Όταν ακούω για κινηματογραφικές λέσχες είναι σαν να ανακαλώ την ιστορία. Υπήρχε μια εποχή, κοντινή αλλά πια και τόσο μακρινή, που ψωνισμένοι με την τέχνη της κινούμενης εικόνας μαζευόμαστε στους κινηματογράφους για να δούμε ταινίες που μας διέφευγαν, που μας συμπλήρωναν ή που μας επέτρεπαν να ολοκληρώσουμε μια ελλιπή, εκ των πραγμάτων, παιδεία για σκηνοθέτες ή ειδολογικές κατηγορίες. Πολλές και πολλοί από μας νομίζαμε ότι με τον κινηματογράφο θα αλλάζαμε τον κόσμο. Ανοησίες. Τίποτα δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε – κι ίσως ευτυχώς. Αλλάξαμε όμως λίγο τους εαυτούς μας, διευρύναμε τους ορίζοντες. Και κυρίως, κυριότατα, γνωρίσαμε ανθρώπους με τους οποίους, αν δεν υπήρχαν οι λέσχες, ίσως ποτέ να μην είχαμε συναντηθεί.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου είναι ένας από τους ανθρώπους των κινηματογραφικών λεσχών, όταν τον γνώρισα προσωπικά επηρεάστηκα ιδιαίτερα απ’ αυτόν. Είχα ακούσει την περίπτωσή του από τον Χρήστο Βακαλόπουλο: φανατικός για σινεμά, βαθύς γνώστης της κινηματογραφικής ιστορίας και ταυτόχρονα ανοιχτός στην ερμηνεία των άλλων. Ένας βαθύτατα εγγράμματος δημοκράτης του κινηματογράφου, που από μια στιγμή και μετά, με έδρα τα Χανιά, καλούσε και δεξιωνόταν γενναιόδωρα τις ταινίες και τους ανθρώπους τους – και μαζί, τους μεταπράτες των ιδεών απέναντι από τις ταινίες, κάποιους απ’ αυτούς που για πολύ καιρό έζησαν γράφοντας και μιλώντας για σινεμά. Ήμουν ανάμεσά τους.
Τον θυμάμαι, τα χρόνια εκείνης της δραστηριότητας, οργανωτικό και αεικίνητο, να τρέχει τις κινηματογραφικές εκδηλώσεις στα Χανιά, στον Κήπο και σε άλλους χώρους με το πάθος εφήβου. Έμαθα ότι συχνά πλήρωνε ο ίδιος τις μετακινήσεις και τα ξενοδοχεία των καλεσμένων του κι ήξερε να απαλύνει την κριτική εκείνων που δεν έμεναν ικανοποιημένοι από το τοκ σόου μετά τις προβολές. Μανιακός του κινηματογράφου, ήταν ένα Imdb και ένα Google μαζί, πριν από την Imdb και την Google, αλλά ποτέ δεν μας το έτριψε στη μούρη. Το σπίτι του είναι ανέκαθεν το πιο ενημερωμένο παράρτημα μιας καλά ενημερωμένης κινηματογραφικής Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου μπορείς να βρεις ό,τι έχει τυπωθεί κι ό,τι έχει γραφτεί για το σινεμά, mainstream αλλά και περιθωριακό, τόμους αλλά και μικρά φυλλάδια.
Και παρ’ όλα αυτά είναι κανονικός. Όταν μιλούσαμε για σινεμά (πλέον μιλάμε γι’ αυτά όλο και λιγότερο), δεν χανόμαστε σε διαξιφισμούς για τις προτιμήσεις μας, για τις αισθητικές και τις ιδέες. Αυτά τα είχαμε όσο τα είχαμε στα κεφάλια μας, αλλά δεν τα ανασύραμε στα τραπέζια και στα καφενεία και στα αυτοκίνητα – τα κρατούσαμε για τους καβγάδες από το βήμα των εκδηλώσεων. Κατά τα άλλα, μιλούσαμε και μιλάμε για πρόσωπα και για προσδοκίες, για γνωριμίες, για ραντεβού, για προγραμματισμένες επισκέψεις, για εκπλήξεις σε μια δουλειά που όλο και κάτι σπέσιαλ επεφύλασσε και συνεχίζει να επιφυλάσσει. Κουτσομπολεύουμε, δηλαδή – κι αυτό νομίζω ότι μας κάνει κάτι λιγότερο από τέρατα της εξειδίκευσης σε μια τέχνη που πουλάει μυθολογίες, χωρίς το μεγάλο κοινό να νοιάζεται για τις εξειδικεύσεις μας, ιδίως τώρα που το προϊόν κατεβαίνει εύκολα στις οθόνες μας.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου είναι περήφανος για τις φίλες και τους φίλους που έχει γνωρίσει μέσα από το σινεμά. Σκηνοθέτες, μουσικούς, θεωρητικούς, κριτικούς, δημοσιογράφους. Ξέρει τους πάντες – και κανείς ποτέ δεν του αρνήθηκε τίποτα. Τα χρόνια της έντονης δραστηριότητάς του στα κινηματογραφικά, ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρώτος πολιτιστικός παράγων στα Χανιά – και πάντα ο πιο αφοσιωμένος και ο πιο ενημερωμένος στα φεστιβάλ, ιδίως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου ως τακτικός θαμώνας του προσπαθούσε (προσπαθεί) να είναι παντού, σε όσο το δυνατόν περισσότερες προβολές και σε όσο το δυνατόν περισσότερες παρουσιάσεις. Σε γεγονότα.
