Ο Ιβάν Μπούνιν (1870-1953) διέφυγε το 1920 μέσω Οδησσού και Κωνσταντινούπολης στο Παρίσι. Στη Γαλλία διέμεινε μέχρι το θάνατό του.
Όλα του τα χρόνια που ζούσε κι έγραφε στη Ρωσία, κρατούσε παράλληλα ημερολόγιο. Το έκαψε, στις 30 Ιουλίου 1925, στο Παρίσι. Στη διαμαρτυρία της γυναίκας του για το γεγονός, απάντησε: «είμαι πολύ θυμωμένος, δεν θέλω να με δουν με τα εσώρουχά μου». Απάντηση που δεν την ικανοποίησε, οπότε ο Μπούνιν της είπε: «μην ανησυχείς, έχω κι ένα άλλο κείμενο δομημένο ημερολογιακά», το οποίο έπρεπε να δημοσιευτεί μετά το θάνατό του.
Το κείμενο αυτό ήταν το ημερολόγιο της φυγής, που όμως δεν περίμενε να δοθεί στη δημοσιότητα όταν θα πέθαινε. Το δημοσίευσε ο ίδιος το 1936, το αμέσως προσεχές διάστημα μετά το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, που του απονεμήθηκε.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε με τίτλο: Μέρες Καταραμένες, και με υπότιτλο: Μόσχα 1918 - Οδησσός 1919. Αργότερα συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν σ’ έναν τόμο και άλλα κείμενα με τίτλο: Αυτογραφικές Σημειώσεις. Σ’ αυτές, ο Μπούνιν μιλά για τον λογοτεχνικό εαυτό του, καθώς και για πολλούς λογοτέχνες και άλλες προσωπικότητες που γνώρισε στη Ρωσία. Επαινεί σχετικά άγνωστούς μας, π.χ. τον Έρτελ, ενώ ασκεί σκληρή κριτική σε μερικούς που έγιναν λογοτεχνικά είδωλα (δίχως να περιορίζει την κακή γνώμη του τυχόν φιλία που είχε παλιότερα μ’ αυτούς), όπως ο Γκόρκι, ο Μαγιακόφσκι, ο Γεσένιν κ.ά.
Σήμερα δημοσιεύονται δύο «αυτόνομα» αποσπάσματα. Το πρώτο, από τις Αυτογραφικές Σημειώσεις, αφορά την εικόνα του Κροπότκιν που είχε ο Μπούνιν, καθώς και τις τελευταίες στιγμές του «αναρχικού πρίγκιπα» στη Σοβιετική Ρωσία.
Το δεύτερο κείμενο, από τις Μέρες Καταραμένες, αφορά μια μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Μπούνιν για να μας πει πώς έζησε την Επανάσταση του 1917.
Η απομόνωση ενός αποσπάσματος το αποκόπτει από τα πρώην και τα μετέπειτα γραφόμενα. Για το λόγο αυτό και για τη διευκρίνιση σκοτεινών σημείων του αποσπάσματος από τις Μέρες Καταραμένες, συμβουλεύτηκα και την αγγλική μετάφραση του Thomas Gaiton Marullo κάνοντας κάποιες μικρές τροποποιήσεις στο ελληνικό κείμενο.
Η κακή μοίρα ενός παλιού χιλιόχρονου σπιτιού
Από τον Ιβάν Μπούνιν
Στην Πετρούπολη είχα την ιδιαίτερα ζωντανή αίσθηση που γράφω παρακάτω:
Στο χιλίων χρόνων τεράστιο σπίτι μας συνέβη ο μεγάλος θάνατος. Το σπίτι αυτό είχε αφεθεί τώρα ορθάνοιχτο και γεμάτο από έναν αναρίθμητο όχλο αργόσχολων επισκεπτών, οι οποίοι δεν έβλεπαν πια τίποτε ιερό ή απαγορευμένο σε οποιοδήποτε δωμάτιό του. Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος βρίσκονταν και οι κληρονόμοι των εκλιπόντων, άτομα σαστισμένα από τις φροντίδες και από μια ανάγκη να δίνουν εντολές – στις οποίες ωστόσο κανείς δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Το πλήθος περιφερόταν από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Δίχως ποτέ να σταματήσουν να τραγανίζουν και να μασουλάν’ ηλιόσπορους· απλώς κοιτούσαν τριγύρω και κρατούσαν τη γλώσσα τους, περιμένοντας καλύτερους καιρούς για να μιλήσουν. Αλλά οι κληρονόμοι έπαιζαν παιχνίδια στο πλήθος, μιλώντας ακατάπαυστα και διαβεβαιώνοντας τους ανθρώπους και τον εαυτό τους ότι ήταν ακριβώς αυτοί, το κυρίαρχο πλήθος, οι οποίοι μέσα στην «ιερή οργή» τους είχαν σπάσει τις «αλυσίδες» που είχαν δεμένους τους εκλιπόντες και τους κληρονόμους. Συνέχιζαν να ενσταλάζουν στους ανθρώπους, καθώς επίσης και στους εαυτούς τους, την ιδέα ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν οι ίδιοι ως κληρονόμοι – αλλά ως παροδικοί διαχειριστές που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν το πλήθος.
Το άδοξο τέλος του Πιότρ Κροπότκιν
Από τον Ιβάν Μπούνιν
Ο Κροπότκιν ανήκε στην υψηλή ρωσική αριστοκρατία, στα νιάτα του ήταν ένα από τα πιο κοντινά και έμπιστα πρόσωπα του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄, έπειτα έφυγε στην Αγγλία, όπου έζησε ώς την επανάσταση του Φεβρουαρίου, ώς την άνοιξη του 1917. Εκείνη τη χρονιά τον γνώρισα στην Μόσχα και έμεινα έκπληκτος, εντυπωσιασμένος. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που η φήμη του έχει απλωθεί σε όλη την Ευρώπη, είχε γίνει γνωστός ως θεωρητικός, ως αναρχικός, ως συγγραφέας του έργου Σημειώσεις ενός επαναστάτη, αλλά και ως σπουδαίος γεωγράφος, περιηγητής και εξερευνητής της ανατολικής Σιβηρίας και των πολικών περιοχών. Αντίκρισα έναν κοντούλη γεροντάκο με ρόδινα μάγουλα και με λιγοστά λευκά μαλλιά, απαλά σαν πούπουλο. Είχε ζωντάνια και απέπνεε μια γλυκύτητα, μιαν αθωότητα παιδική, ήταν ευχάριστος στην ομιλία κι είχε άνετους τρόπους. Τα μάτια του ήταν ζωηρά, καθαρά, το βλέμμα του καλοσυνάτο κι εύπιστο, μιλούσε με ευχέρεια τη γλώσσα των αριστοκρατών και συνάμα είχε μια αφέλεια που σε άγγιζε βαθιά…
Την εποχή εκείνη τον περιέβαλλαν με σεβασμό, του έδειχναν το ενδιαφέρον τους – ήταν ένας επαναστάτης, αν και κάπως ειρηνικός, που είχε επιστρέψει στην πατρίδα μετά από χρόνια εξορίας, ήταν το καμάρι της Επανάστασης του Φεβρουαρίου, η οποία επιτέλους «απάλλαξε τη Ρωσία από τον τσαρισμό». Τον έβαλαν να μείνει σε κάποια έπαυλη –δε θυμάμαι πια σε ποιον ανήκε– σε έναν από τους ωραιότερους δρόμους της αριστοκρατικής συνοικίας της Μόσχας. Στα τέλη αυτής της χρονιάς, σε κείνα ακριβώς τα διαμερίσματα του Κροπότκιν, διοργανώνονταν συνελεύσεις «με θέμα την ίδρυση της Λίγκας των Ομοσπονδιακών». Στα τέλη αυτής της χρονιάς… Τι γινόταν στη Ρωσία τότε, θυμάστε; Και οι ρώσοι διανοούμενοι μαζεύονταν για να ιδρύσουν κάποια «Λίγκα» στο ματοβαμμένο φρενοκομείο, στο οποίο είχε μετατραπεί πλέον όλη η χώρα.
