Σύνδεση συνδρομητών

Πώς δομήθηκε η δημοκρατία

Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 22:23
Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν. Ο πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως υπουργός Εσωτερικών του Βενιζέλου (1917-1920) υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής εκτοπίσεων.
Συμβούλιο της Επικρατείας
Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν. Ο πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως υπουργός Εσωτερικών του Βενιζέλου (1917-1920) υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής εκτοπίσεων.

Νίκος Αλιβιζάτος, Οι αρχιτέκτονες του πολιτεύματος. Από τις όχθες του Τάμεση στην Πλατεία Συντάγματος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, 488 σελ.

Σε μια νέα νομικοϊστορική μελέτη του, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος παρουσιάζει τις θεσμικές παρεμβάσεις και τη γενικότερη συμβολή στο δημοκρατικό πολίτευμα, όχι μόνο στην «αρχιτεκτόνησή» του αλλά και στη λειτουργία του– ορισμένων σπουδαίων πολιτικών προσωπικοτήτων: του Μαυροκορδάτου, του Τρικούπη, του Βενιζέλου, του Καραμανλή, αλλά και του Κοραή, του Παπαναστασίου, του Ηλιού. Έργο χρήσιμο σε κάθε προϊδεασμένο αναγνώστη και πολύτιμο σε ειδικούς, σε συνταγματολόγους και σε ιστορικούς που εστιάζουν στη μελέτη των θεσμών.

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και άλλες κοινωνικές επιστήμες, εν πολλοίς βασιζόμενες στη μελέτη, την ανάλυση, τη σύγκριση και την ερμηνεία του ιστορικού μας χθες, έχουν αναδείξει εξαίρετους επιστήμονες, ερευνητές και μελετητές, κάποιοι εκ των οποίων μάλιστα αξίζουν και τον τίτλο του πολιτικού στοχαστή. Εξ αυτών, η συντριπτική πλειονότης –ειδικά της νεότερης γενιάς– επικεντρώνει επιστημονικά ενδιαφέροντα και ερευνητικά πεδία σε αρκετά περιορισμένες χρονικές περιόδους. Πιο χαρακτηριστική, ίσως, είναι η περίπτωση του κορυφαίου μελετητή αρχείων Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, το τεράστιο όχι μόνο σε όγκο τρίτομο έργο του οποίου –που τώρα ολοκληρώθηκε με την έκδοση και του τρίτου τόμου– καλύπτει, σε εντυπωσιακό βάθος, μόλις μια οκταετία του εθνικού δημόσιου βίου: την περίοδο 1912-1920. 

Ελάχιστοι είναι αντίθετα οι επιστήμονες εκείνοι οι οποίοι έχουν τη γνώση, τη διάθεση και την ικανότητα –έστω από ειδική οπτική γωνία, π.χ. τη στρατιωτική ή την οικονομική ιστορία ή την ιστορική μελέτη των θεσμών, των πολιτευμάτων κ.λπ.– να επεκταθούν σε διάστημα που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την πορεία του έθνους, από την εποχή που αυτό κατέκτησε, ή μάλλον που διεκδίκησε, την αυτόνομη κρατική του υπόσταση έως σχεδόν τις ημέρες μας. Ένας εξ αυτών, που διαθέτουν το απαραίτητο για μια τέτοια μελέτη βαθέος χρονικού ορίζοντα πνευματικό κεφάλαιο, είναι ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος. 

Ο γνωστός συνταγματολόγος προσφέρει στο τελευταίο βιβλίο του τη μελέτη της πολιτικής πορείας και του έργου –του όλου έργου; όχι ακριβώς, κατά κύριο λόγο εστιάζει στις θεσμικές παρεμβάσεις τους, τα υπόλοιπα τα περνάει εν τάχει– επτά κορυφαίων πολιτικών φυσιογνωμιών που σφράγισαν τον εθνικό μας δημόσιο βίο από την εθνική παλιγγενεσία έως πολύ πρόσφατα: τεσσάρων κατά το εξώφυλλο του έργου, κατ’ ουσία όμως επτά, αφού ο Αλιβιζάτος στους προεξαγγελτικά αναφερόμενους και εικονιζόμενους Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, Χαρίλαο Τρικούπη, Ελευθέριο Βενιζέλο και Κωνσταντίνο Καραμανλή, προσθέτει τους Αδαμάντιο Κοραή, Αλέξανδρο Παπαναστασίου  και Ηλία Ηλιού. Τολμηρό εγχείρημα, εφόσον για τη διερεύνηση του πολιτικού αποτυπώματος καθενός εξ αυτών έχουν υπάρξει πάμπολλες, και πρόσφατες, ογκώδεις και εξαιρετικές μονογραφίες, εμβαθύνουσες στη μελέτη της διαδρομής και του στίγματός τους.

