Καθόμασταν πάντα στο ίδιο τραπέζι. Το χειμώνα μέσα, δεξιά στο βάθος καθώς έμπαινες από την πόρτα, μπροστά από το ξύλινο διαχωριστικό της κουζίνας. Εκεί όπου βρίσκονται σήμερα ακουμπισμένα στη σειρά τα βιβλία του Κωστή [Παπαγιώργη], σε δύο στενά ραφάκια κρεμασμένα στον τοίχο, σαν να σημαδεύουν (από τότε που έφυγε) το μέρος. Το καλοκαίρι έξω στο πεζοδρόμιο, στη γωνία επί της Τρώων και Κυδαντιδών, σ’ ένα μακρύ τραπέζι που επεκτείνονταν προς τα κάτω, ανάλογα με την προσέλευση, ενώ πίσω μας μοσχοβολούσαν στις γλάστρες, οι καταπράσινοι βασιλικοί που φρόντιζε πάντοτε ο Κώστας. Κι ήταν ώρες ώρες που μοιάζαμε, έτσι όπως καθόμασταν στη σειρά, σαν εκείνους τους ηλικιωμένους αρχαίους γέροντες στις εξέδρες, οι οποίοι σχολίαζαν καθέναν και καθεμιά που τύχαιναν να περνούν από μπροστά τους.
Τότε που χανόμασταν όλοι, μέσα σε ατελείωτες θορυβώδεις συζητήσεις για τα γεγονότα εκείνων των ημερών, σχολιάζοντας από την πολιτική μέχρι και το ποδόσφαιρο, για ό,τι έπεφτε σαν θέμα στο τραπέζι, ανάμεσα στα πιάτα και στις καράφες με το κρασί. Βέβαια, τα βιβλία είχαν πάντοτε την τιμητική τους, νεότερα και παλιότερα, με τις κουβέντες να στρέφονται γύρω από τη θεματολογία τους, τη λογοτεχνική τους αξία, το ενδιαφέρον που παρουσίαζαν. Ο Νίκος [Παναγιωτόπουλος] κι ο Κωστής έδιναν τον τόνο, αλλά και γείωναν τη συζήτηση, αν καμιά φορά τύχαινε να λοξοδρομήσει κι άναβαν λίγο τα αίματα μετά την κρασοκατάνυξη.
Οι γνώμες για τα βιβλία έδιναν κι έπαιρναν. Βλέπεις, ήταν ατέλειωτος ο αριθμός των νέων εκδόσεων, για να υπολογίσουμε μόνο τα ελληνόγλωσσα. Κι όποτε τύχαινε κάποιος να φέρει μαζί του ένα καινούργιο βιβλίο, τότε αυτό περνούσε από τα χέρια όλων, στη σειρά, που το ξεφύλλιζαν ρίχνοντας γρήγορες διερευνητικές ματιές. Σαν το βιαστικό αυτό «σάρωμα» να άφηνε τις πρώτες κοινές εντυπώσεις: ωραίο το δέσιμο και το εξώφυλλο, καλό το τύπωμα, το χρώμα κι η ποιότητα του χαρτιού, η προσεγμένη γραμματοσειρά. Έτσι το βιβλίο γύριζε γύρω γύρω στο τραπέζι, μέχρι να επιστρέψει στην τσάντα εκείνου που το είχε φέρει μαζί του. Θαρρείς και το ενδιαφέρον μας για τα βιβλία να ήταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κοινός μας τόπος, αυτό το υποδόριο νήμα που μας συνέδεε μεταξύ μας. Βιβλία που είτε είχαμε διαβάσει και τα σχολιάζαμε, είτε τα διαβάζαμε μετά την προτροπή κάποιου φίλου που τα πρότεινε στο τραπέζι.
Όταν τύχαινε, μάλιστα, κάποιος από την παρέα να εκδώσει κάποιο καινούργιο βιβλίο, αυτό θα μοιραζόταν την άλλη κιόλας μέρα σε όλους που περίμεναν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το διαβάσουν. Δεν ήταν, δηλαδή, μόνον ο προφορικός λόγος, οι ατέρμονες συζητήσεις επί παντός του επιστητού που έφερναν κοντά την παρέα, αλλά κι ο γραπτός λόγος, ο τυπωμένος με μελάνι πάνω στις σελίδες των βιβλίων. Και σήμερα, μετά τα χρόνια που πέρασαν, είναι αυτά, τα τόσα και τόσα βιβλία του Πέτρου, του Κωστή, του Νίκου που μας έμειναν, να τα κρατάμε σαν πολύτιμα φυλαχτά δίπλα μας. Να καταγράφουν στις σελίδες τους τις σκέψεις των ακριβών μας φίλων που θα παραμένουν εσαεί ζωντανές μέσα στη σκόνη των καιρών.
