Κυρίως, επειδή δεν έχω τη αναγκαία θεωρητική σκευή να αναμετρηθώ με το πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο του Αριστηνού. Γιατί, πρέπει να πω, πως ο Αριστηνός, είναι ένα συγγραφέας στο έργο του οποίου υπάρχει επιγραφή αντίστοιχη με εκείνη της Ακαδημίας του Πλάτωνα που απαγορεύει την είσοδο στους «αγεωμέτρητους». Χρειάζεται να έχει κολυμπήσει κανείς στα βαθιά νερά των Σωσύρ, Γιάκομπσον, Έκο, Στάινερ, Μπλουμ, στα βαθιά νερά της διακειμενικότητας για να το πω με έναν όρο ας πούμε πιο δόκιμο, για να μην πνιγεί στα θεόρατα κύματα των θαλασσών που σχηματίζουν τα δοκίμια και η πεζογραφία του.
Έχω όμως όλη την άνεση και την ελευθερία να γράψω για τον ίδιο τον Γιώργο Αριστηνό, εντέλει προσεγγίζοντάς τον με τον τρόπο του Ηρακλείτου: χωρίς να κρύβω, χωρίς να φανερώνω· δείχνοντας.
Και ξεκινάω από μία, την πιο άχρηστη, πληροφορία: ο Γιώργος Αριστηνός έχει χαρτογραφήσει εδώ και χρόνια μέσα στο κεφάλι του όλα τα σημεία της Αθήνας στα οποία υπάρχουν καθρέφτες. Όλα. Φαίνεται παράξενο κάτι τέτοιο για το συγγραφέα του Flash στη νύχτα ή του Δολοφόνου; Δεν νομίζω. Οι ήρωες του Αριστηνού δεν απορρέουν απλώς από τον ίδιο, πράγμα που θα ήταν εξαιρετικά συνηθισμένο και κοινότοπο, αλλά, κατά μία έννοια, τον επινοούν και συνεπώς, τον δεσμεύουν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν ο Αριστηνός να μη γνωρίζει όλα τα σημεία της Αθήνας όπου υπάρχουν καθρέπτες στους οποίους, κοιτάζοντας, δεν παρατηρεί μόνο τη μορφή του αλλά, κυρίως, την έκφρασή του, την εικόνα του που πρέπει να ταιριάζει με εκείνη των ηρώων του; Δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι διαφορετικά για τον άνθρωπο που αναλύει με αληθινό πάθος τη διαφορά ανάμεσα στον σνομπ και στον μπλαζέ, με την τελευταία ιδιότητα να την κρατά για τον εαυτό του.
Η άλλη πληροφορία, είναι πως το έργο του Αριστηνού ξεκινά με τη μελέτη του πάνω στο έργο του Γιώργου Χειμωνά, πληροφορία που συναντά κανείς στα περισσότερα βιβλιογραφικά σημειώματα για τον γεννημένο στην Κοζάνη, θρεμμένο στον Πειραιά και στην Ιωνίδειο Σχολή και αθεράπευτα ερωτευμένο με το Παγκράτι στο οποίο ζει και βασιλεύει εδώ και πολλά χρόνια. Πόσος Χειμωνάς υπάρχει, άραγε, μέσα στον Αριστηνό; Όσο καλαμπόκι θα μπορούσε να υπάρχει στο στομάχι –ή μάλλον, στο συκώτι, αν είναι δυνατόν– ενός κόκορα. Κι όπως ο Χειμωνάς, ο Αριστηνός παραμένει σθεναρά μοντερνιστής, λάτρης του Κλωντ Σιμόν, του Μπόρχες, του Μπέκετ και του Τζόυς και, ταυτόχρονα, του Θανάση Βαλτινού και του Γιώργου Μανιάτη. Κι ενώ επαναλαμβάνει, ακόμη και τις Τετάρτες στον «Καπετάν – Μιχάλη» της οδού Φειδίου, από μνήμης, ολόκληρα αποσπάσματα από την Επιστολή του λόρδου Τσάντος του Ούγκο φον Χόφμανσταλ ή από τα έργα του Μπέκετ, την ίδια στιγμή υποκύπτει στη γοητεία του Μισέλ Ουελμπέκ, ενός συγγραφέα που σαφώς υπηρετεί την καθαρόαιμα αφηγηματική λογοτεχνία. Δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αν δεν ήθελε να ψευτίζει απέναντι στον εαυτό του και στους ήρωες που έχει δημιουργήσει, ήταν αναγκασμένος να αναγνωρίσει τις εκλεκτικές συγγένειές του με τον Ουελμπέκ, συγγένειες περισσότερο ιδιοσυγκρασιακές παρά ύφους, και να τον τοποθετήσει κι εκείνον στο εικονοστάσι των προσωπικών του ηρώων.
