Σύνδεση συνδρομητών

«Εκείνοι που μαθαίνουν πραγματικά να βλέπουν, πλησιάζουν αυτό που είναι αόρατο».

Τετάρτη, 23 Απριλίου 2025 01:36
Ο Πάπας Φραγκίσκος στο Εκουαδόρ, το 2015.
La Cancillería de Ecuador
Ο Πάπας Φραγκίσκος στο Εκουαδόρ, το 2015.

Επιστολή του Πάπα Φραγκίσκου για το ρόλο της λογοτεχνίας στη διαπαιδαγώγηση

1. Είχα αρχικά επιλέξει να δώσω στην παρούσα επιστολή έναν τίτλο που να αναφέρεται στην ιερατική εκπαίδευση. Μετά από περαιτέρω σκέψη, ωστόσο, το θέμα αυτό αφορά επίσης τη μόρφωση όλων όσοι ασχολούνται με το ποιμαντικό έργο, και μάλιστα όλων των χριστιανών. Αυτό που θα ήθελα να εξετάσω εδώ είναι η αξία της ανάγνωσης μυθιστορημάτων και ποιημάτων ως μέρος της πορείας προς την προσωπική ωριμότητα.

2. Συχνά σε περιόδους πλήξης στις διακοπές, στη ζέστη και την ησυχία κάποιας ερημικής γειτονιάς, η εύρεση ενός καλού βιβλίου για ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει μια όαση που μας κρατά μακριά από άλλες επιλογές που είναι λιγότερο υγιεινές. Ομοίως, σε στιγμές κούρασης, θυμού, απογοήτευσης ή αποτυχίας, όταν η προσευχή από μόνη της δεν μας βοηθά να βρούμε εσωτερική γαλήνη, ένα καλό βιβλίο μπορεί να μας βοηθήσει να αντέξουμε την καταιγίδα μέχρι να βρούμε την ψυχική γαλήνη. Ο χρόνος που περνάμε διαβάζοντας μπορεί κάλλιστα να ανοίξει νέους εσωτερικούς χώρους που θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε να παγιδευτούμε από μερικές εμμονικές σκέψεις που μπορεί να σταθούν εμπόδιο στην προσωπική μας ανάπτυξη. Πράγματι, πριν από τη σημερινή αδιάκοπη έκθεσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα κινητά τηλέφωνα και σε άλλες συσκευές, το διάβασμα ήταν μια συνηθισμένη εμπειρία, και όσοι το πέρασαν ξέρουν τι εννοώ. Δεν είναι κάτι εντελώς ξεπερασμένο.

3. Σε αντίθεση με τα οπτικοακουστικά μέσα, όπου το προϊόν είναι πιο αυτοτελές και ο χρόνος που διατίθεται για τον «εμπλουτισμό» της αφήγησης ή τη διερεύνηση της σημασίας της είναι συνήθως αρκετά περιορισμένος, ένα βιβλίο απαιτεί μεγαλύτερη προσωπική εμπλοκή εκ μέρους του αναγνώστη του. Οι αναγνώστες ξαναγράφουν κατά κάποιον τρόπο ένα κείμενο, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του μέσω της φαντασίας τους, δημιουργώντας έναν ολόκληρο κόσμο, βάζοντας στο παιχνίδι τις δεξιότητές τους, τη μνήμη τους, τα όνειρά τους και την προσωπική τους ιστορία, με όλο το δράμα και τους συμβολισμούς της. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό που προκύπτει είναι ένα κείμενο αρκετά διαφορετικό από αυτό που ο συγγραφέας σκόπευε να γράψει. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι έτσι ένα ζωντανό και πάντα γόνιμο κείμενο, πάντα ικανό να μιλάει με διαφορετικούς τρόπους και να παράγει μια πρωτότυπη σύνθεση από την πλευρά του κάθε αναγνώστη του. Κατά την ανάγνωσή μας, εμπλουτιζόμαστε από αυτό που λαμβάνουμε από τον συγγραφέα και αυτό μας επιτρέπει με τη σειρά του να αναπτυχθούμε εσωτερικά, έτσι ώστε κάθε νέο έργο που διαβάζουμε να ανανεώνει και να διευρύνει την κοσμοθεωρία μας.

4. Για τον λόγο αυτό, εκτιμώ πολύ το γεγονός ότι τουλάχιστον ορισμένα σεμινάρια έχουν αντιδράσει στην εμμονή με τις «οθόνες» και τις τοξικές, επιφανειακές και βίαιες ψευδείς ειδήσεις, αφιερώνοντας χρόνο και προσοχή στη λογοτεχνία. Το έχουν κάνει αυτό, διαθέτοντας χρόνο για ήρεμη ανάγνωση και για συζήτηση βιβλίων, νέων και παλαιών, που συνεχίζουν να έχουν πολλά να μας πουν. Δυστυχώς, ωστόσο, η επαρκής θεμελίωση στη λογοτεχνία δεν αποτελεί γενικά μέρος των προγραμμάτων εκπαίδευσης για τη χειροτονία. Η λογοτεχνία θεωρείται συχνά απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας, μια «δευτερεύουσα τέχνη» που δεν χρειάζεται να ανήκει στην εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων και στην προετοιμασία τους για την ποιμαντική διακονία. Με λίγες εξαιρέσεις, η λογοτεχνία θεωρείται μη απαραίτητη. Θεωρώ σημαντικό να επιμείνω ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι ανθυγιεινή. Μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή διανοητική και πνευματική εξαθλίωση των μελλοντικών ιερέων, οι οποίοι θα στερηθούν την προνομιακή αυτή πρόσβαση που η λογοτεχνία παρέχει στην καρδιά του ανθρώπινου πολιτισμού και, πιο συγκεκριμένα, στην καρδιά κάθε ατόμου.

5. Με την παρούσα Επιστολή, θα ήθελα να προτείνω μια ριζική αλλαγή πορείας. Εν προκειμένω, θα συμφωνήσω με την παρατήρηση ενός θεολόγου ότι, «η λογοτεχνία [...] πηγάζει από τον πιο μη αναγώγιμο πυρήνα του ανθρώπου, αυτό το μυστηριώδες επίπεδο [της ύπαρξής του]... Η λογοτεχνία είναι ζωή, συνειδητή του εαυτού της, που φτάνει στην πλήρη αυτοέκφρασή της μέσω της χρήσης όλων των εννοιολογικών πόρων της γλώσσας».[1]

6. Η λογοτεχνία έχει λοιπόν να κάνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τις βαθύτερες επιθυμίες μας σε αυτή τη ζωή, γιατί σε ένα βαθύ επίπεδο η λογοτεχνία εμπλέκει τη συγκεκριμένη ύπαρξή μας, με τις έμφυτες εντάσεις, τις επιθυμίες και τις ουσιαστικές εμπειρίες της.