Ωστόσο μια τέτοια θεματολογική επέκταση δεν είναι αθεμελίωτη: Ο καθηγητής κατεξοχήν εστιάζει στην επεξεργασία και την αποτύπωση των συνταγματικών ιδεών, προτάσεων ή/και των ευρύτερων θεσμικών δημιουργημάτων τους. Στόχευση συγκεκριμένη, η οποία ασφαλώς προϋποθέτει αναφορά και στη γενικότερη πολιτική/πολιτειακή φιλοσοφία τους. Επομένως η, κατά βάση τουλάχιστον, εστίαση στη συγκεκριμένη διάσταση του έργου τους –έστω και αν καθιστά, σε κάποια σημεία τουλάχιστον, το πόνημα σχετικώς κοπιώδες για τους μη νομικούς ή ακόμη ειδικότερα για τους μη ασχολούμενους με συνταγματικά θέματα και την αρχιτεκτονική των θεσμών– προσδιορίζει την ειδική αξία του βιβλίου. Παράλληλα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, εξηγεί την απουσία από τις σελίδες του δύο γιγάντιων προσωπικοτήτων του δημόσιου βίου της νεότερης Ελλάδας, από πολλές πλευρές σημαντικότερων σε σχέση με κάποιους τουλάχιστον εκ των επτά μελετώμενων: του Ιωάννη Καποδίστρια και του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.     

Πρέπει να πιστωθεί, λοιπόν, στον Αλιβιζάτο η δυνατότητα και η κατοχή του πνευματικού κεφαλαίου ώστε να μελετήσει πολιτικές προσωπικότητες που έδρασαν σε εποχές χρονικά πολύ απέχουσες μεταξύ τους. Έστω, δε, και αν ο συγγραφέας δεν επιχειρεί απευθείας αντιπαράθεση των θεσμικών φιλοσοφιών τους, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία  να κάνει εκείνος συγκρίσεις πολύτιμες, οι οποίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν στους νεότερους να αντιληφθούν την αξία της σχετικότητας στη μελέτη και την αξιολόγηση τόσο επιμέρους θεσμών όσο και των θεσμικών συναρμόσεων που καθορίζουν την ουσιαστική λειτουργία επιμέρους πολιτευμάτων. 

 

Μαυροκορδάτος, Βενιζέλος και Δικαιοσύνη

Ως ένα μόνο από τα πολλά σχετικά παραδείγματα που θα μπορούσαν, διά της συγκριτικής αντιπαραθέσεως, να αντληθούν από το βιβλίο αναφέρω την τόσο επιθυμητή στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο απόλυτη απαγόρευση της δικαστικής αρχής να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων («Τα δικαστήρια δεν ημπορούν να μιγνύωνται εις τας πράξεις της Νομοθετικής Δυνάμεως»). Επιλογή ολοσχερώς αντίθετη από αυτή του Ελευθερίου Βενιζέλου, την αποτυπωθείσα τόσο στο άρθρο 96 του Συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας, του οποίου ο χανιώτης μετέπειτα εθνάρχης υπήρξε βασικός συντάκτης, όσο και στις αξιακές τοποθετήσεις του στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, κυρίως βέβαια κατά την προπαρασκευή της ίδρυσης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Εν προκειμένω, ωστόσο, δεδομένου του θαυμασμού που εκδηλώνει ο Αλιβιζάτος για την αντίληψη του Βενιζέλου και του εκθειασμού του προς τις θέσεις τις οποίες εκείνος διατύπωσε κατά τις συζητήσεις που προηγήθηκαν της ίδρυσης του ανώτατου ακυρωτικού διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, θα μπορούσαν ίσως να γίνουν κάποιες επισημάνσεις: 

Πρώτον: Ο Βενιζέλος στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας σαφώς τάσσεται υπέρ του οψιγενούς, παρεμπίπτοντος και διάσπαρτου –δηλαδή από όλα τα δικαστήρια– ελέγχου της συνταγματικότητας, ρύθμιση κατισχύσασα και στην ελληνική νομική τάξη, ικανή να παραγάγει μεγάλη ανασφάλεια δικαίου. 

