Η τάση, μάλιστα, της κοινωνίας να αντιμετωπίζει τον παραδοσιακό πολιτικό κόσμο ως «εξιλαστήριο σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας» παίρνει μορφή παροξυσμού σε κάθε κρίση, σε κάθε περίσταση, σε κάθε συγκυρία που κάποια αντιπολιτική ή αντικατεστημένη ή αντισυστημική ή καταγγελτική ρητορεία βρίσκει την ευκαιρία να σαρώσει ηθικά το παλιό «σύστημα», αναδεικνύοντας το «άσπιλο», «άμωμο», «αψεγάδιαστο» του λαού, ο οποίος «δεν αξίζει» τέτοια εκπροσώπηση. Ενώ σχεδόν πάντα η ρητορεία αυτή προβάλλει μια νέα, παρθένο, «σφριγώσα εξ ηθικής υγείας» νέα πολιτική παρέμβαση, απολύτως ευρισκόμενη στο ηθικό επίπεδο ενός τέτοιου λαού.
Ωστόσο είναι έτσι τα πράγματα;
«Τελευταίο κρίκο της αμαρτωλής αλύσου, της οποίος πρώτος είναι οι εκλογείς» χαρακτήριζε τους αιρετούς πολιτικούς ο Γεώργιος Βλάχος. Ήθελε προφανώς να πει –λίγο σαν το «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου– ότι οι εκλεκτοί της λαϊκής κυριαρχίας απλώς διεκπεραιώνουν με συνέπεια τις ιδιοτέλειες των ψηφοφόρων τους, που αποτελούν τμήμα τής όχι και τόσο αγνής ή άσπιλης κοινωνίας. Η οποία κοινωνία στη συνέχεια, ωστόσο, με το να καταγγέλει με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση τους παλιούς εντολοδόχους της, νιώθει να καθαρίζεται, να απαλλάσσεται, να εξαγνίζεται από κάθε αμαρτία ή λεκιάζουσα ιδιοτέλεια…
Μόνο που, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, η απαξίωση του παλιού προϋποθέτει, για να είναι και πειστική και ελπιδοφόρος, προβολή ενός διαφορετικού –και ως προς το ήθος και ως προς την αποτελεσματικότητα– καινούργιου. Ενός καινούργιου εξυψούμενου και εξυμνούμενου. Και ας προειδοποιούσε παρ’ ημίν ήδη από τον 19ο αιώνα ο –«έμμετρος εφημερίς»– Γεώργιος Σουρής πως «σαν έρχεται κάθε σκατάς θαρρούμε πως σωθήκαμε, μα σαν φεύγει βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε»…
Πολλά είναι τα σχετικά ιστορικά παραδείγματα. Στη Γαλλία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1958, μέσα στην κρίση της Αλγερίας, κάπως έτσι ήρθε στα πράγματα ο γκωλισμός. Που στη συνέχεια συγκρότησε το πιο σκληρό πολιτικό κατεστημένο. Στη δε Ελλάδα το 1910 έτσι ανέβηκε ο βενιζελισμός, το 1923 –επίσης με τη λαϊκή ψήφο– κυρίευσαν το πολιτικό προσκήνιο οι ένστολοι φορείς της κάθαρσης, το 1981 κατίσχυσε ο «νεοανδρισμός» του ΠΑΣΟΚ, ενώ την περίοδο 2012-15 η «αγανακτισμένη» θέληση του κυρίαρχου λαού δεν περιορίστηκε να σαρώσει, να εκτοπίσει, να εκδιώξει, να στείλει άκλαυτο στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας το μεγαλύτερο μέρος των συγκροτούντων το παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο. Δεν αρκέστηκε να τους αναδείξει ως μόνους υπεύθυνους όλων των κοινωνικών δεινών, κακουχιών και δυσπραγιών ή ακόμη και των ανεκπλήρωτων πόθων. Θεώρησε επιπρόσθετα αναγκαίο να τους εμφανίσει ως ηθικό μίασμα, ως λέπρα, τύφο, απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη έκφραση του ηθικώς απόβλητου. Και για να γίνει αυτό έπρεπε να επενδύσει στην ηθική υπεροχή του νέου κυβερνητικού σχήματος. (Έστω και πασπαλισμένου με τη χρυσόσκονη της εθνικιστικής και συνωμοτικής Δεξιάς).
Ωστόσο δεν επρόκειτο για καινοφανή πρακτική. Πάντα ήταν έτσι. Η απαξίωση του παλιού πήγαινε με τον ηθικό καθαγιασμό του νέου.