7. Ως νέος δάσκαλος, το ανακάλυψα αυτό με τους μαθητές μου. Μεταξύ 1964 και 1965, σε ηλικία 28 ετών, δίδαξα λογοτεχνία σε ένα σχολείο Ιησουιτών στη Σάντα Φε. Δίδασκα τα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου και έπρεπε να διασφαλίσω ότι οι μαθητές μου μελετούσαν τον El Cid. Οι μαθητές δεν ήταν ευχαριστημένοι – συνήθιζαν να ρωτούν αν μπορούσαν να διαβάσουν αντί γι’ αυτό τον Γκαρθία Λόρκα. Έτσι αποφάσισα να διαβάζουν τον El Cid στο σπίτι και κατά τη διάρκεια των μαθημάτων να συζητώ για τους συγγραφείς που άρεσαν περισσότερο στους μαθητές. Φυσικά, ήθελαν να διαβάσουν σύγχρονα λογοτεχνικά έργα. Ωστόσο, καθώς διάβαζαν εκείνα τα έργα που τους ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή, ανέπτυξαν μια γενικότερη προτίμηση για τη λογοτεχνία και την ποίηση και έτσι προχώρησαν σε άλλους συγγραφείς. Στο τέλος, οι καρδιές μας αναζητούν πάντα κάτι μεγαλύτερο και τα άτομα θα βρουν τον δικό τους δρόμο στη λογοτεχνία[2]. Εγώ, από την πλευρά μου, αγαπώ τους τραγικούς, επειδή όλοι μπορούμε να αγκαλιάσουμε τα έργα τους ως δικά μας, ως εκφράσεις του δικού μας προσωπικού δράματος. Κλαίγοντας για τη μοίρα των χαρακτήρων τους, ουσιαστικά κλαίμε για τον εαυτό μας, για το δικό μας κενό, τις ελλείψεις και τη μοναξιά μας. Φυσικά, δεν σας ζητώ να διαβάσετε τα ίδια πράγματα που διάβασα εγώ. Ο καθένας θα βρει βιβλία που μιλούν στη δική του ζωή και γίνονται αυθεντικοί συνοδοιπόροι στο ταξίδι του. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιπαραγωγικό από το να διαβάζετε κάτι από αίσθηση καθήκοντος, να καταβάλλετε σημαντική προσπάθεια απλώς και μόνο επειδή άλλοι είπαν ότι είναι απαραίτητο. Αντίθετα, ενώ είμαστε πάντα ανοιχτοί στην καθοδήγηση, θα πρέπει να επιλέγουμε την ανάγνωσή μας με ανοιχτό μυαλό, με προθυμία να εκπλαγούμε, με κάποια ευελιξία και ετοιμότητα για μάθηση, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε αυτό που χρειαζόμαστε σε κάθε σημείο της ζωής μας.

 

Πίστη και πολιτισμός

8. Η λογοτεχνία αποδεικνύεται επίσης απαραίτητη για τους πιστούς που επιδιώκουν ειλικρινά να έρθουν σε διάλογο με τον πολιτισμό της εποχής τους ή απλώς με τη ζωή και τις εμπειρίες άλλων ανθρώπων. Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού παρατήρησε με βάσιμα επιχειρήματα ότι «η λογοτεχνία και η τέχνη [...] προσπαθούν να διεισδύσουν στη φύση μας» και να «ρίξουν φως στον πόνο και τη χαρά μας, στις ανάγκες και τις δυνατότητές μας»[3]. Πράγματι, η λογοτεχνία παίρνει αφορμή από την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής, τα πάθη και τα γεγονότα της, τις «πράξεις, την εργασία, τον έρωτα, τον θάνατο και όλα τα φτωχά πράγματα που γεμίζουν τη ζωή»[4].

9. Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τον πυρήνα των πολιτισμών, αρχαίων και νέων, αν δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τα σύμβολα, τα μηνύματα, τις καλλιτεχνικές τους εκφράσεις και τις ιστορίες με τις οποίες έχουν αποτυπώσει και αναδείξει τα πιο υψηλά ιδανικά και τις προσδοκίες τους, καθώς και τα βαθύτερα βάσανα, τους φόβους και τα πάθη τους; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε στις καρδιές των ανδρών και των γυναικών αν αγνοούμε, παραμερίζουμε ή δεν εκτιμούμε τις «ιστορίες» με τις οποίες προσπάθησαν να εκφράσουν και να αποκαλύψουν το δράμα της βιωμένης εμπειρίας τους σε μυθιστορήματα και ποιήματα;

10. Η Εκκλησία, κατά την ιεραποστολική της εμπειρία, έμαθε πώς να επιδεικνύει όλη την ομορφιά, τη φρεσκάδα και την καινοτομία της στη συνάντησή της –συχνά μέσω της λογοτεχνίας– με τους διαφορετικούς πολιτισμούς στους οποίους ρίζωσε η πίστη της, χωρίς να διστάζει να εμπλακεί και να αντλήσει από το καλύτερο που βρήκε σε κάθε πολιτισμό. Αυτή η προσέγγιση την έχει απαλλάξει από τον πειρασμό μιας αδιέξοδης, φονταμενταλιστικής αυτοαναφορικότητας που θα θεωρούσε μια συγκεκριμένη πολιτισμική-ιστορική «γραμματική» ικανή να εκφράσει όλο τον πλούτο και το βάθος του Ευαγγελίου[5]. Πολλές από τις προφητείες της καταστροφής που προσπαθούν σήμερα να σπείρουν την απελπισία έχουν τις ρίζες τους ακριβώς σε μια τέτοια πεποίθηση. Η επαφή με διαφορετικά λογοτεχνικά και γραμματικά στυλ θα μας επιτρέπει πάντοτε να εξερευνούμε βαθύτερα την πολυφωνία της θείας αποκάλυψης χωρίς να τη φτωχοποιούμε ή να την αναγάγουμε στις δικές μας ανάγκες ή τρόπους σκέψης.

11. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι η χριστιανική αρχαιότητα, για παράδειγμα, συνειδητοποίησε σαφώς την ανάγκη για μια σοβαρή ενασχόληση με τον κλασικό πολιτισμό της εποχής. Ο Βασίλειος της Καισαρείας, ένας από τους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, στο έργο του Λόγος προς τους Νέους, το οποίο συνέγραψε μεταξύ 370 και 375, και το πιθανότερο είναι ότι απευθυνόταν στις ανιψιές και τα ανίψια του, εκθείαζε τον πλούτο της κλασικής λογοτεχνίας που παρήγαγαν οι έξωθεν («θύραθεν»), όπως αποκαλούσε τους ειδωλολάτρες συγγραφείς. Το έβλεπε αυτό τόσο από την άποψη της επιχειρηματολογίας της, δηλαδή των λόγων της (discourses), χρήσιμων για τη θεολογία και την εξήγηση, όσο και από την άποψη του ηθικού περιεχομένου της, δηλαδή των πράξεών της, χρήσιμων για την ασκητική και ηθική ζωή. Ο Βασίλειος ολοκλήρωσε αυτό το έργο προτρέποντας τους νέους χριστιανούς να θεωρούν τους κλασικούς ως ένα εφόδιο (“viaticum”) για την εκπαίδευση και την κατάρτισή τους, ένα μέσο «ωφέλειας για την ψυχή» (IV, 8-9). Ακριβώς από αυτή τη συνάντηση μεταξύ του χριστιανισμού και του πολιτισμού της εποχής προέκυψε μια νέα παρουσίαση του ευαγγελικού μηνύματος.

