Σύνδεση συνδρομητών

Απειλείται η πολιτική σταθερότητα;

Τρίτη, 05 Μαρτίου 2024 10:47
O Ανδρέας Πετρουλάκης (Η Καθημερινή, 10/1/2024) σχολιάζει την εμπλοκή του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους συντηρητικούς του κόμματός του και ιδίως με τον υπουργό του, Μάκη Βορίδη, ο οποίος πολύ νωρίς έχει δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσει το νόμο για τους γκέι γάμους. Η σύγκρουση με τη συντηρητική Δεξιά μπορεί να αποβεί απειλητική για τη σημερινή παντοκρατορία της ΝΔ. 
Ανδρέας Πετρουλάκης / Η Καθημερινή
O Ανδρέας Πετρουλάκης (Η Καθημερινή, 10/1/2024) σχολιάζει την εμπλοκή του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους συντηρητικούς του κόμματός του και ιδίως με τον υπουργό του, Μάκη Βορίδη, ο οποίος πολύ νωρίς έχει δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσει το νόμο για τους γκέι γάμους. Η σύγκρουση με τη συντηρητική Δεξιά μπορεί να αποβεί απειλητική για τη σημερινή παντοκρατορία της ΝΔ. 

Οι ευρωεκλογές, τα πολιτικά άκρα και η κυβερνησιμότητα της χώρας

Ας ξεκινήσουμε με μια μεθοδολογική προαποδοχή: ως «πολιτικά άκρα» ορίζουμε τα κομματικά μορφώματα τα οποία, κατά αυτοπροσδιορισμό ή με βάση τα κρατούντα κριτήρια της πολιτικής επιστήμης που έχω εκτενώς αναπτύξει στο έργο μου για το Κομματικό Φαινόμενο, τοποθετούνται δεξιότερα της κομματικής οντότητας που δεσπόζει στο κεντροδεξιό ημισφαίριο της πολιτικής ζωής, καθώς και αριστερότερα της κομματικής οντότητας που αναλόγως δεσπόζει στο κεντροαριστερό ημισφαίριο. Κατά τα λοιπά…

«Ένα φάντασμα πλανάται στις ημέρες μας πάνω από την Ευρώπη, κατ’ εξοχήν δε πάνω από την Ελλάδα», θα μπορούσε να πει σήμερα κάποιος, παραφράζοντας μια πασίγνωστη ρήση παλαιότερης εποχής. Πράγματι…

Στις τελευταίες εκλογές, τα δεξιότερα της ΝΔ τοποθετούμενα κόμματα, καταγράφοντας μάλιστα αισθητά ανοδική τάση –είτε με άκρως εθνικιστικό, είτε με θρησκόληπτο, είτε με εν μέρει συγκαλυπτόμενο, εν μέρει ξεκάθαρο φιλοναζιστικό πολιτικό στίγμα– συνάθροισαν ποσοστό ανώτερο του 14%. Σημειωτέον πως τα δεξιότερα της βασικής κομματικής έκφρασης της ελληνικής συντηρητικής παράταξης κινούμενα κόμματα δεν είχαν αθροιστικά αγγίζει ανάλογο εκλογικό ποσοστό ούτε κατά τις εξαιρετικά φορτισμένες ημέρες του Εμφυλίου ή των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων.

Αυτό, βέβαια, δεν δημιουργεί μείζον πρόβλημα για το κόμμα του κ. Μητσοτάκη όσο αυτό κατέχει απολύτως δεσπόζουσα θέση στο όλο κομματικό μας σύστημα. Θέση βέβαια εν πολλοίς οφειλόμενη στον πολυκατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και μορφωμάτων που κινούνται εντός του κεντροαριστερού ημισφαιρίου του κομματικού μας συστήματος, δηλαδή καλύπτουν τον μεταξύ ΝΔ και (παραδοσιακής) κομμουνιστικής Αριστεράς χώρο.

