Σύνδεση συνδρομητών

Παραλειπόμενα από τη Δίκη των «Έξι»

Σάββατο, 04 Φεβρουαρίου 2023 23:54
Οι Έξι, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Στράτος, Θεοτόκης, Χατζ(η)ανέστης και Γούναρης, κριθέντες ένοχοι για την Μικρασιατική Καταστροφή μετά το στρατιωτικό κίνημα των «φυγάδων του μετώπου», οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922. Αναπαράσταση από το γαλλικό περιοδικό Le Petit Journal, τχ. 1668, 10/12/1922. Η εικονογράφηση αυτή συνόδευε το ρεπορτάζ του περιοδικού από τη δίκη και χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του βιβλίου του Θανάση Διαμαντόπουλου, Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (Πατάκη, 2022).   
Bibliothèque Nationale de France
Οι Έξι, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Στράτος, Θεοτόκης, Χατζ(η)ανέστης και Γούναρης, κριθέντες ένοχοι για την Μικρασιατική Καταστροφή μετά το στρατιωτικό κίνημα των «φυγάδων του μετώπου», οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922. Αναπαράσταση από το γαλλικό περιοδικό Le Petit Journal, τχ. 1668, 10/12/1922. Η εικονογράφηση αυτή συνόδευε το ρεπορτάζ του περιοδικού από τη δίκη και χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του βιβλίου του Θανάση Διαμαντόπουλου, Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (Πατάκη, 2022).  

Με την ευκαιρία του εθνικού αναστοχασμού και της κριτικής θεώρησης του πρόσφατου παρελθόντος της χώρας μας, την οποία προσφέρει η συμπλήρωση εκατονταετίας από το ανείπωτο δικαστικό δράμα του 1922, είχα επανειλημμένα την ευκαιρία, με αρθρογραφία, συνεντεύξεις και διαλέξεις, να εστιάσω στο εκ πρώτης όψεως αδιανόητο: πώς, εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτείας –έστω με εξουσία εγκαθιδρυμένη «επαναστατικώ δικαίω»-, οι οποίοι εξέφραζαν και τμήμα της κοινής γνώμης, έφτασαν να κατηγορήσουν τον εθνικό αρχιστράτηγο και αιρετούς πολιτικούς άνδρες, διαχειρισθέντες τις κυβερνητικές ευθύνες μέσα σε μια τρομακτική συγκυρία, ότι «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι  του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου»; Με αποτέλεσμα οι εκλεκτοί της λαϊκή ψήφου να τελειώσουν τις ημέρες τους από χέρια ελληνικά. Ως «προδότες» της πατρίδας… (Όπως και ο ιδιόρρυθμος ασφαλώς, ακραία πειθαρχιομανής και τυπολάτρης στρατηγός, την εμπιστοσύνη ωστόσο προς το πρόσωπο και τη στρατιωτική επάρκεια του οποίου είχαν έμπρακτα διακηρύξει τόσο οι βενιζελικές όσο και οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ την απαράμιλλη γενναιότητά του επρόκειτο αργότερα να αποδεχτεί και να εκθειάσει ο κατεξοχήν διώκτης του, Θεόδωρος Πάγκαλος…).