Και να ’ταν μόνο η «Λίγκα»! Να τι έγινε παρακάτω.
Τον Μάρτιο του 1918, οι μπολσεβίκοι τον πέταξαν έξω από την έπαυλη, προχωρώντας σε επίταξή της για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ο Κροπότκιν μεταφέρθηκε σε ένα άλλο σπίτι και προσπάθησε να συναντηθεί με τον Λένιν, με την αφελέστατη ελπίδα να τον κάνει να μετανοήσει για εκείνη τη σκληρή τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί στη Ρωσία· τελικά κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού. Για κάποιον λόγο διατηρούσε «καλές σχέσεις» με έναν από τους εμπίστους του Λένιν, τον Μποντς - Μπρουγιέβιτς, στο γραφείο του οποίου, στο Κρεμλίνο, έγινε εκείνη η συνάντηση. Μου είναι εντελώς ακατανόητο πώς μπορούσε ο Κροπότκιν «να έχει καλές σχέσεις» με αυτόν τον φοβερό λεχρίτη – φοβερό ακόμη και για τα μέτρα των μπολσεβίκων. Κι όμως, έτσι είχαν τα πράγματα. Κι επιπλέον, επιχείρησε να πείσει τον Λένιν «να βαδίσει σ’ έναν δρόμο πιο ανθρώπινο». Όταν απέτυχε δήλωσε «απογοητευμένος» από τον Λένιν, ενώ όποτε μιλούσε για τη μεταξύ τους συνάντηση ανασήκωνε τους ώμους: «Κατάλαβα ότι είναι μάταιο να προσπαθώ να πείσω αυτόν τον άνθρωπο για το οτιδήποτε. Τον κατηγόρησα ότι σκότωσε δυόμιση χιλιάδες ψυχές σε αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας του. Αλλά είδα ότι τα λόγια μου δεν του έκαναν την παραμικρή εντύπωση».
Αργότερα, όταν οι μπολσεβίκοι έδιωξαν και πάλι τον αναρχικό πρίγκιπα από το σπίτι του, «κατάλαβε» ότι έπρεπε να φύγει από τη Μόσχα και να μετακομίσει στην επαρχιακή πόλη Ντμίτροφ για να ζήσει εκεί σαν άνθρωπος των σπηλαίων, κάτω από συνθήκες που κανένας αναρχικός δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Εκεί πέθανε ο Κροπότκιν, αφού πέρασε ατελείωτα βάσανα – γνώρισε την πείνα, έπαθε σκορβούτο, υπέμενε δριμύ ψύχος, έβλεπε τη γριά πριγκίπισσα να πασχίζει να εξασφαλίσει έστω μια φέτα μπαγιάτικο ψωμί… Γέρος, ζαρωμένος, δυστυχισμένος, ο πρίγκιπας ονειρευόταν να αγοράσει τσόχινες μπότες. Δεν τα κατάφερε, του πήρε κάποιους μήνες –μήνες!...– για να προμηθευτεί το κουπόνι γι’ αυτές τις τσόχινες μπότες. Και τα βράδια τα περνούσε γράφοντας, κάτω από τ’ αχνό φως ενός μικρού δαδιού, το τελευταίο δοκίμιο, Περί ηθικής…
Μπορείτε να φανταστείτε κάτι πιο τρομακτικό; Αυτός ο άνθρωπος, που κάποτε ήταν έμπιστος του Αλεξάνδρου Β΄, ξόδεψε σχεδόν όλη τη ζωή του πρεσβεύοντας τις αναρχικές ιδέες ονειρευόμενος έναν αναρχικό παράδεισο· ζούσε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε πλάσματα που καλά καλά δεν είχαν μάθει να περπατάν’ με τα πίσω πόδια! Και πέθανε μεσούσης της επαναστάσεως, που επιτέλους συντελέστηκε. Άφησε την τελευταία του πνοή μες στο κρύο, την πείνα, κάτω από το φως ενός δαδιού που κάπνιζε, σκύβοντας επάνω από το χειρόγραφό του που μιλούσε για την ανθρώπινη ηθική.