Ποτέ δεν ήθελα να εμπιστευτώ εκείνον τον ασταθή λογοτεχνικό κόσμο όπου οι αισθήσεις και οι εικόνες, τα συναισθήματα και οι σκέψεις ήταν όλα χαλαρά συνυφασμένα μεταξύ τους. Αυτό εξομολογείται, ουσιαστικά στον εαυτό του, ένας από τους δύο ανώνυμους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, στον νοερό διάλογο που κάνει με αποθανόντα φίλο του, τον οποίο είχε αποχωριστεί αρκετά χρόνια πριν, όταν εγκατέλειψε τη Γερμανία για να επιστρέψει στη γενέτειρά του, τη Νότια Κορέα.
Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η απροσδόκητη ερωτική και υπαρξιακή σχέση που αναπτύσσουν ένας άνδρας και μία γυναίκα, οι οποίοι παραμένουν ανώνυμοι καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Εκείνος από κάποια κληρονομική, πατρογραμμική πάθηση, σταδιακά στερείται την όρασή του. Ειδικά όταν σκοτεινιάζει, τα πάντα γύρω του μετατρέπονται σε σκιές και η ζωή του περιορίζεται στο διαμέρισμά του. Η μητέρα του –ο πατέρας του έχει πεθάνει– μαζί με την αδελφή του έχουν μεταναστεύσει στη Γερμανία, στην οποία έζησε κι εκείνος ένα διάστημα πριν επιστρέψει στη χώρα του. Βρίσκει δουλειά ως καθηγητής αρχαίων ελληνικών σε μια ιδιωτική Ακαδημία. Ενώ έχει προσληφθεί για να διδάξει τους βασικούς γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, προσπαθεί να το πράξει διδάσκοντας Πλάτωνα, βέβαιος ότι, έτσι, οι ελάχιστοι μαθητές του θα εκτιμήσουν την ομορφιά της γλώσσας. «Όσοι μαθαίνουν αρχαία ελληνικά περπατούν και μιλούν αργά και δεν εκφράζουν πολύ τα συναισθήματά τους», υποστηρίζει ο πρωταγωνιστής ο οποίος, όταν δεν διδάσκει, ανακαλεί πρόσωπα που σημάδεψαν το παρελθόν του:
Ανακαλεί την ερωτική απόρριψη της κόρης του γερμανού γιατρού που εξέταζε τα μάτια του. Τη σύγκρουση του ίδιου και της αδελφής του, που είναι σοπράνο, με τον πατέρα τους, ο οποίος αδυνατούσε να αποδεχτεί ότι γέννησε ένα αγόρι που έμοιαζε με κορίτσι και το αντίστροφο. Τον ασθενή, εκ γενετής φίλο του, η είδηση του πρόωρου αλλά αναμενόμενου θανάτου του οποίου επαναφέρει στη μνήμη του τις διανοητικές, υπαρξιακές τους συζητήσεις και την επιρροή των συζητήσεων αυτών στις επιλογές του βίου του. Τη δική του απόρριψη προς το πρόσωπό του φίλου, καθώς ο δεύτερος εκδήλωσε μια επιθυμία ετερότροπη της δικής του, στιγματίζοντας το ιδανικό της φιλίας τους. Πρόκειται για μια τριλογία της απόρριψης που, σε συνδυασμό με τη δυσκολία της όρασής του, φαίνεται να καθηλώνει τη ζωή του σε ένα επώδυνο παρελθόν.
Χωρίς όραση, χωρίς ομιλία
Στις σκέψεις του πρωταγωνιστή επανέρχονται ο Μπόρχες, ο βουδισμός, ο Πλάτων. Κοινό σημείο και των τριών, η δυσπιστία τους, η περιφρόνησή τους για τον κόσμο των αισθήσεων. Η τύφλωση του Μπόρχες προς το τέλος της ζωής του τον συνδέει άμεσα ψυχικά με την επικείμενη τύφλωση του άνδρα, ενώ ο βουδισμός «κόβει την πραγματικότητα των αισθήσεων με μία μαχαιριά». Για τον Πλάτωνα ο κόσμος είναι αντεστραμμένος. Όποιος πιστεύει στα όμορφα πράγματα και όχι στην απόλυτη ομορφιά που δεν βρίσκεται εντεύθεν του κόσμου, ζει σε ένα όνειρο. Στη μη πραγματική πραγματικότητα. Στο κλασικό πλατωνικό σπήλαιο των σκιών που τις συγχέει με την πραγματική ζωή. Ο πρωταγωνιστής βυθίζεται όλο και περισσότερο κυριολεκτικά στις σκιές και απομονώνεται στη μικρή γκαρσονιέρα του.