12. Χάρη στην ευαγγελική διάκριση του πολιτισμού, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την παρουσία του Πνεύματος στην ποικιλία των ανθρώπινων εμπειριών, βλέποντας τους σπόρους της παρουσίας του Πνεύματος που έχουν ήδη φυτευτεί στα γεγονότα, τις ευαισθησίες, τις επιθυμίες και τις βαθιές λαχτάρες που υπάρχουν μέσα στις καρδιές και στα κοινωνικά, πολιτιστικά και πνευματικά περιβάλλοντα. Μπορούμε να το δούμε αυτό, για παράδειγμα, στην προσέγγιση του Παύλου ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (17:16-34). Στην ομιλία του, ο Παύλος λέει για τον Θεό: «“Σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και έχουμε την ύπαρξή μας”, και όπως είπαν κάποιοι από τους δικούς σας ποιητές, “κι εμείς είμαστε απόγονοί του”» ( Πράξεις 17:28). Ο στίχος αυτός περιέχει δύο αποσπάσματα: το ένα έμμεσο, από τον ποιητή Επιμενίδη (6ος αιώνας π.Χ.), και το άλλο άμεσο, από τα Φαινόμενα του ποιητή Αράτου του Σολέως (3ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος έγραψε για τους αστερισμούς και τα σημάδια του καλού και του κακού καιρού. Εδώ, ο Παύλος αποκαλύπτει ότι είναι «αναγνώστης», ενώ παράλληλα καταδεικνύει τη μέθοδο προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου, η οποία είναι μια ευαγγελική διάκριση του πολιτισμού. Οι Αθηναίοι τον απορρίπτουν ως σπερμολόγο, «φλύαρο», αλλά κυριολεκτικά «συλλέκτη σπόρων». Αυτό που σίγουρα προοριζόταν για προσβολή αποδεικνύεται, κατά ειρωνικό τρόπο, βαθιά αληθινό. Ο Παύλος συγκέντρωσε τους σπόρους της ειδωλολατρικής ποίησης και, ξεπερνώντας τις πρώτες εντυπώσεις του (πρβλ. Πράξεις 17:16), αναγνωρίζει ότι οι Αθηναίοι είναι «εξαιρετικά θρησκευόμενοι» και βλέπει στις σελίδες της κλασικής τους λογοτεχνίας μια πραγματική praeparatio evangelica[6].

13. Τι έκανε ο Παύλος; Κατάλαβε ότι «η λογοτεχνία φέρνει στο φως τις αβύσσους μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο, ενώ η αποκάλυψη και στη συνέχεια η θεολογία αναλαμβάνουν να δείξουν πώς ο Χριστός εισέρχεται σε αυτά τα βάθη και τα φωτίζει»[7]. Μπροστά σε αυτά τα βάθη, η λογοτεχνία είναι επομένως ένα «μονοπάτι»[8] που βοηθά τους ποιμένες των ψυχών να εισέλθουν σε έναν γόνιμο διάλογο με τον πολιτισμό της εποχής τους.

 

Ποτέ ένας ασώματος Χριστός

14. Πριν διερευνήσω τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η μελέτη της λογοτεχνίας πρέπει να ενθαρρύνεται στην εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων, θα ήθελα πρώτα να πω κάτι για το σύγχρονο θρησκευτικό τοπίο. «Η επιστροφή στο ιερό και η αναζήτηση της πνευματικότητας που χαρακτηρίζουν την εποχή μας είναι διφορούμενα φαινόμενα. Σήμερα, η πρόκλησή μας δεν είναι τόσο η αθεΐα όσο η ανάγκη να ανταποκριθούμε επαρκώς στη δίψα πολλών ανθρώπων για Θεό, ώστε να μην προσπαθήσουν να την ικανοποιήσουν με αλλοτριωτικές λύσεις ή με έναν ασώματο Ιησού»[9]. Το επείγον καθήκον της διακήρυξης του Ευαγγελίου στην εποχή μας απαιτεί από τους πιστούς, και ιδίως από τους ιερείς, να διασφαλίσουν ότι όλοι θα μπορέσουν να συναντήσουν τον Ιησού Χριστό που έλαβε σάρκα και οστά, που έγινε άνθρωπος, που έγινε ιστορία. Πρέπει πάντα να φροντίζουμε να μη χάνουμε ποτέ από τα μάτια μας τη «σάρκα» του Ιησού Χριστού: αυτή τη σάρκα που είναι φτιαγμένη από πάθη, συναισθήματα και αισθήματα, λόγια που προκαλούν και παρηγορούν, χέρια που αγγίζουν και θεραπεύουν, βλέμματα που απελευθερώνουν και ενθαρρύνουν, σάρκα που είναι φτιαγμένη από φιλοξενία, συγχώρεση, αγανάκτηση, θάρρος, αφοβία – με μια λέξη, αγάπη.

15. Ακριβώς σε αυτό το επίπεδο η εξοικείωση με τη λογοτεχνία μπορεί να κάνει τους μελλοντικούς ιερείς και όλους τους ποιμαντικούς εργάτες ακόμη πιο ευαίσθητους στην πλήρη ανθρωπιά του Κυρίου Ιησού, στην οποία η θεότητά Του είναι πλήρως παρούσα. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να διακηρύξουν το Ευαγγέλιο με τρόπο που να επιτρέπει σε όλους να βιώσουν την αλήθεια της διδασκαλίας της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού, ότι «μόνο στο μυστήριο του Λόγου που σαρκώθηκε γίνεται πραγματικά σαφές το μυστήριο του ανθρώπου»[10]. Αυτό δεν είναι το μυστήριο κάποιας αφηρημένης ανθρωπότητας, αλλά το μυστήριο όλων των ανδρών και των γυναικών, με τις πληγές, τις επιθυμίες, τις αναμνήσεις και τις ελπίδες τους που αποτελούν συγκεκριμένο μέρος της ζωής τους.

