζιέρας” για το καλό της ελληνικής γλώσσας!»

«Κορόιδευε εσύ, η γλώσσα είναι σημαντικό πράγμα», είπε.

«Παρεμπιπτόντως, cruiser είναι κανονικά το καταδρομικό, όχι το κρουαζιερόπλοιο. Το πολύ θαλαμηγός».

«Έναν εξωλέμβιο να τους βάλεις, και θα είναι κομπλέ για αμφίβιες διακοπές».

Συνεχίσαμε να σχολιάζουμε τους πολυτελείς μηχανόβιους, όχι από φθόνο –κανένας μας δεν ήθελε ούτε κατά διάνοια ν’ αποκτήσει μια τέτοια μηχανή– αλλά γιατί απορούσαμε με το υπερβολικό και το ματαιόδοξο του πράγματος. Δεν υπήρχε λογική εξήγηση.

«Αν πρόκειται να δώσεις τόσα λεφτά για να ταξιδεύεις μ’ ένα τέτοιο μεγαθήριο, γιατί δεν παίρνεις καλύτερα ένα τροχόσπιτο για τις διακοπές σου;» προσπάθησα να βάλω λίγη τάξη στη συζήτηση.

«Όποιος έχει τέτοια μοτοσικλέτα, δεν κάνει διακοπές με τροχόσπιτο. Κλείνει στο καλύτερο ξενοδοχείο», είπε ο Πέτρος.

Σωστός όπως πάντα, και αδυσώπητος.

Εγώ συνέχισα να ψάχνω για δικαιολογίες:

«Μπορεί κάποιος υδραυλικός στο Γύθειο ή ένας αγρότης από την Αμαλιάδα να έχει για μοναδικό του όνειρο ένα touring bike για τη Συνάντηση Μοτοσικλετιστών. Και να έκανε θανάσιμες οικονομίες προκειμένου να το αποκτήσει. Να το γυαλίζει και να το καθαρίζει καθημερινά και να περιμένει πώς και πώς τη στιγμή που θα το βγάλει στο δρόμο».

Ο Πέτρος με κοίταξε ερευνητικά, να δει αν τα εννοούσα αυτά που έλεγα, και είπε:

«Μπορεί, δε λέω. Γιατί τα όνειρα δεν τα διαλέγουμε. Αυτά μας διαλέγουν. Εμείς απλώς τα υπηρετούμε όσο μπορούμε. Αν έβαζα στόχο της ζωής μου να πάω στις Άνδεις, κάποια στιγμή θα πήγαινα, αν ξεκίναγα όμως αύριο το πρωί, σε τρεις μέρες θα ήμουν πίσω άπραγος. Κάθε πράγμα θέλει τον καιρό του – και κυρίως τα όνειρα».

«Μα δεν υπάρχει αρκετός καιρός για όλα!»

«Μερικές φορές το σκέφτομαι κι εγώ αυτό. Αλλά μετά λέω, υπάρχει όσος υπάρχει. Μέσα σ’ αυτόν θα χωρέσουμε ό,τι προλάβουμε».

Είχε καταφέρει να με βάλει στο γνωστό κλίμα της αποστασιοποιημένης παρατήρησης και κινδύνευα να χάσω όλο το γλέντι.

 

Εν τω μεταξύ, άρχισαν οι διαδρομές σε μια μικρή πίστα και παραδίπλα γίνονταν μετρήσεις ιπποδύναμης και ροπής. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν ανακοινώσεις ταυτόχρονα με μαρσαρίσματα, ασταμάτητα κορναρίσματα, χειροκροτήματα, κανονικό πανηγύρι. Οι μεγάλες εταιρείες της αγοράς είχαν φέρει τα νέα μοντέλα για τους λιγούρηδες. Μπορούσες να κάνεις και τεστ ντράιβ, αλλά έπρεπε να έχεις κράνος και δίπλωμα – δυο πράγματα που δεν είχα. Είπα στον Πέτρο μήπως να δανειστεί ένα κράνος από τους γείτονες (το είχα δει να γίνεται, πέντε άτομα να μοιράζονται το ίδιο κράνος) και να δοκιμάσει, αλλά δεν έδειξε ενθουσιασμένος.

