Αγαπητέ κύριε Έλιοτ,
Μπορεί ο Απρίλης να είναι ο μήνας ο σκληρός (δεν υιοθετώ) αλλά το πιο σκληρό το κάνατε εσείς εκείνον τον Οκτώβριο του 1922. Πριν 100 χρόνια δηλαδή, που δημοσιεύσατε στο τριμηνιαίο περιοδικό The Criterion χωρίς εισαγωγή, χωρίς επίλογο, χωρίς προειδοποίηση, εκείνο το κείμενό σας των 433 γραμμών. Ήταν-δεν ήταν ποίημα κανένας δεν κατάλαβε, εκ πρώτης όψεως έτσι έμοιαζε, μετά μπερδεύτηκαν, μετά έτσι το ’παν, δεν θα κολλήσουμε τώρα σ’ αυτό.
Γενικά κύριε Έλιοτ, οι περισσότεροι τότε δεν κατάλαβαν πολλά, και δεν είμαι σίγουρη ότι και σήμερα πολλοί καταλαβαίνουμε. Είμαι όμως σίγουρη (δηλαδή όσο σίγουρη μπορώ να είμαι για κάποιον που βρίσκεται πια εκεί όπου είστε εσείς, ελπίζω στα καλύτερα αλλά δεν ξέρεις ποτέ) – είμαι σίγουρη πως δεν σας πειράζει τι καταλαβαίνουμε. Γιατί εσείς που ντυνόσασταν με αυστηρά κοστούμια τραπεζίτη (γιατί ήσασταν τραπεζίτης) δεν αυτοπροβληθήκατε ποτέ ως ένα αναγκαστικό πεδίο βασανιστικών και βασανισμένων αναλύσεων. Δεν είπατε ποτέ «είμαι ένας κωδικός που πρέπει τώρα όλοι να σπάσετε.» Εκείνον τον Ιούλιο του 1922 που έστειλαν ένα ερωτηματολόγιο σε διάφορους ποιητές, στην ερώτηση «Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι αναγκαία για τον σύγχρονο άνθρωπο;» εσείς απαντήσατε «Όχι». Και στην ερώτηση «Ποια είναι η ξεχωριστή ιδιότητα της ποίησης που τη διαχωρίζει από τα άλλα είδη λογοτεχνίας;» απαντήσατε: «Πιάνει λιγότερο χώρο».
Το χιούμορ, λένε, δεν είναι διαχρονικό. Πράγματι, δύσκολα γελάμε με όσα γελούσαν οι άνθρωποι 100 χρόνια πριν· όμως το δικό σας, σκοτεινό, δυσοίωνο, άγριο, δηλητηριώδες, καιροφυλακτεί κάτω από τους 433 στίχους σας και κρατά ακόμα το σαρδόνιο χαμόγελό του. Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι τόσο το χιούμορ σας όσο και ό,τι άλλο υπάρχει μέσα στο ποίημά σας διαπερνά τα κατά καιρούς βεστιάρια του χρόνου, τα κονιορτοποιεί, και τον αφήνει γυμνό στα μάτια όποιου θέλει να τον δει. Και ποιος θέλει να τον δει; Πολλοί.
Γιατί αν, φερ’ ειπείν, το ποίημά σας άγγιξε τη γενιά η οποία αγωνιούσε για τον πόλεμο που είχε τελειώσει και τον πόλεμο που θα ερχόταν («ένα πλήθος ξεχυνόταν στη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι πολλοί, δεν είχα σκεφτεί ότι ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους», και «σκέψου τον φουκαρά τον Άλμπερτ, τέσσερα χρόνια ήταν στο στρατό, τώρα θέλει να γλεντήσει»), σήμερα αγγίζει τη γενιά που αγωνιά για το μέλλον του πλανήτη και το παρόν της ύπαρξής της. Γιατί αυτό το «Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια / βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου / [...] Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε / μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε»[1] είναι σαν να γράφτηκε σήμερα, για σήμερα. Κι εκείνο το κορίτσι: μα πώς ξέρατε τόσο καλά, κύριε Έλιοτ, να γράψετε για εκείνο το κορίτσι; «Το δείπνο τέλειωσε, είναι κουρασμένη και βαριέται. Αυτός ξεκινά να τη χαϊδεύει, κι εκείνη ούτε αντιστέκεται ούτε επιθυμεί. Αναψοκοκκινισμένος ορμά κατευθείαν· τα χέρια του εξερευνούν χωρίς αντίσταση, η ματαιοδοξία του αδιαφορεί για ανταπόκριση και κάνει την αδιαφορία της καλωσόρισμα». Πώς την είδατε τόσο καλά αυτήν την κοπέλα που μένει στη διπλανή μου πόρτα; «Γυρνάει και κοιτιέται στον καθρέφτη, ούτε που συνειδητοποιεί ότι αυτός έχει φύγει. Το μυαλό της επιτρέπει μια μόνο μισοσχηματισμένη σκέψη: “Εντάξει, πάει κι αυτό. Ευτυχώς που τέλειωσε”. Η όμορφη γυναίκα που έσκυψε στην αφροσύνη, μόνη πάλι στο δωμάτιό της περπατάει πάνω-κάτω, ισιώνει τα μαλλιά της με κινήσεις αυτόματες και βάζει ένα δίσκο στο γραμμόφωνο». Η κοπέλα της διπλανής μου πόρτας, κύριε Έλιοτ, το μόνο διαφορετικό που θα κάνει σήμερα είναι να βάλει spotify αντί για γραμμόφωνο.