Δεύτερον: Με τον τρόπο που ο κρητικός ηγέτης αντιλαμβανόταν τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από το ΣτΕ ήταν προβλέψιμο πως θα παρήγετο το ίδιο αποτέλεσμα ανασφάλειας δικαίου, εφόσον δεν θα επρόκειτο για ενιαίο εξαρχής έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που θα ασκούσε ένα ειδικό δικαστήριο, αλλά για εκ των υστέρων ακύρωση διοικητικής πράξης (έπειτα από προσβολή από ιδιώτη), εκδιδόμενης βάσει νόμου κρινόμενου ως αντισυνταγματικού. Μάλιστα, η μεταγενέστερη πρακτική του ΣτΕ να οικειοποιείται εν πολλοίς τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους, υπό το πρόσχημα της αντισυνταγματικότητας κάποιων περικοπών (συντάξεων, μισθών κ.λπ.), δικαιολογεί ακόμη μεγαλύτερες επιφυλάξεις προς τη φιλοσοφία του Βενιζέλου: και γιατί συνήθως τέτοιες δικαστικές αποφάσεις δικαιώνουν προσφεύγοντες διαθέτοντες συνδικαλιστική, επικοινωνιακή και οικονομική ισχύ (εις βάρος, προφανώς, των ανοργάνωτων και των ανίσχυρων που θα πληρώσουν τον λογαριασμό). Και γιατί είναι η –υπόλογος στην κοινωνία– πολιτική εξουσία που πρέπει να δικαιολογήσει και να διαχειριστεί τις συνέπειες τέτοιων δημοσιονομικών ανατροπών. 

Τέλος, τρίτον, ο Αλιβιζάτος θαυμάζει και εκθειάζει τη συγκεκριμένη αντίληψη και φιλοσοφία του Βενιζέλου ως έκφραση του πολιτικά ουδέτερου κράτους δικαίου, παρασιωπώντας κάτι που ενδεχομένως έχει τεράστια βαρύτητα για την αξιολόγηση της πραγματικής θεσμικής λειτουργίας του εθνάρχη ή, κατά τους εχθρούς του, «εθνάρχη»:  Ως πρώτο πρόεδρο του ΣτΕ, ο οποίος επρόκειτο να μείνει στο τιμόνι του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, οπωσδήποτε όλη την υπόλοιπη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Βενιζέλο, όρισε τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Αυτός, ως υπουργός Εσωτερικών την περίοδο της βενιζελικής απολυταρχίας 1917-1920 υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής εκτοπίσεων, μάλιστα καθ’ ομολογίαν του –στον πρώην πρόεδρο βενιζελικών Βουλών Κωνσταντίνο Ζαβιτζιάνο– εξόριζε χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο των καταγγελιών, μολονότι ήταν από τότε πασίγνωστο ότι, μέσω αυτών (και με τη στερεότυπη προσταγή: «εξύβρισε τον πρόεδρο»), πολύ συχνά ρυθμίζονταν ιδιωτικές διαφορές, προσωπικές αντιδικίες και οικογενειακές έχθρες. Παράλληλα, αν και ο Αλιβιζάτος επίσης δεν το αναφέρει, είναι ενδεικτικό για το πώς αντιλαμβανόταν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ο Βενιζέλος το ότι η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων που συγκροτήθηκε το 1928 τοποθέτησε ως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, αναθερμαίνοντας τον Εθνικό Διχασμό. Ο Γεωργιάδης ήταν το μόνο εκ της τακτικής Δικαιοσύνης προερχόμενο πρόσωπο που βρέθηκε στην έδρα του στρατοδικείου κατά τη «Δίκη των Έξι». Ακόμη χειρότερα, ήταν ο εμπνευσθείς την απεχθή έννοια του «αντικειμενικού δόλου», διευκολύνοντας τους στρατοδίκες να απαγγείλουν τη θανατική ποινή για έξι εκ των υποδίκων και να καταδικάσουν σε ισόβια τους άλλους δύο, θεωρηθέντων όλων ως προδοτών της πατρίδας, που «εκουσίως και εκ προθέσεως» παρέδωσαν «εθνικά εδάφη» στον εχθρό. 