 

Η ιδιοφυία της δημοκρατίας

Ωστόσο ένα σύστημα υπερκυριάρχου –έως σχεδόν ηγεμονικού– κόμματος δεν είναι στη φύση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πράγματι…

Η «ιδιοφυία» του πολιτεύματος αυτού δεν βρίσκεται στο ότι η καθολική λαϊκή ψήφος και ο συνακόλουθος έλεγχος της εξουσίας από την πηγή της αποκλείει τα λάθη των εκάστοτε κυβερνώντων (ή, έστω, ότι αναγκαία οδηγεί σε αποφάσεις, κατά κανόνα τουλάχιστον, ορθότερες αυτών που λαμβάνονται ή λαμβάνονταν υπό καθεστώτα αυταρχικά, δηλαδή δικτατορικά ή της ιστορικής απόλυτης μοναρχίας): Η λαϊκή ψήφος –θα έλεγε κανείς η  λαϊκή λατρεία– έφερε στην εξουσία τον Χίτλερ, επίσης επανειλημμένα τον Περόν, εκδηλούμενη δε με δημοψήφισμα κατέστησε την Ελβετία την τελευταία δημοκρατία του δυτικού κόσμου που παρεχώρησε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Η «ιδιοφυία» του δημοκρατικού πολιτεύματος συνίσταται, αντίθετα, σε αυτό που είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ: Πως «το δικαίωμα στην καθολική λαϊκή ψήφο κατήργησε καθολικά το δικαίωμα στη λαϊκή εξέγερση». Με άλλα λόγια, η «ιδιοφυία» της δημοκρατίας συνίσταται στο ότι αυτή δημιουργεί ασφαλιστικές δικλίδες και βαλβίδες ασφαλείας, αποτρεπτικές των μειζόνων κοινωνικοπολιτικών τριγμών, καθότι παρέχει διεξόδους στη λαϊκή οργή, ακόμη και στον λαϊκό κορεσμό, επιτρέποντας την ήπια εναλλαγή στην εξουσία διαφορετικών φορέων. Τούτου δοθέντος…

Η επ’ άπειρον διαιώνιση ενός κομματικού συστήματος με απόλυτη κυριαρχία κάποιου κόμματος, τέτοια που δεν καθιστά προβλέψιμη στο ορατό μέλλον την εναλλαγή στην εξουσία με άλλον πολιτικό φορέα ή σχήμα, είναι «παρά φύσιν» στο δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτό το πολίτευμα λοιπόν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, χρειάζεται να παραγάγει –και πιθανότατα θα το κάνει και στη χώρα μας–  «διορθωτικούς» μηχανισμούς. Ποιοι θα μπορούσαν όμως να είναι αυτοί στη σημερινή Ελλάδα;  (Βέβαια, αν «στην πολιτική μια εβδομάδα είναι χρόνος πολύς», η ιχνηλάτηση του μέλλοντος σε μεσοπρόθεσμη βάση είναι πάντα παρακινδυνευμένη. Ωστόσο, ας μην αποφύγουμε κάποιες διαπιστώσεις. Εν πρώτοις, λοιπόν…)

Το κομματικό σύστημα είναι «σύστημα». Σύστημα δε είναι ένα σύνολο στοιχείων σε αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, που σημαίνει πως κάθε παρέμβαση σε οποιοδήποτε επιμέρους στοιχείο του δημιουργεί αναδιατάξεις του όλου.

 Αυτή τη στιγμή, όπως προείπαμε, οι πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στο αριστερό/κεντροαριστερό «ημισφαίριο» του πολιτικού μας συστήματος είναι πολυκατακερματισμένες, κάτι που διασφαλίζει την κυριαρχία της ΝΔ. Όπως όμως δείχνουν  και κάποια ιστορικά προηγούμενα, για παράδειγμα στη χώρα μας αυτό του 1961 με τη συγκρότηση της Ενώσεως Κέντρου, σε τέτοιες περιπτώσεις η σύγκλιση των εκτός εξουσίας δυνάμεων καθίσταται πιθανή. Γίνεται δε συνήθως σταδιακά. (Τότε η προσέγγιση του μικρού προσωποπαγούς κόμματος του Ηλία Τσιριμώκου με τον Γεώργιο Παπανδρέου επιτάχυνε σημαντικά τις σχετικές διεργασίες.) Μια πρώτη ώθηση, σήμερα, προς ανάλογη κατεύθυνση  θα μπορούσε να είναι η προσέγγιση με το ΠΑΣΟΚ της «ομάδας των 11», πλέον Νέας Αριστεράς.