Εκείνη χώρισε πριν κάποια χρόνια, έχασε την επιμέλεια του οχτάχρονου γιου της από τον ισχυρό οικονομικά και κοινωνικά πρώην σύζυγό της, πεθαίνει η μητέρα της, επέρχεται η απώλεια της φωνής της εκ νέου. Έχει μεγαλώσει ακούγοντας από το σόι του πατέρα της και της μητέρας της ότι κόντεψε να μη γεννηθεί, εξαιτίας μιας σοβαρής επιπλοκής στη γέννα. Βιώνει την απόκοσμη ψυχρότητα της φράσης, το αμφισβητούμενο δικαίωμα της ύπαρξής της. Από μικρή τη χαρακτήριζε η γλωσσική έφεση, μόνο που η συγκεκριμένη έφεση καθίσταται για εκείνη εφιάλτης, καθώς «γλώσσες που έμοιαζαν με σούβλες διαπερνούσαν συχνά τον ύπνο της και πολλές φορές ακόμη και στη μέση της νύχτας ξυπνούσε τρομαγμένη [...] ήθελε να κάνει εμετό. Ήθελε να ουρλιάξει». Στα δεκαέξι της χάνει ξαφνικά τη δυνατότητα της ομιλίας. Το σώμα της, η ύπαρξή της ποντίζονται στην ησυχία. Και η γλώσσα επανέρχεται εξίσου ξαφνικά, αναίτια, στο μάθημα των γαλλικών, ακούγοντας τη λέξη «μπιμπλιοτέκ». Διδάσκει, γράφει ποίηση, ποθεί οι λέξεις της να εκφράσουν τους στοιχειακούς ήχους των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ωστόσο, ακόμα και το λογοτεχνικό ύφος τής προκαλεί την ίδια ταραχή και ίλιγγο με την προφορική ομιλία. Η δεύτερη απώλεια της φωνής μοιάζει με τη σιωπή του θανάτου. Παρακολουθεί τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών, αλλά της είναι αδιάφορο το νοηματοφόρο περιεχόμενο τους. Συνεπαίρνεται από τους γραμματικούς κανόνες, από κάποιες ιδιαίτερες εκφράσεις. Ο σύζυγός της, με πρόσχημα την εκμάθηση των αγγλικών, θα μεταφέρει από τον Σεπτέμβριο το παιδί τους σε άλλη πόλη και έτσι θα χάσει και αυτήν ακόμα την περιορισμένη επαφή μαζί του.
Από εδώ και ύστερα οι παράλληλες ζωές τους αρχίζουν να εφάπτονται. Στο τέλος του καλοκαιριού, στο τελευταίο μάθημα της Ακαδημίας, αργά το απόγευμα, όταν το σκοτάδι καταπίνει το φως, ένα πουλί μπαίνει στο εσωτερικό του κτιρίου όπου χτυπάει το κεφάλι του στον τσιμεντένιο τοίχο. Η γυναίκα προσπαθεί να το σώσει, το ακολουθεί, ακούει ένα αμυδρό ήχο πιι, πιι, οδηγείται όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό του Ιδρύματος. Τότε καταφτάνει και ο άνδρας. Ακούει τη φασαρία, την ακολουθεί, προσπαθεί να τη βοηθήσει. Θα παραπατήσει, θα χτυπήσει, θα σπάσει τα γυαλιά του.
Στην προσπάθειά του να βρει τα γυαλιά του ο άνδρας κόβει το χέρι του και η γυναίκα τον πηγαίνει πρώτα στο νοσοκομείο και μετά τον συνοδεύει στην γκαρσονιέρα του. Εκείνος ξαπλώνει στο κρεβάτι του και εκείνη στην ξύλινη σεζλόνγκ. Της μιλάει για την οικογένειά του, για το πρόβλημα της όρασής του, για την επιστροφή στην πατρίδα. Εκείνη θυμάται τη δική της οικογένεια, τις δικές της απώλειες. Υπάρχει μια ταυτότητα οργανικών αντιδράσεων στα όσα τους συνέβησαν. Συγκρατημένα ξεκινάει να τη ρωτάει για το δικό της πρόβλημα ομιλίας. Οι σκέψεις της για όσα της συμβαίνουν παραμένουν αμετάδοτες, της υπενθυμίζουν την αναιτιολόγητη απώλεια της ομιλίας, τη φθορά της γλώσσας, το ασυμφιλίωτο με τα πράγματα γύρω της. Ωστόσο, η υπαρξιακή της ανάγκη, η ερωτική της αφύπνιση την ωθεί να του γράφει τις απαντήσεις της στο εσωτερικό της παλάμης του. Οι κυριολεκτικές και οι μεταφορικές σκιές που τους περιβάλλουν, οι εσωτερικές και οι εξωτερικές σκιές που βιώνουν, διαλύονται στο απόκοσμο φως της παράδοξης συνάντησής τους.