Ενδιαφέρον έχει, επίσης, η έλλειψη αναφοράς από τον συγγραφέα του νόμου 755/1917, γνωστού ως «περί δυσμενείας του Καθεστώτος», που ποινικοποιούσε κάθε αναφορά σε γεγονότα (ακόμη και συναισθηματικώς ουδέτερα, «π.χ. άντεξε σε επίθεση των Δυνάμεων της Αντάντ το τάδε οχυρό των Γερμανών») η οποία, κατά τη διατύπωσή του, θα μπορούσε να κλονίσει την κοινωνική εμπιστοσύνη στις αρχές ή να δημιουργήσει αμφιβολίες περί της ορθότητας της εξωτερικής ή της στρατιωτικής πολιτικής της κυβέρνησης. 

Πρέπει ωστόσο να πιστωθεί στον Νίκο Αλιβιζάτο η σε βάθος παρακολούθηση της πολιτικής διαδρομής και των θεσμικών θέσεων του Βενιζέλου στην Κρήτη, πριν δηλαδή από την έναρξη της εθνικής του σταδιοδρομίας. Αναμφίβολα, εκεί υπάρχει και σχετική πληρότητα και βάθος, που μόνο ένας «δεξιοτέχνης» της νομικής επιστήμης θα μπορούσε να φτάσει.

 

Κατοχυρωτικό και Ιδιώνυμο

Σημαντική θεωρώ, επίσης, την επιλογή του συγγραφέα, παρότι μελετά εκτεταμένα και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, για μια ακόμη φορά να μην κάνει την οποιανδήποτε αναφορά στο περιώνυμο κατοχυρωτικό του 1924, το οποίο από πλευράς ελλείμματος δημοκρατικής ευαισθησίας υπήρξε πολύ χειρότερο του –επίσης απεχθούς– Ιδιωνύμου, το οποίο και εδώ με τόση εμβρίθεια ο Αλιβιζάτος εξετάζει και καταγγέλλει. Το Ιδιώνυμο, έστω και αν δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένα μέσα δράσης των βάσει αυτού διωκομένων, παρήγε ποινικές συνέπειες για υποστήριξη ιδεών εχουσών ως προφανή σκοπό την «διά βιαίων μέσων» ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπαση εδαφών της επικράτειας. Για το κατοχυρωτικό αρκούσε, αντίθετα, οποιαδήποτε δυσμενής αναφορά στις δίκες της περιόδου 1917-1922, ή η –χωρίς οποιαδήποτε ψυχική συμμετοχή– αναφορά σε γεγονότα ικανά να καταστήσουν συμπαθή νεκρά ή ζώντα μέλη της εκπεσούσης δυναστείας (π.χ. δυνητικά ποινικοποιείτο η φράση: «ο Κωνσταντίνος ηγήθηκε αποτελεσματικά του στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους»). Η πράξη, μάλιστα, του «δράστη» ελάμβανε, κατά το Κατοχυρωτικό, κακουργηματική αντιμετώπιση, εφόσον οι στρατοδίκες έκριναν πως ο υπόδικος έδρασε με πρόθεση υπονόμευσης του κύρους των ιδρυτικών πράξεων του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας.