Αυτή η προσέγγιση, αν και τα αποσχισθέντα από την κομματική μήτρα μέλη της ομάδας αυτοτοποθετήθηκαν αριστερότερα του Κασσελάκη, ίσως είναι ευκολότερη απ’ ό,τι θα ήταν η προσέγγιση του «πράσινου» κόμματος με τον όλο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και υπό τη νέα ηγεσία του, την «κασσελάκεια». Για αρκετούς λόγους: Πρώτον, επιτρέπει στην παρούσα συγκυρία στο κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη να θεωρήσει πως συγκλίνει με την ομάδα  αυτή υπό συνθήκες ηγεμονίας για το ίδιο. Δεύτερον, στους «11» δεν υπάρχουν πασοκογενή στελέχη, θεωρούμενα από το κόμμα προέλευσής τους καιροσκόποι ή γενίτσαροι. Τρίτον, δεν υπάρχουν στο νέο μόρφωμα εκφραστές της συριζαϊκής τοξικότητας και της παλαιότερης έξαλλης αντιπασοκικής ρητορικής. Τέλος, δε, τέταρτον, μια τέτοια προσέγγιση θα διευκόλυνε τον νέο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας Αλέξη Χαρίτση να μετακινήσει τους αριστερότερους συντρόφους του προς πιο πραγματιστικές και σύγχρονες θέσεις.

Αν όμως υπάρξει ένας τέτοιος κεντροαριστερός πόλος, που ίσως ενεργοποιήσει ευρύτερες συσπειρωτικές διαδικασίες του χώρου, λογικά θα επηρεαστεί και η στάση της ΝΔ προς τους εκ δεξιών ανταγωνιστές της.

Το κόμμα της φιλελεύθερης/συντηρητικής ελληνικής Δεξιάς ουσιαστικά τότε θα έχει περιθώριο για δύο στρατηγικές. Η μια θα ήταν, πολεμώντας πάντα σε υψηλούς τόνους τις αξίες και τα ιδεολογικά προτάγματα των ακροδεξιών μορφωμάτων, να αναδείξει τον κίνδυνο που συνιστά για τη συντηρητική/μετριοπαθή Ελλάδα (αλλά και για τα προβαλλόμενα ως  κυβερνητικά επιτεύγματά της) μια νέα διακυβέρνηση της Αριστεράς. Μια τέτοια στρατηγική ενδέχεται να κάνει να επαναπροσεγγίσουν τη «νεοδημοκρατική μήτρα» κάποιοι συντηρητικοί πολίτες τοποθετούμενοι σήμερα δεξιότερα της ΝΔ. Κυρίως όμως θα ήταν ψηφοφόροι του Βελόπουλου. Λιγότερο πιθανόν φαίνεται κάτι τέτοιο για τους οπαδούς του Κασιδιάρη, που έχουν διαμορφώσει μια διακριτή πλέον πολιτική «κουλτούρα» και ταυτότητα, ελάχιστα συμβατή ή/και πλήρως ασύμβατη προς αυτή ενός δημοκρατικού συστημικού κόμματος εξουσίας. Ίσως όμως και για τους ψηφοφόρους της Νίκης, που έχουν το συνεκτικό στοιχείο των (παρα)εκκλησιαστικών μηχανισμών.

Η δεύτερη δυνατή αντίδραση της σήμερα δεσπόζουσας ΝΔ σε μια ενδεχόμενη πολιτική συσπείρωση του κεντροαριστερού χώρου, η οποία δεν θα της επέτρεπε πλέον τη πολυτέλεια να χάνει τόσες ψήφους προς τα δεξιά της, θα ήταν να μιμηθεί  τη στάση πολλών άλλων ευρωπαϊκών παραδοσιακών συντηρητικών/κεντροδεξιών κομμάτων: να εντάξει στη ρητορεία της κάποιες από τις θέσεις –εθνικιστικές, ξενοφοβικές, εναντιούμενες στον λεγόμενο πολιτισμικό φιλελευθερισμό κ.ο.κ.– της άκρας ή της σκληροπυρηνικής Δεξιάς. Ή ακόμη και να τις υπερκεράσει. Αυτό σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις προς τα δεξιά διαρροές και απώλειες ψήφων. Ωστόσο πρόκειται για στρατηγική όχι ακίνδυνη, όπως δείχνει η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Με άλλα λόγια μια τέτοια στρατηγική μπορεί να κάνει τα κεντροδεξιά κόμματα που την ακολουθούν να χάσουν όχι μόνο την ψυχή τους, αλλά και τις ψήφους τους.