Η αφήγηση του τραύματος
Περιγράφοντας αδρομερώς τα διαδοχικά τραύματα των πρωταγωνιστών και την έκφρασή τους, αντανακλαστικά θα μπορούσε να κατατάξει κανείς το μυθιστόρημα σε εκείνα που ψυχολογικοποιούν ασφυκτικά και ευνουχιστικά την ταυτότητα των υποκειμένων. Η συγγραφέας ξεφεύγει από την παγίδα χάρη σε μια σειρά αφηγηματικών και υφολογικών επιλογών και μετουσιώνει τα τραύματα σε λογοτεχνία, καθιστώντας την έκφρασή τους υπέρβαση του αφετηριακού βιώματος και, ταυτόχρονα, νέο βίωμα.
Τα είκοσι ένα κεφάλαια του μυθιστορήματος άλλοτε αρκούνται στην απλή αρίθμησή τους, άλλοτε πάλι αυτή συμπληρώνεται με μονολεκτικούς τίτλους, εξαιρουμένων των τριών προτελευταίων. Το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ονοματίζεται ως κεφάλαιο 0 συμβάλλοντας και αυτό με τον τρόπο του στην ερμητική ρευστότητα του κειμένου. Στα κεφάλαια με κεντρικό πρόσωπο τον άνδρα κυριαρχεί ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής με εσωτερική εστίαση. Στα κεφάλαια με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα ο αφηγητής είναι τριτοπρόσωπος, δίνοντας εντούτοις έμφαση και πάλι στην εσωτερική εστίαση της γυναίκας. Στο 19ο κεφάλαιο, το εκτενέστερο του μυθιστορήματος, με τον τίτλο «Συνομιλία στο σκοτάδι», οι δύο αφηγητές συνυπάρχουν πριν να διαχωριστούν εκ νέου, έχοντας όμως πλέον θεμελιώσει μια νέα σχέση. Φαίνεται πως οι επιλογές της συγγραφέως ως προς τη συνειρμική αφήγηση και εστίαση αμφιταλαντεύονται αδιάλειπτα ανάμεσα στη σύγκλιση και τη διάσταση των δύο προσώπων, σε έναν ψυχικό μετεωρισμό που καθίσταται εντονότερος αν ληφθεί υπόψη πως τα γεγονότα της ιστορίας που συγκροτούν αυτή καθαυτή τη συνάντησή τους είναι υποτυπώδη και η πλοκή αναιμική.
Η δομή του έργου ερείδεται στη συγγένεια των ψυχικών τραυμάτων, στη σημασία τους για τη συγκρότηση του χαρακτήρα των δύο πρωταγωνιστών. Το αναιμικό της πλοκής αποτελεί εύληπτη ένδειξη της απροθυμίας της συγγραφέως να προσδώσει έμφαση στην αιτιότητα της ιστορίας, στην επιτακτικότητα των ερωτημάτων και των συνεπόμενων απαντήσεων και ερμηνειών. Ο αναπαραστατικός χαρακτήρας της αφήγησης, η αναπαραγωγή της εμπειρίας ως ρηματική μίμηση σε χωροχρονικό πλαίσιο υποχωρεί για χάρη της πλεοναστικής, λυρικής έκφρασης. Επιλέγεται μια συνδιαμορφωτική αφήγηση, με την έννοια ότι τα διαδοχικά ψυχικά τραύματα των πρωταγωνιστών τέμνουν τη χρονική διαδοχή των γεγονότων, συμβάλλοντας στην ενότητα της πρόσληψής τους. Έτσι επιτυγχάνεται αυτό που διάβασα σε μια άλλη κριτική του μυθιστορήματος, ότι δεν είναι από τις ιστορίες που έλκουν στο εσωτερικό τους τον αναγνώστη όσο από εκείνες που εισβάλλουν στη συνείδησή του, επιβάλλοντας τη δυναμική τους.
Τα τραύματα των πρωταγωνιστών, η αδυναμία διαχείρισής τους και συμφιλίωσης μαζί τους ίσως να είναι και η αιτία που παραμένουν ανώνυμοι σε όλο το κείμενο. Ένας χαρακτήρας εισάγεται σε έναν αφηγηματικό κόσμο, προωθεί την αληθοφάνεια, συμβάλλει στην εξέλιξη της δράσης. Η ονοματοδοσία του συνιστά μέσο ταυτοποίησης και ταυτότητας. Τα ονόματα προσδίδουν διακριτική ατομικότητα και συνιστούν σημείο που παραπέμπει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα. Λειτουργούν δηλαδή διττά. Ως μέσο ταυτότητας και ως μέσο σήμανσης. Η ανωνυμία της γυναίκας και του άνδρα υποψιάζει ότι η αδυναμία διαχείρισης και συμφιλίωσης με τα τραύματά τους υποσκάπτει τη βούλησή τους να συγκροτηθούν ως αυτόνομα υποκείμενα, που σε μια σύγχρονη εξατομικευμένη κοινωνία πράττουν και επικοινωνούν σύμφωνα με τους παγιωμένους κανόνες και ρόλους, ώστε να είναι στοιχειωδώς λειτουργικά.
Η υπέρβαση του τραύματος
Βασικό ρόλο στην αποτύπωση του ψυχισμού τους και των τραυμάτων τους διαδραματίζουν τα όνειρα, τα οποία επανέρχονται στη διάρκεια της αφήγησης. Τα όνειρα των ηρώων αντιστοιχούν με την αντίληψη για την πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άποψη του Μπόρχες ότι «ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση και το να ζεις σημαίνει να ονειρεύεσαι». Με την πλατωνική πεποίθηση, επίσης, ότι η πίστη στα όμορφα πράγματα και όχι στην αιώνια ομορφιά είναι μια μορφή ονείρου. Το όνειρο δεν εκφράζει μόνο την απωθημένη επιθυμία, αλλά συνιστά έναν εσωτερικό μηχανισμό που αναπτύσσει το Εγώ για να αυτοπροστατευτεί. Δεν είναι τόσο το συμπυκνωμένο νόημα του ονείρου που έχει αξία όσο τα αινιγματικά του συναισθήματα και η εικαστική τους μορφοποίηση. Η έντασή τους προκαλεί σύγκρουση με το Εγώ και διαταράσσει τον ύπνο. Η αδυναμία του ονείρου να επιτύχει τη λειτουργία του το μετατρέπει σε πηγή άγχους και ανασφάλειας. Η ανάκλησή του, η επεξεργασία του, επαναφέρει την εναγώνια προσπάθεια συμβιβασμού και συμφιλίωσης του Εγώ με τα απωθημένα κίνητρα, με τα ζέοντα τραύματα. Οι δύο πρωταγωνιστές ανακαλούν στην αφήγησή τους όνειρα τα οποία, σχετιζόμενα με την τραυματική τους νεύρωση, άλλοτε τους αγχώνουν επιτείνοντας την αγωνία τους και άλλοτε επιφέρουν εφήμερη, ανακουφιστική αποφόρτιση.
Αν όμως τα όνειρα σχετίζονται σε επίπεδο προσώπων με τα ψυχικά τους τραύματα, σε ένα άλλο επίπεδο συνδράμουν στο ύφος του κειμένου. Η εικαστικότητά τους, η οπτική τους αναπαράσταση συνιστά μέρος του λυρικού ύφους του κειμένου, του εικονοποιητικού λόγου με την πληθώρα των μεταφορών, των παρομοιώσεων και πολλών άλλων εκφραστικών μέσων για τα οποία υφίσταται έντονη καχυποψία στις μέρες μας ως προς τη χρήση τους στον πεζό λόγο. Υπάρχει ένας λυρισμός της μικρολεπτομέρειας της καθημερινότητας, ο οποίος προσδίδει αδιαφάνεια στο βίωμα των πρωταγωνιστών και καθιστά ρευστή τη σχέση τους με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς ωστόσο να μετατρέπεται σε μελοδραματική έκπτωση, σε επιπόλαιη αισθηματολογία. Μια διακινδύνευση επίφοβη, καθώς το βεβαρημένο παρελθόν και παρόν των πρωταγωνιστών θα μπορούσε να λειτουργήσει εκβιαστικά ως προς τη συναισθηματική ανταπόκριση του αναγνώστη.
Το κατεξοχήν λυρικό στοιχείο του μυθιστορήματος, ωστόσο, που καθορίζει και τη δραστικότητά του θεωρώ πως είναι η υποκειμενικότητα των πρωταγωνιστών. Οι σωματικές τους αδυναμίες, η όραση και η φωνή, τόσο κεντρικές στη συγκρότηση της υποκειμενικότητας και της ανθρώπινης συμβίωσης, επισπεύδουν την περιθωριοποίησή τους, την απομόνωσή τους. Η συγγραφέας εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη συνθήκη για να αποδώσει τους ψυχικούς τους κυματισμούς, την υπαρξιακή αγωνία που τους κατατρύχει, την απρόσμενη ατραπό που δημιουργούν για να προσεγγίσουν η μία τον άλλο/ο ένας την άλλη. Ακολουθούν έναν μοναχικό, δραματικό δρόμο που τους εξορίζει από το ρεύμα της ζωής, τους αποσπά από τις βιοτικές μέριμνες και την τρέχουσα πρόσληψή τους. Τα τραύματά τους συντελούν στην απόσυρσή τους, την έξοδό τους από τις κοινωνικές σχέσεις, οδηγούμενοι σε μετατοπισμένες δράσεις, όπως αυτές στις οποίες καταφεύγουν τα έμβια όντα όταν βιώνουν μια οδυνηρή εμπειρία. Οι βιολόγοι αναφέρουν το κλασικό παράδειγμα του χιμπατζή, ο οποίος, έπειτα από μια ερωτική απογοήτευση, ανοίγει τρύπες στο έδαφος. Η ηρωίδα, π.χ., παρακολουθεί τα μαθήματα ελληνικών δίχως να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τη γλώσσα και αντιγράφει λέξεις χωρίς προφανή αιτιολόγηση. Η απόσυρση και των δύο είναι ταυτόχρονα και συνειδησιακή επιλογή, που τους οδηγεί στην αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης και επικοινωνίας εκτός της συμβατικής ομιλίας. Το βλέμμα και η αφή καθίστανται όχι απλά γλώσσα της συνείδησής τους και της προσπάθειας να επικοινωνήσουν, αλλά όργανα που τους συγκροτούν ατομικά και διαπροσωπικά. Η σωματική έκφραση μέσω του ελαττωματικού βλέμματος και της τραυματισμένης γλώσσας αναδεικνύει τη γυμνότητα του στοιχειακού συναισθήματος το οποίο ο λόγος αδυνατεί να αποτυπώσει στην ολότητά του, ενώ ελλοχεύει ταυτόχρονα ο κίνδυνος, στην προσπάθειά του να το πετύχει, να μετατραπεί σε ρητορικό σχήμα.
Συμπλήρωση της ιδιαίτερης υφολογικής ταυτότητας του μυθιστορήματος είναι και η μινιμαλιστική τεχνική του. Καίριο ρόλο στην πρόσληψη της ιστορίας διαδραματίζουν τα συμφραζόμενα που υπολανθάνουν των αφηγηματικών επεισοδίων, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να ενεργοποιηθεί για να συλλάβει τον πληθωρισμό των υπονοούμενων και των υπαινιγμών της αφήγησης. Έχει κανείς την εντύπωση ότι η κοινότοπη μεταφορά του παγόβουνου απεικονίζει τον κόσμο των πρωταγωνιστών. Όσα έχουν ειπωθεί υποβαστάζονται από ένα σώμα συμβάντων, η οργανική βαρύτητα και πυκνότητα των οποίων γειώνει το κείμενο, αποτρέποντας τη συναισθηματική του εξαΰλωση.
Η λυρική έκφραση του βιώματος, η αποσπασματικότητα της αφήγησης, η υπαινικτικότητα του λόγου, το πλούσιο γλωσσολογικό μείγμα από παραθέματα της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας υποχρεώνουν τον αναγνώστη να ιχνηλατήσει τα διάκενα της ιστορίας και, βιώνοντας ενεργητικά την αγωνία των πρωταγωνιστών, να καταστεί πιο υποψιασμένος για τον ίδιο του τον εαυτό και τη λυτρωτική λειτουργία της λογοτεχνίας. Είναι ίσως ο μοναδικός κόσμος που αξίζει να εμπιστευτούμε. Παρότι η αστάθεια των υλικών του γέννησε την απόρριψή του από τον Πλάτωνα.