«Δε μου λες, σκοπεύεις άμεσα ν’ αγοράσεις κάποιο απ’ τα καινούργια μοντέλα;» με ρώτησε.

«Όχι βέβαια, αλλά...»

«Όσο λιγουρεύεσαι, δεν χαίρεσαι αυτό που έχεις. Δεν την αγαπάς την ΜΖ σου;»

«Πολύ!»

«Αυτό ακριβώς εννοώ».

 

Αποφασίσαμε λοιπόν να βγούμε από το κάμπινγκ για βόλτα με τις μηχανές και να ψάξουμε για καμιά καλή παραλία. Ήταν αρχές καλοκαιριού και δεν είχαμε κάνει ούτε ένα μπάνιο. Βγάλαμε τον παλιό καλό χάρτη της ΕΛΠΑ και ψάξαμε για κάτι υποσχόμενο.

«Να πάρουμε την παλιά εθνική προς Άγιο Κωνσταντίνο. Έχει ένα ωραίο βουνό πίσω του», είπε ως βουνίσιος.

«Βλέπω κι ένα ακρωτήρι λίγο πιο πριν, κάνει μια μύτη κι έχει κάτι σαν λιμνοθάλασσα. “Ασπρονέρι” λέει ο χάρτης, καλό δεν ακούγεται;»

 

Φτάνοντας στο Ασπρονέρι, αφήσαμε τις μηχανές σε μια σκιά και προχωρήσαμε προς την παραλία και το ακρωτήρι. Η παραλία είχε βότσαλο από σχιστόλιθο κι αρκετή λάσπη, όπως όλη η ακτή του Ευβοϊκού· αν και μεγάλη, δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτική. Το ακρωτήρι καθόλου βραχώδες, μια ίσια γλώσσα στεριάς που έμπαινε απλώς στη θάλασσα. Έδειχνε κάπως απόκοσμο από μακριά. Έπρεπε να πάμε εκεί οπωσδήποτε.

Στη μύτη του, βρήκαμε τα κομματιασμένα απομεινάρια ενός παλιού πέτρινου φάρου, με το μεταλλικό φανάρι της κορυφής πεσμένο λοξά στο έδαφος, και δίπλα μια επιγραφή που έλεγε:

ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙΝΔΥΝΟΣ – ΙΣΧΥΡΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ

Η ακτή ήταν έρημη, η θάλασσα λάδι.

«Τι κάνουμε τώρα;»

«Μα μπάνιο φυσικά!»

Και πέσαμε στη θάλασσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι ήταν εκείνη την εποχή, νιώθαμε παντοδύναμοι κι έτοιμοι για όλα και, κατά κάποιον τρόπο, μια μαγική δύναμη μας προστάτευε και τη γλιτώναμε. Εκείνη την ώρα τα ρεύματα ήταν με το μέρος μας. Μπορεί και η ηλικία.

Ο Πέτρος ήταν πάντα πιο συγκρατημένος: «Σκέψου, κάποτε περνούσαν από δω καράβια που κατέβαιναν από τον Βόλο προς τα στενά του Ευρίπου. Ξύλινα καράβια, με πανιά, ή μικρά ατμόπλοια στις αρχές του αιώνα, κι είχαν αυτόν τον φάρο για καθοδήγηση. Θα υπήρχε και φαροφύλακας. Τόσοι άνθρωποι, τόσες δουλειές, τόσες ζωές ξεχασμένες. Από μας, θα μείνει άραγε τίποτα;»

«Πάμε να φύγουμε, γιατί θα χαλάσεις το κλίμα».

