Η καλή αναγνωστική συμπεριφορά, γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο Ελεύθερος σκοπευτής (Μεταίχμιο, Αθήνα 2024), είναι αργή:
αντίθετα με εκείνο το «αμέσως το ρούφηξα!» που αναφωνείται τόσο συχνά με ενθουσιασμό και πρόθεση επαινετική, τα βιβλία πρέπει να τα προσεγγίζουμε «με λεπτότητα απέναντι στις λέξεις που εύκολα σπάνε, αν δεν ξέρεις πώς να τις πιάσεις». Και είναι αλήθεια: οι λέξεις και οι ιδέες που κουβαλούν μέσα τους δεν έχουν καμία άλλη προστασία πέρα από τη δική μας ικανότητα, και διάθεση, να τις αφήσουμε να μας πλησιάσουν με τον δικό τους ρυθμό, με τη δική τους αντοχή. Οι λέξεις του Θεοδωρόπουλου, έργο που καλύπτει κοντά πενήντα χρόνια, δεν ζητούν να «ρουφηχθούν» αλλά ν’ αγγιχτούν προσεκτικά. Γιατί επιλέχτηκαν και καταγράφηκαν με μεγάλη αναζήτηση κι αγωνία, κι όχι μόνο για να κερδίσουν τους επαίνους μας: κυρίως για ν’ ανοίξουν, και να κρατήσουν ανοιχτούς, διαύλους επικοινωνίας με τόπους και χρόνους της ανθρώπινης συνείδησης που σπάνε εύκολα και χάνονται – αν δεν ξέρεις πώς να τους πιάσεις.
Αρχικά γοητευμένος, όπως δηλώνει, ούτε από το ύφος ούτε από τον συγγραφέα ούτε από την πλοκή της μεγάλης λογοτεχνίας αλλά από τους ήρωές της, ο Θεοδωρόπουλος ακολούθησε τις φλέβες του ορυχείου της. Η πορεία του ήταν αυτή. Και όσοι από εμάς πλησιάσαμε με προσοχή τις εύθραυστες λέξεις του μπορέσαμε, κρατημένοι από το σχοινί της γραφής του, να προσεγγίσουμε το ορυχείο αυτό μαζί του. Σαστισμένοι, ή προβληματισμένοι, ή διχασμένοι· αλλά και συνεπαρμένοι.
Η προοπτική της ύπαρξης
«Ο μυθιστορηματικός λόγος πάντα παλεύει να βρει την οπτική γωνία που θα του αποκαλύψει τα κενά της. Ο μυθιστορηματικός λόγος είναι εξ ορισμού ειρωνικός» γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στον Ελεύθερο σκοπευτή. Η ειρωνεία είναι το «μουσικό χαλί» που διατρέχει τον συγγραφέα και αρθρογράφο Θεοδωρόπουλο, αλλά δεν είναι ύφος – κι ούτε στρέφεται κατά του αναγνώστη:
Η ειρωνεία δεν είναι υφολογικό τέχνασμα συγγραφέα. Ο σαρκασμός μπορεί, ο σαρκασμός είναι το στραβομουτσούνιασμα της έκφρασης, το ξέσπασμα ενός εσωτερικού σπασμού, η φαγούρα που θες να την ξύσεις για να γλιτώσεις απ’ το βάσανο. Η ειρωνεία όμως είναι η προοπτική της ύπαρξης. Είτε τη διακρίνεις και την ακολουθείς ώς το σημείο φυγής της, είτε, αν η οπτική σου γωνία δεν σου το επιτρέπει, δέχεσαι τα πράγματα έτσι όπως στέκουν μπροστά στα μάτια σου, όλα μαζί σ’ ένα ράφι, όλα στο πρώτο επίπεδο του χώρου που τα συγκρατεί για να μην πέσουν. Όλοι θα σε πάρουν στα σοβαρά και κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει γι’ αυτό. (Το ξυπόλητο σύννεφο, Ωκεανίδα 2010)
Ως προς αυτό το τελευταίο βέβαια κάνει λάθος, γιατί πολλοί τον κατηγορούν. Φυσικό, αφού τα βάζει περίπου με όλους: με τους πανεπιστημιακούς («Όσοι μεγαλώνουν και ζουν με την ιδέα της ηρωικής τους διάνοιας καρφωμένη στο μυαλό, στο τέλος καταλήγουν καθηγητές πανεπιστημίου, συνταξιοδοτημένοι εκ των προτέρων απ’ το βάρος της άχρηστης γνώσης τους»)· με τους διανοούμενους («η κοκεταρία και ο pedantisme της υποκριτικής κοινότητάς τους»)· με τη σύγχρονη δημιουργία που, «όσο εντυπωσιακή κι αν είναι, εξαντλεί γρήγορα τις δυνατότητές της»· με την «Ελλάδα της σάχλας» και το «τουρλουμπούκι της τιμοκρατίας»· με την «αισθητική της ήττας»· με τη «νόσο» της δημιουργικής γραφής – κι ας μην πιάσουμε καν τους πολιτικούς και πολυπολιτισμικούς του αφορισμούς. Το να είσαι προκλητικός εξυπηρετεί σε πρώτο πλάνο μια κάποια δημοσιότητα, εξυπηρετεί όμως και τη δημιουργία δεσμών που, αν και όχι ψηλά στην κλίμακα της δημοτικότητας, δεν παύουν να είναι ανθεκτικοί: «Η ανταλλαγή της δυσπιστίας και της απογοήτευσης δημιουργεί αισθήματα πολύ ανθεκτικότερα απ’ αυτά που δημιουργεί η πίστη και η γοητεία, εύθραυστη ισορροπία, έτοιμη να καταρρεύσει στο πρώτο στραβοπάτημα» εξηγεί ανατρεπτικά, όπως του αρέσει, στο Ξυπόλητο σύννεφο. Συγκρουσιακός, αλλά και κάτι άλλο μαζί, πιο βαθύ. Σε κείμενα σαν αυτό
Ο καθένας μας κουβαλάει και μιαν Ασία μέσα του, τον ορίζοντα αυτών των αχανών εκτάσεων που μοιάζουνε χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ο καθένας μας επιθυμεί να ξεφύγει από τα δεσμά του δικού του χρόνου ψάχνοντας την αργόσυρτη χλιδή αυτής της ερημιάς. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει ούτε στιγμή αν δεν πιστεύει ότι κουβαλάει μέσα του δυνάμεις που ξεπερνούν τα λογικά του. (Η δύναμη του σκοτεινού θεού)
δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ο Θεοδωρόπουλος είναι και κρυφά, λαθραία, ρομαντικός. Δεν γίνεται αλλιώς, όταν αποζητάς συνεχώς ό,τι βρίσκεται πίσω από τις σκιές και πέρα από τα όρια των συνειδήσεών μας. Αφιερωμένος στην πειθαρχία του λόγου, αναγνωρίζει εν τούτοις πως υπάρχουν και τα αισθήματα, και υπάρχουν «για να δίνουν σάρκα και αίμα στη σκέψη»· στα βιβλία του το συναίσθημα είναι πάντα εκεί για τον προσεκτικό αναγνώστη, χωρίς όμως ποτέ τη συνοδευτική εύκολη γοητεία του μελοδράματος: χωρίς τη «λειχήνα που φυτρώνει στην υγρασία των αισθημάτων». Δεν ελκύεται από ευκολίες και δεν αντιδρά στις μεγάλες ιδέες και στρατηγικές, αλλά «στις λάμψεις των πυροβολισμών που του δείχνουν το στόχο του». Ο στόχος: το πιο βασανιστικό ερώτημα για κάθε δημιουργό. «Πού κρύβεται και σε ποιο σημείο θα τον πετύχω;» αναρωτιέται. Πετυχαίνει πάντως μέρος του στον ορατό σημερινό κόσμο που τον περιβάλλει, για τον οποίο πιστεύει ότι «η εικόνα έχει αντικαταστήσει την πραγματικότητα με σκιές που εμφανίζονται ως πραγματικότητα, έργο κάποιων που θέλουν να παραπλανήσουν για να χειραγωγήσουν, με τον ολοκληρωτισμό της κατακερματισμένης πραγματικότητας» (Υπό το μηδέν, Ωκεανίδα 2010). Και ρωτά, «Πώς θα μπορέσουμε να δούμε την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τις σκιές της;» Και ιδού η πραγματική αγωνία.
Αγωνία
Αν κάτι ξεχωρίζει, πιστεύω, τον αληθινό λογοτέχνη από τα άλλα συγγενικά είδη, είναι αυτό που κάτω από τις αυταρέσκειες και τις αυτοαναφορικότητες, τις φιλοδοξίες, τις εμμονές και τις σκοπιμότητες, ηχεί ως πραγματική αγωνία. Αγωνία για την ουσία η οποία είναι «το κατακάθι που αφήνουν στο ασυνείδητο οι περιστροφές της αφήγησης, και που σίγουρα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός από τους ήρωες, ούτε καν του συγγραφέα. Την ψάχνει κι αυτός, όπως την ψάχνει ο αναγνώστης». Η αγωνία για τη γοητεία του απόλυτου που «όταν έχεις μάθει να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τις λέξεις του Πλάτωνα, σε περιμένει πίσω από κάθε στροφή» (Βερονάλ, Μεταίχμιο, 2015)). Ο Θεοδωρόπουλος αγωνιά: για την ελληνική ταυτότητα που «από εκεί που ήταν η βαθιά ανάσα για το άνοιγμα στον σύγχρονο κόσμο, έγινε ένα στρείδι κολλημένο στα αδρανή υλικά του ελληνισμού»· για τη δυτική παιδεία που «έχει ασφαλτοστρωθεί και σε λίγο θα χτυπάμε τα τσαρούχια μας σαν τους ευζώνους στην αλλαγή φρουράς στον Άγνωστο Στρατιώτη για να μας ακούν οι ψυχές των νεκρών»· για «μιαν αιωνιότητα που υπερβαίνει τα βιολογικά όρια της ανθρώπινης ζωής, της οποίας το μονοπώλιο δεν έχουν μόνο οι θεοί. Τη διεκδικεί και η ανθρώπινη κατάσταση» (Ελεύθερος σκοπευτής). Η αγωνία είναι το σκληρό μέταλλο κάτω από την επιφάνεια της γραφής του, και παίρνει πολλές μορφές: της σιγουριάς ότι «η ύπαρξη πάντα θα περισσεύει από την ικανότητά της να ερμηνεύει τον κόσμο» (Η δύναμη του σκοτεινού Θεού, Ωκεανίδα, 1999), και της εξομολόγησης «που αισθάνθηκε η συνείδηση όταν κατάλαβε πως είναι ορφανή». Α, ναι, η συνείδηση.
Η συνείδηση του δυτικού κόσμου
Αφού γοητεύτηκε από τους ήρωες, ο Θεοδωρόπουλος γοητεύτηκε και από τις περιπέτειές τους – και πιο πολύ από εκείνη την περιπέτεια τη «φτιαγμένη για όλες τις εποχές», δηλαδή την περιπέτεια της συνείδησης. Την περιπέτεια της αρχαίας Ελλάδας. Εκεί όπου κατοικούσε συγχρόνως το πνεύμα και το θάρρος, και που «ο συνδυασμός αυτών των δυο δυνάμεων βρίσκει διέξοδο στις τραγικές μορφές της ύπαρξης: χρειάζεται θάρρος για να εξεγερθείς κατά του Πεπρωμένου, κατά της ανθρώπινης κατάστασης, χρειάζεται όμως και πνεύμα για να μπορέσεις να δώσεις στην εξέγερση αυτή τα σχήματα της συνείδησής σου» (Μαλρώ, Οι μεταμορφώσεις της κρυφής Ελλάδας, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1996 και Ωκεανίδα 2002). Να λοιπόν η συνείδηση, που για τον Θεοδωρόπουλο,
με το που γεννιέται, απλώνεται σαν παράσιτο, τόσο σιωπηλή όσο και μια αφήγηση που γράφτηκε για να διαβαστεί. Ακολουθεί τη δική της υπόγεια διαδρομή, παράλληλη, λοξή, υποκρινόμενη ότι προχωρά γοργά για να μην την μπερδέψουν με τις μεγάλες γραμμικές πορείες που χαράσσουν την Ιστορία. Η συνείδηση δεν έχει στόχο, δεν υπόσχεται τίποτα, δεν θέλει να κατακτήσει. Θριαμβεύει εκεί όπου όλες οι μορφές ευφυΐας αποτυγχάνουν, στην ανία του ντιβανιού ή στις αναπηρίες τς πολιτικής. Θρέφεται με τις κρίσεις, εκείνες των αδελφών Καραμαζόφ και του Ζυλιέν Σορέλ. Ροκανίζει την αισιόδοξη ρώμη του θρησκευτικού συναισθήματος, του ρουφάει το αίμα, ξεγελά τα φαινόμενά του. Και διαμέσου όλων των μεταλλάξεών της, των στυλιστικών της προσποιήσεων, επιμένει και υπογράφει. Αυτή είναι η παράλληλη ιστορία της ευρωπαϊκής μας Δύσης. Η συνείδηση συνόδευσε τους μεγάλους πολέμους, τις κατακτήσεις, τις επαναστάσεις, τις ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις. Πάντα ανυπότακτη, πάντα ανίκητη, δραπετεύοντας από τις υποσχέσεις σωτηρίας –εξού και η αξιοπιστία της–, θα λέγαμε ότι έριξε πάνω σε όλα τη σκιά μιας υποψίας. Σε κάθε εποχή, επένδυσε το καθημερινό με αυτήν την απόσταση από την οποία ο δυτικός πολιτισμός άντλησε την τάση του για ειρωνεία, για εκείνο το μικρό σαρκαστικό χαμόγελο που του επιτρέπει να βλέπει τα δικά του όρια. Κι έτσι ο δυτικός πολιτισμός κατέκτησε το δικαίωμα να είναι ο μοναδικός που θρέφεται από τις κρίσεις του, τις αυτοκριτικές του και, κατά συνέπεια, τις αναγεννήσεις του. Κι αυτό ονομάζεται λογοτεχνικό έργο.» (Nous sommes tous greco-latins, Flammarion 2005.)
Η αναζήτηση της διαδρομής που συνδέει τη σύγχρονη Ελλάδα με την αρχαιότητά της είναι αυτό που ο Θεοδωρόπουλος αποκαλεί «ακολουθώντας τις φλέβες του ορυχείου». Είναι «η αναζήτηση της κατάλληλης συγχορδίας, των αρμονικών, της σύνθεσης των ετερόκλητων υλικών του ανθρώπινου χρόνου στο χρόνο της αιωνιότητας. Η γλώσσα είναι αιώνια γιατί δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται, και το τοπίο είναι αιώνιο γιατί έχει διατηρήσει στις πτυχές του τα θραύσματα των περασμένων», γράφει στο Βερονάλ. Τον απασχολεί πρωτίστως η πράξη της δημιουργίας (μα και ποιον δημιουργό δεν απασχολεί;) η οποία, λέει, δεν είναι πράξη μίμησης-υποταγής, αλλά αρπαγής: αρπάζουμε κομμάτια του πεπρωμένου, κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής που κανένας μυθιστοριογράφος δεν ανακαλύπτει καινούργια· απλώς ανακατεύει τα ήδη υπάρχοντα. Μόνο που βέβαια δεν υπάρχει τίποτα «απλό» σε όλο αυτό. Δεν είναι καθόλου απλό το να οικειοποιείσαι κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης, κομμάτια χρόνου όπως έκαναν οι Έλληνες οι οποίοι «επενδύουν, στις λευκές μορφές που μας παρέδωσαν, τη συνείδηση αυτού του χρόνου.»
Στα σχεδόν πενήντα αυτά χρόνια, ο Θεοδωρόπουλος αναμετριέται με τη λογοτεχνία που γι’ αυτόν είναι συνείδηση, απόσταση, ειρωνεία, αυτοκριτική, ανυποταξία. Και μαζί, η αέναη (και πιθανόν μάταιη) αγωνία να ξεπεραστούν τα όρια, έτσι ώστε ό,τι βρίσκεται πίσω από τα είδωλα ν’ αποκαλυφθεί. Γιατί ο μυθιστοριογράφος, πάνω απ’ όλα, «σαν υπνοβάτης, ψάχνει την πραγματικότητα γύρω του» (Σελάνα, Μεταίχμιο 2018).
«Η δουλεία του κόσμου του»
«Η κλασική σκέψη δεν είναι ένα πτώμα κατάλληλο μόνο για τις ανατομικές εργασίες των πανεπιστημιακών εργαστηρίων, αλλά μια υπαρξιακή παράμετρος του σύγχρονου κόσμου για την οποία αξίζει να δώσεις και τη ζωή σου ακόμα» γράφει για να εξηγήσει (;) την αυτοκτονία του Συκουτρή, στον οποίο η κλασική σκέψη έδωσε «την αξιοπρέπεια και τη δύναμη που του στερούσε η ζωή του» (Βερονάλ).
Αν πάντως κάτι αναβλύζει πιο γνήσια συναισθηματικό στα βιβλία του Τάκη Θεοδωρόπουλου είναι η αγάπη του για την κλασική αρχαιότητα, την «καταγεγραμμένη εμπειρία που δεν φοβήθηκε τη μικρότητα του ανθρώπινου σύμπαντος, έμαθε όμως, παλεύοντας με την ποταπότητα, να αναδεικνύει τα πολύτιμα υλικά του». Τη γνωρίζει, την αποζητά, και το σύμπαν της είναι εκεί όπου αισθάνεται πιο άνετα: «Η κλασική αρχαιότητα είναι η οδός που σου επιτρέπει να γίνεις απαιτητικός με τον σύγχρονο κόσμο». Να όμως που οι απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου δοκιμάζουν τις ανοχές του «στη μικρότητα του ανθρώπινου σύμπαντος»: η σύγχρονη σκέψη και κυρίως η περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα, ο απόλυτος πολιτισμικός σχετικισμός, η «δουλεία του κόσμου του», οδήγησαν κατά καιρούς, ομολογεί, ώς και σε αδυναμία να εξελίξει τη γραφή του.
Με όποιον τρόπο κι αν την ονομάσουμε, με όσα μέσα κι αν τη διακοσμήσουμε, υπάρχει η αναγκαία συγγραφική απομόνωση. Κάθε αληθινός συγγραφέας αποζητά το μερίδιο μοναξιάς του: τη «μοναχική σκηνή του πεζού λόγου. Εκεί όπου όλα διαδραματίζονται στη σιωπηλή συνομιλία του συγγραφέα με τον ήρωά του, και του αναγνώστη με τον συγγραφέα». Δεν είναι εύκολες οι συνομιλίες αυτές, όσο κι αν θέλουμε να τις συγχέουμε με την κελαρυστή ροή που αποκαλούμε, ευφάνταστα κι αισιόδοξα, «επικοινωνία». Ο Θεοδωρόπουλος δεν φοβάται τις σιωπές που ακολουθούν τις μεγάλες διαχρονικές συνομιλίες: είναι σαν μόλις τώρα να ειπώθηκαν όσα έχουν πραγματική σημασία, κι από εδώ και πέρα δεν έχουμε παρά να πορευτούμε στο ευρύ μονοπάτι λογισμών που μας άνοιξαν. Η γραφή του είναι γεμάτη από το διαρκές βουητό των μεγάλων, μοναχικών τοπίων.
Για τον μοναχικό Συκουτρή γράφει ότι «μετέτρεψε τη δημιουργία σε υπαρξιακή περιπέτεια, που πολλές φορές βαραίνει περισσότερο κι από το ίδιο το έργο»· κι ότι «κατάφερε να μετατρέψει τη συνομιλία με την αρχαιότητα σε χειρονομία ζωής».
Δεν θα ήταν ούτε υπερβολή ούτε κολακεία να πούμε ότι το ίδιο κατάφερε κι αυτός.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ψίθυρος της Περσεφόνης (µυθιστόρηµα, Άγρα, 1985)
Νύχτες στην Αρκαδία (νουβέλα, Εστία, 1991)
Το αδιανόητο τοπίο (µυθιστόρηµα, Εστία, 1991 – Ωκεανίδα, 2000, Μεταίχµιο, 2016)
Η πτώση του Νάρκισσου (µυθιστόρηµα, Εστία, 1994 – Ωκεανίδα, 2005)
Comme la part du ciel (νουβέλα, Voir, 1996)
A. Mαλρώ: Οι µεταµορφώσεις της κρυφής Ελλάδας (δοκίµιο, δίγλωσση έκδοση, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1996, ελληνική έκδοση: Ωκεανίδα, 2002)
Όσοι έχασαν τον ύπνο τους (θέατρο, Καστανιώτης, 1997)
Η δύναµη του σκοτεινού θεού (µυθιστόρηµα, Ωκεανίδα, 1999, βραβείο Ιδρύµατος Ουράνη της Ακαδηµίας Αθηνών, 1999)
Η τρέλα του µεσηµεριού (µυθιστόρηµα, Ωκεανίδα, 2000)
Οι εφτάψυχες των Αθηνών (αφήγηµα, Ωκεανίδα, 2001)
Το µυθιστόρηµα του Ξενοφώντα (µυθιστόρηµα, Ωκεανίδα, 2004, Μεταίχµιο, 2017)
Nous sommes tous Créco-Latins (δοκίµιο, Éditions Flammarion, Παρίσι, 2005)
Με την ανάσα της Αθήνας και της Ρώµης (δοκίµιο, Ωκεανίδα, 2006)
Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης (µυθιστόρηµα, Ωκεανίδα, 2007)
Πλάτων, Η δίκη του Σωκράτη (Ευθύφρων – Απολογία – Κρίτων) (απόδοση στα νέα ελληνικά, Ωκεανίδα, 2007)
Η µελαγχολία της Δευτέρας (από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008) (δοκίµιο, Ωκεανίδα, 2009)
Το ξυπόλητο σύννεφο (Η ιστορία µιας κωµωδίας) (µυθιστόρηµα, Ωκεανίδα, 2010)
«Το µηδέν του ενός» (στο συλλογικό έργο: Τ. Θεοδωρόπουλος, Π. Μανδραβέλης, Π. Μάρκαρης, Β. Παπαβασιλείου, Υπό το µηδέν, Ωκεανίδα, 2010)
Η επιδηµία (µυθιστόρηµα, Πατάκης, 2011)
Το τελευταίο τέταρτο (ένα ελληνικό χρονικό, Πόλις, 2012)
Σελάνα. Το µυθιστόρηµα του Παρθενώνα (µυθιστόρηµα, Μεταίχµιο, 2015)
Βερονάλ (µυθιστόρηµα, Μεταίχµιο, 2015)
Στη χώρα του περίπου. Περίπου σύγχρονη, περίπου ευρωπαϊκή, περίπου πλούσια (δοκίµιο, Μεταίχµιο, 2016)
Τα ελγίνεια και τα πορτοκάλια. Επίγονοι ή κληρονόµοι (δοκίµιο, Μεταίχµιο, 2020)
Τα πρώτα 200 χρόνια είναι δύσκολα. Δύο αιώνες νευρικής κρίσης (δοκίµιο, Μεταίχµιο, 2020)
Εµείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης (µυθιστόρηµα, Μεταίχµιο, 2022)
Ελεύθερος σκοπευτής, Μεταίχμιο 2024