Σύνδεση συνδρομητών

Μαρία Κάλλας: Ηθοποιία και φωνή

Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024 12:35
H Mαρία Κάλλας από τον Όλεγκ Κάρουβιτς (πορτρέτο του 2004).
Oleg Karuvits
H Mαρία Κάλλας από τον Όλεγκ Κάρουβιτς (πορτρέτο του 2004).

Η Μαρία Κάλλας, δεν έδινε συχνά συνεντεύξεις. Με αφορμή την κυκλοφορία ενός  άλμπουμ τεσσάρων δίσκων από μια μεγάλη εταιρεία δίσκων της Γαλλίας με αποσπάσματα από όπερες, ένα πανόραμα της τέχνης της, παραχώρησε συνέντευξη στον γνωστό Γάλλο μουσικογράφο, Ζακ Μπουρζουά.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε (και) στο Βήμα, 2/2/1969, από όπου μεταφέρουμε αποσπάσματα.

Ζακ Μπουρζουά: […] Είχατε το συναίσθημα ότι είσαστε μια επαναστάτρια, θέλω να πω δηλαδή, ότι κάνατε κάτι διαφορετικό απ’ εκείνο στο οποίο ήταν συνηθισμένο; Επιδιώξατε σεις η ίδια συνειδητά να κάνετε κάτι τέτοιο ή σας ωδήγησε εκεί αποκλειστικά το ένστικτό σας;

Μαρία Κάλλας: Φυσικά. Ας πούμε πως το ένστικτο έχει τον πρώτο ρόλο. Αλλά ακόμη πιο πριν, έρχεται η σχολή του «μπελ κάντο». Έτυχε να πέσω, στην Ελλάδα, στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο – τι τύχη για μένα! Ήταν ο πόλεμος και την εποχή εκείνη μελετούσα και «περνούσα» όλη αυτή τη σχολή, τη σχολή του καθαρού «μπελ κάντο». Άρα, λοιπόν, δεν είναι μόνον το ένστικτό μου, είναι και το τι έκαναν τον καιρό εκείνο. Και ο κόσμος, καθώς είπαμε, ήταν πραγματικά μουσικόφιλος. Μα όταν δεν έβλεπε σε μένα εκείνο στο οποίο ήταν συνηθισμένος, δεν ήταν σφάλμα του. Απλώς ήταν συνηθισμένος να ακούη μιαν άλλη σχολή. Εμείς οι ίδιοι οι τραγουδισταί τον είχαμε χαλάσει.

Αποδίδετε το κάθε τι στην παράδοση. Έχω την εντύπωση πως είστε πολύ μετριόφρων.

– Α, όχι!

Εκείνο όμως που μου φαίνεται αξιοσημείωτο, είναι το ότι αναστήσατε αυτήν την παράδοση, εμφυσώντας της μια καινούργια ζωή.

– Θα σας ειπώ, αγαπητέ Ζακ Μπουρζουά, ότι για να αναγάγη κανείς τη μουσική σε πραγματική τέχνη, πρέπει να είναι μετριόφρων. Κι’ ύστερα από 30 χρόνια σταδιοδρομίας βλέπει κανείς πως όσο περισσότερα έμαθε, τόσο λιγότερα ξέρει. Και να λοιπόν που, κατ’ ανάγκην, είμαστε μεγάλοι μετριόφρονες, πράγμα που μας φέρνει σε αμηχανία, επειδή δημιουργούμε κιόλας.   

Και… Θα μπορούσατε να μου πείτε επίσης, με ποιο τρόπο δουλεύετε ένα ρόλο;

– Ω, θεέ μου… Είναι απλό. Στην αρχή κάνουμε το πρώτο σχέδιο, το πρώτο περίγραμμα…

Τη σιλουέττα.