 

Ένα μεγάλο καλό

16. Από πρακτική άποψη, πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η συνήθεια της ανάγνωσης έχει πολλές θετικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, βοηθώντας τους να αποκτήσουν ένα ευρύτερο λεξιλόγιο και να αναπτύξουν έτσι ευρύτερες πνευματικές ικανότητες. Διεγείρει επίσης τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, επιτρέποντάς τους να μάθουν να αφηγούνται τις ιστορίες τους με πλουσιότερους και πιο εκφραστικούς τρόπους. Επιπλέον, βελτιώνει την ικανότητά τους να συγκεντρώνονται, μειώνει τα επίπεδα γνωστικής παρακμής και ηρεμεί το στρες και το άγχος.

17. Ακόμη περισσότερο, η ανάγνωση μας προετοιμάζει να κατανοήσουμε και έτσι να αντιμετωπίσουμε διάφορες καταστάσεις που προκύπτουν στη ζωή. Διαβάζοντας, βυθιζόμαστε στις σκέψεις, τις ανησυχίες, τις τραγωδίες, τους κινδύνους και τους φόβους των χαρακτήρων που στο τέλος ξεπερνούν τις προκλήσεις της ζωής. Ίσως επίσης, ακολουθώντας μια ιστορία μέχρι τέλους, να αποκομίσουμε γνώσεις που θα αποδειχθούν αργότερα χρήσιμες στη δική μας ζωή.

18. Σε αυτή την προσπάθεια ενθάρρυνσης της ανάγνωσης, θα ήθελα να αναφέρω δύο κείμενα γνωστών συγγραφέων, που με λίγα λόγια έχουν πολλά να μας διδάξουν:

Τα μυθιστορήματα «απελευθερώνουν μέσα μας, μέσα σε μια ώρα, όλες τις πιθανές χαρές και ατυχίες που, στη ζωή, θα μας έπαιρνε ολόκληρα χρόνια για να τις γνωρίσουμε έστω και λίγο, και από τις οποίες οι πιο έντονες δεν θα μας αποκαλύπτονταν ποτέ, επειδή η βραδύτητα με την οποία συμβαίνουν μας εμποδίζει να τις αντιληφθούμε»[11].

«Διαβάζοντας μεγάλη λογοτεχνία γίνομαι χίλιοι άνθρωποι και όμως παραμένω ο εαυτός μου. Όπως ο νυχτερινός ουρανός στο ελληνικό ποίημα, βλέπω με μυριάδες μάτια, αλλά εξακολουθώ να είμαι εγώ αυτός που βλέπω. Εδώ, όπως και στη λατρεία, στην αγάπη, στην ηθική πράξη και στη γνώση, υπερβαίνω τον εαυτό μου – και ποτέ δεν είμαι περισσότερο ο εαυτός μου από ό,τι όταν το κάνω»[12].  

19. Ωστόσο, δεν είναι πρόθεσή μου να επικεντρωθώ αποκλειστικά στα προσωπικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση, αλλά να προβληματιστώ σχετικά με τους σημαντικότερους λόγους για την ενθάρρυνση μιας ανανεωμένης αγάπης για την ανάγνωση.

 

Ακούγοντας τη φωνή ενός άλλου ατόμου

20. Όταν σκέφτομαι τη λογοτεχνία, θυμάμαι αυτό που συνήθιζε να λέει ο μεγάλος αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες[13] στους μαθητές του, ότι δηλαδή το πιο σημαντικό είναι απλώς να διαβάζουμε, να ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τη λογοτεχνία, να βυθιζόμαστε στο ζωντανό κείμενο που έχουμε μπροστά μας, αντί να κολλάμε σε ιδέες και κριτικά σχόλια. Ο Μπόρχες εξηγούσε αυτή την ιδέα στους μαθητές του λέγοντας ότι στην αρχή μπορεί να καταλαβαίνουν πολύ λίγα από αυτά που διαβάζουν, αλλά σε κάθε περίπτωση ακούνε «τη φωνή ενός άλλου ανθρώπου». Αυτός είναι ένας ορισμός της λογοτεχνίας που μου αρέσει πολύ: να ακούς τη φωνή ενός άλλου ατόμου. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πόσο επικίνδυνο είναι να σταματήσουμε να ακούμε τη φωνή των άλλων ανθρώπων όταν μας προκαλούν! Αμέσως πέφτουμε στην αυτοαπομόνωση – μπαίνουμε σε ένα είδος «πνευματικής κώφωσης», η οποία έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σχέση μας με τον εαυτό μας και στη σχέση μας με τον Θεό, όσο θεολογία ή ψυχολογία κι αν έχουμε σπουδάσει.

21. Αυτή η προσέγγιση της λογοτεχνίας, που μας κάνει ευαίσθητους στο μυστήριο των άλλων προσώπων, μας διδάσκει πώς να αγγίζουμε τις καρδιές τους. Εδώ, σκέφτομαι τη θαρραλέα έκκληση που απηύθυνε ο Άγιος [Πάπας] Παύλος ΣΤ' προς τους καλλιτέχνες και συνεπώς και προς τους συγγραφείς στις 7 Μαΐου 1964: «Σας χρειαζόμαστε. Η διακονία μας χρειάζεται τη συνεργασία σας. Διότι, όπως γνωρίζετε, η διακονία μας είναι να κηρύττουμε και να εξασφαλίζουμε ότι ο κόσμος του πνεύματος, του αόρατου, του απερίγραπτου, του Θεού, είναι προσιτός και κατανοητός, και μάλιστα συγκινητικός. Και εσείς είστε δάσκαλοι σε αυτό το έργο της απόδοσης του αόρατου κόσμου με προσιτούς και κατανοητούς τρόπους»[14]. Αυτό είναι το ζητούμενο: το καθήκον των πιστών, και ιδίως των ιερέων, είναι ακριβώς να «αγγίζουν» τις καρδιές των άλλων, ώστε να ανοίγονται στο μήνυμα του Κυρίου Ιησού. Σε αυτό το μεγάλο έργο, η συμβολή που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία και η ποίηση είναι ασύγκριτης αξίας.

22. Ο T. Σ. Έλιοτ, ο ποιητής του οποίου η ποίηση και τα δοκίμια, που αντανακλούν τη χριστιανική του πίστη, κατέχουν εξέχουσα θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία, περιέγραψε με οξυδέρκεια τη σημερινή θρησκευτική κρίση ως κρίση μιας γενικευμένης συναισθηματικής ανικανότητας[15]. Αν θέλουμε να πιστέψουμε αυτή τη διάγνωση, το πρόβλημα της πίστης σήμερα δεν είναι πρωτίστως το να πιστεύουμε περισσότερο ή λιγότερο σε σχέση με συγκεκριμένα δόγματα. Αντίθετα, είναι η αδυναμία τόσων πολλών συγχρόνων μας να συγκινηθούν βαθιά μπροστά στον Θεό, τη δημιουργία του και τους άλλους ανθρώπους. Εδώ βλέπουμε τη σημασία τού να εργαστούμε για τη θεραπεία και τον εμπλουτισμό της ανταπόκρισής μας. Επιστρέφοντας από το αποστολικό μου ταξίδι στην Ιαπωνία, με ρώτησαν τι νομίζω ότι έχει να μάθει η Δύση από την Ανατολή. Η απάντησή μου ήταν: «Νομίζω ότι στη Δύση λείπει λίγο η ποίηση»[16].