Ως μυρμήγκι της πληροφορίας, που έπρεπε να την εγγράψει καλά στον σκληρό δίσκο του κεφαλιού του, ήταν πάντα στις προβολές, εκεί τον συναντούσα σίγουρα όταν κι εγώ πήγαινα στα φεστιβάλ. Αλλά ελάχιστες φορές ερχόταν εκεί όπου τελείωναν οι ημέρες της κινηματογραφικής έντασης, αργά τη νύχτα, στα μπαρ. Καλύτερα. Γιατί όποτε συναντηθήκαμε σε μπαρ παράγγελνε πάντα το ίδιο μοναδικό κοκτέιλ, που παρίστανε ότι το έπινε ο ίδιος αποκλειστικά: βότκα κοκακόλα.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου είναι εξαρτημένος από τον κινηματογράφο αλλά όχι από το αλκοόλ. Το ποτό του το είχε αντιγράψει από μια ταινία των αρχών της δεκαετίας του 1980, της δεκαετίας που διαμόρφωσε τους ανθρώπους της γενιάς μου: ήταν η Κατάσταση εμφυλίου πολέμου του Φόλκερ Σλέντορφ, με τη Χάνα Σιγκούλα και τον Μπρούνο Γκαντς. Εμείς, τότε, από Γερμανούς, βλέπαμε περισσότερο τον Βέντερς και τον Φασμπίντερ, ήμασταν δηλαδή κανονικοί αλκοολικοί και θεωρούσαμε ξενερωσιά να βάζει σε ταινία βότκα κοκακόλα, ένα κοκτέιλ που δεν πίνεται. Αλλά το ποτό του Κακάρογλου χρησιμεύει ακριβώς σ’ αυτό, πρέπει να μην πίνεται. Είναι απλώς ένα ποτήρι με περιεχόμενο μπροστά του από το οποίο πρέπει να μη φύγει με πονοκέφαλο, επειδή δεν θέλει η άποψή του στα πράγματα να είναι συγκεχυμένη αλλά καθαρή. Ταξινομητικός, συστηματικός, αποστρέφεται τη θολούρα. Και δεν την υπηρέτησε ποτέ, ακόμα κι όταν ήταν κυρίαρχη στους πνευματικούς ορίζοντες. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, την αποστράφηκε στις παράλληλες ενασχολήσεις του, τα ποιήματα και τα πεζά του. Η ποιητική του είναι βιωματική και η πρόζα του εκκινεί από ιστορικά βιώματα που μετατρέπονται σε οικογενειακή σάγκα. Τώρα γράφει και για το αγαπημένο του σινεμά, την εμπειρία του, τις μαρτυρίες του και μερικές πινελιές της γνώσης του. Καλώς τον, κι ας άργησε.
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου ανέκαθεν πίστευε, και συνεχίζει να πιστεύει με πάθος, ότι η ομορφιά θα αλλάξει τον κόσμο. Μακάρι να έχει δίκιο, και ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Εγώ πάλι πιστεύω όλο και περισσότερο στην προσφορά των πειθαρχημένων ανθρώπων, που για να δαμάσουν τα πάθη τους και να μην παρασυρθούν απ’ αυτά είναι ικανοί να παραγγέλνουν βότκα κοκακόλα. Σαν τον Λεωνίδα Κακάρογλου, που παρότι μαγεμένος και ονειροπόλος και λίγο μελαγχολικός, είναι και ο πιο πειθαρχημένος απ’ όλους μας.
Πειθαρχημένος και γόνιμος.