Σύνδεση συνδρομητών

Η μητέρα, η ελιά, η φλαμουριά

Παρασκευή, 07 Φεβρουαρίου 2025 10:57
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα γραφεία του εκδοτικού οίκου του, υπογράφει το τελευταίο βιβλίο του.
Εύα Καραϊτίδη
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα γραφεία του εκδοτικού οίκου του, υπογράφει το τελευταίο βιβλίο του.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ο ήχος της σιωπής της. Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2024, 304 σελ.

Η μητέρα του αφηγητή πεθαίνει αρχές καλοκαιριού του 2015. Στην κηδεία της, απρόσμενα, τη συνοδεύει ένα ετερόκλητο πλήθος κόσμου, προκαλώντας την έκπληξή του. Την παραμονή του θανάτου της, έχει καλέσει αυτόν και την αδελφή του στο κρεβάτι της και τους ψιθυρίζει ελλειπτικές προτάσεις με ευδιάκριτες τις λέξεις σπηλιά, τανκς, πύργος. Την προτροπή να βρουν κάποια. Και επειδή η μητέρα του ώς το τέλος της ζωής της δεν παραληρούσε, ο αφηγητής, άνθρωπος με εγγενή κλίση να αναζητά αινίγματα ακόμα και εκεί όπου δεν υπήρχαν, αρχίζει να αναρωτιέται με ανατατική ένταση πάνω στο νόημα των τελευταίων της λέξεων.

Η τραυματική εμπειρία της απώλειας σε συνδυασμό με τις αινιγματικές τελευταίες λέξεις της, που ηχούν κάπως σαν πνευματική διαθήκη, ξεχειλίζουν από τη συνείδηση του αφηγητή και εγκαθίστανται στη ζωή του. Ο γενέθλιος τόπος, από τον οποίο έχει φύγει, επαναδιεκδικεί τα δικαιώματά του και τον υποχρεώνει να επιστρέψει σε αυτόν. Η μορφή της μητέρας του, συγκροτημένη από εικόνες και αφηγήσεις φαινομενικά ασύνδετες και ενίοτε ακατανόητες, διεμβολίζει το παρόν του και υποχρεώνει στην αφηγηματοποίησή της. Μιλώντας για το θάνατο, προσπαθεί να ξορκίσει το γεγονός του θανάτου και ταυτόχρονα να διαιωνίσει το εκλιπόν πρόσωπο ως σύμβολο στο λόγο. Στη διατομή γλώσσας και γεγονότων, ο αφηγητής αναζητά το κατάλληλο αφηγηματικό είδος το οποίο θα αποκαλύψει την αλήθεια που υφίσταται κάπου στο παρελθόν και που διαφεύγει, γλιστρά μέσα από τα χέρια του, παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες διανοητικές του επιθέσεις. Τα αινιγματικά, τελευταία λόγια της μητέρας του αναδύουν το αίνιγμα της ετερότητας της μορφής της, η οποία αποκαλύπτει μια αλήθεια που ο αποδέκτης γιος αδυνατεί να καταλάβει. Η πραγματολογική του γνώση είναι ελλιπής και τα εννοιολογικά του εργαλεία υπερκερνώνται συνεχώς από τα νέα δεδομένα που φέρνει στην επιφάνεια η έρευνά του. Έχοντας περιορισμένες μαρτυρίες, την πλαγιοκοπεί καθιστώντας έμμεσους μάρτυρες τους ανθρώπους με τους οποίους συνυπήρξε. Επειδή και αυτοί είναι αμετάκλητα απόντες, ανακαλεί τη συμπεριφορά τους ώστε, ιχνογραφώντας την, να κατανοήσει τη σχέση της μαζί της και, κατ’ επέκταση, το χαρακτήρα της. Το πεδίο διευρύνεται, ανοίγει, προσπαθώντας να αφηγηματοποιήσει το πένθος αφηγηματοποιεί και μια χώρα, την πατρίδα του. Το συλλογικό πένθος μιας ιστορικής κατάρρευσης, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της απώλειας της ταυτότητάς της και της αδυναμίας αντικατάστασής της σε έναν καινούργιο, περιδινούμενο κόσμο.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, το 1996 εξέδωσε το Τετέλεσται. Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του, φιλοδοξούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους φωτογραφίες. Φωτογραφίες όχι καλλιτεχνικές, αλλά φωτογραφίες ντοκουμέντα, φωτογραφικά στιγμιότυπα τα οποία δεν στόχευαν στην  ανασύνταξη του παρελθόντος αλλά αποκαλύπτονταν ως υπαινιγμοί μιας κρυμμένης αλήθειας. Το μυθιστόρημα δεν γράφτηκε ποτέ (τουλάχιστον ώς τώρα), ωστόσο η συγκέντρωση των φωτογραφιών τον οδήγησε στη γραφή ενός τόμου δοκιμίων τα οποία αφουγκράζονταν υβριδικά, με κείμενο και φωτογραφία, τον εκρηκτικό 20ό αιώνα.