Δύο μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τα πολλά που θα μπορούσαν να αναφερθούν εν προκειμένω: Πρώτον, οι Ιταλοί συντηρητικοί που επιδίωξαν να κατευνάσουν τους φόβους των δεξιότερά τους τοποθετούμενων κοινωνικών στρωμάτων όχι απλώς δεν απέτρεψαν την άνοδο στην εξουσία της Μελόνι, αλλά και οι ίδιοι πλέον αποτελούν πολιτικό περιθώριο! Δεύτερον, ο ηγέτης της CSU, δηλαδή της βαυαρικής Χριστιανοδημοκρατίας, Μάρκους Σόντερ, προσπάθησε να οικειοποιηθεί το ύφος και τη ρητορεία της σκληροπυρηνικής Δεξιάς. Όχι απλώς δεν διασφάλισε οφέλη για το κόμμα του, αλλά και είδε να εκτινάσσονται στις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Βαυαρίας τα ποσοστά τόσο της ξενοφοβικής, ταυτοτικής και ρωσόφιλης Εναλλακτικής για τη Γερμανία όσο και του –αναλόγου ιδεολογικού στίγματος– τοπικού κόμματος Ελεύθεροι Εκλογείς…

 

Μπροστά στις ευρωκάλπες

Αν όμως αυτά τα προβλήματα –και αυτά τα διλήμματα– δημιουργεί στη ΝΔ η ύπαρξη στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου ενός ποσοστού άνω του 14% που ψήφισαν δεξιότερα του κόμματος αυτού, περίπου τόσοι ήταν και όσοι ψήφισαν κόμματα τοποθετούμενα αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτών όμως η δύναμη δεν είναι εύκολο να περιοριστεί, δεδομένου πως προέρχονται από ισχυρές διαιρετικές τομές που δημιούργησαν, σε διαδοχικές επιστρώσεις της ιστορίας του τόπου, ο Εμφύλιος, η δικτατορία και τα μνημόνια. Ενώ, επιπρόσθετα, υπάρχει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει σχεδόν πλήρως αποβάλει την αντισυστημική φυσιογνωμία του –δεν βρισκόμαστε πια στο 2012 ή το 2015–, γεγονός που αφήνει χώρο στα αριστερά άκρα.  

Τούτου δοθέντος…

Αν υποθέσουμε πως οι διεργασίες συσπείρωσης εντός του κεντροαριστερού ημισφαιρίου της πολιτικής ζωής της χώρας μας εξελιχθούν επαρκώς και κάνουν ώστε να υπάρξει ξανά κάποια στιγμή αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση έναντι της ηγεμονίας της ΝΔ, δηλαδή αν οδηγηθούμε εκ νέου σε κάποιο είδος δικομματισμού, θα πρόκειται για ένα δικομματισμό. Οι δύο πόλοι δύσκολα θα συναθροίζουν άνω του 70%. Αν λοιπόν η κατανομή των ψήφων μεταξύ των δύο  υποτιθέμενων μελλοντικών πόλων είναι άνιση –με τον μεγαλύτερο εκ των δύο να υπερβαίνει το 38%– τότε ίσως θα μπορεί να προκύψει κάποιο βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα για τη χώρα. Αν, αντίθετα, υπάρχει μεγαλύτερη ισοκατανομή των ψήφων, π.χ. 37%-33% ή 36%-34%, ενδέχεται να φανούν οι παρενέργειες του εκλογικού νόμου Μητσοτάκη, ο οποίος δίνει μικρότερο –σε σχέση με το προγενέστερο πλειοψηφικής κλίσεως εκλογικό σύστημα, δηλαδή με τον «νόμο Παυλόπουλου»– μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, εφόσον αυτό υπολείπεται του 40%. Οπότε και η εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων πιθανόν να μη διευκολύνεται και η συγκρότηση κυβερνητικών συνασπισμών ίσως δεν θα είναι απλή.                                   

Σε κάθε περίπτωση, με ποσοστό σχεδόν 30% των πολιτών μιας χώρας να στρέφονται προς σκληρές αντισυστημικές επιλογές, η συγκρότηση σταθερών κυβερνητικών σχημάτων δεν θα είναι πάντα εύκολη υπόθεση…

 

Θανάσης Διαμαντόπουλος

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, Ο δικαστής (2019). Τελευταία βιβλία του, Θανατική ποινή ή σωφρονιστική πολιτική; (2021), Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.