Σε όλες τις εν λόγω παρεμβάσεις, επιχείρησα να ερμηνεύσω αυτό το εκ πρώτης όψεως αδιανόητο ως αποτέλεσμα του απίστευτα διχαστικού κλίματος, που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο 1915-1922. Και ως συνέπεια των ακραία διωκτικών και τρομοκρατικών μεθόδων, τις οποίες η κάθε παράταξη κατά την περίοδο 1916-1922 –πρωτίστως η βενιζελική  κατά την τριετία 1917-1920– επεφύλαξε κατά των αντιπάλων της. Κυρίως  όμως ως αποτέλεσμα κάποιων ενεργειών των δύο «παραταξιαρχών», Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, τις οποίες η άλλη πλευρά εύλογα(!) ερμήνευσε ως προδοτικές: προσφορά από τον Βενιζέλο το 1915 Καβάλας - Δράμας στους Βουλγάρους· διαβεβαίωση Κωνσταντίνου προς τον Κάιζερ πως ενδεχόμενη επίθεση κατά της Σερβίας από τους Βούλγαρους –συμμάχους πλέον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών– δεν θα προκαλούσε τη, βάσει διεθνούς συμβάσεως οφειλόμενη, αντίδραση της χώρας μας· παράδοση από κωνσταντινική κυβέρνηση το 1916 του οχυρού Ρούπελ, η οποία σήμαινε κατάληψη ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας και θανάτους χιλιάδων ελλήνων κατοίκων της από στερήσεις· επιδοκιμασία –αλλά, όπως μεταγενέστερα αποδείχτηκε από ντοκουμέντα– και παρότρυνση του Βενιζέλου προς τις δυνάμεις της Αντάντ για ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά (που σήμανε σιτοδεία και αναρίθμητους θανάτους εκ πείνας στο κράτος των Αθηνών)· επαφές από την Ελβετία του Κωνσταντίνου με τον Γουλιέλμο το 1917 προκειμένου, με τη στήριξη του γερμανού εστεμμένου, ο έλληνας μονάρχης να επανέλθει στο θρόνο του κ.ο.κ,

Κατά δεύτερον, εμφάνισα αυτή την απίστευτη κατηγορία, περί συνειδητής και εκ προθέσεως παράδοσης στον εχθρό εθνικών εδαφών, ως αποτέλεσμα της ειδικής συγκυρίας του 1922, η οποία κατά κάποιο τρόπο «επέβαλλε» την αιματοχυσία. Αφενός μεν για έναν λόγο ομολογήσιμο: την καταλλαγή της κοινής γνώμης, πρωτίστως της προσφυγικής, ώστε η χώρα να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην ανασυγκρότησή της (και τη στρατιωτική…). Αφετέρου δε για λόγους ανομολόγητους: η «Επανάσταση» είχε επιτρέψει σε εν ενεργεία ένστολους να πολιτεύονται και η ικανοποίηση των προσφύγων –εκλογικής «λείας» μη ενταγμένης ακόμη σε παραδοσιακά πελατειακά συστήματα– ήταν απαραίτητη για απόσπαση της ψήφου τους. (Σημειωτέον, αυτό λειτούργησε: οι μισοί ακριβώς στρατοδίκες του 1922 εξελέγησαν βουλευτές τον Δεκέμβριο του 1923, κυρίως χάρη στην προσφυγική ψήφο). Παράλληλα, η διαπόμπευση ως προδοτών των αντιβενιζελικών πολιτικών αποτελούσε δικαιολογητική βάση και για τα προνόμια –«δεκάμηνο» πλασματικής αρχαιότητας– και για τις προηγηθείσες μαζικές παράνομες προαγωγές πολλών βενιζελικών αξιωματικών. (Αυτά δε, επιπλέον της προσωπικής εχθρότητας δύο βασικών παραγόντων της «δικαστικής σφαγής» του 1922, του Πάγκαλου και του Παπούλα, κατά κάποιων εκ των θυμάτων της ενδικοφανούς τραγωδίας).      

Παράλληλα, δε, στις παρεμβάσεις μου αυτές, ανέδειξα επίσης το νομικώς έωλο όλων σχεδόν των ειδικότερων βάσεων του κατηγορητηρίου (ή πάντως την απροσφορότητά τους να θεμελιώσουν εσχάτη προδοσία).