«…το ίδιο τα λόγια / φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί».
Τον Πέτρο τον θυμάμαι να κάθεται συχνά αντίκρυ μου και τον παρατηρούσα, καθώς τις περισσότερες φορές έμενε σιωπηλός κι αμίλητος. Ώρες ώρες, μέσα στο βλέμμα του, θαρρούσα πως διέκρινα μια φευγαλέα θλίψη, μια μελαγχολία και μια μοναξιά, που μόνον αν τον κοίταζες προσεχτικά μπορούσες να την αντιληφθείς. Σαν κάτι βαρύ, σχεδόν ασήκωτο που προσπαθούσε να το κουβαλά διαρκώς μαζί του, δίχως να μπορεί ή να θέλει να το αποχωριστεί. Κάτι που αναδυόταν από παλιά, βαθιά πίσω στο παρελθόν, ποιος ξέρει από πού. Ίσως κάτι «που ξεκινούσε από πολύ πίσω, απ’ το παρελθόν και έφτανε μακριά, μακριά πολύ στο μέλλον», όπως τότε που βρήκε αναπάντεχα το «παιδικό σανδαλάκι» και παραδίπλα την «ξύλινη σβούρα» πάνω στα ξύλινα ψαλίδια της στέγης του παλιού του σπιτιού. Τότε που τα ξεχασμένα εκείνα αντικείμενα τον ξαναγύρισαν στα ξέγνοιαστα χρόνια της νιότης του. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ακριβώς τι κρύβεται μέσα στο φίλο σου, εκεί, στις εσώτατες κρυφές γωνιές του εαυτού του. Τι είναι αυτά που τον απασχολούν, τον προβληματίζουν και την ίδια στιγμή τον τροφοδοτούν μ’ εκείνη την ξεχωριστή μυστηριώδη ενέργεια που κάνουν ένα καλλιτέχνη, όπως ο Πέτρος, να δημιουργεί τους δικούς του λογοτεχνικούς κόσμους. «Ο καλλιτέχνης διαπλάθεται μέσα σε αυτό το αέναο μπρος-πίσω ανάμεσα στον εαυτό του και στους άλλους», έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ.
Ήξερε να χάνεται μέσα στις λέξεις
Ο Πέτρος ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος. Αυθεντικός, απλός, γεμάτος αισθαντικότητα που ανάβλυζε πηγαία από μέσα του, σαν τα κρυστάλλινα νερά του Ασπροποτάμου. Χαμηλών τόνων, ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του, προσεκτικός στην ομιλία του, μετρημένος και στοχαστικός. Τον θυμάμαι πάντα ολιγομίλητο, να ακούει με προσοχή την κουβέντα στο τραπέζι, να παίρνει λίγες φορές το λόγο και μόνον όταν είχε κάτι ιδιαίτερο να πει. Έβλεπες έναν άνθρωπο συγκρατημένο, σκεπτικό, που συνειδητά έμενε στο πλάι, μη θέλοντας με κανέναν τρόπο να βρίσκεται στο κέντρο ή να μονοπωλεί τη συζήτηση. Ποτέ δεν θα τον άκουγες να υψώσει τη φωνή, αλλά πάντοτε να υποστηρίζει χαμηλόφωνα και με ταπεινότητα την άποψή του. Κι ας τον πείραζε κάθε τόσο ο Κώστας, ο φίλος μας ο εστιάτορας, που τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Αυτός πάντα να του απαντά ήρεμα, με την έμφυτη ευγένεια και την πραότητα που τον χαρακτήριζαν, με το συνεσταλμένο του χαμόγελο.