Υποψιάζομαι λοιπόν ότι θα προτιμούσατε οι νέοι σας αναγνώστες (οι παντοτινά νέοι αναγνώστες σας) να σας πλησιάζουν όχι σαν βαθυστόχαστη καταβύθιση στα δυσερμήνευτα μιας ποίησης, αλλά σαν ένα γρήγορο σνιφάρισμα μαγείας· μια τζούρα γοητείας, ένα ξόρκι ενάντια στα σκοτάδια. Έναν σαρκασμό για τις οικείες κι ασφαλείς σιγουριές μας (αν τις πείτε και μετριότητες, δεν θα παρεξηγηθώ). Σαν μικρές απανωτές εκρήξεις που πυροδοτούνται με κάθε νέα ανάγνωση, σαν μια συμφωνία από εξεγερμένες νότες που αρνούνται να καταλαγιάσουν, σαν ένα ναρκοπέδιο που κανένας μέχρι τώρα δεν κατάφερε να ναρκαλιεύσει και να εξουδετερώσει.
Επειδή μέσα σ’ αυτά τα 100 χρόνια πολλά έγιναν και πολλά άλλαξαν και πολλά μας βασάνισαν στην κατανόησή τους, εμείς οι αναγνώστες άνετα θα σας είχαμε ανεβάσει σ’ εκείνα τα ράφια της βιβλιοθήκης όπου μπαίνουν «οι κλασικοί» (κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο γιατί δεν μετακινούνται σχεδόν ποτέ.) Αλλά αυτό δεν έγινε γιατί, όπως γράφει ο Anthony Lane,[2] μπορεί να μην ξέρουμε το ποίημα και μπορεί αν το ξέρουμε να μη μας αρέσει, αλλά το ποίημα ξέρει εμάς. Γιατί εκείνες οι 433 γραμμές σας έχουν μπει στη γλώσσα όλων (ο Απρίλιος είναι πια ο πιο σκληρός μήνας, έληξε) και γιατί 100 χρόνια μετά διαβάζονται κι ακούγονται ολοκαίνουργιες.
Γιατί υπήρχε και υπάρχει κάτι μέσα σ’ εκείνους τους 433 στίχους που μας τραβά από το μανίκι: εγγαστρίμυθοι ψίθυροι σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, λατινικά, σανσκριτικά), βωμολοχίες και λεκέδες σε ξένα σεντόνια, κελαϊδίσματα αόρατων πουλιών, μουρμουρητά και γκρίνιες άλλων ηπείρων κι εποχών και πολιτισμών. Μας τραβάτε ακόμα από το μανίκι σαν επίμονες τύψεις για κάποιον που αδικήσαμε (ένας θεός ξέρει πού και πότε), σαν συμβιβασμοί κι ήττες ανεπούλωτες, σαν φέτες μνήμης από κάτι που όλοι κάπως μοιραζόμαστε.
Εκατό χρόνια είναι πολλά για να κοροϊδέψεις τόσο πολύ κόσμο. Το ότι ακόμα με το ποίημά σας εκείνο ρίχνετε μιαν αιθαλομίχλη αμφιβολίας κι αμφισβήτησης πάνω σε όσα καταφέραμε να πιστέψουμε θριαμβευτικά για τους εαυτούς μας και τους άλλους, το ότι κάνετε τις προσεκτικά υφασμένες ιστορίες της ζωής μας να ηχούν σαν σατιρικά στιχάκια (και όχι πάντα καλόγουστα), το ότι όσες μορφές κι αν αλλάζουμε εσείς βρίσκετε ακόμα τον πυρήνα τους –το ότι τρυπάτε δηλαδή το χρόνο– δεν γίνεται με υλικά εποχιακά. Κάποιο στοιχείο άφθαρτο βάλατε εκεί μέσα. Οι πασχαλιές εκείνης της πεθαμένης γης που έσμιγαν θύμηση κι επιθυμία, οι ρίζες που απλώνονταν γρυπές κι οι κλώνοι που δυνάμωναν,[3] η ανύπαρκτη εκείνη πολιτεία, ήταν τελικά αειθαλείς και βαθιές κι απόρθητες.
Μ’ αρέσει να διαβάζω το ποίημά σας χωρίς συγκέντρωση. Να αφήνω τις λέξεις να κυλούν γύρω μου και μέσα μου, όπως όταν πίνουμε κάτι ενώ η προσοχή μας είναι στραμμένη αλλού – σε κάποιον/α που έπιασε το βλέμμα μας, ή σε μια σκέψη, ή στους περαστικούς μπροστά μας. Αφήνω τις λέξεις σας να με δαγκώνουν σιγά σιγά (σαν εκείνα τα ψαράκια γύρω από τους αστραγάλους μας, στα ρηχά της θάλασσας) και χαίρομαι γιατί δεν με αναγκάζουν να πάω στα βαθιά: εσείς ο ίδιος, ποτέ δεν αναγκάσατε κανέναν να πάει στα βαθιά. Όμως, αφού περάσουν οι λέξεις γύρω μου και μέσα μου, συνειδητοποιώ ότι ήδη βούτηξα και κολύμπησα και ξαναβγήκα στη στεριά. Έχοντας πάρει μαζί μου αυτό που, φυσικά, εσείς είπατε καλύτερα: «Γιε του ανθρώπου, δεν μπορείς να μιλήσεις ούτε να μαντέψεις, γιατί το μόνο που ξέρεις είναι ένα σωρό από σπασμένες εικόνες».
Χρόνια πολλά, αγαπητέ κύριε Έλιοτ.
[1] Η Έρημη Χώρα (1922), μτφρ. Γιώργος Σεφέρης (1936, Ίκαρος 1997).
[2] The New Yorker, 3/10/2022.
[3] Η Έρημη Χώρα, όπ. π.