Στην πρώτη θεματική ενότητα με τον τίτλο «Ιστορία», στη δεύτερη φωτογραφία, απεικονίζεται η μητέρα του συγγραφέα να ανηφορίζει τη Σταδίου, το χειμώνα του 1945. Φωτογραφία της καθημερινότητας από αυτές που τραβούσαν οι φωτογράφοι της εποχής, χωρίς να αδειοδοτηθούν, για να τις πουλήσουν αργότερα στα μοντέλα τους. Στην πορεία απαγορεύτηκαν γιατί παραβίαζαν την ιδιωτικότητα των  φωτογραφούμενων  και αντικαταστάθηκαν από τις επίσημες φωτογραφίσεις του ανώνυμου πλήθους. Για τον δοκιμιογράφο, οι καθημερινές φωτογραφίες των ανώνυμων μοντέλων έφερναν στο φως την κυτταρική σχέση με την αλήθεια μιας άλλης εποχής που διέτρεχε και διέλαθε την Ιστορία πριν από την επίσημη φωτογραφική καταγραφή της  και την ιδεολογική της χειραγώγηση από τους φορείς της εκάστοτε εξουσίας και τους μεγαλόσχημους αγκιτάτορες.

Η μητέρα του, και η όποια σχέση του συγγραφέα-αφηγητή μαζί της, φαίνεται να τον απασχολεί από τη δύση ακόμα του προηγούμενου αιώνα, πριν καταστεί αίνιγμα με το θάνατό της. Και η τεχνική του αινίγματος, η θεματοποίησή της, συνιστά ένα άλλο χαρακτηριστικό της μυθοπλαστικής πορείας του. Στα μυθιστορήματά του, αφόρμηση της δράσης που παρασύρει τους πρωταγωνιστές σε χωροταξικές και υπαρξιακές περιδινήσεις τροποποιώντας τη συνείδησή τους και αναπόφευκτα τη σχέση τους με τον κόσμο, συνιστά ένα αίνιγμα που καλούνται απρόσμενα να επιλύσουν. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα Το ελληνικό φθινόπωρο της Έβα-Ανίτα Μπένγκτσον, ένα αινιγματικό, ηχητικό ντοκουμέντο βάζει την πρωταγωνίστρια σε μια αστυνομική περιπέτεια και την εξαναγκάζει να αναθεωρήσει την ιδέα της για την Ελλάδα, στην οποία ζει και ψωμίζεται ως δημοσιογράφος για πολλά χρόνια. Αναθεώρηση που αναπόφευκτα οδηγεί και στην αναθεώρηση του εαυτού της. Στο μυθιστόρημα Η νοσταλγία των δράκων, αίνιγμα αποτελεί η κλοπή του Ίβυκου, της προϊστορικής μούμιας ενός ανθρώπου που βρέθηκε άγρια σφαγμένος μακριά από τον γεωφυσικό του χώρο.

 

Η όσφρηση, άυλος σκελετός της μνήμης

Ο αφηγητής, υιοθετώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση, ξεκινά από τα δεδομένα που έχει για τη μητέρα του. Μαζί όμως με τις βεβαιότητες αναδύονται και ερωτηματικά που υποχρεώνουν τον αφηγητή να ανατρέξει στη συνδρομή της μνήμης του για να τα απαντήσει. Στην αναγκαιότητα να επιστρέψει στα Πετράλωνα μέσα από τη νοερή ανάκληση των οσμών, τον άυλο σκελετό της μνήμης