– Ακριβώς. Απ’ αυτό, καταλαβαίνουμε το πρόσωπο, και προσπαθούμε να ιδούμε το τι είναι η γυναίκα αυτή. Αν είναι, ας πούμε, μια γυναίκα πολύ υψηλής κοινωνικής θέσεως, θα πρέπει να έχη ωρισμένες κινήσεις ξεχωριστές, ιδιαίτερες. Δεν είναι έτσι; Κινήσεις που μια συνηθισμένη γυναίκα δεν κάνει. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε πολύ γρήγορα να ξέρωμε το τι κάνει, το πώς χειρονομεί, το πώς συμπεριφέρεται, το πώς κρατά το σώμα της, το πώς φορεί τα διάφορα κοστούμια. Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που τις μαθαίνει κανείς λίγο - λίγο. Κι’ έπειτα συλλογίζεται κανείς τη μουσική. Αρχίζει να την μελετά πρώτα - πρώτα αυστηρά όπως είναι γραμμένη. Έπειτα, παίρνει τις λέξεις και, ανάλογα με τα περιθώρια που αφήνει ο συνθέτης αρχίζει να αποκτά κάποιες ελευθερίες. Είναι μια παράδοση που την έχουμε «κατά προσέγγισιν». Και ο συνθέτης εξαρτάται και από εμάς, επειδή εξαρτάται από το καλό μας γούστο. Φυσικά, η εργασία αυτή απαιτεί πάρα πολύ χρόνο. Κι’ ύστερα, λίγο - λίγο, ας πούμε ότι η σιλουέττα, το περίγραμμα, πλουτίζεται με μια μορφή πιο συγκεκριμένη, έρχονται να προστεθούν τα ρούχα, τα μάτια, η μύτη, το στόμα κ.λπ. Τότε αρχίζουν οι έγνοιες. Επειδή πλάθει κανείς το ρόλο με τις μικρές λεπτομέρειες, με τις αποχρώσεις. Αλλά δεν είναι μόνο οι αποχρώσεις, είναι και ο παλμός της φωνής – πιο πολύ ή πιο λίγο, ανάλογα με τις λέξεις. Υπάρχουν «παλμοί» συνηθισμένοι, κι’ ο παλμός, ανάλογα με τη λέξη που λέει κανείς, πρέπει να είναι περισσότερο ή λιγώτερο γρήγορος ή αργός… Τέλος πάντων, προσπαθεί να κάνη κανείς το καλύτερο. Αλλοίμονο όμως, όλα αυτά είναι κάπως δύσκολα κι’ όταν αρχίσει η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Και να ποια είναι η ευτυχία της εργασίας: το ότι ένας ρόλος δεν είναι ποτέ πλήρης. Επειδή κάθε μέρα ανακαλύπτει κανείς περισσότερα… […]  

Όταν ενσαρκώνετε ένα «πρόσωπο», προσπαθείτε «να μπήτε μέσα στο πετσί του», όπως λένε, ή μήπως προσπαθείτε να του δώσετε την προσωπικότητά σας;

– Όχι, πρώτα προσπαθώ να βρω αυτό που το πρόσωπο αυτό θα μπορούσε να κάνη, σαν ιδιοσυγκρασία. Κι’ ύστερα λέω: Καλά, αν εγώ ήμουν αυτή η γυναίκα, πώς θα ενεργούσα, πώς θα το έκανα αυτό. Βλέπετε λοιπόν ότι είναι ένας συγκερασμός των δύο. Δεν κρίνω όμως μόνον με βάση τον εαυτό μου, είμαι και αυτή η γυναίκα. Σκέπτομαι πάντα. Αν ήμουν αυτή η γυναίκα, πώς θα το έκανα αυτό; Δεν ξέρω αν απαντώ καλά σ’ αυτήν την ερώτηση.      

Ναι, απαντάτε πολύ καλά, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και λιγάκι αυτό που θα ευχόμουν να μου απαντήσετε. Κι’ αυτό επιβεβαιώνει ασφαλώς την εντύπωση που είχα.

– Και να λοιπόν που πολλές νύχτες δεν κοιμάται κανείς, ακριβώς επειδή έχει ερωτηματικά, επειδή σκέπτεται: Μα, θεέ μου, αν ήμουν εκείνη, θα έκανα αυτό; Και τότε αλλάζει κανείς γνώμη και… Τι τα θέλετε, μελετά κανείς πάντα. Όλες οι καταστάσεις είναι πολύ απλές και είναι ακριβώς οι καταστάσεις της πραγματικής ζωής. Μόνον… σκεπτόμαστε πως υπάρχουν τόσα όνειρα, τόσα όμορφα όνειρα κι’ ελπίδες, σαν κι’ εκείνα που υπάρχουν και στη ζωή. Και τότε, πάνω στη σκηνή, αναρωτιόμαστε χίλιες φορές… προβληματιζόμαστε. Θεέ μου, θαρρώ πως ο μεγάλος έρωτας, η αληθινή πίστη, δεν υπάρχουν στη ζωή. […]  

 

Σάκης Κουρουζίδης

Διδάκτορας Γεωφυσικής, εργάστηκε στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ενώ επί χρόνια υπήρξε διευθυντής της Διευθύνσεως Υποστήριξης Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Δρων οικολόγος, διετέλεσε διευθυντής των περιοδικών Νέα Οικολογία και Δαίμων της Οικολογίας. Ίδρυσε και διεύθυνε την Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη στην οποία έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.