Σύνδεση συνδρομητών

Ο κανόνας και η παράβαση

Σάββατο, 04 Φεβρουαρίου 2023 23:43
Ιωνία, αρχή του 20ού αιώνα, με τους Σεφεριάδηδες. Από δεξιά προς τα αριστερά, τα τρία αδέλφια Σεφεριάδη: Αγγελος, Γιώργος, Ιωάννα. Ενα βήμα πίσω, η Έλλη Παπαδημητρίου.
Αρχείο Έλλης Παπαδημητρίου / Μουσείο Μπενάκη  
Ιωνία, αρχή του 20ού αιώνα, με τους Σεφεριάδηδες. Από δεξιά προς τα αριστερά, τα τρία αδέλφια Σεφεριάδη: Αγγελος, Γιώργος, Ιωάννα. Ενα βήμα πίσω, η Έλλη Παπαδημητρίου.

Ιωάννα Πετροπούλου, Έλλη Παπαδημητρίου: μια γυναίκα του 20ού αιώνα. Ο κανόνας και η παράβαση, Ερμής, Αθήνα 2022, 488 σελ.

Η ματιά στην Ελλάδα της Έλλης Παπαδημητρίου ήταν η ματιά μιας εκπατρισμένης Μικρασιάτισσας με δυτική παιδεία, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στην Ανατολή∙ μιας «φεμινίστριας υπεράνω φεμινισμού»∙ μιας αριστερής διανοούμενης που συνεργάστηκε με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· και μιας εύπορης αστής με επιστημονική κατάρτιση που γύρισε την Ελλάδα διαμένοντας σε προσφυγικούς καταυλισμούς και φωτογραφίζοντας «τσελιγκάδες, υλοτόμους,  Αλβανούς μαστόρους, Γκέκηδες και Τόσκηδες». Για ποιον λόγο η Ιωάννα Πετροπούλου εργαζόταν είκοσι χρόνια για την αυτοβιογραφία της Έλλης Παπαδημητρίου;

Αν ο κύριος στόχος της βιογραφίας είναι «η ακριβής [αληθής, ειλικρινής, πιστή] μεταφορά της προσωπικότητας», όπως διατεινόταν ο βρετανός βιογράφος και κριτικός Σίντνεϊ Λι (Sidney Lee) στις αρχές του 20ού αιώνα,[1] τότε ο/η βιογράφος δεν κρίνεται μόνο για το έργο της αυτοψίας, της συλλογής και της αποδελτίωσης (της σχετικής βιβλιογραφίας, των αρχειακών τεκμηρίων, των προφορικών μαρτυριών), για την ικανότητά του/της να λιχνίζει και να μορφοποιεί το υλικό, καταλήγοντας στο σχεδίασμα του βίου, τοποθετώντας τους όγκους (χαρακτήρες, χρονολογίες, γεγονότα) στο κατάλληλο φόντο (στην εποχή τους) και γεμίζοντας εντέλει τα περιγράμματα με χρώμα (ιδέες)· κρίνεται και από το βαθμό επιτυχίας στην προσπάθειά του/της να δώσει σχήμα στο πρόσωπο. Για το αναγνωστικό κοινό, ωστόσο, το ευρύ και το ειδικό, το ερώτημα που προηγείται της κρίσης είναι συνήθως ετούτο: γιατί μας ενδιαφέρει –μας αφορά, μας συγκινεί, μας κεντρίζει τη διανοητική περιέργεια– ο συγκεκριμένος βίος, ο συγκεκριμένος άνθρωπος;

