Σύνδεση συνδρομητών

Η μοναδικότητα του Θουκυδίδη

Σάββατο, 18 Φεβρουαρίου 2023 23:53
Θουκυδίδης. Γύψινη προτομή, αντίγραφο ρωμαϊκού αντιγράφου που χρονολογείται περίπου στο 100 μ.Χ., ενός ελληνικού πρωτοτύπου των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ.
W. Shakko
Θουκυδίδης. Γύψινη προτομή, αντίγραφο ρωμαϊκού αντιγράφου που χρονολογείται περίπου στο 100 μ.Χ., ενός ελληνικού πρωτοτύπου των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ.

W. Robert Connor, Θουκυδίδης, μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτα Δαούτη, επιστημονική επιμέλεια: Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Gutenberg, Αθήνα 2022, 429 σελ.

Πολύ συχνά υποστηρίζεται ότι ο Θουκυδίδης είναι ένας συγγραφέας αδιάφορος για την καταστρεπτική δίνη του πολέμου, τις συμφορές και τη γενικότερη αποθηρίωση του ανθρώπου. Αυτή η αντίληψη για τον αρχαίο ιστορικό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Ο καθηγητής Connor τονίζει ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτέλεσε για τον Θουκυδίδη τη μεγαλύτερη κίνηση της μέχρι τότε ιστορίας, όχι λόγω του πολυπληθούς στρατιωτικού δυναμικού που κινητοποιήθηκε, μήτε για τον μεγάλο αριθμό στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά επειδή γιγάντωσε την ανθρώπινη δυστυχία, φοβούμενος ότι τούτη θα επανέρχεται στις ανθρώπινες κοινωνίες όσο οι άνθρωποι δεν ασκούν έλεγχο επί των ψυχορμητών τους. Τι νέο κομίζει ο W. Robert Connor στην ανάγνωση του Θουκυδίδη; (τεύχος 137)

Η κυκλοφορία του κλασικού έργου του αμερικανού καθηγητή W. Robert Connor για πρώτη φορά στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση της Παναγιώτας Δαούτη και με επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Γιάννη Τζιφόπουλου αποτελεί ένα χαρμόσυνο και ενθαρρυντικό εκδοτικό γεγονός, καθότι έρχεται να καλύψει ένα τεράστιο βιβλιογραφικό κενό αναφορικά με τις θουκυδίδειες σπουδές στην πατρίδα μας. Αυτό όχι μόνο γιατί το έργο του ομότιμου καθηγητή αποτελεί από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του ένα απαραίτητο ερμηνευτικό εργαλείο για τη μελέτη της Ιστορίας, αλλά και επειδή παρατηρείται μια επίμονη στασιμότητα στην ελληνική εκδοτική σκηνή γύρω από την προβολή του Θουκυδίδη. Συνεπώς, το έργο του Connor ελπίζω ότι θα ερεθίσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, προκαλώντας την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη μελέτη της Ιστορίας, η οποία αποτελεί ένα κλασικό εγχειρίδιο για τη μελέτη των πολιτικών κοινοτήτων και γενικότερα της πολιτικής ιστορίας.

Γιατί είναι όμως σημαντικό το βιβλίο του αμερικανού καθηγητή και τι πλεονεκτήματα προσφέρει συγκριτικά με άλλα εγχειρίδια;

 

Η μοναδικότητα του Θουκυδίδη

Το έργο αποτελείται από οκτώ καθηλωτικά και άκρως περιποιημένα κεφάλαια, ακολουθώντας την αντίστοιχη ροή των οκτώ κεφαλαίων της Ιστορίας. Αποτελεί θέση του Connor ότι ο Θουκυδίδης δεν είναι ένας κοινός συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται δηλαδή για τη στείρα και ρηχή παρουσίαση αξιωμάτων, κάτι που θα απομείωνε την οποιαδήποτε επιρροή στον αναγνώστη, αλλά η συγγραφή του αποτελεί έναν τρόπον τινά πνευματικό μαραθώνιο που απαιτεί από τον αναγνώστη τη μετατροπή του από παθητικό σε ενεργό υποκείμενο, αντικρίζοντας το θέατρο του πολέμου έτσι όπως το βίωσε ο ίδιος ο Θουκυδίδης. Υπ’ αυτή την έννοια, η Ιστορία συνιστά ένα ελιτίστικο έργο, καθώς απευθύνεται σε ένα απαιτητικό ακροατήριο που δεν επιθυμεί παραδεδομένες, εύκολες και χειροπιαστές αλήθειες, μα χρειάζεται τη δική του συμβολή, πνευματική και διανοητική, για να αντλήσει χρήσιμα μαθήματα για τις εσωτερικές διεργασίες του ιστορικού γίγνεσθαι. Άρα, η περιβόητη αντικειμενικότητα του Θουκυδίδη δεν αποτελεί παρά μια αφηγηματική στρατηγική, όπως επισημαίνεται πολύ εύστοχα στην Εισαγωγή του έργου:

μέσα από την προσωπική μαρτυρία και αξιολόγηση των γεγονότων και των χαρακτήρων, όπως περιγράφονται από τον συγγραφέα, οι αναγνώστες καθοδηγούνται να εναρμονίσουν τις αντιδράσεις τους με αυτές του κειμένου και τελικά να εξομοιώσουν τις διαθέσεις τους με αυτές του συγγραφέα[1].

Αυτή η προσέγγιση της Ιστορίας επιτρέπει στον αμερικανό συγγραφέα να τη διαχειρίζεται ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, παρά τα φαινομενικά και τελικά ελάσσονα ρήγματα, οδηγώντας τον σύγχρονο αναγνώστη μέσα από τα μεγάλα και σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας στα δικά του συμπεράσματα για τη φύση της πολιτικής, των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας, παρουσιάζοντας συνάμα το πλούσιο κοινωνικό συγκείμενο μέσα από το οποίο άνθησε η πνευματική μορφή του Θουκυδίδη. Γι’ αυτό το λόγο ο Connor συνοδεύει το σχολιασμό των χωρίων με πλήθος παράλληλων κειμένων που βοηθούν στην όσο το δυνατόν πληρέστερη αποκωδικοποίηση των καλά κρυμμένων απόψεων του ιστορικού, διότι τούτες υπάρχουν, μα θα αποκαλυφθούν μονάχα στον επίμονο και σχολαστικό μελετητή, σε εκείνον που έχει τη διάθεση να συνομιλήσει και να αντιπαρατεθεί με το προσφερόμενο υλικό.

Για τον Connor, η μοναδικότητα του Θουκυδίδη έγκειται στο ότι πολλές φορές, διαβάζοντάς τον, νιώθουμε μια εγγύτητα, ότι δηλαδή ο κόσμος του δεν είναι τελικά τόσο μακριά από τον δικό μας. Όπως δηλώνει ο ίδιος στην Εισαγωγή του «εκείνος ο παλαιότερος αγώνας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, κατά τον οποίο η δημοκρατική, ναυτική Αθήνα πολέμησε εναντίον της απολυταρχικής Σπάρτης που βάσιζε την ισχύ της στη χερσαία της δύναμη, παρείχε μια απλή αλλά φοβερά επιβλητική αλληγορία για τη δική μας εποχή. Το έργο του Θουκυδίδη αποκάλυψε μια ανάλογη κατάσταση που προηγήθηκε του δικού μας πολωμένου κόσμου και θα μπορούσε, ελπίζαμε, να παρέχει έναν οδηγό για τους κινδύνους των σύγχρονων διεθνών σχέσεων»[2].

Άραγε δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο και εμείς για την εποχή μας; Ποιος μελετητής δεν μπήκε στον πειρασμό να διαβάσει την περιγραφή του Θουκυδίδη για το λοιμό που σάρωσε την Αθήνα, τη συμπεριφορά των ανθρώπων που ήταν αντιμέτωποι με έναν αφανή εχθρό, τη μεταλλαγή και την έκπτωση των αξιών και να τα συγκρίνει με τη δική μας πορεία μέσα στα δύο χρόνια της πανδημίας; Επιπλέον, ποιος αναλυτής των διεθνών σχέσεων δεν μπήκε στον πειρασμό να ανατρέξει σε εκείνα τα σημεία του Θουκυδίδη που θα τον βοηθούσαν να ερμηνεύσει τις κινήσεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής μας; Δεν γίναμε άραγε μάρτυρες πολλών αναλύσεων που ανέτρεχαν κάπως επιπόλαια στον Θουκυδίδη για να δικαιολογήσουν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία;

Αυτές οι αναδρομές όποτε ξεσπά μια κρίση μπορεί να υπογραμμίζουν τη επικαιρότητα του ιστορικού. Ταυτόχρονα όμως ελλοχεύει και ο κίνδυνος του αναχρονισμού, να αποδώσουμε δηλαδή τις δικές μας πεποιθήσεις για τον πόλεμο, τον ανταγωνισμό ισχύος και την κυριαρχία σε έναν συγγραφέα που αποφεύγει συστηματικά –πέραν ορισμένων ηχηρών περιπτώσεων– να εκφράσει ξεκάθαρα τις απόψεις του. Αν και ο Connor, όπως παραδέχεται, διήλθε μέσα από αυτόν τον πειρασμό, επιχειρώντας να ερμηνεύσει συμβάντα της εποχής του υπό το πρίσμα της Ιστορίας, δεν του διέλαθε ο κίνδυνος του αναχρονισμού, καταλήγοντας τελικά σε μια νηφάλια στάση και αποτίμηση του έργου.

Το πλεονέκτημα της μεθόδου του Connor εδράζεται λοιπόν, όπως ειπώθηκε παραπάνω, στην ανάγνωση της Ιστορίας ως ενός συμπαγούς συνόλου, κάτι που επιτρέπει τη διαρκή επικοινωνία μεταξύ των κεφαλαίων μέσα από τους συνεχείς υπομνηματισμούς, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την αίσθηση μιας οργανικής ενότητας.

 

Ηθική, ισχύς και ανθρώπινη φύση

Η Εισαγωγή του έργου αποτελεί μια καλώς διατυπωμένη, σαφώς οριοθετημένη και άκρως κατατοπιστική παρουσίαση των διακυμάνσεων μέσα από τις οποίες διήλθε ο τομέας που ονομάζουμε «θουκυδίδειες σπουδές». Ο αναγνώστης πληροφορείται για τις ερμηνευτικές μετατοπίσεις, τις τάσεις των ειδικών, τις τριβές μεταξύ των σχολιαστών και τελικώς τις ερμηνευτικές ανασυνθέσεις σχετικά με τα μεγάλο διακύβευμα της Ιστορίας. Μπορούμε άραγε να εντοπίσουμε την υποστήριξη, έστω και αν είναι υπόρρητη, ενός κανονιστικού λόγου στις διεθνείς σχέσεις ή μέσα σε αυτόν τον «άναρχο» χώρο, ελλείψει μιας υπερκρατικής οντότητας, ο ισχυρός επιβάλλει τη θέλησή του και ο αδύναμος απλά υποχωρεί; Αυτή η ένταση ανάμεσα στην ηθική και την ισχύ μπορεί να επιλυθεί ή θα συντηρείται εσαεί όσο υπάρχουν άνθρωποι; Από την άλλη, πώς αντιδρά η ανθρώπινη φύση όταν δέχεται εξωτερικές πιέσεις και όταν διαχέεται ο φόβος στην κοινότητα; Είναι τελικώς η ανθρώπινη φύση αναλλοίωτη στο πέρασμα της ιστορίας, ικανή τόσο για το καλό όσο και –ευκολότερα– για την καταστροφή, ή μήπως υπάρχει μια αμυδρή αχτίδα αισιοδοξίας; Αναφερόμενος στην κερκυραϊκή στάση ο ιστορικός μας τονίζει ότι οι συμφορές και γενικότερα η ιστορία θα επαναλαμβάνονται καθόσον δεν αλλάζει η ανθρώπινη φύση, επιτρέποντας ένα δυνητικό περιθώριο αλλαγής:

γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται.[3] (Θουκυδίδης, Ιστορία, 3.82.2)

Ο Connor θα υποστηρίξει πως το δίκαιο του ισχυρού, διατυπωμένο από τους Αθηναίους στον περιβόητο Διάλογο Αθηναίων - Μηλίων, αποδίδεται λανθασμένα ως θέση του Θουκυδίδη, μα αποτελεί διακριτό γνώρισμα της αθηναϊκής ιδιοσυγκρασίας ή καλύτερα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, για να θυμηθούμε και τη σπουδαία ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline De Romilly)[4]. Μάλιστα, όπως αφήνει να εννοηθεί πολύ σωστά ο Αμερικανός καθηγητής συμπλέοντας με την άποψη της Ρομιγύ, εκείνο που ονομάζουμε «αθηναϊκός ιμπεριαλισμός» διήλθε μέσα από φάσεις και κλιμακώσεις με αποκορύφωμα όχι τον Διάλογο της Μήλου, καθώς εκεί αρθρώνεται μονάχα η θεωρητική του κατασκευή σε ένα τρόπον τινά ελάσσονος σημασίας επεισόδιο για την εξέλιξη του πολέμου, μα στη Σικελική Εκστρατεία η οποία όπως ξέρουμε κατέληξε σε μια οδυνηρή καταστροφή για τους Αθηναίους.

 

Πολέμου μεγάλα παθήματα

Πολύ συχνά υποστηρίζεται στον δημόσιο διάλογο ότι ο Θουκυδίδης είναι ένας συγγραφέας ψυχρός, αδιάφορος για την καταστρεπτική δίνη του πολέμου, τις συμφορές και τη γενικότερη αποθηρίωση του ανθρώπου. Αυτή η αντίληψη για τον αρχαίο ιστορικό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Ο Connor, αποκωδικοποιώντας σωστά την ιδιοσυγκρασία της αινιγματικής θουκυδίδειας ξυγγραφής, τονίζει ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτέλεσε για τον Θουκυδίδη τη μεγαλύτερη κίνηση της μέχρι τότε ιστορίας, όχι λόγω του πολυπληθούς στρατιωτικού δυναμικού που κινητοποιήθηκε, μήτε για τον μεγάλο αριθμό στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά επειδή γιγάντωσε την ανθρώπινη δυστυχία, φοβούμενος ότι τούτη θα επανέρχεται στις ανθρώπινες κοινωνίες όσο οι άνθρωποι δεν ασκούν έλεγχο επί των ψυχορμητών τους:

Παρ’ όλο που εστιάζει στις μετρήσιμες πηγές δύναμης και πάνω απ’ όλα στα πλοία και στα αποθέματα σε οικονομικούς πόρους, ο ισχυρισμός της ότι θα περιγράψει τη σπουδαιότερη κίνησιν πρέπει τώρα, όπως μπορούμε να δούμε, να κριθεί όχι συγκρίνοντάς την με τις πολυπληθείς στρατιωτικές επιχειρήσεις, που περιγράφονται από τον Ηρόδοτο, αλλά με κριτήριο τη συγκέντρωση και την ένταση της ανθρώπινης δυστυχίας στον μακροχρόνιο και καταστροφικό πόλεμο. Επομένως ο αναγνώστης μπορεί ήδη να προσδοκά ότι οποιαδήποτε πρόγνωση καθιστά το έργο εφικτό δεν αποτελεί ορθολογική πρόβλεψη και έλεγχο των γεγονότων αλλά προειδοποίηση για επαναλαμβανόμενες δυστυχίες και απώλειες[5].

Υπ’ αυτό το πρίσμα αναδεικνύεται η ανθρωπιστική διάσταση της θουκυδίδειας Ιστορίας. Η δίψα για ισχύ, η αδηφαγία, ο φόβος, ο έρως, και γενικότερα οι κλίσεις που ωθούν τον άνθρωπο σε ξεσπάσματα, ιχνηλατούνται τελικά στο μέτρο που αυτές επιταχύνουν την καλλιέργεια της ανθρώπινης δυστυχίας. Φυσικά, δεν θα προσδοκούσαμε από έναν τόσο ιδιαίτερο συγγραφέα να μας υπενθυμίζει σε κάθε σφαγή, σε κάθε εξανδραποδισμό και σε κάθε μάχη πόσο αυξάνεται ο ανθρώπινος πόνος. Αντιθέτως, αυτό το κάνει σε επιλεγμένα χωρία, περιγράφοντας με γλαφυρότητα τις κινήσεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, ούτως ώστε να προκαλέσει συναισθηματικό αναβρασμό στον αναγνώστη για τη φρίκη του πολέμου.

Τούτη η αποστροφή όμως δεν πρέπει να παραλληλιστεί με μια πασιφιστική στάση, μολονότι εύκολα θα μπορούσε κανείς να υποκύψει σε αυτόν τον πειρασμό. Ο Θουκυδίδης γνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση θα παραμείνει ουσιαστικά αναλλοίωτη στο χρόνο, προκαλώντας τα ίδια δεινά και τις ίδιες καταστροφές, ενώ το περιθώριο αλλαγής θα ελάττωνε μονάχα τη συχνότητά τους.