 

Πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο κάμπινγκ. Κάναμε μια στάση στον Άγιο Κωνσταντίνο για να τσιμπήσουμε κάτι, κι εκεί είχα τη βλακώδη ιδέα ν’ αλλάξουμε μοτοσικλέτες, για να δοκιμάσω κι εγώ τη BMW. Μέγα σφάλμα.

Ο Πέτρος με προειδοποίησε για το κιβώτιο ταχυτήτων, πως το πέρασμα από την πρώτη στη δευτέρα ήταν δύσκολο, αλλά και κάθε αλλαγή ταχύτητας περνούσε από το νεκρό, έπρεπε να νιώσεις την αλλαγή στο πόδι. «Εντάξει, κατάλαβα». «Από τη θεωρία στην πράξη έχει διαφορά, θέλει προσοχή». «Κατάλαβα, είπαμε». Αυτό ονομάζεται αυτοπεποίθηση της άγνοιας.

Σε λιγότερο από ένα τέταρτο, είχα μπουκώσει τη μηχανή. Ανέβασα μέχρι την τέταρτη ταχύτητα, αλλά δεν μπορούσα να κατεβάσω και μου έσβησε. Προσπαθήσαμε να βάλουμε μπρος με τη μικρή μανιβέλα, τίποτα. Είχε μπουκώσει για τα καλά.

«Και τώρα, τι κάνουμε;»

«Ψάχνουμε για καμιά κατηφόρα».

 

Έφυγε με την ΜΖ για να βρει κατηφόρα, βγήκε από την εθνική και πήρε τα τοπικά δρομάκια προς τον λόφο που δέσποζε πάνω από το Ασπρονέρι. Δεν άργησε να επιστρέψει:

«Εντάξει η κατηφόρα, βρέθηκε. Αλλά κάθε κατηφόρα έχει μια ανηφόρα που πρέπει πρώτα ν’ ανεβείς...»

Και ξεκίνησε να σπρώχνει την BMW, που ως γνωστόν δεν είναι και το ελαφρύτερο μηχανάκι του κόσμου... Αν ήταν άλλος, θα με είχε κατηγορήσει για επιπολαιότητα και απερισκεψία, πως δημιουργώ μπελάδες και φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν. Τα είχα ξανακούσει αυτά. Αλλά ο Πέτρος δεν είπε τίποτα. Έσφιξε τα δόντια κι ανέβηκε την ανηφόρα.

Φτάνοντας στην κορυφή, σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και κοιτάξαμε γύρω μας. Ο λόφος ήταν καταπράσινος. Μπροστά μας ανοιγόταν γαλάζιος και ακύμαντος ο βόρειος Ευβοϊκός, απέναντι η δασωμένη Εύβοια, και στη μέση, ένα ήσυχο στρογγυλό νησάκι που πολύ αργότερα έμαθα ότι λέγεται ακριβώς έτσι, Στρογγυλή. Πίσω μας, το βουνό του Αγίου Κωνσταντίνου κι ακόμα πιο πίσω, μέσα σε αφράτα σύννεφα, ο Παρνασσός.

«Τελικά ο κόσμος είναι μικρός», είπε στρίβοντας ένα τσιγάρο. «Το φαντάζεσαι ότι το πρωί ήμασταν στην Αθήνα;»

«Κοίτα, δεν ξέρω τι να πω... Συγγνώμη που σ’ έβαλα σε τόσο κόπο. Λάθος μου».

«Ό,τι έγινε, έγινε και δεν ξεγίνεται. Ας ελπίσουμε τώρα να πάρει μπρος η μηχανή».

Και πήρε.

 

Γυρίσαμε κατάκοποι στο κάμπινγκ, κάναμε ένα ντους και ξαπλώσαμε να ξεκουραστούμε. Μα δεν προλάβαμε. Είχε βραδιάσει και ξεκινούσε το πάρτι. Ακούσαμε τις μικροφωνικές να ρυθμίζονται, τα ηχεία άρχισαν να παίζουν δυνατή ροκ, στο πρόγραμμα ήταν κάτι ελληνικά συγκροτήματα και μετά θ’ ανέβαινε στη σκηνή ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ. Την επομένη είχε, νομίζω, Τζίμη Πανούση και Μουσικές Ταξιαρχίες – αλλά εμείς θα είχαμε φύγει.