Την απάντηση σε αυτό το τελευταίο υπαινίσσεται η Ιωάννα Πετροπούλου με τον τίτλο και τον υπότιτλο που δίνει στη βιογραφία της: Έλλη Παπαδημητρίου: μια γυναίκα του 20ού αιώνα. Ο κανόνας και η παράβαση. Πράγματι, η ανάγνωση του έργου μας επιτρέπει να περιηγηθούμε κι εμείς τον 20ό αιώνα –όρια του βίου της βιογραφούμενης: 1900-1993– με μια ματιά παραβατική: τη ματιά μιας εκπατρισμένης Μικρασιάτισσας με δυτική παιδεία, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στην Ανατολή∙ μιας «φεμινίστριας υπεράνω φεμινισμού»∙ μιας αριστερής διανοούμενης που συνεργάστηκε με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· και μιας εύπορης αστής με επιστημονική κατάρτιση που γύρισε την Ελλάδα διαμένοντας σε προσφυγικούς καταυλισμούς και φωτογραφίζοντας «τσελιγκάδες, υλοτόμους,  Αλβανούς μαστόρους, Γκέκηδες και Τόσκηδες […], καλύβια αρβανιτοβλάχικα, αλογοπάζαρα, γύφτους, Σαρακατσαναίους, σπίτια μουσουλμάνων ανταλλάξιμα, εβραίες νοικοκυρές […]» (68)[2]. Προσπαθώντας να συλλάβει την αλλόκοτη εικόνα που παρουσίαζε η Παπαδημητρίου στους έλληνες πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής τα χρόνια του πολέμου, η Πετροπούλου γράφει: «συμβόλιζε κάτι ανάμεσα σε έκπτωτη εστεμμένη μιας χαμένης αυτοκρατορίας και σε πασιονάρια της προσφυγιάς» (207).

 

Οι τρεις αποδημίες

Τρεις μεγάλες αποδημίες έζησε η Παπαδημητρίου τον αιώνα των δύο μεγάλων πολέμων. Κατά την πρώτη, φεύγει από τη γενέτειρά της, τη Σμύρνη, για σπουδές στην Αγγλία (Πανεπιστήμιο Reading). Έτσι δεν ζει από πρώτο χέρι τη μικρασιατική τραγωδία, που θα συμπέσει χρονικά με την αποφοίτησή της. Τον πόνο της βίαιης αποκοπής από την εστία, ωστόσο, θα τον νιώσει στην Ελλάδα όπου εγκαθίσταται η οικογένεια και όπου η νεαρή πτυχιούχος γεωπονικής θα στελεχώσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Την παραμονή της Γερμανικής Κατοχής, θα εκπατριστεί ξανά, στη Μέση Ανατολή αυτή τη φορά, συμμετέχοντας στον αντιφασιστικό αγώνα με διπλή ταυτότητα (αλλά χωρίς επίσημη ιδιότητα): της αριστερής διανοούμενης που ενισχύει οικονομικά την Αντίσταση, και του μυστικού στελέχους των υπηρεσιών Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE: Special Operations Executive) και Ασφαλείας Πληροφοριών Μέσης Ανατολής (SIME: Security Intelligence Middle East). Με την επιστροφή στην Ελλάδα, κλείνει και το κεφάλαιο των αποδημιών, για να ανοίξει ένα νέο: αυτό των απολογισμών και της εσωστρέφειας. Στον μεταπολεμικό κόσμο η Παπαδημητρίου εντάσσεται στην ΕΔΑ, συνεχίζει τη συνεργασία της με πολιτισμικούς θεσμούς και οργανισμούς (το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το Γαλλικό Ινστιτούτο), δοκιμάζεται στη γραφή (ποίηση, θέατρο), δημοσιεύει κείμενα στην Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και στον Ταχυδρόμο. Στο έργο της ωριμότητας, τον τρίτομο Κοινό Λόγο που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ερμής (1964-1975), συλλέγει προφορικές μαρτυρίες ανώνυμων, καθημερινών ανθρώπων από τον Α’ Πόλεμο ώς τα πρόσφατα γεγονότα.