 

Το παρασκήνιο της μεγάλης δίκης

Λιγότερο ερμηνευτικό το κείμενο που ακολουθεί, θα εστιάσει στο παρασκήνιο της μεγάλης δίκης, στις λεπτομέρειές της, πρωτίστως δε σε πολλές –λογικές και πολιτικές μάλλον, παρά νομικές– αντιφάσεις της, που αναδείχτηκαν κατά τη διεξαγωγή της και μεταγενέστερα. Ειδικότερα:

1. Το βασικότερο σημείο του κατηγορητηρίου, προς τεκμηρίωση «συνειδητής πρόθεσης» των κατηγορούμενων να προδώσουν τα συμφέροντα της πατρίδας τους ήταν η προκήρυξη δημοψηφίσματος από την, πρώτη «μετανοεμβριανή», κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη για επαναφορά στο θρόνο του του Κωνσταντίνου, ιδίως δε η μη ματαίωσή του παρά την προειδοποίηση των νικητριών δυνάμεων ότι θα θεωρούσαν την επανενθρόνιση του γερμανόφιλου μονάρχη ως εχθρική πράξη… Σε ουδέν σημείο του κατηγορητηρίου –που συνέταξε, με τη βοήθεια του Γεωργίου Παπανδρέου, η τριμελής ανακριτική επιτροπή Πάγκαλου - Καλογερά - Λούφα– γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός πως ουδείς άλλος εκ των κατηγορουμένων, πλην του Γούναρη, ήταν μέλος της κυβέρνησης αυτής, που και το δημοψήφισμα προκήρυξε, αλλά και απέρριψε την αξίωση των Δυνάμεων για ματαίωσή του! Μάλιστα, μόνο κατά τη διεξαγωγή της δίκης ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Α. Ρωμανός[1] αποκάλυψε πως κατά την ανάκριση ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καλογεράς είχε διατυπώσει τη θεωρία της αναδρομικής ευθύνης: αφού οι άλλοι επτά ανέλαβαν υπουργεία σε μεταγενέστερες αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ήταν αναδρομικώς υπεύθυνοι για τις πράξεις ή παραλείψεις της πρώτης εξ αυτών!

2. Άλλο σημείο της κατηγορίας ήταν η μη αξιοποίηση στις διπλωματικές διεργασίες του ανταντόφιλου πρωθυπουργού –του μόνου ίσως ακραιφνώς ανταντόφιλου της αντιβενιζελικής παράταξης– Δημητρίου Ράλλη. Αγνοώντας τον παραλογισμό της σκέψης πως –με διακυβευόμενα τεράστια συμφέροντα, κυρίως της Γαλλίας, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνονταν οι μετά τον Κλεμανσώ κυβερνήσεις του Μιλλεράν και, στη συνέχεια, του Μπριάν (αργότερα δε και του Πουανκαρέ)– το πρόσωπο του διαπραγματευτή θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, εδώ η αντίφαση υπήρξε περισσότερο από κραυγαλέα: για το δημοψήφισμα του 1920 –και τη μη ματαίωσή του– κατηγορούνταν ως προδότες, όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και οι μη υπουργοί του Ράλλη. Ταυτόχρονα, όμως, κατηγορούνταν και για τη μη διπλωματική «αξιοποίηση» του «αρχιπροδότη», που ως πρωθυπουργός ήταν κατεξοχήν υπεύθυνος για τις σχετικές αποφάσεις!

3, Σε ένα στρατοδικείο εν πολλοίς συγκροτούμενο από προσωπικούς εχθρούς των κατηγορουμένων, επί της έδρας βρισκόταν ένας μόνον προερχόμενος εκ της τακτικής δικαιοσύνης: ο –εκ των ασκούντων καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου– αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης (τον οποίον αργότερα ο Βενιζέλος επέλεξε για εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκαλώντας αναθέρμανση του Διχασμού, σε περίοδο που ο κρητικός ηγέτης –υποτίθεται πως– προσπαθούσε ακόμη να λειτουργήσει κατευναστικά). Εύλογα θα ανέμενε λοιπόν κανείς πως ο δικαστής Γεωργιάδης θα εξέφραζε τη μετριοπάθεια. Υπήρξε, ωστόσο, αυτός που πρόβαλε την έννοια του «αντικειμενικού δόλου» των κατηγορουμένων!