Η συγκεκριμένη επιλογή συνάδει με τις έρευνες των νευροεπιστημόνων, οι οποίοι τεκμηριώνουν ότι η γεύση και η όσφρηση είναι οι μόνες αισθήσεις που συνδέονται άμεσα με τον ιππόκαμπο, το εγκεφαλικό κέντρο της μακροπρόθεσμης μνήμης αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στο εσωτερικό του. Οι υπόλοιπες αισθήσεις επεξεργάζονται από το θάλαμο και εκλογικευόμενες εισάγονται στη συνείδηση. Κατά συνέπεια οι αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης είναι οι πλέον αποδοτικές και αξιόπιστες στην ανάκληση του παρελθόντος. Και ο θείος Προυστ μας έδωσε μια γεύση γι’ αυτό, πολλές δεκαετίες πριν από τους νευροεπιστήμονες.

Ωστόσο οι αναμνήσεις δεν είναι αναλλοίωτα εγγράμματα, στατικές πληροφορίες, ανεξάρτητες από την ενέργεια της ανάκλησής τους. Κάθε ανάκληση δημιουργεί ένα νέο έγγραμμα το οποίο είναι διαφοροποιούμενο από το προηγούμενο και μάλλον απέχει περισσότερο από το αρχικό συμβάν. Πρόκειται για μια ατελεύτητη διεργασία με συνεχείς μεταβολές που πραγματοποιείται μέσω της ρηματικής αφήγησης.  Η διεργασία των μεταβολών μετασχηματίζει και το υποκείμενο, καθώς η τροποποίηση της μνήμης τροποποιεί και την ταυτότητά του. Ο συγγραφέας-αφηγητής προειδοποιεί τον αναγνώστη στην καταληκτική «Σημείωση» του έργου για τη συγκεκριμένη συνθήκη που καθιστά υποχρεωτική κάθε ανάμνηση, ανεξάρτητα από την πρόθεση του εκάστοτε αφηγητή, και προϊόν μυθοπλασίας. Και επειδή μάλλον οι πιο ζωντανές μνήμες του αφηγητή είναι από τα Σεπόλια, εξομολογείται: γεννήθηκα δέκα χρονών στα Σεπόλια.

Καθώς όμως τα ερωτήματα επανέρχονται και δεν βρίσκουν απάντηση, ο αφηγητής να επιστρέφει και διά ζώσης στη συνοικία της εφηβικής, μετεφηβικής και της πρώτης του νιότης για να προσθέσει και την όραση, την αυτοψία του πεδίου, στην όλο και πιο εναγώνια προσπάθειά του να επιλύσει το αίνιγμα της μητέρας του και όχι μόνο. Οι νευροεπιστήμονες έρχονται εκ νέου να μας πληροφορήσουν πως η όρασή μας μπορεί να ξεκινά με τα φωτόνια, αλλ’ από εκεί και ύστερα ο εγκέφαλός μας, με την επενέργεια της φαντασίας, τους δίνει μορφές ώστε να κατανοήσουμε τον κόσμο που συγκροτείται. Η πραγματικότητα δεν υφίσταται ανεξάρτητη αλλά δημιουργείται από τις νοητικές διεργασίες που μεταπλάθουν αυτό που αντικρίζει το βλέμμα. Ο αφηγητής φτάνει στο σπίτι του, ανακαλεί με τη μνήμη του τον περιβάλλοντα χώρο, δίχως ωστόσο να νιώσει την αναμενόμενη συγκίνηση. Μόνο όταν οδηγείται σε ένα υπερυψωμένο σημείο, σαν να ίπταται του χώρου, νιώθει η πανοραμική εικόνα της συνοικίας να ξεθολώνει το βλέμμα του από την ιλύ του χρόνου. 