Πέρα από την πρωτότυπη λογοτεχνική και γραμματειακή παραγωγή της συγγραφέως,  το πολύπλευρο έργο της δεν μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς αν δεν γίνει κατανοητή μια σημαντική διάστασή του: ο ρόλος της Παπαδημητρίου ως μεσολαβήτριας. Μια σειρά από παράγοντες συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας τέτοιας ταυτότητας: οι εμπειρίες του ξεριζωμού και του εκπατρισμού, η παιδεία και η γλωσσομάθειά της, η κοινωνική καταγωγή της σε συνδυασμό με τις πολιτικές της πεποιθήσεις και τους ιδεολογικούς της οραματισμούς, ίσως ακόμα και η επιστημονική της ειδίκευση. Σε κάθε περίπτωση, οι δραστηριότητές της, από τη στιγμή που εγκαθίσταται στην Ελλάδα ώς την έκδοση του Κοινού λόγου, έχουν αυτόν τον κοινό συντελεστή: ως στέλεχος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, συνεργάτιδα στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και την Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνικές Τέχνες, ως θιασώτρια και συμπαραστάτρια στις Δελφικές Εορτές, ως επιμελήτρια του Κοινού Λόγου –σε όλα τα πεδία που σχετίζονται με τις τέχνες του λόγου, της εικόνας και του ήχου–, η Παπαδημητρίου μεσολαβεί ανάμεσα σε έθνη, γλώσσες, κοινωνικές ομάδες και παραδόσεις, όπως ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή κουλτούρα, τον γραπτό και τον προφορικό λόγο.

Ειδικά όμως την περίοδο της τρίτης αποδημίας της στη Μέση Ανατολή, ο ρόλος της διαμεσολάβησης αποκτά ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί η ιστορική συνθήκη του πολέμου και της προσφυγιάς διανοίγει μια νέα προοπτική στις διαπολιτισμικές –ιδίως τις ελληνοβρετανικές– σχέσεις Έτσι, στις τρεις «ακυβέρνητες πολιτείες» (Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Ιερουσαλήμ) χτίζονται «ζώνες επαφής» ανάμεσα σε διπλωμάτες-διανοούμενους που συνεργάζονται σε περιοδικές εκδόσεις και μεταφράσεις, που συνομιλούν είτε σε σπίτια και λέσχες (η Παπαδημητρίου και ο Σεφέρης συχνάζουν στην οικία του βρετανού πρόξενου Walter Smart, στη συνοικία Ζάμαλεκ του Καΐρου), είτε μέσα από τις σελίδες περιοδικών και τις επιστολές που ανταλλάσσουν, είτε μέσα από εκπομπές ραδιοφωνικών σταθμών, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν επαφές με τις μητροπόλεις. Έτσι, στα περιοδικά Personal Landscape και Citadel που κυκλοφορούν στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, δημοσιεύονται μεταφράσεις έργων του Καβάφη,[3] του Σεφέρη και της Παπαδημητρίου κοντά σε αυτά του Λόρενς Ντάρελ, του Bernard Spencer και του Robin Fedden. H ανοιχτή επιστολή που στέλνει η Ολίβια Μάνινγκ το 1944 στο περιοδικό Horizon του Cyril Connolly με τον τίτλο “Poets in Exile”, όπου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ποίηση του Σεφέρη και της Παπαδημητρίου, μαρτυρά όχι μόνο την εκτίμηση που τρέφουν οι βρετανοί «ποιητές του Καΐρου» για τους έλληνες ομοτέχνους τους, αλλά και για τις σχέσεις συνέργειας και αλληλεπίδρασης που διαμορφώνονται αναμεταξύ τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των ημερών θα συγγράψουν αργότερα μυθιστορηματικές τριλογίες ή τετραλογίες, όπου τα βιώματα της προσφυγιάς μεταπλάθονται και όπου αποτυπώνονται η σύνθετη ανθρωπογεωγραφία και οι πολιτισμικές ανταλλαγές κι επιμειξίες που συντελούνται στα κοσμοπολίτικα κέντρα της Μέσης Ανατολής, ιδίως την περίοδο του πολέμου (βλ. ενδεικτικά την Τριλογία της Ανατολής της Mάνινγκ [1977-1980], το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ [1957-1960] και βέβαια τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα [1961-1965]).