 

«Εκπαίδευση στη διάκριση»

23. Τι κέρδος, λοιπόν, αποκομίζει ένας ιερέας από την επαφή με τη λογοτεχνία; Γιατί είναι απαραίτητο να θεωρηθεί και να προωθηθεί η ανάγνωση μεγάλων μυθιστορημάτων ως σημαντικό στοιχείο της ιερατικής παιδείας; Γιατί είναι σημαντικό για εμάς, κατά την εκπαίδευση των υποψηφίων για την ιεροσύνη, να ανακτήσουμε τη διαπίστωση του Καρλ Ράνερ ότι υπάρχει μια βαθιά πνευματική συγγένεια μεταξύ του ιερέα και του ποιητή;[17]

24. Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά ακούγοντας τι έχει να μας πει ο γερμανός θεολόγος[18]. Για τον Ράνερ, τα λόγια του ποιητή είναι γεμάτα νοσταλγία, είναι σαν «πύλες στο άπειρο, πύλες στο ακατανόητο. Καλούν αυτό που δεν έχει όνομα. Απλώνονται σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί». Η ποίηση «δεν δίνει η ίδια το άπειρο, δεν φέρνει και δεν περιέχει το άπειρο». Αυτό είναι το καθήκον του λόγου του Θεού και, όπως συνεχίζει ο Ράνερ, «ο ποιητικός λόγος επικαλείται τον λόγο του Θεού»[19]. Για τους χριστιανούς, ο Λόγος είναι ο Θεός, και όλες οι ανθρώπινες λέξεις μας φέρουν ίχνη μιας εγγενούς λαχτάρας για τον Θεό, μιας τάσης προς αυτόν τον Λόγο. Μπορούμε να πούμε ότι ο αληθινά ποιητικός λόγος συμμετέχει αναλογικά στον Λόγο του Θεού, όπως αναφέρει ξεκάθαρα η Επιστολή προς Εβραίους (βλ. Εβρ. 4:12-13).

25. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Kαρλ Ράνερ μπορεί να κάνει έναν εντυπωσιακό παραλληλισμό μεταξύ του ιερέα και του ποιητή: ο λόγος «μόνος του μπορεί να λυτρώσει αυτό που αποτελεί την απόλυτη φυλάκιση όλων των πραγματικοτήτων που δεν εκφράζονται με λόγο: τη βουβαμάρα της αναφοράς τους στον Θεό»[20].

26. Η λογοτεχνία, λοιπόν, μας ευαισθητοποιεί στη σχέση μεταξύ των μορφών έκφρασης και του νοήματος. Προσφέρει μια εκπαίδευση στη διάκριση, ακονίζοντας την ικανότητα του μελλοντικού ιερέα να αποκτά διορατικότητα στο εσωτερικό του και στον κόσμο γύρω του. Η ανάγνωση γίνεται έτσι το «μονοπάτι» που τον οδηγεί στην αλήθεια της ίδιας του της ύπαρξης και η αφορμή για μια διαδικασία πνευματικής διάκρισης που δεν θα είναι χωρίς στιγμές ανησυχίας ή και κρίσης. Πράγματι, πολυάριθμες σελίδες της λογοτεχνίας αντιστοιχούν σε αυτό που ο άγιος Ιγνάτιος αποκαλεί πνευματική «ερημιά».

27. Έτσι το εξηγεί ο Ιγνάτιος: «Έρημο ονομάζω το σκοτάδι της ψυχής, την αναταραχή του πνεύματος, την κλίση προς το χαμηλό και γήινο, την ανησυχία που πηγάζει από πολλές διαταραχές και πειρασμούς που οδηγούν στην έλλειψη πίστης, στην έλλειψη ελπίδας, στην έλλειψη αγάπης. Η ψυχή είναι τελείως νωθρή, χλιαρή, θλιμμένη και αποκομμένη, θαρρείς, από τον Δημιουργό και Κύριό της»[21].

28. Η δυσκολία ή η ανία που νιώθουμε στην ανάγνωση ορισμένων κειμένων δεν είναι απαραίτητα κακή ή άχρηστη. Ο ίδιος ο Ιγνάτιος παρατήρησε ότι σε «εκείνους που πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο», το καλό πνεύμα λειτουργεί προκαλώντας ανησυχία, ταραχή και δυσαρέσκεια[22]. Αυτό θα ήταν η κυριολεκτική εφαρμογή του πρώτου κανόνα του Ιγνατίου για τη διάκριση των πνευμάτων, ο οποίος ασχολείται με εκείνους που «πηγαίνουν από το ένα θανάσιμο αμάρτημα στο άλλο». Στα άτομα αυτά το καλό πνεύμα, «κάνοντας χρήση του φωτός της λογικής, θα ξυπνήσει το κεντρί της συνείδησης και θα τα γεμίσει με τύψεις»[23] και με αυτόν τον τρόπο θα τα οδηγήσει στην καλοσύνη και την ομορφιά.

29. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο αναγνώστης δεν είναι απλώς ο αποδέκτης ενός εποικοδομητικού μηνύματος, αλλά ένα πρόσωπο που καλείται να προχωρήσει σε ένα μεταβαλλόμενο έδαφος, όπου τα όρια μεταξύ σωτηρίας και απώλειας δεν είναι εκ των προτέρων προφανή και ευδιάκριτα. Η ανάγνωση, ως πράξη «διάκρισης», εμπλέκει άμεσα τον αναγνώστη τόσο ως «υποκείμενο» που διαβάζει όσο και ως «αντικείμενο» αυτού που διαβάζει. Κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος ή ενός ποιητικού έργου, ο αναγνώστης βιώνει πραγματικά την εμπειρία του να «διαβάζεται» από τις λέξεις που διαβάζει[24]. Οι αναγνώστες μπορούν έτσι να συγκριθούν με τους παίκτες σε ένα γήπεδο: παίζουν το παιχνίδι, αλλά το παιχνίδι παίζεται επίσης μέσω αυτών, με την έννοια ότι είναι εντελώς παγιδευμένοι στη δράση[25].

 

Προσοχή και πέψη

30. Όσον αφορά το περιεχόμενο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η λογοτεχνία είναι σαν «ένα τηλεσκόπιο», για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή εικόνα του Μαρσέλ Προυστ[26]. Ως τέτοια, είναι στραμμένη προς τα όντα και τα πράγματα και μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε «την τεράστια απόσταση» που χωρίζει το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας από την αντίληψή μας γι’ αυτήν. «Η λογοτεχνία μπορεί επίσης να συγκριθεί με ένα φωτογραφικό εργαστήριο, όπου οι εικόνες της ζωής μπορούν να υποστούν επεξεργασία προκειμένου να αναδειχθούν τα περιγράμματα και οι αποχρώσεις τους. Γι’ αυτό “χρησιμεύει” η λογοτεχνία: μας βοηθάει να “αναπτύξουμε” την εικόνα της ζωής»[27], να μας προκαλέσει σχετικά με το νόημά της και, με λίγα λόγια, να βιώσουμε τη ζωή όπως είναι.

31. Η συνήθης άποψή μας για τον κόσμο, ωστόσο, τείνει να «τηλεσκοπείται» και να περιορίζεται από την πίεση που μας ασκούν οι πολλοί πρακτικοί και βραχυπρόθεσμοι στόχοι μας. Ακόμα και η δέσμευσή μας στην υπηρεσία –λειτουργική, ποιμαντική και φιλανθρωπική– μπορεί να επικεντρωθεί μόνο σε στόχους που πρέπει να επιτευχθούν. Ωστόσο, όπως μας υπενθυμίζει ο Ιησούς στην παραβολή του σπορέα, ο σπόρος πρέπει να πέσει σε βαθύ έδαφος για να ωριμάσει καρποφόρα με την πάροδο του χρόνου, χωρίς να πνιγεί από βραχώδες έδαφος ή αγκάθια (Ματθ. 13:18-23). Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η υπερβολική μέριμνα για αποτελεσματικότητα να αμβλύνει τη διάκριση, να αποδυναμώσει την ευαισθησία και να αγνοήσει την πολυπλοκότητα. Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να αντισταθμίσουμε αυτόν τον αναπόφευκτο πειρασμό για έναν ξέφρενο και άκριτο τρόπο ζωής, κάνοντας ένα βήμα πίσω, επιβραδύνοντας, αφιερώνοντας χρόνο για να κοιτάξουμε και να ακούσουμε. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν κάποιος απλά σταματά να διαβάζει ένα βιβλίο.

32. Πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου τρόπους να σχετιζόμαστε με την πραγματικότητα που είναι πιο φιλόξενοι, όχι απλώς στρατηγικοί και στοχεύουν καθαρά στα αποτελέσματα, τρόπους που μας επιτρέπουν να βιώσουμε το άπειρο μεγαλείο της ύπαρξης. Η αίσθηση της προοπτικής, του ελεύθερου χρόνου και της ελευθερίας είναι τα σημάδια μιας προσέγγισης της πραγματικότητας που βρίσκει στη λογοτεχνία μια προνομιακή, αν και όχι αποκλειστική, μορφή έκφρασης. Η λογοτεχνία μάς διδάσκει έτσι πώς να κοιτάμε και να βλέπουμε, να διακρίνουμε και να εξερευνούμε την πραγματικότητα των ατόμων και των καταστάσεων ως μυστήριο φορτισμένο με ένα πλεόνασμα νοήματος που μπορεί να κατανοηθεί μόνο εν μέρει μέσω κατηγοριών, επεξηγηματικών σχημάτων, γραμμικής δυναμικής αιτιών και αποτελεσμάτων, μέσων και σκοπών.

33. Μια άλλη εντυπωσιακή εικόνα για τον ρόλο της λογοτεχνίας προέρχεται από τη δραστηριότητα του ανθρώπινου σώματος, και συγκεκριμένα από την πράξη της πέψης. Ο μοναχός Γουλιέλμος του Saint-Thierry του 11ου αιώνα και ο Ιησουίτης Jean-Joseph Surin του 17ου αιώνα ανέπτυξαν την εικόνα μιας αγελάδας που μηρυκάζει –ruminatio– ως εικόνα της στοχαστικής ανάγνωσης. Ο Surin αναφέρθηκε στο «στομάχι της ψυχής», ενώ ο Ιησουίτης Michel De Certeau μίλησε για μια αυθεντική «φυσιολογία της πεπτικής ανάγνωσης»[28]. Η λογοτεχνία μάς βοηθά να αναστοχαστούμε πάνω στο νόημα της παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο, να «χωνέψουμε» και να αφομοιώσουμε και να συλλάβουμε αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της εμπειρίας μας. Η λογοτεχνία, με μια λέξη, χρησιμεύει για να ερμηνεύσουμε τη ζωή, να διακρίνουμε το βαθύτερο νόημά της και τις ουσιαστικές εντάσεις της[29].

 

Βλέποντας μέσα από τα μάτια των άλλων

34. Όσον αφορά τη χρήση της γλώσσας, η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου μάς τοποθετεί στη θέση να «βλέπουμε μέσα από τα μάτια των άλλων»[30], αποκτώντας έτσι μια ευρεία προοπτική που διευρύνει την ανθρωπιά μας. Αναπτύσσουμε μια φανταστική ενσυναίσθηση που μας επιτρέπει να ταυτιστούμε με τον τρόπο που οι άλλοι βλέπουν, βιώνουν και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Χωρίς μια τέτοια ενσυναίσθηση, δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη, μοίρασμα, συμπόνια, έλεος. Διαβάζοντας ανακαλύπτουμε ότι τα συναισθήματά μας δεν είναι απλώς δικά μας, είναι καθολικά, και έτσι ακόμη και ο πιο άπορος άνθρωπος δεν αισθάνεται μόνος του.

35. Η θαυμαστή ποικιλομορφία της ανθρωπότητας και η διαχρονική και συγχρονική πολλαπλότητα των πολιτισμών και των πεδίων μάθησης γίνονται, στη λογοτεχνία, μια γλώσσα ικανή να σεβαστεί και να εκφράσει όλη την ποικιλομορφία τους. Ταυτόχρονα, μεταφράζονται σε μια συμβολική γραμματική που τις καθιστά σημαντικές για εμάς, όχι ξένες αλλά κοινές. Η μοναδικότητα της λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι μεταφέρει τον πλούτο της εμπειρίας όχι αντικειμενοποιώντας την, όπως στα περιγραφικά μοντέλα των επιστημών ή στις κρίσεις της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά εκφράζοντας και ερμηνεύοντας το βαθύτερο νόημά της.

36. Όταν διαβάζουμε μια ιστορία, χάρη στις περιγραφικές ικανότητες του συγγραφέα, ο καθένας από εμάς μπορεί να δει μπροστά στα μάτια του το κλάμα ενός εγκαταλελειμμένου κοριτσιού, μια ηλικιωμένη γυναίκα που τραβάει τα σκεπάσματα πάνω από τον εγγονό της o οποίος κοιμάται, τους αγώνες ενός καταστηματάρχη που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην, την ντροπή κάποιου που υφίσταται το βάρος της συνεχούς κριτικής, το αγόρι που καταφεύγει στα όνειρα ως τη μόνη διέξοδό του από μια άθλια και βίαιη ζωή. Καθώς αυτές οι ιστορίες ξυπνούν αμυδρούς απόηχους των δικών μας εσωτερικών εμπειριών, γινόμαστε πιο ευαίσθητοι στις εμπειρίες των άλλων. Βγαίνουμε από τον εαυτό μας για να μπούμε στη ζωή τους, συμπάσχουμε με τους αγώνες και τις επιθυμίες τους, βλέπουμε τα πράγματα μέσα από τα μάτια τους και τελικά γινόμαστε συνοδοιπόροι στο ταξίδι τους. Μπαίνουμε στη ζωή του πωλητή φρούτων, της πόρνης, του ορφανού παιδιού, της γυναίκας του χτίστη, της ηλικιωμένης γυναίκας που εξακολουθεί να πιστεύει ότι κάποια μέρα θα βρει τον πρίγκιπά της. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό με ενσυναίσθηση και ενίοτε με τρυφερότητα και κατανόηση.

37. Όπως έγραψε ο Ζαν Κοκτώ στον Ζακ Μαριταίν: «Η λογοτεχνία είναι αδύνατη. Πρέπει να βγούμε απ’ αυτήν. Δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να βγούμε μέσα από τη λογοτεχνία – μόνο η αγάπη και η πίστη μας επιτρέπουν να βγούμε από τον εαυτό μας»[31]. Ωστόσο, μπορούμε ποτέ να βγούμε πραγματικά από τον εαυτό μας, αν τα βάσανα και οι χαρές των άλλων δεν καίνε τις καρδιές μας; Εδώ θα έλεγα ότι, για εμάς τους χριστιανούς, τίποτα από τα ανθρώπινα δεν είναι αδιάφορο.

38. Η λογοτεχνία δεν είναι σχετικιστική – δεν μας απογυμνώνει από τις αξίες. Η συμβολική αναπαράσταση του καλού και του κακού, της αλήθειας και του ψεύδους, ως πραγματικότητες που στη λογοτεχνία παίρνουν τη μορφή ατόμων και συλλογικών ιστορικών γεγονότων, δεν μας απαλλάσσει από την ηθική κρίση, αλλά μας προφυλάσσει από την τυφλή ή επιφανειακή καταδίκη. Όπως μας λέει ο Ιησούς: «Και γιατί βλέπεις την ακίδα που είναι στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι στο μάτι σου δεν το παρατηρείς;» (Ματθ. 7:3).

39. Διαβάζοντας για τη βία, τη στενότητα ή την αδυναμία των άλλων, έχουμε την ευκαιρία να προβληματιστούμε σχετικά με τις δικές μας εμπειρίες απ’ αυτές τις πραγματικότητες. Ανοίγοντας στον αναγνώστη μια ευρύτερη άποψη για το μεγαλείο και τη δυστυχία της ανθρώπινης εμπειρίας, η λογοτεχνία μάς διδάσκει υπομονή στην προσπάθεια κατανόησης των άλλων, ταπεινότητα στην προσέγγιση πολύπλοκων καταστάσεων, πραότητα στην κρίση των ατόμων και ευαισθησία στην ανθρώπινη κατάστασή μας. Η κρίση είναι σίγουρα απαραίτητη, αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της. Η κρίση δεν πρέπει ποτέ να καταλήγει σε μια θανατική καταδίκη, εξαλείφοντας πρόσωπα ή καταστέλλοντας την ανθρωπιά μας για χάρη μιας άψυχης απολυτοποίησης του νόμου.

40. Η σοφία που γεννιέται από τη λογοτεχνία ενσταλάζει στον αναγνώστη μεγαλύτερη προοπτική, την αίσθηση των ορίων, την ικανότητα να εκτιμά την εμπειρία έναντι της γνωστικής και κριτικής σκέψης και να ασπάζεται μια φτώχεια που φέρνει εξαιρετικό πλούτο. Αναγνωρίζοντας τη ματαιότητα και ίσως ακόμη και την αδυναμία αναγωγής του μυστηρίου του κόσμου και της ανθρωπότητας σε μια δυϊστική πολικότητα του αληθινού έναντι του ψεύτικου ή του σωστού έναντι του λάθους, ο αναγνώστης αποδέχεται την ευθύνη της κρίσης, όχι ως μέσο κυριαρχίας, αλλά μάλλον ως ώθηση για μεγαλύτερη ακρόαση. Και ταυτόχρονα, μια ετοιμότητα να συμμετάσχει στον εξαιρετικό πλούτο μιας ιστορίας που οφείλεται στην παρουσία του Πνεύματος, αλλά δίνεται επίσης ως χάρη, ως ένα απρόβλεπτο και ακατανόητο γεγονός που δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά επαναπροσδιορίζει την ανθρωπιά μας με όρους ελπίδας για σωτηρία.

 

Η πνευματική δύναμη της λογοτεχνίας

41. Πιστεύω ότι, με αυτές τις σύντομες σκέψεις, τόνισα τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η λογοτεχνία στην εκπαίδευση των καρδιών και του πνεύματος των ποιμένων και των μελλοντικών ποιμένων. Η λογοτεχνία μπορεί να τονώσει σε μεγάλο βαθμό την ελεύθερη και ταπεινή άσκηση της χρήσης της λογικής μας, τη γόνιμη αναγνώριση της ποικιλίας των ανθρώπινων γλωσσών, τη διεύρυνση των ανθρώπινων ευαισθησιών μας και, τέλος, ένα μεγάλο πνευματικό άνοιγμα στην ακρόαση της Φωνής που μιλάει μέσα από πολλές φωνές.

42. Η λογοτεχνία βοηθά τους αναγνώστες να ανατρέψουν τα είδωλα μιας αυτοαναφορικής, ψευδώς αυτάρκους και στατικά συμβατικής γλώσσας, η οποία ενίοτε κινδυνεύει επίσης να μολύνει τον εκκλησιαστικό μας λόγο, φυλακίζοντας την ελευθερία του Λόγου. Ο λογοτεχνικός λόγος είναι ένας λόγος που θέτει τη γλώσσα σε κίνηση, την απελευθερώνει και την εξαγνίζει. Τελικά, ανοίγει τον λόγο αυτό σε ακόμη μεγαλύτερες εκφραστικές και επεκτατικές προοπτικές. Ανοίγει τον ανθρώπινο λόγο μας για να υποδεχτεί τον Λόγο που είναι ήδη παρών στον ανθρώπινο λόγο, όχι όταν βλέπει τον εαυτό του ως γνώση που είναι ήδη πλήρης, οριστική και ολοκληρωμένη, αλλά όταν γίνεται ακρόαση και προσδοκία Εκείνου που έρχεται να κάνει τα πάντα καινούργια (βλ. Αποκ. 21:5).