Η ζωή του Πέτρου ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στην πολύβουη πόλη και στην ησυχία του χωριού του. Στην καθιστική και μονότονη εργασία του γραφείου και στους ελεύθερους περιπάτους στον καθαρό αέρα, στις ράχες και στα μονοπάτια του γενέθλιου τόπου, όπου συχνά κατέφευγε, σαν να αποζητούσε να ξαναζήσει εκεί στην αυλή του παλιού σπιτιού κάποιες στιγμές του παρελθόντος, να σμίξει με τις παιδικές του αναμνήσεις που τόσο του έλειπαν. Μου έδινε πάντοτε την εντύπωση πως ρούφαγε κάθε στιγμή της καθημερινότητας και τη μετουσίωνε περίτεχνα με λέξεις σε λογοτεχνικό κείμενο, δημιουργώντας με ιδιαίτερη ευαισθησία τις ιστορίες και τους χαρακτήρες των ηρώων του. Γιατί είχε νομίζω αυτή την ιδιαίτερη χάρη να παρατηρεί προσεκτικά αυτό που συνέβαινε γύρω του, ν’ αφουγκράζεται κάθε ήχο, κάθε ανεπαίσθητο ψίθυρο που έφτανε στ’ αυτιά του.
Σαν να ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, στον δικό του κόσμο που τον αιχμαλώτιζε, τον ρούφαγε μέσα του και δεν του άφηνε περιθώρια ν’ αποδράσει. Σάμπως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτή η συνειδητή απόσταση που κράταγε να του επέτρεπε να παρατηρεί και να καταγράφει, με μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια, καθετί που έπεφτε στην αντίληψή του. Κινήσεις, ήχους, φώτα, χρώματα, μυρωδιές. Η διεισδυτική, σχεδόν «ανατομική» ματιά του στην καθημερινότητα της ζωής, ήταν αυτή που του επέτρεπε να εισχωρεί βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία και να πλάθει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων στα διηγήματά του. Μια βουβή, δηλαδή, από μεριάς του ενατένιση του κοινωνικού γίγνεσθαι που αποτελούσε την πρώτη ύλη για το έργο του. Μ’ αυτά τα υλικά που μάζευε καθημερινά από γύρω και τα ξεδιάλεγε με προσοχή, έχτιζε αργότερα τις δικές του λογοτεχνικές ιστορίες. Ιστορίες που αποπνέουν μια διάχυτη ανθρωπιά και που όταν τις διαβάζεις ξανά, μετά από καιρό, είναι σαν να ανακαλύπτεις τον Πέτρο πάλι από την αρχή. Μέσα σε κάθε ιστορία αναγνωρίζεις κάπου στο βάθος τον ίδιο τον Πέτρο, τη μια στιγμή να εμφανίζεται για λίγο και την άλλη να χάνεται πάλι μέσα στην πλοκή του διηγήματος. Σαν να ξεθάβεις κάτι που είχε μείνει κρυμμένο στο χώμα και τώρα το έβγαζες στο φως. Κάτι που θύμιζε, αλλά και δεν θύμιζε εκείνον.
Ο Πέτρος γεννήθηκε ανάμεσα στις βουνοκορφές της Πίνδου, δίπλα σε τρεχούμενα δροσερά νερά και σε πυκνά δάση, σε ψηλά έλατα, σε δροσερά πλατάνια, σε καταπράσινες καστανιές και σε φτέρες που μοσχοβολούσαν. Μεγάλωσε σ’ ένα μικρό πέτρινο σπίτι, σκεπασμένο με σχιστόπλακες και τσίγκια και στην αυλή κάτω από τον ίσκιο της γκορτσιάς, όπου έπαιζε με τ’ αδέλφια του. Σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του Αρματολικού Τρικάλων, απέναντι από τη Μεσοχώρα, χτισμένο κάτω χαμηλά, εκεί απ’ όπου αγνάντευε τα αφρισμένα νερά του Ασπροποτάμου κι άκουγε το αδιάκοπο βουητό τους. Θαρρείς κι εκεί διαπλάστηκε, μια για πάντα, ο χαρακτήρας του. Αυτό το απείραχτο και αμόλυντο (τότε) φυσικό περιβάλλον που απελευθέρωνε τη φαντασία του και τον ταξίδευε μακριά, σ’ άλλους κόσμους, ονειρικούς. Ίσως εκεί να τέθηκαν και τα θεμέλια (ποιος ξέρει;) για το μετέπειτα λογοτεχνικό έργο του, αυτό που ο Πέτρος θα έχτιζε αργότερα με τα δικά του υλικά μέσα στα βιβλία του, δημιουργώντας αυτούς τους άλλους, ιδιαίτερους κόσμους, τους δικούς του, τους προσωπικούς.
Δεν ξέρω αν (κι) αυτά τα δέντρα του χωριού του είχε κατά νου ο Πέτρο, όταν έγραφε το εξαιρετικό μυθιστόρημά του Πόλη παιδιών και με τη φαντασία του πηδούσε από κυπαρίσσι σε κυπαρίσσι, από κορφή σε κορφή, όπως ο κεντρικός ήρωάς του, ο Χαλκίτης. Ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δραπετεύσει από τα δεσμά που τον κύκλωναν και να πετάξει, σαν ελεύθερο πουλί, μακριά απ’ όλα εκείνα που τον στοίχειωναν.
Του άρεσε πάνω στα δέντρα, ξεχνιόταν. Δεν περπατούσε στο χώμα, ήταν ψηλά. Αυτός και το σώμα του. Όλα τα άλλα έμεναν κάτω και γίνονταν μικρά, μικρότερα απ’ αυτόν.
Τη χαρακτηριστική αυτή περικοπή σημείωνε ο Κωστής [Παπαγιώργης] όταν, το 2012, έγραφε την επαινετική βιβλιοκριτική του για το βιβλίο του Πέτρου που μόλις είχε εκδοθεί. Οι δυο μας φίλοι χάθηκαν την ίδια χρονιά, το 2014, με λίγους μήνες διαφορά, κι ήταν τότε που άδειασε ξαφνικά η «παρέα της Πέμπτης».
Είχε πάρει άλλον δρόμο
Πάνε, λοιπόν, δέκα και ένα χρόνια από τότε που ο Πέτρος έφυγε άξαφνα, και τόσο άδικα από κοντά μας. Πάντα θα φέρνω στο νου μου τις έντονες συζητήσεις, τα γέλια, τις στιγμιαίες σιωπές, μαζί και τα πρόσωπα των φίλων που δεν βρίσκονται πια δίπλα μας στο τραπέζι. «Δύσκολα μπορεί κανείς να συμφιλιωθεί με το θάνατο, τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου, με την παντοτινή απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, ενός φίλου. Ο πλήρης και ολοκληρωτικός αφανισμός του φίλου δεν συντελείται κατά κανέναν τρόπο εντός μας. Τι εκφράζει άλλωστε η γνωστή ρήση «να τον θυμόμαστε»; Να υπάρχει κάποιος ζωντανός στη μνήμη μας, να μην αφήσουμε ποτέ στη λησμοσύνη να τον πάρει οριστικά και αμετάκλητα μακριά μας. Πασχίζουμε να κρατήσουμε άσβεστη τη θύμηση που αχνοσβήνει, μαζεύοντας από κάτω μία μία τις σκόρπιες αναμνήσεις, όλα αυτά που ζήσαμε και ρημάζουν κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα της λήθης. Η απουσία γίνεται παρουσία μέσω της μνήμης. Ο φίλος, ενώ έχει χαθεί για πάντα από κοντά μας, εντούτοις υπάρχει ολοζώντανος μέσα μας. Εκεί κατοικεί πλέον μόνιμα. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή από ένα διαρκές ταξίδι με συνεπιβάτες «ζώντες και τεθνεώτες»;
Είναι χαρακτηριστικά τα στοχαστικά και πονεμένα λόγια του Πέτρου, όταν έφυγε ήρεμα και ήσυχα από τη ζωή η γιαγιά του:
είχε πάρει άλλον δρόμο, εκείνον για το γαμημένο το ταξίδι, το άφατο, το απερίγραφτο, που το κάνεις μόνος, που δεν ξέρουμε καλά καλά αν το κάνεις, και οι αποδώ ποτέ δεν θα μάθουμε με τι μοιάζει.
Αυτόν τον «άλλον δρόμο» που όλοι μας κάποτε θα διαβούμε μόνοι μας, πήρε πρώτος ο Πέτρος κι ακολούθησαν από τότε κι ο Κωστής και στη συνέχεια και ο Νίκος, ο αγαπημένος μου φίλος. Και σκέφτομαι κάποιες στιγμές, σαν παρηγοριά, πως ίσως να ξανασυναντιούνται πάλι μαζί οι τρεις τους τις Πέμπτες και να κουβεντιάζουν στις «κορφές κάποιων κυπαρισσιών», κοιτάζοντάς μας από εκεί ψηλά.
Ξαναπιάνω μετά από καιρό στα χέρια μου το βιβλίο του Πέτρου, Πόλη παιδιών. Το ανοίγω. Στην πρώτη λευκή σελίδα, κάτω από τον τίτλο, η αφιέρωση: Στον φίλο Τάση με αγάπη. 25/10/2012.