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σταθούμε για λίγο στο γνωστότερο έργο της Παπαδημητρίου, την Ανατολή, και να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση με δραματικό χαρακτήρα: «“τέσσερις παραστάσεις και τέσσερις εξιστορήσεις”, μια “αναπόληση της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής του 1918-1922”, όπως ορίζει η δημιουργός» (220). Τα πρώτα σχεδιάσματα του έργου χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1920. Όταν την άνοιξη του 1941 η Παπαδημητρίου μπαίνει στο πλοίο για την Κρήτη (το ίδιο πλοίο με το οποίο ταξιδεύουν ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφεριάδη και πολλοί από τους βρετανούς ποιητές-διπλωμάτες που είχαν διαμείνει τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα), έχει μαζί της μια βαλίτσα με το χειρόγραφο του έργου – και μόνο με αυτό. Η Ανατολή θα τυπωθεί ιδιωτικά το 1941 στο Κάιρο και, τα επόμενα χρόνια, θα δημοσιευτεί σε συνέχειες στο Personal Landscape, σε μετάφραση της ίδιας της ποιήτριας. Έτσι, ένα έργο εμβληματικό της εμπειρίας της προσφυγιάς γίνεται σημείο αναφοράς για την ομάδα των βρετανών «ποιητών της εξορίας» που αναλογίζονται τώρα τους κομμένους δεσμούς τους: όχι μόνο από την Αγγλία, αλλά και από τη δεύτερη πατρίδα τους, την Ελλάδα. Η Ανατολή είναι, μαζί με τον Κοινό λόγο ασφαλώς, το magnum opus της Παπαδημητρίου. Τα μεταπολεμικά χρόνια και ώς το τέλος της ζωής της, η συγγραφέας το επεξεργάζεται ξανά και ξανά και το ανατυπώνει. Κάθε δεκαετία: στις επετείους του 1922. Θα άξιζε, πιστεύω, να αναλάβει κάποιος το έργο μιας κριτικής έκδοσής του. Η μελέτη των αλλεπάλληλων γραφών σε συνάρτηση με την προσωπική, ιδεολογική διαδρομή της Παπαδημητρίου και την υποδοχή της από την κριτική θα είχε πολλά να μας προσφέρει.

 

Οι βιογραφίες

Με τον παρόντα τόμο, η Ιωάννα Πετροπούλου, ιστορικός με στερεό υπόβαθρο στην ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα και ειδικά στην ιστορία του μικρασιατικού ελληνισμού, ερευνήτρια ακάματη (η ίδια έχει καταλογογραφήσει και το αρχείο της Παπαδημητρίου)[4] και με ευαισθησία σε ζητήματα φύλου και πολιτισμικής ιστορίας, κατορθώνει να ανασυστήσει στο ελληνικό κοινό μια σημαντική προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, σε μεγάλο βαθμό αγνοημένη από τη σύγχρονη έρευνα. Για το ενδιαφέρον που μπορεί να παρουσιάζει η περίπτωση της Παπαδημητρίου για τον σημερινό αναγνώστη, θα αρκεστώ σε όσα προηγήθηκαν. Το έργο που συζητάμε σήμερα, όμως, μας αναγκάζει να σταθούμε και σε δύο άλλα, καίρια για την επιστήμη, ζητήματα: τη σημασία των βιογραφικών ειδών για τις ανθρωπιστικές σπουδές, καθώς και τον ίδιο το χαρακτήρα της βιογραφίας ως είδους που μετεωρίζεται ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Επιστρέφω λοιπόν στα αρχικά μου ερωτήματα.

O Σίντνεϊ Λι, με τον οποίο ξεκινήσαμε, ήταν ο αρχισυντάκτης του βρετανικού Λεξικού Εθνικής Βιογραφίας. Η διάλεξη όπου παρουσιάζει τις απόψεις του για το είδος έγινε το 1911, εις μνήμην του προκατόχου του στη θέση, του Leslie Stephen. Μια δεκαπενταετία αργότερα, θα γίνει αντικείμενο αυστηρής (ίσως και άδικης) κριτικής από την κόρη του Stephen που, στην προσπάθειά της να διαφοροποιηθεί από την παράδοση του ακαδημαϊσμού την οποία αντιπροσώπευε ο Λι (και ο γεννήτοράς της), θα επιχειρήσει να αναθεωρήσει τα desiderata του είδους (“New Biography”, 1927).[5] Στο στόχαστρο της Virginia Stephen (από το 1912 και εξής: Βιρτζίνια Γουλφ) ήταν η παράδοση της βικτωριανής βιογραφίας εξαιτίας του ηθικοπλαστικού της χαρακτήρα και της έμφασης σε γεγονότα και πράξεις έναντι της «εσωτερικής ζωής» των χαρακτήρων. Αντιθέτως, στο νέο μοντέλο βιογραφίας που είχε πρόσφατα εισηγηθεί ο Lytton Strachey (βλ. Επιφανείς Βικτωριανοί [Eminent Victorians], 1918), η Γουλφ ξεχώριζε, πέρα από τις άλλες αρετές, το ενδιαφέρον του βιογράφου για τους ίδιους τους χαρακτήρες και τον εσωτερικό τους κόσμο. Διέκρινε έτσι ανάμεσα στη «γρανιτένια στερεότητα των εξωτερικών γεγονότων» και το «ουράνιο τόξο της πραγματικής ζωής», δηλαδή της εσωτερικής: αυτής που μόνο η μυθοπλασία κατορθώνει να συλλάβει. Η μεγάλη πρόκληση της βιογραφίας, για τη Γουλφ, ήταν να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε οι δύο αυτές κατηγορίες γνώσης να συνδυαστούν σε ένα ενιαίο έργο – πράγμα που θα προϋπέθετε τη σύμπραξη ιστορίας και μυθοπλασίας.[6]  

Σε μια παρόμοια προβληματική μάς εισάγει η Πετροπούλου στο προλογικό της σημείωμα:

Η βιογραφία […] ακροβατεί ανάμεσα στο στέρεο και το τεκμηριωμένο από τη μια, στο φευγαλέο και απροσδιόριστο από την άλλη. Πέρα από την πίστη στα τεκμήρια […], δουλειά του βιογράφου είναι η εξιστόρηση. Η εξιστόρηση έχει χρεία της φαντασίας. Και η φαντασία δεν μπορεί παρά να είναι «ωραία και άπιστη». (18)

Εξάλλου, η ονομαστική της αναφορά στη Γουλφ, λίγες αράδες πιο κάτω, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τις οφειλές της στη βρετανίδα πεζογράφο που, εκτός από τα δοκίμιά της για τη βιογραφία, μας άφησε και ένα έμμεσο τεκμήριο της δυσπιστίας της απέναντι στο παραδοσιακό βιογραφικό εγχείρημα: το μυθιστόρημα Ορλάντο (1928).

Η Πετροπούλου ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν συγχέει τα όρια της ιστορίας και της μυθοπλασίας, ούτε αμφισβητεί τη σημασία των υλικών τεκμηρίων: των πράξεων, των γεγονότων, των ιστορικών συγκείμενων. Αν προσπαθεί πράγματι να αποδώσει τον χαρακτήρα της Παπαδημητρίου (τους «πολλούς εαυτούς» της), να τη φανταστεί στο εκάστοτε σκηνικό, να ερμηνεύσει τα κίνητρά της ή να αποδώσει την «εσωτερική ζωή» των σκέψεων και των συναισθημάτων, αυτό το κάνει με πλήρη επίγνωση του ρόλου της και των ορίων αυτού: «Εδώ η βιογράφος οφείλει να ερμηνεύσει με τα ελάχιστα διαθέσιμα ιστορικά ψιχία […]» (146), και πάντως χωρίς να απομακρύνεται από τα εξωτερικά γεγονότα. Επιπλέον, η συγγραφέας αξιοποιεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά την παλαιά μέθοδο των «παράλληλων βίων». Οι εμβόλιμες ενότητες αλλά και οι σχεδόν αδιόρατες παρεκβάσεις όπου ο χαρακτήρας της Παπαδημητρίου αντιπαραβάλλεται, άμεσα ή έμμεσα, σε αυτόν συγχρόνων της (του Γιώργου Σεφέρη, του Φώτη Κόντογλου, της Μέλπως Μερλιέ, της Νέλλης κ.ά) μας αναγκάζουν να προβούμε σε συγκρίσεις και συμπεράσματα, αναλογιζόμενοι τόσο τα κοινά βιώματα που υπαγορεύονται από εξωτερικές συνθήκες όσο και τις αποκλίσεις στις επιλογές και τις ατομικές διαδρομές όπου υπεισέρχονται οι παράγοντες της ατομικής ψυχολογίας, νοοτροπίας και ηθικής. Και η μέθοδος ετούτη μας δίνει ίσως ένα ακόμα ερέθισμα για να συλλογιστούμε τον πολύσημο υπότιτλο της Πετροπούλου: «Ο κανόνας και η παράβαση».

 

[1] Τη φράση παραθέτει η Βιρτζίνια Γουλφ στο δοκίμιό της «The New Biography» που δημοσιεύτηκε στην εφ. New York Herald Tribune, 30/10/1927 και συμπεριλήφθηκε αργότερα στον τόμο Granite and Rainbow, Hogarth Press, Λονδίνο 1958. Συμβουλεύτηκα την έκδοση Granite and Rainbow, Girvin Press, Νέα Υόρκη 2012, σ. 149.

[2] Η Πετροπούλου παραθέτει τα λόγια της Παπαδημητρίου από το λεύκωμα Παλιές φωτογραφίες. Ήπειρος – Μακεδονία, λήψη-σελιδοποίηση Έλλη Παπαδημητρίου, μεγεθύνσεις-αντιγραφές Μάρκος Δροσάκης, λιθογραφία-επιμέλεια Παύλος Βακάλης, Ερμής, Αθήνα 1977.

[3] Ανάμεσα στα κατάλοιπα της Παπαδημητρίου σώζονται και χειρόγραφα μεταφράσεων του Καβάφη που είχε κάνει σε συνεργασία με κάποιον από τους «Βρετανούς φίλους» της Μέσης Ανατολής, πιθανότατα τον μετέπειτα βιογράφο του Καβάφη, Robert Liddell. Βλ. Πετροπούλου, σ. 223-225.

[4] Βλ. Ιωάννα Πετροπούλου, «Αρχείο Έλλης Παπαδημητρίου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 13 (1999), σ. 269-338.

[5] Για μια σύγχρονη κριτική παρουσίαση των απόψεων της Γουλφ για τη βιογραφία, βλ. Ray Monk, “This Fictitious Life: Virginia Woolf on Biography, Reality, and Character”, Philosophy and Literature 31.1 (2007), σ. 1-40. Στο εξαιρετικό αυτό κείμενο, στο οποίο στηρίζομαι εδώ (χωρίς ωστόσο να υιοθετώ τα συμπεράσματα του μελετητή), ο Μονκ συζητάει τη σχέση της Γουλφ με τους βικτωριανούς βιογράφους, και υποστηρίζει ότι η πεζογράφος παρερμηνεύει εν μέρει τις απόψεις τόσο του Λι όσο και του Strachey.

[6] Βλ. “The New Biography”, ό.π., σ. 149: “And if we think of truth as something of granite-like solidity and of personality as something of rainbow-like intangibility and reflect that the aim of biography is to weld these two into a seamless whole, we shall admit that the problem is a stiff one and that we need not wonder if biographers have for the most part failed to solve it.”

Εμμανουέλα Κάντζια

Σπούδασε νεοελληνική και συγκριτική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Πρίνστον και Χάρβαρντ της Αμερικής, εργάζεται στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος – Pierce, στο πρόγραμμα του Διεθνούς Απολυτηρίου. Έχει δημοσιεύσει τις μονογραφίες Το όνομα και το πράγμα: Πλατωνικοί απόηχοι στο διήγημα του Γ.Μ. Βιζυηνού «Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα» (2012) και Τρεις εν πλω (σε συνεργασία με τον Κώστα Ιωαννίδη, 2018) και έχει επιμεληθεί τον πρώτο τόμο των απάντων του Δημητρίου Καπετανάκη, Τα Δημοσιευμένα 1933-1944 (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.