Εκείνο που τονίζει δεν είναι η αδυναμία του ανθρώπου να δημιουργήσει πολιτισμό αλλά το πόσο εύθραυστος είναι τελικά αυτός ο πολιτισμός. Τούτο υποδηλώνεται στο μοτίβο που έχει εντοπιστεί εντός της Ιστορίας όπου το ζεύγος έργα – λόγοι βρίσκεται σε συνεχή ένταση. Στον προσεκτικό αναγνώστη δεν θα έχει διαλάθει πως μετά την Αρχαιολογία, όπου παρατηρείται η άνθηση του πολιτισμού, ακολουθεί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, καταστρέφοντας όλα όσα κατάφεραν προηγουμένως οι άνθρωποι να δημιουργήσουν· παρομοίως, μετά τον Επιτάφιο του Περικλή, μέσα στον οποίο εκτίθενται με μεγαλοπρέπεια όλες οι αρετές του αθηναϊκού δήμου, ακολουθεί ο καταστρεπτικός λοιμός, τονίζοντάς μας την ευθραυστότητά τους μπροστά σε εξωτερικές πιέσεις.

Κλείνοντας, και εις επίρρωσιν της παραπάνω ερμηνείας, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε ένα συγκλονιστικό χωρίο, εκείνο της σφαγής στη Μυκαλυσσό, όπου Θράκες μισθοφόροι υπό την καθοδήγηση του Αθηναίου Διειτρέφη κατέστρεψαν ολοσχερώς τη μικρή βοιωτική πόλη. Η Μυκαλησσός, μια πόλη ουσιαστικά ατείχιστη και αφρούρητη, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη θηριωδία των Θρακών, οι οποίοι κατέσφαξαν τους άτυχους κατοίκους. Πίσω από την εύγλωττη περιγραφή του Θουκυδίδη και την προσεκτική επιλογή των λέξεων με τις οποίες στόλισε το παρακάτω χωρίο, ξεπροβάλλει ο οδυρμός του για τη φρίκη του πολέμου και την αποκτήνωση του ανθρώπου:

Οι Θράκες όρμησαν μέσα στην πόλη και άρχισαν να καταστρέφουν τα σπίτια και τα ιερά και να σκοτώνουν τους ανθρώπους χωρίς να λυπηθούν ούτε γέρους ούτε νέους αλλά σφάζοντας αράδα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, και παιδιά και γυναίκες, κι αυτά ακόμη τα υποζύγια και ό,τι άλλο ζωντανό έβλεπαν. Διότι οι θράκες, όπου νομίσουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, γίνονται αιμοβόροι όπως οι πιο αιμοχαρείς βάρβαροι. Και δεν έφθανε ο πανικός ο πανικός, που δεν ήταν λίγος, και ο όλεθρος σε όλες του τις μορφές· όρμησαν και σε ένα σχολείο, το μεγαλύτερο που υπήρχε εκεί και στο οποίο τα παιδιά μόλις είχαν μπει μέσα, και τα έσφαξαν όλα· και ήταν αυτή η συμφορά, που έπεσε επάνω σε ολόκληρη την πόλη, πιο μεγάλη από οποιαδήποτε άλλη, απροσδόκητη και τρομερή. [...] Αυτά συνέβησαν στη Μυκαλησσό, μια συμφορά που σε σχέση με το μέγεθος της πόλης δεν είναι από καμία άλλη σε τούτο τον πόλεμο λιγότερο άξια για θρήνους. (Θουκυδίδης, Ιστορία, 7.29-30.3)

 

[1] W. Robert Connor, Θουκυδίδης, μτφ. Παναγιώτα Δαούτη, επιστημονική επιμ. Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Αθήνα: Gutenberg, 2022, σελ. 52.

[2] ό.π, σελ. 31.

[3] «Τέτοιες συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει ίδια, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο άγριες και με διαφορές στις εκφάνσεις τους ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων κάθε φορά». Για την Ιστορία χρησιμοποιώ τη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, βλ. Θουκυδίδης, Ιστορία, μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Πόλις, 2011.

[4] Jacqueline De Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός, μτφ. Λύντια Στεφάνου, Αθήνα: Δημ. Ν. Παπαδήμα, 2009.

[5] W. Robert Connor, Θουκυδίδης, μτφ. Παναγιώτα Δαούτη, επιστημονική επιμ. Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Αθήνα: Gutenberg, 2022, σελ. 73.

 

 

Σημείωση σύνταξης: από ένα ασυγχώρητο λάθος, το κείμενο του Κωνσταντίνου Μπαλατσού ξανατυπώθηκε στο τεύχος 138, αποδόθηκε μάλιστα σε άλλον συγγραφέα. Η συγνώμη μας είναι αυτονόητη.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.