Τα Σεπόλια είναι η  λαϊκή περιοχή στην οποία καταφεύγει η μητέρα του μετά τη χηρεία της και την οικονομική καταστροφή. Ανακαλεί το μεγάλωμά της ώς τα δώδεκα στην Αμερική, την επιστροφή σε μια επαρχιώτικη Αθήνα, την ακυρωμένη επιθυμία της να γίνει ηθοποιός, τη ματαιωμένη πρόθεσή της να σπουδάσει στη Νομική, το γάμο της με τον ζωντοχήρο πατέρα του αφηγητή και τον πρόωρο αιφνίδιο θάνατό του, την οριστική της εγκατάσταση στα Σεπόλια, την περηφάνια της, την αξιοπρέπειά της, τη φιλοπεριέργειά της, το πείσμα της, την αυτοπειθαρχία της, την απαιτητικότητά της, την ιδιόμορφη εσωτερικότητά της. Μια αστική, προτεσταντική προσωπικότητα, όπως την αποτιμά ο αφηγητής. Εγώ θα υποστήριζα εν μέρει και  στωική, με την έννοια ότι, έχοντας επίγνωση της αδυναμίας της να ελέγξει τα σημαντικά γεγονότα του βίου της, θεωρεί ηθικό της καθήκον να ελέγξει τις παρορμήσεις της και τις πράξεις της σε σχέση με αυτά. Υποφέρει τις αντιξοότητες και εκδηλώνει ελάχιστα τα συναισθήματά της. Υποδέχεται κάθε αλλαγή του κόσμου με ένα «για φαντάσου»σαν να υποψιάζεται ότι συνιστούν μέρος μιας κοσμικής ευταξίας. 

Η ενεργοποιημένη μνήμη του αφηγητή, επικουρούμενη από την επιτόπια επιστροφή του τόσες δεκαετίες μετά, ανασύρει στην επιφάνεια πληθώρα λαϊκών τύπων με τους οποίους η μητέρα του, αν και τόσο ξένη, συγχρωτίζεται αποσπώντας το θαυμασμό τους. Ο αφηγητής συνειδητοποιεί ότι, μαζί μ’ αυτή, χάνεται ένας ολόκληρος κόσμος στον οποίο και εκείνη ανήκε. Η δική της απώλεια, το πένθος της απώλειάς της, τον οδηγεί εκεί από όπου ξεκίνησε, ανακαλώντας μια διαδρομή τις διαθλάσεις της οποίας και τα κενά της συμπληρώνει ο δοκιμιακός στοχασμός. Η αποσπασματικότητα των χαρακτήρων, η διαγραφή τους μέσα από θραυσματικά συμβάντα ή από επαναληπτικές τους ενέργειες δίνουν το ερέθισμα στον διανοούμενο αφηγητή να αναπτύξει αλλεπάλληλες δοκιμιακές σελίδες τις οποίες εκμαιεύει από το πραγματολογικό του υλικό. Μοιάζει να μην ικανοποιείται από την κατάθεση του υλικού του και να επιδιώκει, μέσα από το στοχασμό, να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη σύλληψη της μητέρας του, του ίδιου, της πατρίδας του, πιθανότατα και της Ευρώπης της οποίας η Ελλάδα αποτελεί μέλος. Συμπληρώνει έτσι τα κενά, εκθέτει ερμηνείες, συσχετίζει με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Οι δοκιμιακές σελίδες είναι εξαιρετικά πρωτότυπες και εύστοχες, οξυδερκείς και παραστατικές και, πολλές φορές, χαρίζουν αυτόνομη διανοητική συγκίνηση.

Εδώ θα μπορούσε να προβληθεί και η κλασική ένσταση, ότι η συχνότητα και το εύρος τέτοιων σελίδων αφυδατώνουν τη δραστικότητα της αφήγησης και ότι η παρεμβολή τους συνιστά ένα είδος ερμηνείας που χειραγωγεί τον αναγνώστη. Αυτό ίσως να μπορούσε να ειπωθεί για ένα κλασικότροπο μυθιστόρημα. Η τεχνική ωστόσο που εφαρμόζει ο συγγραφέας νομίζω ότι απενεργοποιεί την παραπάνω ένσταση και εξαναγκάζει σε τροποποίηση των αναγνωστικών έξεων. Αν θα είχα να επισημάνω κάτι, είναι η ετεροβαρής παρουσίαση του ανθρωπότυπου που στηρίζει το κείμενο. Ανθρωπότυποι μιας απελθούσης εποχής τους οποίους συμπληρώνει ο δοκιμιακός στοχασμός, χωρίς εντούτοις να παρουσιάζονται και ανθρωπότυποι της νεότερης ιστορικής συγκυρίας στην οποία συχνά αναφέρονται οι δοκιμιακές σελίδες. Απουσιάζει η διαλεκτική αντίστιξη, η οποία νομίζω θα χάριζε στο μυθιστόρημα επιπλέον δραματική ένταση.  

 

Βιογραφία - Αυτοβιογραφία

Η έναρξη του μυθιστορήματος το τοποθετεί ειδολογικά στο τομέα της μυθιστορηματικής βιογραφίας, η οποία γεννήθηκε ως είδος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Εδράζεται στην κλασική βιογραφία, ωστόσο η συνειδητοποίηση ότι η αντικειμενικότητα και η αυθεντικότητα που επιδίωκαν οι βιογράφοι ήταν αδύνατον να επιτευχθούν οδήγησε στο μετασχηματισμό του είδους σε κάτι πιο σύγχρονο. Στο συνδυασμό ιστορίας και λογοτεχνίας, γεγονότων και επινοήσεων, που μετατοπίζουν το είδος από το πεδίο της ιστορίας σε αυτό της λογοτεχνίας. Στο εσωτερικό του ωστόσο, επειδή φέρει ακόμη το φορτίο της βιογραφίας, αποκαλύπτει στοιχεία όχι μόνο για τον βιογραφούμενο αλλά και για τον βιογράφο, τους προσωπικούς του λόγους για την επιλογή του βιογραφούμενου προσώπου, την έκθεση συγκεκριμένων στοιχείων από τον βίο του και, βέβαια, το σχολιασμό τους. Και μάλλον αυτό το χαρακτηριστικό εκμεταλλεύεται ο συγγραφέας για να κάνει το επόμενο βήμα προς την αυτοβιογραφία.

Η αυτοβιογραφία είναι το κειμενικό είδος στο οποίο το υποκείμενο γράφει το ίδιο την ιστορία του βίου του σε χρόνο –συνήθως– αρκετά μεταγενέστερο από το χρόνο των διαδραματιζόμενων γεγονότων. Είναι ένας τρόπος να δει ο αναγνώστης πώς ο αυτοβιογραφούμενος ανακαλύπτει και συγκροτεί την ταυτότητά του και, ταυτόχρονα, πώς αντιλαμβάνεται τον περιρρέοντα κόσμο. Θεωρητικά, ο συγγραφέας, ο κεντρικός ήρωας και ο αφηγητής ταυτίζονται, ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι που στέκονται σκεπτικιστικά απέναντι σε αυτή την τριπλή ταύτιση. Θεωρούν ότι ο συγγραφέας ναι μεν ταυτίζεται με τον κεντρικό ήρωα, από την άλλη όμως διαφέρουν ηλικιακά και ο αφηγητής λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσά τους.

Τα δύο παραπάνω είδη θα μπορούσαν το καθένα ξεχωριστά να εκληφθούν μονότροπα ως ντοκουμέντο ή ως μαρτυρία, εντούτοις ο συγγραφέας με τη σύζευξή τους τα μετουσιώνει σε κάτι γόνιμο και ευφάνταστα λογοτεχνικό. Στην πολυπλοκότητα και στην εμβάθυνση της ιστορίας είναι νομίζω ενδιαφέρουσα η λειτουργία των χαρακτήρων και των αφηγητών, η αναπόφευκτη συμπλοκή τους. Υπάρχει ο πρωταγωνιστής, ο οποίος είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής σύμφωνα με τη σύμβαση της αυτοβιογραφίας. Μας δίνει μια σειρά πληροφορίες για τον εαυτό του, τον βίο του στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, τις διανοητικές και ψυχικές του διακυμάνσεις, ο οποίες είναι εξαιρετικά χρήσιμες ως προς την εσωτερική του ανέλιξη. Είναι πληροφορίες εντούτοις οι οποίες, όντως υποκειμενικές, υπόκεινται στη βάσανο του σκεπτικισμού, της αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους. Μετατοπιζόμενοι στο επίπεδο της βιογραφίας, κεντρικό πρόσωπο καθίσταται η μητέρα του. Εδώ η αξιοπιστία των πληροφοριών αποκτά νέο ενδιαφέρον αφού εξαρτάται από την εστίαση του αφηγητή. Ξεκινά με εξωτερική εστίαση, κλασική εστίαση των αστυνομικών έργων στα οποία ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τον ήρωα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς από τη στιγμή που η μητέρα του συγγραφέα-αφηγητή λίγο πριν πεθάνει διατυπώνει μερικές λέξεις το νόημα των οποίων του διαφεύγει;

Το γνωστικό κενό ο συγγραφέας-αφηγητής προσπαθεί το καλύψει εν μέρει με τη συγκέντρωση πληροφοριών από άλλους χαρακτήρες για τη μητέρα του. Και εδώ υφίσταται η υποκειμενικότητα, η διεύρυνση όμως των πληροφοριών τής προσδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία. Έχουμε δηλαδή μια μετατόπιση προς τη διυποκειμενικότητα, ό,τι πιο πλησίον στον παντογνώστη αφηγητή. Πόσο μάλλον που οι πληροφορίες και οι εκτιμήσεις των άλλων χαρακτήρων συγκλίνουν ως προς την αξιολόγηση του  προσώπου της μητέρας του, η οποία απολαμβάνει πάνδημη αποδοχή και αναγνώριση, κάτι που μέχρι το θάνατό της διέφευγε του συγγραφέα-αφηγητή γιου της.

Οι διαθλάσεις και οι διασταυρώσεις των οπτικών και των φωνών, η κράση της βιογραφίας και της αυτοβιογραφίας  καθιστούν το μυθιστορηματικό σύμπαν έμφορτο συναισθημάτων και νοημάτων. Και βέβαια, η αινιγματική έλξη που ασκεί στον αφηγητή η μητέρα του δεν έχει μόνο εσωτερικό χαρακτήρα αλλά και εξωτερικό. Το μυθιστόρημα είναι και βιογραφία μιας πατρίδας η οποία, το καλοκαίρι του 2015 που πεθαίνει η μητέρα, δείχνει να μετεωρίζεται, να ψυχορραγεί, το άδηλο μέλλον της να μην προδιαθέτει για  αισιόδοξες προβλέψεις. Πρόκειται για τη βιογραφία μιας χώρας με αφετηρία το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μέσα από την πινακοθήκη μιας σειράς ανθρωπότυπων οι οποίοι λειτουργούν διττά. Αφενός συνδράμουν στην προσπάθεια του συγγραφέα-αφηγητή να ανακαλύψει τη μητέρα του, αφετέρου ξεψαχνίζουν την ιστορική διαδρομή της χώρας έως το κρίσιμο καλοκαίρι του 2015. Το τέλος μιας εποχής και ενός ολόκληρου κόσμου προκαλούν αμφίθυμα συναισθήματα στον διανοούμενο αφηγητή.

Ανάμεσα στα έντιτλα κεφάλαια του μυθιστορήματος υπάρχει και ένα σχεδίασμα το οποίο σχετίζεται με την ομιλία που έχει αναλάβει ο αφηγητής στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την κρίση της ταυτότητας στη σημερινή Ευρώπη. Συμπέρασμά του είναι ότι η κρίση που διέρχεται η ευρωπαϊκή ταυτότητα, αλλά και εν γένει οι ταυτότητες στην εποχή μας, σχετίζεται με την υπερτάχυνση της παγκοσμιοποίησης και την απώλεια της ιστορικότητας του ευρωπαϊκού κόσμου.

 

Το τέλος ενός κόσμου

Η απεύθυνση-έκκληση της μητέρας προς τον αφηγητή του μυθιστορήματος εξάπτει την περιέργεια να αναπλεύσει στο χρόνο και να αναζητήσει τον πυρήνα της ταυτότητάς της, το καταγωγικό εκείνο σημείο που θα ήταν το κλειδί της κατανόησής της. Ταυτόχρονα, η έρευνά του τον φέρνει αντιμέτωπο και με τον εαυτό του. Και ενώ ώς τότε πίστευε ότι ως χαρακτήρες ήταν διαμετρικά αντίθετος με τη μητέρα του και, μάλλον, αταίριαστος μαζί της, τα ευρήματά του ανατρέπουν την αρχική του εντύπωση. Κατά κάποιον τρόπο, οι τελευταίες λέξεις της μητέρας του ήταν μια δωρεά προς αυτόν, ένα νεύμα το οποίο, ας μου επιτραπεί η υπερβολή, είχε μια χαϊντεγκεριανή απόχρωση. Επειδή «είμαστε και σκεπτόμαστε», οι λέξεις της μητέρας υποχρεώνουν τον συγγραφέα-αφηγητή, αναπλέοντας στο παρελθόν σε μια τάξη συμβάντων με χρονολογική συνάφεια, να επιστρέψει στο παρόν και να οδηγηθεί στο εκστατικό μέλλον ανακαλύπτοντας έναν άλλο εαυτό από εκείνον που πίστευε έως τότε. Τη συγκεκριμένη πορεία δεν την διήνυσε μόνο με τη συντροφιά της μητέρας του, αλλά με έναν ολόκληρο λαϊκό κόσμο, ο οποίος άρχισε πλέον να εξαφανίζεται, να αντικαθίσταται από έναν άλλο. Το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν τόσο μια πολιτική ρήξη για εκείνον, όσο μια πολιτισμική ρήξη. Βαθύτατα υπαρξιακή. Ήταν το τέλος μιας γενιάς που αναζήτησε κάτι μεγάλο, συμβιβάστηκε με κάτι μικρό, τη μορφή του οποίου ανεπαισθήτως απώλεσε. Σε αυτή τη γενιά ανήκε και η μητέρα του με τις υπαρξιακές της ματαιώσεις, τις οποίες αναλογιζόταν από το πλυσταριό του σπιτιού χαζεύοντας στον ορίζοντα ή ξεσπώντας ενίοτε με βίαια πάθη.