43. Τέλος, η πνευματική δύναμη της λογοτεχνίας μας φέρνει πίσω στο αρχέγονο έργο που ανατέθηκε από τον Θεό στην ανθρώπινη οικογένειά μας: το έργο της «ονομασίας» άλλων όντων και πραγμάτων (πρβλ. Γέν. 2:19-20). Η αποστολή του διαχειριστή της δημιουργίας, που ανέθεσε ο Θεός στον Αδάμ, συνεπαγόταν πριν απ’ όλα την αναγνώριση της δικής του αξιοπρέπειας και του νοήματος της ύπαρξης των άλλων όντων. Οι ιερείς είναι επίσης επιφορτισμένοι με αυτό το αρχέγονο καθήκον της «ονοματοδοσίας», της απόδοσης νοήματος, του να γίνονται όργανα της κοινωνίας μεταξύ της δημιουργίας και του Λόγου που σαρκώθηκε και της δύναμής του να φωτίζει κάθε διάσταση της ανθρώπινης κατάστασής μας.

44. Η συγγένεια μεταξύ ιερέα και ποιητή λάμπει έτσι στη μυστηριώδη και αδιάλυτη μυστηριακή ένωση μεταξύ του θείου Λόγου και των ανθρώπινων λόγων μας, δίνοντας αφορμή για μια διακονία που γίνεται υπηρεσία η οποία γεννιέται από την ακρόαση και τη συμπόνια, ένα χάρισμα που γίνεται ευθύνη, ένα όραμα του αληθινού και του καλού που αποκαλύπτεται ως ομορφιά. Πώς μπορούμε να μην αναλογιστούμε τα λόγια που μας άφησε ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν: «Εκείνοι που μαθαίνουν πραγματικά να βλέπουν, πλησιάζουν αυτό που είναι αόρατο»[32].

 Εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Ιωάννη Λατερανό, στις 17 Ιουλίου του έτους 2024, του δωδέκατου έτους της Ποντιφικής μου θητείας. Φραγκίσκος

https://www.vatican.va/content/francesco/en/letters/2024/documents/20240717-lettera-ruolo-letteratura-formazione.html?fbclid=IwY2xjawE7veJleHRuA2FlbQIxMQABHetZBZZnWw-B-MtychjrqjHSfCNrI3J0OxkO8hq82FNEVCrtye8ETcdDRg_aem_-mkYvgusLYo_l8j4k0lzlA

 

μετάφραση: Δημήτριος Μποσνάκης

 

[1] R. Latourelle, “Literature”, στο R. Latourelle & R. Fisichella, Dictionary of Fundamental Theology, Νέα Υόρκη 2000, 604.

[2] Πρβλ. A. Spadaro, “J. M. Bergoglio, il ‘maestrillo’ creativo. Intervista all'alunno Jorge Milia”, στο La Civiltà Cattolica 2014, I. 523-534.

[3] Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού, Ποιμαντικό Σύνταγμα για την Εκκλησία στον σύγχρονο κόσμο Gaudium et Spes, 62.

[4] K. Rahner, "Il futuro del libro religioso", στο Nuovi saggi II, Roma 1968, 647.

[5] Πρβλ. αποστολική προτροπή Evangelii Gaudium, 117.

[6] A. Spadaro, Svolta di respiro. Spiritualità della vita contemporanea, Milano, Vita e Pensiero, 101.

[7] R. Latourelle, “Literature”, στο R. Latourelle & R. Fisichella, Dictionary of Fundamental Theology, Νέα Υόρκη 2000, 603.

[8] Άγιος Ιωάννης Παύλος Β΄, Επιστολή προς τους καλλιτέχνες, 4 Απριλίου 1999, 6.

[9] Αποστολική προτροπή Evangelii Gaudium, 89.

[10] Δεύτερο Οικουμενικό Συμβούλιο του Βατικανού, Ποιμαντικό Σύνταγμα για την Εκκλησία στον σύγχρονο λόγο Gaudium et Spes, 22.

[11] M. Proust, À la recherche du temps perdu - Du côté de chez Swann, B. Grasset, Παρίσι 1914, 104-105.

[12] C. S. Lewis, An Experiment in Criticism, 89.

[13] Πρβλ. J. L. Borges, Borges, Oral, Buenos Aires 1979, 22.

[14] Άγιος Παύλος ΣΤ', Ομιλία, Λειτουργία με καλλιτέχνες, Καπέλα Σιξτίνα, 7 Μαΐου 1964.

[15] Πρβλ. T. S. Eliot, The Idea of a Christian Society, Λονδίνο 1946, 30.

[16] Συνέντευξη Τύπου κατά την πτήση επιστροφής στη Ρώμη, Αποστολικό ταξίδι στην Ταϊλάνδη και την Ιαπωνία, 26 Νοεμβρίου 2019.

[17] Πρβλ. A. Spadaro, La grazia della parola. Karl Rahner e la poesia, Milano, Jaca Book, 2006.

[18] Πρβλ. K. Rahner, Theological Investigations, τόμος ΙΙΙ, Λονδίνο 1967, 294-317.

[19] Ό.π. 316-317.

[20] Ό.π. 302.

[21] Άγιος Ιγνάτιος Λοϋγιόλα, Πνευματικές Ασκήσεις, αρ. 317.

[22] Πρβλ. ό.π., αρ. 335.

[23] Ο.π., αρ. 314.

[24] Πρβλ. K. Rahner, Theological Investigations, τόμος ΙΙΙ, Λονδίνο 1967, 299.

[25] Πρβλ. Scrittura creativa come esercizio spirituale, Milano, Ares, 2023, 46-47

[26] M. Proust, À la recherche du temps perdu. Le temps retrouvé, τ. III, Παρίσι 1954, 1041.

[27] A. Spadaro, La pagina che illumina. Scrittura creativa come esercizio spirituale, Milano, Ares, 2023, 14.

[28] Μ. De Certeau, Il parlare angelico. Figure per una poetica della lingua (Secoli XVI e XVII), Firenze 1989, 139 κ.εξ.

[29] A. Spadaro, La pagina che illumina. Scrittura creativa come esercizio spirituale, Milano, Ares, 2023, 16.

[30] Πρβλ. C. S. Lewis, An Experiment in Criticism.

[31] J. Cocteau - J. Maritain, Dialogo sulla fede, Firenze, Passigli, 1988, 56. Πρβλ. Scrittura creativa come esercizio spirituale, Milano, Ares, 2023, 11-12.

[32] P. Celan, Microliti, Μιλάνο 2020, 101.

Πάπας Φραγκίσκος

(1936-2025). Ο 266ος Πάπας, Επίσκοπος Ρώμης, ήταν ο επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ανώτατος άρχοντας του Βατικανού, από τις 13 Μαρτίου 2013 ώς τις 21 Απριλίου 2025. Τελευταίο βιβλίο του: Ελπίδα. Η αυτοβιογραφία (2025).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.