Κυριολεκτικά συρθήκαμε μέχρι τη σκηνή, πήραμε δυο μπύρες και καθίσαμε στο γρασίδι να παρακολουθήσουμε το θέαμα. Ο χώρος μπροστά είχε γίνει αυτοσχέδια πίστα, όλοι χόρευαν με μια μπύρα στο χέρι, η ενέργεια ξεχείλιζε και το κέφι ήταν μεγάλο. Χαρά στο κουράγιο τους.

Κάναμε κι εμείς μια απόπειρα για χορό, μα η στιγμή μας είχε προσπεράσει. Οι ανηφόρες, οι κατηφόρες, οι φάροι και τα θαλάσσια ρεύματα είχαν αφήσει άλλο αποτύπωμα στη μέρα.

Αποσυρθήκαμε λοιπόν νωρίς, χάνοντας τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, και παρά τη φοβερή φασαρία που επικρατούσε, πέσαμε ξεροί για ύπνο.

 

Το άλλο πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς. Είχε δροσιά και σκιά. Φτιάξαμε φραπέ Fiesta –αυτό το απαίσιο πράγμα με το έτοιμο ποτηράκι όπου έβαζες μόνο το νερό– και καθίσαμε έξω από το αντίσκηνο, πριν αρχίσουμε σιγά σιγά να μαζεύουμε.

Στο κάμπινγκ δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Απόλυτη ησυχία. Ακουγόταν μόνο το μουρμουρητό από το αυτόματο πότισμα. Και παντού, παντού, πάνω στο γκαζόν, πάνω στα πεζούλια, μες στα παρτέρια, εκατοντάδες άδεια κουτάκια μπύρας. Μπορεί και χιλιάδες.

«Κοίτα τα», έκανε ο Πέτρος. «Σαν ψόφια ποντίκια είναι. Εκατοντάδες ψόφια ποντίκια».

Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε εκείνη τη στιγμή. Κάτι μαύρο φτερούγισε στον αέρα, μάλλον κοτσύφι. Αλλά μπορεί και να τον φοβήθηκα.

«Πέτρο, δεν πάει άλλο! Δεν αντέχω! Ξεκινήσαμε χτες από την Αθήνα μες στην καλή χαρά, φτάσαμε εδώ, κατασκηνώσαμε, συναντήσαμε μηχανόβιους, κάναμε μπάνιο στα επικίνδυνα ρεύματα, είδαμε γκρεμισμένους φάρους, ανεβήκαμε ανηφόρες, κατεβήκαμε κατηφόρες, χορέψαμε – και σήμερα βλέπεις παντού ψόφια ποντίκια; Τι θες να πεις; Γιατί το κάνεις αυτό, γιατί; Γιατί είσαι έτσι;...»

Στην αρχή δεν μίλησε, αλλά σε λίγο γύρισε και είπε αργά και σιωπηλά, μόλις που ακουγόταν:

«Γιατί – γεννήθηκα – γέρος».

Εκεί τελείωσε η εκδρομή.

* * *

Τριάντα χρόνια μετά, έχω πια καταλάβει ότι, όποιος πιάνει το μολύβι στο χέρι (σήμερα το πληκτρολόγιο) και γράφει, λίγο-πολύ γεννήθηκε γέρος. Έτσι έχουν αυτά τα πράγματα. Απλώς ο Πέτρος το ήξερε πριν από μένα.

Παρεμπιπτόντως, τα πρωινά του χειμώνα πίνω τσάι του βουνού με μπόλικη ζάχαρη, ελιές θρούμπες και ξερό ψωμί. Είναι καταπληκτικό.

Ιούνιος 2024, Χολαργός

 

[1] Μετ’ επαίνων.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.