Σε ένα από τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, ακούμε για πρώτη φορά μια διαφορετική φωνή από αυτή του αφηγητή. Τη φωνή της νεαρής κοπέλας από μια λέσχη ανάγνωσης, στην οποία ο συγγραφέας έστειλε το κείμενό του να το διαβάσει. Εκτός των άλλων παρατηρήσεων, που αποκαλύπτουν το διαγενεακό τους χάσμα, υπάρχει και μια παρατήρηση σημαντική: η κοπέλα επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με την κοσμοπολίτικη οπτική των άλλων μυθιστορημάτων του, αυτό είναι το πιο «ελληνικό». Παρατήρηση φαινομενικά σωστή, μόνο που τα ένθετα κεφάλαια για την ευρωπαϊκή ταυτότητα υπαινίσσονται την πεποίθηση του αφηγητή ότι η προσωπική ιστορία της μητέρας του, η δική του, και η ιστορική πορεία της χώρας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν οικουμενικότερη διάσταση, η οποία αφορά τον κάθε άνθρωπο χωριστά, αλλά και τον νεότερο κόσμο που απορφανίζεται ταχύτατα από τα ιστορικά του ριζώματα, μετεωριζόμενος σε ένα παρόν ολοένα και πιο ρευστοποιημένο από την ιλιγγιώδη τεχνολογική του επιτάχυνση. Επιπλέον, υφίσταται και μια υπαινικτική αλλά και ουσιαστική προσθήκη ως προς το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Η μητέρα του, αν και συγκροτημένη από ανομοιογενή υλικά, έχοντας τα ιστορικά της ριζώματα, διατηρεί την ισορροπία της στο αέναο στροβίλισμα του κόσμου. Ο συγγραφέας-αφηγητής, κατασκευασμένος εξίσου από ανομοιογενή υλικά, τέκνο όμως μιας άλλης εποχής ξεριζωμένης από το παρελθόν, αδυνατεί να βρει την εσωτερική του ισορροπία, τη λύτρωση, όπως χαρακτηριστικά λέει.

Η απεύθυνση της μητέρας, η κλήτευσή της προς τον αφηγητή, συνιστά το έναυσμα μιας εσωτερικής περιπέτειας που συμπλέκεται με την υπαρξιακή περιπέτεια της χώρας σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Εμμένοντας μάλλον σε πρόσωπα παρά σε επεισόδια, το μυθιστόρημα, εκμεταλλευόμενο την υβριδικότητα του είδους του, την πρωτεϊκή του ικανότητα να μεταμορφώνεται αφομοιώντας άλλα κειμενικά είδη, παρέχει στον αφηγητή το μονοπάτι που τον οδηγεί στη θέαση μιας αλήθειας υποκειμενικού και ταυτόχρονα οικουμενικότερου χαρακτήρα. Η ελιά και η φλαμουριά, η εντοπιότητα και η οικουμενικότητα, όπως είναι ο τίτλος μιας πρόσφατης μελέτης του Δημοσθένη Κούρτοβικ για τη νεοελληνική λογοτεχνία, φαίνεται να παραμένει διαχρονικός του στόχος. Μόνο που, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο πυρήνας της μυθοπλαστικής μετουσίωσης είναι το ριζικά προσωπικό βίωμα της απώλειας. 

          

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.