4. Περίπου οι μισοί στρατοδίκες και οι βασικότεροι ένστολοι μάρτυρες κατηγορίας (κυρίως Παπούλας και Κοιμήσης (ο τελευταίος είπε στην κατάθεσή του ότι «ηδύναντο να ανεχθούν και εις το Ταίναρον να φτάση η Ελλάς, ήρκει να αναγνωρισθή ο τότε βασιλεύς…») ήταν «μεταμελημένοι» κωνσταντινικοί. Με άλλα λόγια, «έμφοβοι» και έτοιμοι να πλειοδοτήσουν σε διωκτική μανία κατά των πρώην ομοϊδεατών τους, προκειμένου να πείσουν τους νέους κρατούντες για την ειλικρίνεια της «μετάγνωσής» τους…

5. Ενώ τα κατηγορητήρια εκ της φύσεώς τους αναφέρονται σε ποινικά αξιόλογες πράξεις των διωκομένων (και συνήθως αποφεύγουν χαρακτηρισμούς), το συγκεκριμένο χαρακτήριζε τους υπόδικους «μορμολύκεια» (!), ενώ αναφερόταν και εις την «εγκληματικήν πώρωσιν των κατηγορουμένων».

6. Ο πρώην αρχιστράτηγος Παπούλας –στην κατάθεση του οποίου εν πολλοίς βασίστηκε η καταδίκη του Χατζ(η)ανέστη– ήταν αυτός που τον είχε προτείνει για διάδοχό του στην αρχιστρατηγία! Σημειωτέον δε πως οι δυο τους αντιπροσώπευαν διαμετρικά αντίθετες φιλοσοφίες διοίκησης: επί του επιεικούς Παπούλα υπότροποι λιποτάκτες, συλλαμβανόμενοι, αφήνονταν ελεύθεροι χωρίς οποιαδήποτε συνέπεια. Ο Χατζ(η)ανέστης τιμώρησε με 50ήμερη αυστηρή φυλάκιση ταγματάρχη επειδή οι υπό τις διαταγές του εύζωνοι δεν ήταν κοντοκουρεμένοι.

7. Η μόνη ρωγμή που παρουσιάστηκε στις σχέσεις μεταξύ των υποδίκων –ο Στράτος υπερασπίστηκε τον ασθενή Γούναρη, ακόμη και για πράξεις του τις οποίες είχε έντονα αντιπολιτευθεί, πριν αναλάβει και ο ίδιος, την άνοιξη του 1922, κυβερνητικά καθήκοντα– εμφανίστηκε όταν ο στρατηγός Στρατηγός είπε πως, ως υπουργός, δεν ενημερώθηκε για την επιλογή του Χατζ(η)ανέστη. Και πως (θα) ήταν  αντίθετος «λόγω της αυστηράς και μονοκόμματου μεθόδου [του] του διοικείν». Επαναλαμβάνω, αυτή ήταν η μόνη ρωγμή. (Αντίθετα στην αποκληθείσα «δίκη των πρωθυπουργών» που έγινε, υποτίθεται, για το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935, στην πραγματικότητα ωστόσο συνιστούσε εκκαθάριση λογαριασμών για τη Δίκη του 1922, ο δικαζόμενος στρατηγός Γονατάς προσπάθησε να επιρρίψει όλες τις ευθύνες για τις τότε εκτελέσεις στις πλάτες του φυγοδικούντος Πλαστήρα.)

8. Ενώ το δικαστήριο απαγόρευσε στους κατηγορούμενους, προς υπεράσπισή τους, την κατάθεση κάθε διπλωματικού εγγράφου «ίνα μη έλθωσιν εις φως απόρρητα του κράτους», ο πρόεδρος Οθωναίος, προ των απολογιών τους, έκανε έκκληση στον πατριωτισμό τους –προσοχή: στον πατριωτισμό των «προδοτών»!– να μην αναφερθούν κατά την απολογία τους σε τέτοια έγγραφα με απόρρητα του κράτους, καθώς και σε «λεπτά» γεγονότα (ειδικά δυνάμενα να ενοχλήσουν την Αγγλία)!

9. Ο σκληρότερος ίσως διώκτης των «προδοτών» κατηγορούμενων του 1922, ο βασικότερος –ασφαλώς μαζί με τον Πάγκαλο– υπαίτιος για τη φοβερή μοίρα τους, ήταν ο ναύαρχος Χατζηκυριάκος: το 1933, μετακινηθείς πολιτικά, ήταν υπουργός κυβέρνησης που εντοίχισε στις φυλακές Αβέρωφ πλάκα, στην οποία χαρακτηρίζονταν οι δικαστές των «Έξι» «άνομοι», ενώ για τα θύματα ανέφερε πως αφιέρωσαν «όλην την τετιμημένην ζωήν αυτών και δράσιν υπέρ του έθνους».  

10. Στις 31 Μαρτίου 1932, μιλώντας στη Βουλή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος 10 χρόνια νωρίτερα ελάχιστα έκανε για να σώσει τους πολιτικούς αντιπάλους του από τους δημίους τους (υπάρχει φοβερή σχετική αφήγηση του Ρέπουλη), είπε για τον τελευταίο πρωθυπουργό των κωνσταντινικών κυβερνήσεων: «Ο αδικώτερον τυφεκισθείς είναι ο Πρωτοπαπαδάκης. [Απέφυγε] να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου… Σπανίως προσεφέρθη τόση μεγάλη υπηρεσία εις μίαν χώραν…».  

11. Λίγο μετά τις εκλογές του 1946, συγκροτήθηκε κυβέρνηση του Ντίνου Τσαλδάρη με συγκυβερνών κόμμα υπό τον –πρωθυπουργό των εκτελέσεων των Έξι– Στυλιανό Γονατά. Στην κυβέρνηση αυτή –είχε τόσο πολύ, πλέον, το κομμουνιστικό κίνημα του 1944 αναδιατάξει τις πολιτικές σχέσεις και συμμαχίες– μετείχαν και παιδιά κάποιων εκ των Έξι, συγκεκριμένα μάλιστα οι γιοι του Γεωργίου Μπαλτατζή και του Νικολάου Θεοτόκη! Και όπως έλεγε ο μακαρίτης πατέρας μου, στη ρητορική ερώτηση «γιατί τον μισείς τόσο, τον πατέρα σού σκότωσε;», εν προκειμένω η κατά κυριολεξία απάντηση θα ήταν: «Ναι! Και μάλιστα ως προδότη»!

12. Ίσως το πλέον παράδοξο όλων: Αρκετοί από όσους επισκέφτηκαν τους έξι θανατοποινίτες, λίγο πριν από την εκτέλεσή του, προσπάθησαν –με μεγαλύτερη ενάργεια όλων ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου– να περιγράψουν και να απαθανατίσουν τις τελευταίες στιγμές τους. Αυτοί που δεν έγραψαν ποτέ μια λέξη γι’ αυτές, δεν έδωσαν μια συνέντευξη, δεν έκαναν πουθενά μια σχετική αναφορά, υπήρξαν οι δύο δικασθέντες μαζί τους που δεν εκτελέστηκαν. Ο Μιχαήλ Γούδας και ο Ξενοφών Στρατηγός!  

[1] Καμία σχέση με τον τότε πρέσβη μας στο Παρίσι Άθω Ρωμάνο, την ποινική δίωξη του οποίου, επειδή εναντιώθηκε στις εκτελέσεις, αξίωσε ο εκ των στρατοδικών, μετέπειτα  υπουργός του Βενιζέλου εμπλακείς σε σκάνδαλο, λοχαγός Βύρων Καραπαναγιώτης.

Θανάσης Διαμαντόπουλος

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, Ο δικαστής (2019). Τελευταία βιβλία του, Θανατική ποινή ή σωφρονιστική πολιτική; (2021), Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.