Πολύ πιο ισορροπημένη, αντίθετα, φαίνεται η σε βάθος μελέτη από τον συγγραφέα της θεσμικοπολιτειακής φιλοσοφίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή (κυρίως όπως αυτή εκδηλώθηκε με τη λεγόμενη «βαθεία τομή» της προδικτατορικής περιόδου, αλλά φυσικά και με το Σύνταγμα του 1975). Ως ελάσσων ωστόσο επισήμανση, θα μπορούσε να παρατηρηθεί πως, σε ένα κείμενο που καθόλου δεν περιορίζεται μόνο στις συνταγματικές/πολιτειακές θέσεις του μακεδόνα πολιτικού αλλά εξετάζει ακόμη και την παιδική/νεανική ζωή του (π.χ. γίνεται  αναφορά στο πόσο μέτριος μαθητής και φοιτητής ήταν ο Καραμανλής, κάτι που επέτρεψε στον ευρυμαθή Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη να κάνει λόγο για «ολοσχερώς απαίδευτον πρωθυπουργόν»), θα μπορούσε επίσης να υπάρξει αναφορά και στην «υπόθεση Μαξ Μέρτεν», για την οποία βέβαια ο Καραμανλής δικαιώθηκε από τα γερμανικά δικαστήρια. (Ο έχων υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη γερμανός αξιωματικός κατήγγειλε αργότερα τον έλληνα πολιτικό ηγέτη ως συνεργάτη των κατοχικών αρχών, αμειφθέντα με περιουσίες Εβραίων.)

Η φύση του έργου, το γεγονός δηλαδή ότι αναφέρεται σε τόσο πολλές πολιτικές προσωπικότητες και σε τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους εποχές, το καθιστά κάπως ευάλωτο σε συγκεκριμένες επιμέρους κριτικές επισημάνσεις. Αλλά από την άλλη, η αδιαμφισβήτητα τεράστια κουλτούρα του συγγραφέα και το εύρος των ειδικών γνώσεών του, που έχει να κάνει με την αφομοίωση της συνταγματικής τάξης σχεδόν σε κάθε χώρα του πλανήτη, του επιτρέπει να εισκομίζει συγκριτικού χαρακτήρα πληροφορίες μεγάλης αξίας. Θα μπορούσαν να μνημονευθούν αρκετά σχετικά. Προσωπικά, δίνω έμφαση στην πληροφορία ότι το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, που φιλοδόξησε να θεσμοθετήσει η καραμανλική «βαθεία τομή» του 1962, προέβλεπε ότι θα αποτελούνταν αποκλειστικά από δικαστές καριέρας. Και ότι η πρόβλεψη αυτή συνιστούσε «μοναδική παγκοσμίως απόκλιση από το κελσενικό μοντέλο». (Υποθέτω πως ο συγγραφέας, που δεν εξηγεί τον όρο, εννοεί τη συμμετοχή και μη επαγγελματιών δικαστών στα πολιτικοδικαστικά όργανα που είναι τα συνταγματικά δικαστήρια ή τα συνταγματικά συμβούλια: π.χ. στη Γαλλία αυτό αποτελείται από τρεις προσωπικότητες διοριζόμενες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τρεις από τον Πρόεδρο της Γερουσίας, τρεις από τον Πρόεδρο της Βουλής και ex officio όλους τους εν ζωή πρώην Προέδρους της Δημοκρατίας, προσωπικότητες δηλαδή που θεωρητικώς δεν είναι καν αναγκαίο να είναι νομικοί).

Τέλος, ως γενικότερος μελετητής του ιστορικά πολύ πρόσφατου παρελθόντος, ο Αλιβιζάτος επισημαίνει αρκετές αντιφάσεις του νεότερου εθνικού δημόσιου βίου, καθώς και των προσωπικοτήτων που τον σφράγισαν (πέραν των επτά). Μας θυμίζει, για παράδειγμα, ότι ο άνθρωπος που θεσμικώς ξεδόντιασε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 1986, δίνοντας δυνητική ώθηση στο πολιτικό σύστημα της χώρας προς τον πρωθυπουργοκεντρισμό, δηλαδή ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενόψει της ψήφισης του Συντάγματος του 1975, ζητούσε μετ’ εμμονής ο αρχηγός του κράτους να εκλέγεται απευθείας από το λαό. Το οποίο, σε συνδυασμό με τις τότε συνταγματικά προβλεπόμενες προεδρικές αρμοδιότητες, θα έδινε στην ελληνική πολιτειακή τάξη χαρακτήρα ημιπροεδρικού συστήματος κατά το γαλλικό πρότυπο!

Θανάσης Διαμαντόπουλος

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, Ο δικαστής (2019). Τελευταία βιβλία του, Θανατική ποινή ή σωφρονιστική πολιτική; (2021), Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.