Ο Αριστηνός, επίσης, υπήρξε δάσκαλος. Για πολλά χρόνια. Όπως όμως και άλλοι δάσκαλοι που πέρασαν από το «σχολείο» που δίδαξε, το φροντιστήριο δηλαδή του Ανδρέα Μπελεζίνη (σημείο αναφοράς για τα εκπαιδευτικά πράγματα της πρωτεύουσας, σε βαθμό που η ύπαρξή του και μόνο αποδεικνύει πόσο ατυχής είναι ο όρος «παραπαιδεία»), όταν αναφέρεται σε τέτοιους, αληθινούς ναούς της εκπαίδευσης ομολογεί έμαθε περισσότερα από όσα ο ίδιος δίδαξε. Οι μαθητές του τον αγάπησαν. Και ο ίδιος, πίσω από την προσεκτικά δομημένη μισανθρωπία του –να άλλο ένα κοινό στοιχείο του με τον Ουελμπέκ–, αγάπησε με πάθος τη διδασκαλία και τους μαθητές του, διατηρώντας με πολλούς σχέσεις ώς σήμερα, με τους περισσότερους δε, καταξιωμένους πια, να αναγνωρίζουν με θάρρος τις οφειλές που έχουν στον παλιό τους δάσκαλο.
Εκείνος που θα προσεγγίσει την πεζογραφία του Αριστηνού θα διαπιστώσει γρήγορα ότι απουσιάζουν σχεδόν τελείως από αυτήν οι λεγόμενες «οικογενειακές ιστορίες». Δεν θα βρούμε τον πατέρα ή τη μητέρα του να παρελαύνουν μεταξύ των λογοτεχνικών του ηρώων. Ο Αριστηνός λατρεύει τη μάνα του και θαυμάζει απερίγραπτα τον πατέρα του, τον οποίο και θεωρεί –δικαιολογημένα ή όχι, δεν έχει σημασία– καλύτερο φιλόλογο από τον ίδιο. Είναι αυτή η στοργή ανάμεικτη με ένα είδος συστολής που δεν θα περίμενε κανείς από τον Αριστηνό, συστολής η οποία δεν του επιτρέπει να βάλει τους γονείς του μέσα στη λογοτεχνία του, ένα έργο γεμάτο σωματικά υγρά, ποθητά ή σιχαμερά, γεμάτο θανατοφιλία και ερωτικό παροξυσμό διανθισμένο με μπόλικο κυνισμό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ακόμη και οι απόψεις του περί πολιτικής και ιστορίας ελάχιστα παρεκκλίνουν από εκείνες του πατέρα του, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος οπαδός του βενιζελισμού.
Ο Αριστηνός λατρεύει τον Σολωμό, τα Ιδιόμελα της Νεκρώσιμης Ακολουθίας του Δαμασκηνού, τον Παπαδιαμάντη, τη Φόνισσα του οποίου μετέγραψε στη νέα ελληνική εξοργίζοντας πολλούς στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, δίνοντας μια Εισαγωγή στο έργο, σπάνιου βάθους και απαράμιλλου στυλ. Δεν φοβάται να βλέπει πολλές πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση, περιπλανιέται σαν αιώνιος φλανέρ στους δρόμους της Αθήνας που γι’ αυτόν είναι μόνο το Παγκράτι και το κέντρο, τρέχει καθημερινά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, συναντά τους φίλους του, μιλάει δυνατά και κάνει χειρονομίες όταν παθιάζεται και –υποθέτω– συνομιλεί καθημερινά με δυο επινοημένες περσόνες, με τον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες και τον δικό του Ρίτσι Μπλάκμουρ, χωρίς να μας αποκαλύπτει τι του λένε και –κυρίως– τι τους λέει.
Στο αφιέρωμα δημοσιεύονται ακόμα μια μεγάλη κριτική του Χρήστου Λάζου για το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα (στην έντυπη έκδοση, τις επόμενες ημέρες και στην ηλεκτρονική) και η κριτική αποτίμηση του Βρασίδα Καραλή: https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/5047-mia-dysplasia-tis-mythoplastikis-fantasias-syntomi-pragmateia-gia-to-ergo-tou-giorgou-aristinoy