Ίσως θα εκπλαγούν κάποιοι σήμερα αν μάθουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε για τα παλαιά κόμματα η ιδεολογική ναυαρχίδα του βενιζελισμού, η εφημερίδα Πατρίς, του στενότατου προσωπικού φίλου, κυβερνητικού στελέχους αργότερα του κράτους της Θεσσαλονίκης και επανειλημμένα υπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου, Σπύρου Σίμου. Μεταξύ πολλών άλλων αυτή έγραφε τον Μάρτιο του 1912:
Φεουδάρχαι…, αγελάρχαι… Αττικάρχαι… υπήρξαν δι’ αυτόν [τον λαόν] ό,τι ο Αλή πασάς διά τους Χριστιανούς… Ο καταψηφίζων παλαιοκομματικόν φονεύει μικρόβιον εθνικού μαρασμού και εξοντώνει παράσιτον του ελληνικού οργανισμού. Ο παλαιοκομματισμός αντιπροσωπεύει επιδημίαν, πανώλην, χολέραν… Απολύμανσις… Η ψήφος είναι ό,τι διά τους αρουραίους το φονικόν οξύ… ό,τι η πυρκαγιά διά τας ακρίδας… ό,τι ο ασβέστης διά τους χολεριασμένους… η αναίμακτος λαιμητόμος των πολιτικών καταδίκων…
Σημειωτέον πως αυτά γράφονταν χρόνια πριν ξεσπάσει ο Εθνικός Διχασμός, αλλά και μήνες πριν από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων που έθεσαν, κατά τον Βλάχο, το ερώτημα «αι δάφναι τίνος ήσαν;». (Στρέφονταν δε όλα αυτά εναντίον πολιτικών –έστω κατά λαϊκή επιταγή ρουσφετολόγων αδιαμφισβήτητα–, πολλοί εκ των οποίων ωστόσο είχαν με πραγματισμό και σχετική επάρκεια χειριστεί τα απόνερα της φοβερής περιπέτειας στην οποία είχε εμπλέξει το 1897 τη χώρα ο καιροσκοπισμός και ο απαράσκευος πόλεμος του Θεόδωρου Δηληγιάννη). Αντίστοιχα, στο φύλλο αυτό, η ίδια εφημερίδα έγραφε για τον Βενιζέλο και τον βενιζελισμό:
Ο Βενιζέλος δεν είναι κόμμα, δεν είναι φατρία, δεν είναι πρόσωπο, δεν είναι ειμή η ενσάρκωσις της λαϊκής ψυχής…, φακός συγκεντρώνων τας ακτίνας του ηλίου…, απρόσωπος εκπρόσωπος του νόμου, αγωγός του εθνικού ηλεκτρισμού, συμπυκνωτήρ των λαϊκών διαθέσεων…. Είναι θρησκευτικός φανατισμός, ο παλαιοκομματισμός είναι ειδωλολατρία.
(Άλλοι τον αποκαλούσαν «εθνικόν σκεύος της θείας προνοίας»…).
Το ότι στην πορεία «περί τον Μεσσίαν και Παράκλητον» συγκεντρώθηκαν οι αποκληθέντες «βενιζελοδίαιτοι», τα κάθε λογής «λαμόγια» της εποχής εκείνης, και δημιουργήθηκαν «κονίκλων εξολοθρευτών φωλεαί, λέσχαι Φιλελευθέρων», δεν το διαπίστωσαν μόνο οι εχθροί του μεγάλου κρητικού πολιτικού. Το αναγνώρισαν και ουδέτεροι (Ζαβιτζιάνος) και οι πλέον πιστοί εκ των οπαδών του (Πάγκαλος, Μαζαράκης κ.ά.), αλλά και ο ίδιος ο… Βενιζέλος! (Βλ. το βιβλίο μου που μόλις κυκλοφόρησε, Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του: Η Δίκη των «Έξι». Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;).
Βέβαια, ο εκ Κρήτης Ηγέτης, ως ο άνθρωπος που διπλασίασε την Ελλάδα, μπόρεσε πρόσκαιρα, το 1928, να ανακτήσει μια πολιτική παρθενία. Σήμερα είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Ο εξ Αθαμανίου Άρτης ηγέτης, ο Αλέξης Τσίπρας –την πολιτική του οποίου στις Πρέσπες εγώ τουλάχιστον δεν θα αμφισβητήσω ούτε θα καταγγείλω ποτέ ως εθνικώς επιβλαβή– μπορεί να ανακτήσει σήμερα κάποια πολιτική παρθενία, εμφανιζόμενος ξανά ως καθαρτήριος ρομφαία ενώπιον της κοινωνίας; Πολλώ μάλλον που μεταξύ των στενότερων συνεργατών του βρίσκονται πλέον οι επιτελείς Άκη και Μένιου; Προς το παρόν, πάντως, πανηγυρίζει επειδή υπήρξε κακουργηματική παραπομπή ενός υπουργού του για αθέμιτες παρεμβάσεις προς τη Δικαιοσύνη, οι οποίες όμως –κατά το κατηγορητήριο– δεν αποδίδονται στην πρόθεση ηθικής απαξίωσης κάποιων προερχόμενων από το παρελθόν πολιτικών αντιπάλων, αλλά στην πρόθεση προστασίας από την ηθική απαξίωση ενός στελέχους και υπουργού της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ…