Σύνδεση συνδρομητών

Το σχολείο των ιεραποστόλων

Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 2024 16:26
Η Φάννυ Χιλλ (στο κέντρο) με τις μαθήτριες της Σχολής.
Αρχείο Σχολής Χιλλ
Η Φάννυ Χιλλ (στο κέντρο) με τις μαθήτριες της Σχολής.

Εκπαιδεύοντας παιδιά στη μετεπαναστατική Αθήνα. Τα ημερολόγια του Τζων & της Φάννυ Χιλλ, μετάφραση από τα αγγλικά: Μάνια Μεζίτη, εισαγωγή - επιμέλεια: Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ευρασία, Αθήνα 2023, 374 σελ.

Στις 2 Οκτωβρίου 1830 απέπλευσε από τις ΗΠΑ η πρώτη οργανωμένη μετάβαση απεσταλμένων της Ιεραποστολικής Εταιρείας Εσωτερικού και Αλλοδαπής (DFMS), επίσημης ιεραποστολικής εταιρείας της Επισκοπικής Εκκλησίας για την Ανατολική Μεσόγειο και την Ελλάδα. Μέλη της αποστολής ήταν ένα ζευγάρι αμερικανών ιεραπόστολων: ο Τζων Χένρυ Χιλλ, 39 ετών, πρώην υπάλληλος χρεοκοπημένης τράπεζας και εφημέριος Επισκοπικής Εκκλησίας, και η κατά οκτώ χρόνια νεότερη σύζυγός του Φράνσις Μαρία Μάλλιγκαν – «Φάννυ» για τους δικούς της. Κατέληξαν στην Αθήνα και έφτιαξαν σχολείο. Η Σχολή Χιλλ φέρει το όνομά τους. Τα ημερολόγιά τους μαρτυρούν την αθηναϊκή περιπέτειά τους. Tεύχος 149

 Πριν από πολλά πολλά χρόνια υπήρξε μια Αθήνα που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Το λέω με τόλμη γιατί νομίζω ότι ακόμα και οι πιο καλοί γνώστες της Ιστορίας μας δυσκολεύονται να «κάνουν εικόνα» βασιζόμενοι σε όσα γνωρίζουν από κείμενα και μαρτυρίες: πώς να «δεις» ένα σκονισμένο λασπωμένο χωριό, μια πόλη που στήνεται μέρα με τη μέρα με επιρροές από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διάσπαρτη με σπαράγματα μιας αρχαιότητας που οι θρησκευτικοί προϊστάμενοι θα προτιμούσαν να παρέμενε βυθισμένη στην προχριστιανική της απειθαρχία για πάντα;

Λίγο μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, τον Φεβρουάριο του 1830 στο Λονδίνο, υπήρξε μια Αθήνα όπου ανάμεσα στις καλύβες, τα χαμόσπιτα και τα νεόδμητα υπερπολυτελή μέγαρά της κυκλοφορούσαν δίπλα δίπλα βαυαροί ένστολοι και έλληνες φουστανελοφόροι, φιλέλληνες και ξένοι περιηγητές με τον Όμηρο στο χέρι, ντόπιοι γαντζωμένοι στην ντοπιολαλιά και τους τρόπους της ιδιαίτερής τους πατρίδας, διανοητές στραμμένοι στη Δύση και διανοητές στραμμένοι στην Ανατολή, Φαναριώτες που έφερναν χρήμα και εξουσία, κοτζαμπάσηδες που έχαναν χρήμα και εξουσία και πολλοί πολλοί άλλοι που ούτε έφερναν ούτε έχαναν ούτε θα αποκτούσαν ποτέ τίποτε. Μια αυλή των θαυμάτων όπου ο Σατανάς μπορούσε να κάνει, και έκανε, τα δικά του.

Ή, έτσι τουλάχιστον πίστευε η Φάννυ Χιλλ.

 

Ιεραπόστολοι στην Αθήνα

Στις 2 Οκτωβρίου 1830 απέπλευσε από τις ΗΠΑ η πρώτη οργανωμένη μετάβαση απεσταλμένων της Ιεραποστολικής Εταιρείας Εσωτερικού και Αλλοδαπής (DFMS), επίσημης ιεραποστολικής εταιρείας της Επισκοπικής Εκκλησίας. Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί ένα διερευνητικό ταξίδι στην Ελλάδα του επικεφαλής της, αιδεσιμότατου Τζων Ρόμπερτσον, ο οποίος είχε τότε δηλώσει ενθουσιασμένος με τις «δυνατότητες παρέμβασης» της Εταιρείας στο νεοσύστατο κράτος. Γιατί περί αυτού επρόκειτο: ήθελαν να προσηλυτίσουν τους Έλληνες. Να φτάσει η «σωστή θρησκεία» των Διαμαρτυρομένων και στην Ελλάδα και να οδηγηθούν οι πιστοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον «ορθό δρόμο».

Μέλη της αποστολής ήταν ένα ζευγάρι αμερικανών ιεραπόστολων: ο Τζων Χένρυ Χιλλ, 39 ετών, πρώην υπάλληλος χρεοκοπημένης τράπεζας και εφημέριος Επισκοπικής Εκκλησίας, και η κατά οκτώ χρόνια νεότερη σύζυγός του Φράνσις Μαρία Μάλλιγκαν – «Φάννυ» για τους δικούς της. Η χρηματοδότηση της ομάδας είχε γίνει σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις πρακτικές των ιεραποστολικών εταιρειών, με τη συγκέντρωση χρημάτων και εφοδίων μέσω εράνων από τις αμερικανικές επισκοπικές κοινότητες και, εκτός από χρήματα, ο Ρόμπερτσον και οι Χιλλ έφερναν μαζί τους συστατικές επιστολές (γι’ αυτό που θεωρούσαν την πιο κρίσιμη δοκιμασία, δηλαδή την αποδοχή τους) και έπιπλα για να εξοπλίσουν το σχολείο και το τυπογραφείο που σκόπευαν να δημιουργήσουν. Δεν ήσαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι που έφταναν στη χώρα: τη δεκαετία του 1830, δεκάδες αμερικανοί ιεραπόστολοι έφταναν στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα και δραστηριοποιούνταν ήδη, όπως ο περίφημος Ιωνάς Κινγκ που είχε έρθει το 1828 με τρόφιμα και ρούχα για να ενισχύσει τον Αγώνα αλλά και με πολυάριθμους τόμους εγχειριδίων στην ελληνική γλώσσα για να εφοδιάσει τα πρώτα σχολεία – με τη σύμφωνη γνώμη του Καποδίστρια που, παρά τις ενστάσεις της προσωπικής του φιλορθοδοξίας, πίστευε πάνω από όλα στη θρησκεία της εκπαίδευσης.

Έπειτα από δύο μήνες ταξίδι, οι ιεραπόστολοι έφτασαν στη Μάλτα (όπου ήδη λειτουργούσε τυπογραφείο του Αμερικανικού Συμβουλίου Επιτρόπων για τις Ξένες Ιεραποστολές – ABCFM), από εκεί στην Τήνο και, ύστερα από ένα εξάμηνο, στην Αθήνα: εδώ, με μικρά ταξιδιωτικά διαλείμματα, ο Τζων και η Φάννυ θα περνούσαν την υπόλοιπη ζωή τους. Ίδρυσαν, αρχικά στο υπόγειο ενός παλιού πύργου στην Πλάκα,  ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης για αγόρια και κορίτσια (ώς το 1852 επιτρεπόταν η συνεκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών), ένα σχολείο επαγγελματικής εκπαίδευσης για άπορα παιδιά (τα κορίτσια μάθαιναν ράψιμο, κέντημα, αργαλειό, τα αγόρια ξυλουργικές, οικοδομικές και άλλες χειρωνακτικές εργασίες), το πρώτο ιδιωτικό Ανώτερο Παρθεναγωγείο και το πρώτο νηπιαγωγείο. Στράφηκαν και στην ιδιωτική εκπαίδευση με δίδακτρα, οργάνωσαν οικοτροφείο και, γενικά, κατάφεραν να  στήσουν ένα εκπαιδευτικό σύμπαν που έσωσε πάμπολλα παιδιά από τον αφανισμό, παρέχοντάς τους πρακτικά εφόδια επιβίωσης αλλά και πολιτισμού: «Επλύνοντο, εσκουπίζοντο, εθεραπεύοντο, ενεδύοντο», πριν προχωρήσουν στα μαθήματα που αποτελούσαν τη σωτηρία τους, καθώς χωρίς το σχολείο θα γινόντουσαν «μάγκες» ή «κλέπται» ή πόρνες.

Οι Χιλλ, στη μικρή εκείνη και παράδοξη αθηναϊκή κοινωνία, ήσαν δημόσια πρόσωπα: ιεραπόστολοι, ιδιοκτήτες σχολείων (άρα και επιχειρηματίες), εκπαιδευτικοί, φιλάνθρωποι. Συμμετείχαν αλλά και παρακολουθούσαν τη συγκλονιστική ιστορική μετάβαση ενός μικρού βαλκανικού βασιλείου από την αμήχανη έναρξή του μέχρι τη σχετική σταθεροποίησή του μέσω πολέμων, δυο βασιλιάδων, πολλών πρωθυπουργών και αμέτρητων ταραχών: τη φωταγώγηση της Ακρόπολης με δαδιά, τη θεμελίωση του Παλατιού, τη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τον Αποκλεισμό, την έξωση του Όθωνα και την άφιξη του Γεωργίου Α΄, την Ένωση με τα Επτάνησα – και παράλληλα, στον «έξω κόσμο», τις εξεγέρσεις στην Ινδία, τον αμερικανικό εμφύλιο Βορείων-Νοτίων, κ.λπ.

Ήταν περίπου νομοτελειακό ότι εκείνες οι ιεραποστολικές αποστολές τελικά θα απομακρύνονταν. Ήδη από το 1835 είχαν αρχίσει να χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου κατά των Διαμαρτυρομένων από την άγρυπνη ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: αποφασίστηκε η απομάκρυνση των ιεραποστολικών εκδόσεων από όλα τα σχολεία, καθώς το εθνικό κράτος αναλάμβανε πια την εκπαίδευση των μαθητών και των μαθητριών του· οι υποψίες και οι επιθέσεις κατά του προσηλυτισμού των Διαμαρτυρομένων πύκνωσαν και πολλοί εκδιώχθηκαν (με την εξαίρεση του Κινγκ, ο οποίος συγκρούστηκε έντονα με την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία).

Το αξιοσημείωτο όμως στην ιστορία του ζεύγους των Χιλλ είναι ότι εκείνοι παρέμειναν. Γιατί; Επειδή είχαν μια ευρύτερη αντίληψη για το ρόλο τους και επέμεναν σταθερά και πιστά σε μια βαθύτερη επιδίωξη και συνεπή άσκηση του εκπαιδευτικού τους έργου; Επειδή αγάπησαν αληθινά και συνδέθηκαν βαθιά με την Ελλάδα και το έργο τους; Πάντως παρέμειναν, και επηρέασαν με πολλούς τρόπους, θετικά, το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, συνεργαζόμενοι με κορυφαίους έλληνες διαφωτιστές (π.χ. τον Νεόφυτο Βάμβα), ιδρύοντας νέους θεσμούς και, κυρίως, ενσωματώνοντας τα νεαρά κορίτσια στο εκπαιδευτικό σύστημα. Με αποτέλεσμα, η Σχολή Χιλλ να ξεπεράσει κατά πολύ τον αρχικό ιεραποστολικό της στόχο και να γίνει (και να παραμείνει) εμβληματική για την αληθινή παιδαγωγική της αξία, έως και σήμερα.  

 

Τα Ημερολόγια

Γιατί γράφει κάποιος ημερολόγιο; Η ερώτηση είναι διαχρονική και οι απαντήσεις πολλές (μια από αυτές, γιατί κάποτε δεν υπήρχε facebook)· αλλά το πιο ουσιαστικό ίσως ερώτημα είναι αν αυτός που έγραψε ημερολόγιο επιθυμούσε, στις πιο μύχιες πτυχές του εσώτερου και ανομολόγητου νου του, κάποιοι κάποτε να το δημοσιεύσουν. Προσωπικά είμαι αυτής της άποψης και τα ημερολόγια του ζεύγους Χιλλ (μέρος του προσωπικού τους αρχείου που βρίσκεται στο ιστορικό αρχείο της Σχολής, μαζί με την αλληλογραφία τους) είναι τόσο ενάρετα, τόσο άσπιλα και θεάρεστα, που μοιάζουν όντως πανέτοιμα και ανυπόμονα να δουν το φως της ημέρας, σχεδόν δυο αιώνες μετά. Όμως υπάρχει ένα στοιχείο, όπως τονίζει στην ωραία εισαγωγή της έκδοσης ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, που υποδηλώνει ότι τουλάχιστον κάποιες ημερολογιακές εγγραφές προορίζονταν μόνο για τα μάτια των συγγραφέων τους: το ότι «περιέχουν ξεκάθαρα αρνητικές κριτικές προς άλλους ιεραποστόλους αλλά και την ίδια την Εταιρεία τους». Υπάρχουν πράγματι, και από τους δυο, μπόλικα παράπονα και γκρίνια: «Έχω πολλές γνωριμίες και πολλές επαγγελματικές σχέσεις» γράφει ο Τζων Χιλλ, «μα με κανέναν τους δεν είμαστε ομοϊδεάτες. Όλοι ασχολούνται με τον εαυτό τους, όχι με τα του Ιησού Χριστού. Λίγοι είναι οι φίλοι μας που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στο Θεό».

Οι Χιλλ αφενός δεν έπαψαν να αγωνίζονται και ν’ αγωνιούν για τη δύσκολη χρηματοδότηση του έργου τους από τους δικούς τους στην Αμερική, αφετέρου δεν γλίτωσαν από την κριτική και τις επιθέσεις των ντόπιων. Το 1842 η ρωσόφιλη εφημερίδα Αιών τους κατηγόρησε για προσηλυτισμό, με αποτέλεσμα την αποχώρηση μαθητών από το σχολείο αλλά, κυρίως, την απόφαση την κυβέρνησης να εξουσιοδοτήσει την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος να διερευνήσει τις καταγγελίες. Ακολούθησαν ανακρίσεις μαθητριών και τελικά οι κατηγορίες απορρίφθηκαν. Όμως τα «Χίλλεια», όπως ονομάστηκαν, έριξαν βαριά σκιά και στο σχολείο και στις ψυχές του ζεύγους. Σκιές που προκάλεσαν, όπως γράφει η Φάννυ, «σοβαρό προβληματισμό σ’ εμένα και τον αγαπημένο μου σύζυγο». Αλλά όπως πάντα, μετά από κάθε παράπονο, μετά από κάθε παράθεση μικρών, μεγάλων και τεράστιων δυστυχιών, ακολουθεί μια ευχαριστία στον Θεό του οποίου τις πράξεις δεν αμφισβητεί ποτέ, «παρά τις θλίψεις και ταλαιπωρίες».   

Για μας που τα διαβάζουμε σήμερα, είναι δύσκολο να μην χαμογελάσουμε σε ορισμένα σημεία («Πέρασα ευχάριστα το βράδυ με την οικογένειά μου», γράφει ο Τζων Χιλλ, «διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη κι επεξηγώντας τους κάποια σημεία») – αλλά και να μην εξοργιστούμε με άλλα. Και στις δυο περιπτώσεις αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο ότι αφορούν μιαν άλλη εποχή, με άλλες αντιλήψεις. Αλλά και έναν θρησκευτικό τρόπο σκέψης που αγγίζει, έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται εμένα, το φανατισμό. Η θρησκευτική ένταση των πεποιθήσεων του ζεύγους μπορεί να παραλληλιστεί με τον τρόπο που μας ξενίζει σήμερα το ακραίο Ισλάμ: όλοι και όλα περνούν μέσα από το φίλτρο του θεάρεστου ή μη· του προκαθορισμένου από τις αναγκαίες δοκιμασίες στις οποίες ορθώς υποβάλλει ένας άτεγκτος, τιμωρητικός και βασανιστικός Θεός το ποίμνιό Του, έτσι ώστε να αποδειχθεί άξιο του μεταθανάτιου ουράνιου βασιλείου Του: «Χτες συναντήσαμε δυο οικογένειες που ο Θεός έκρινε πως έπρεπε να τις επισκεφτεί βυθίζοντάς τες στην οδύνη». Τεράστια και απύθμενα συγκλονισμένη είναι η αγανάκτηση του ζεύγους όταν αναγκάστηκαν, το 1834, να παραχωρήσουν την αίθουσα του σχολείου τους για το χορό του καρναβαλιού, στον οποίο θα παρίστατο για πρώτη φορά και ο βασιλιάς Όθων. Δεν υπήρχε άλλη κατάλληλη αίθουσα γι’ αυτό το σκοπό, και ο Χιλλ, έπειτα από αρχική άρνηση και μεγάλη πίεση, αναγκάστηκε να υποκύψει και να το δεχτεί – αλλά με πόση αυτομαστίγωση! Συγκέντρωσε όλους τους μαθητές για να εξηγήσει ότι το ανοσιούργημα αυτό θα γινόταν χωρίς τη συγκατάθεσή του, ενάντια στις αρχές και τις επιθυμίες του, ενάντια στους στόχους του σχολείου. Κατόπιν, απευθύνθηκε στα μεγαλύτερα κορίτσια που «φοβόταν ότι θα παραστούν στο χορό», για να αναλογιστούν «τούτη τη φρικτή μέρα, αν θεωρούν την ώρα και το μέρος κατάλληλο για τέτοιες τρέλες». Και να τις διαβεβαιώσει ότι η δασκάλα τους, η κυρία Χιλλ, βρίσκεται «σπίτι με μάτια γεμάτα δάκρυα και θλίψη και προσεύχεται για εκείνες γονατιστή». «Είδαμε το όμορφό μας σπίτι» καταλήγει οργισμένος, «φωταγωγημένο, μέσα σε θέα ασωτίας, να πέφτει θύμα της ανοησίας και αδιαφορίας των αρχών». Ακόμα μεγαλύτερη όμως είναι η αγανάκτηση του ζεύγους όταν η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (αργότερα, Αρσάκειο) εισάγει μαθήματα χορού με κοσμική μουσική: «Πέταξε τη μάσκα», αναφωνεί η Φάννυ. «Μπήκε στη μέση ο Σατανάς» και, ναι, έκανε τα δικά του. Τρομακτικό επίσης παράδειγμα του θεοκρατικού τρόπου σκέψης είναι ο σχολιασμός της για την εξέγερση στην Ινδία ενάντια στην κυριαρχία της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (1857-58): «Μήπως ο άγιος και δίκαιος Θεός κάνει αυτούς τους ειδωλολάτρες όργανα της οργής Του απέναντι στον πιστό λαό Του, διότι δεν Τον έχει τιμήσει ενώπιόν τους όσο πρέπει;» Και ακόμα πιο ανατριχιαστική, η καταχώριση στο ημερολόγιό της για την Επιστήμη Γεωργιάδη, τη μητέρα που ήρθε να τη βρει τρέμοντας ολόκληρη επειδή ο γιος της ήταν άρρωστος και φοβόταν ότι θα τον χάσει (η θνησιμότητα των παιδιών ήταν, την εποχή εκείνη, καθημερινή και τεράστια): «Φοβάμαι», είπε η δύστυχη μητέρα, «πως αν συμβεί, δεν θα μπορέσω να επιβιώσω». Γράφει η Φάννυ:

Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, της ζήτησα ευγενικά να γυρίσει και της θύμισα την ιστορία του Αβραάμ, πόσο αγάπησε το παιδί που περίμενε είκοσι χρόνια, το παιδί που απέκτησε στα γεράματα. Όταν όμως ο Θεός τον κάλεσε να το αποχωριστεί, ο ίδιος δεν δίστασε. Κάθε αληθινός χριστιανός θα πρέπει ν’ αγωνίζεται το ίδιο ώστε να υπακούει στο θέλημα του Θεού.

 

Η Κατερίνα

Η αγωνία των Χιλλ για να σταθούν στο ύψος του θεάρεστου έργου τους είναι τεράστια, και ειλικρινής. Μετρούν πόσες θέσεις είναι πιασμένες στα κηρύγματά τους με το άγχος ενός θιασάρχη του οποίου το έργο πρέπει να φτάσει στις καρδιές των θεατών – όμως γι’ αυτούς το όφελος δεν είναι η είσπραξη εισιτηρίων, αλλά ψυχών. Και τελικά, αυτό είναι που τους πιστώνει τη μέχρι σήμερα ευγνωμοσύνη μας: οι Χιλλ όντως έσωσαν ψυχές. Προσηλυτίζοντας όχι κάποια «ορθή πίστη» αλλά τον φωτεινό δρόμο της μόρφωσης, της εκπαίδευσης, της επιβίωσης σε έναν κόσμο άδικο κι ανελέητο. Με μόρφωση, δουλειά και προκοπή – που ίσως, χωρίς να το συνειδητοποιούν, αποτελούν τα συστατικά μιας βαθύτερης, ακόμα ισχυρότερης θρησκείας τους. Η ιστορία της Κατερίνας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Το 1832, πάνω στα σκονισμένα ερείπια της Αθήνας, καθόταν ένα φτωχό ετοιμόρροπο κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε και ζητούσε ελεημοσύνη – όση ελεημοσύνη μπορούσαν να δώσουν άνθρωποι το ίδιο φτωχοί μ’ εκείνη. Το κορίτσι είχε παράλυτα πόδια. Όταν καθόταν ακίνητη δεν την πρόσεχε κανείς, αλλά όταν προσπαθούσε να κουνηθεί προκαλούσε τη συμπόνια και του πιο αδιάφορου παρατηρητή. Προχωρούσε στα τέσσερα κρατώντας στα χέρια της δυο κομμάτια ξύλο για να μη γδέρνεται από τις πέτρες. Τη στιγμή που κουνιόταν την πρωτοείδε και ο κ. Χιλλ. Πρώτα της έκανε μερικές ερωτήσεις για τη ζωή της και μετά τη ρώτησε αν επιθυμεί να γραφτεί στο σχολείο. Ίσως μάθαινε κάτι που θα τη βοηθούσε να βγάζει το ψωμί της και μάλλον ήταν καλύτερο από το να ζητιανεύει. Απάντησε πως ζει με τη θεία της, η οποία της φέρεται πολύ καλά και δουλεύει πολύ σκληρά για να συντηρήσει την οικογένειά της. Έτσι κι εκείνη νιώθει υποχρεωμένη κάτι να προσφέρει και, αφού αδυνατεί να εργαστεί λόγω της αναπηρίας της, αναγκαστικά ζητιανεύει ώστε να μπορεί να συνεισφέρει στην οικογένεια. Ο κ. Χιλλ τη ρώτησε πόσα χρήματα μαζεύει μέσα στη μέρα. «Περίπου 30 λεπτά», είπε. Τόσο ακριβώς κόστιζε μια φραντζόλα ψωμί. Η Κατερίνα (έτσι τη λένε) ήρθε τελικά στο σχολείο μας. Την πληρώναμε 30 λεπτά την ημέρα. Έμαθε να διαβάζει τη Βίβλο, να πλέκει, να ράβει και να κεντάει όλα τα είδη κεντήματος. Έμεινε στο Ιεραποστολικό Σχολείο μας ώς το 1842. Τότε πια κέρδιζε από 25 ως 30 δρχ. την ημέρα. Έπειτα την προσέλαβαν στο Παλάτι όπου εργάστηκε έξι χρόνια ως κεντήστρα, μια δουλειά που απαιτεί τεράστια λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η όρασή της. Απευθύνθηκε σ’ εμάς ρωτώντας αν μπορούμε να της δώσουμε δουλειά και την πήραμε για να βοηθήσει στη διδασκαλία άλλων φτωχών κοριτσιών ώστε να γίνουν καλές κεντήστρες, όπως η ίδια. Εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί μέλος της ιεραποστολικής μας οικογένειας όχι μόνο συντηρώντας τον εαυτό της αλλά παρέχοντας βοήθεια και στη θεία της. Έτσι προήλθε το Φιλανθρωπικό Ταμείο για το Ψωμί... (Επιστολή της Φάννυ Χιλλ προς δωρήτρια του σχολείου, 1856)

Τα ημερολόγια αυτά, με την προσεγμένη επιμέλεια και τους πολύτιμους σχολιασμούς, αξίζουν για πολλούς λόγους· ίσως όμως κυρίως για όσους (όπως εγώ) προσπαθούν να φανταστούν εκείνη την περίεργη νεογέννητη Αθήνα. Παρελαύνουν από τις σελίδες τους πολλά ονόματα Ελλήνων και ξένων, πολλές τοποθεσίες, πολλά περιστατικά που από μόνα τους θα έγραφαν πολλές μικρές ιστορίες· νήματα του πολύχρωμου και πολυύφαντου χαλιού που θα άξιζε κάποτε να απλώσουμε στις σελίδες της ιστορίας μας, για να την κάνουμε πιο ζωντανή, πιο περίεργη, πιο συναρπαστική. Όπως και ήταν δηλαδή.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.