Αρχείο Ακριθάκη
Αλέξης Ακριθάκης, Τετράδιο του 1965.
Τα τετράδια
Αγόρασα ένα παχύ και φαρδύ τετράδιο με άσπρα φύλλα χωρίς γραμμές. Έχω ξαναγοράσει την ίδια ακριβώς ποιότητα αλλά στο μισό του σχήμα. Αυτό όμως είναι, είναι το πρώτο. Αρχίζω απ’ την αρίθμηση των σελίδων. [...] κάθε φύλλο μ’ έναν αύξοντα αριθμό σαν τα χρόνια που προσθέτουνε τα γενέθλια κι η αστυνομία κι η εκκλησία [...].
Αυτό είναι ωραίο τετράδιο. Τ’ αγόρασα με τη φιλοδοξία να το γεμίσω. Με τι; Πού να ξέρω; Κάθε φορά ένα καινούργιο τετράδιο είναι μια καινούργια υποχρέωση. Πάει όμως κι αντίστροφα... (Βερολίνο, 17.ΙΙ.76). (σ. 133)
Ο Αλέξης Ακριθάκης κουβαλά συνεχώς μαζί του σημειωματάρια και ημερολόγια –ή «τετράδια», όπως τα αποκαλούσε ο ίδιος– τα οποία ετοιμάζει σχολαστικά (όνομα, αρίθμηση σελίδων, χρονολόγηση, τόπος κατοικίας) ως επιμελής μαθητής με την προσμονή και την αγωνία που γεννά η ανάγκη καταγραφής ενός ετερόκλητου και αχαρτογράφητου υλικού. Τη συνήθεια την απέκτησε από το φίλο του, Κώστα Ταχτσή.
Και ενώ ξεκινά με την προοπτική να ακολουθήσει τις συμβάσεις της ημερολογιακής γραφής, να καταγράψει με συνέπεια ένα ομοιογενές και συμπαγές υλικό, πολύ γρήγορα (υπακούοντας σε άλλες εσώτερες δυνάμεις και ευαισθησίες) αρχίζει η θραυσματική γραφή, το «σκόρπισμα» και η «καταστροφή» του τετραδίου: «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να μείνω συνεπής στη σωστή τήρηση των σημειώσεων σ’ αυτό το τετράδιο. Πάντα αρχίζω με πολλά στο μυαλό μου και στο τέλος σιγά σιγά πέρα από τ’ ότι αλλάζουν μορφή οι σκέψεις, αρχίζει κι η καταστροφή του τετραδίου. Αυτό το σκόρπισμά του» (Αθήνα, 1975) (σ. 128).
Κι όμως, σ’ αυτό το σκόρπισμα, «μ’ αυτά εδώ τα θραύσματα στήριξ[ε] τα ερείπιά [τ]ου»[i], ο Ακριθάκης· μ’ έναν λόγο αποσπασματικό και συντριμμένο «Προσπάθησ[ε] να μαζέψ[ει] τη σκόρπια ζωή [τ]ου» (σ. 181) και να οργανώσει την τέχνη του ακολουθώντας τους κανόνες μιας ιδιότυπης, προσωπικής αρχιτεκτονικής, αυτής του «δομημένου χάους».[ii] Τα «τετράδια» υπολογίζονται περίπου στα 120, μαζί με όσα έχουν χαθεί, και περιλαμβάνουν ένα πολύτιμο υλικό: σκέψεις, εξομολογήσεις, στοχασμούς, ιδέες, αφορισμούς, συναισθήματα, συνθήματα και προκηρύξεις αλλά και λίστες με υλικά, σημειώσεις για πωλήσεις, συλλογές και συλλέκτες, σκίτσα για εκθέσεις, προσχέδια έργων, έργα εν προόδω, ενίοτε ολοκληρωμένα έργα.
Μετά το θάνατό του (1994), η σύζυγος του Αλέξη Ακριθάκη, Φώφη, όπως μας εξομολογείται η κόρη του Χλόη, έβαλε τα τετράδια σε μια κόκκινη βαλίτσα κουβαλώντας τα πάντα στις μετακινήσεις τους στην Ευρώπη.[iii] Έτσι το υλικό διασώθηκε και, ενώ κατά καιρούς έχει αποσπασματικά εκτεθεί ή δημοσιευτεί, τώρα επιχειρείται μια πιο «εμπεριστατωμένη έκδοση» με νέο υλικό και με «μια πιο ποιητική προσέγγιση» (σ. 10), όπως σημειώνει η Χλόη Ακριθάκη στο εισαγωγικό σημείωμά της στον πρόσφατο τόμο των εκδόσεων Άγρα.
Αρχείο Ακριθάκη
Αλέξης Ακριθάκης, Αθήνα-Βερολίνο, 1973, 16 x 23 εκ.
Το αρχείο. Η έκδοση αυτή (με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του Ακριθάκη) εντάσσεται στο πλαίσιο των δράσεων του «Αρχείου Ακριθάκη», το οποίο ίδρυσε η Χλόη Ακριθάκη με σκοπό την ταξινόμηση, την καταγραφή, την τεκμηρίωση, τη διαφύλαξη και την ψηφιοποίηση του έργου του καλλιτέχνη, με τη συνεργασία του Αλέξιου Παπαζαχαρία. Ακολουθώντας τις σύγχρονες τάσεις και τις θεωρητικές συζητήσεις για την έννοια του αρχείου –ειδικότερα του αρχείου τέχνης– και τον πολιτισμικό του ρόλο,[iv] η Χλόη Ακριθάκη θέλησε να αποφύγει μια κλειστή, στατική θεσμική προσέγγιση (άλλωστε θα ήταν ασύμφωνη με το ανήσυχο, ελεύθερο, αντισυμβατικό πνεύμα του Ακριθάκη)[v] και αντιμετώπισε το αρχειακό υλικό, στο πλαίσιο αυτού του δημιουργικού αναστοχασμού, ως ένα πολύμορφο πεδίο με τη δική του δυναμική, ως ένα διαρκώς εξελισσόμενο έργο εν προόδω. Μια τέτοια προσέγγιση, που απέχει από τη συμβατική έννοια του αρχείου ως «κλειστό κι “ουδέτερο” αποθετήριο μνήμης»[vi] απ’ όπου η γνώση ανακτάται, επιτρέπει τη συνεχή επανεξέταση του αρχείου, τις πολλαπλές αναγνώσεις, τη δημιουργική σύνδεση με το παρόν και την αλληλεπίδραση με διαφορετικές μορφές τέχνης, καλλιτεχνικές και επιμελητικές πρακτικές, μέσα από μια διαδικασία διαλόγου με την κοινωνία. Συνιστά δηλαδή το αρχείο, υπό το πρίσμα του σύγχρονου αναθεωρητικού λόγου, έναν χώρο εσαεί ανοιχτό, ένα ενεργειακό πεδίο που δημιουργεί διαρκώς στο παρόν,[vii] αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι εξ ορισμού κινείται μεταξύ μνήμης και λήθης, ότι διακρίνεται από χάσματα και ασυνέχειες. Παράλληλα, επιμένει σε μια δυναμική διαδικασία –συχνά επιτελεστική– που δεν έχει τόσο την πρόθεση να διδάξει ή να «προτείνει λύσεις»,[viii] δημιουργεί παρ΄ όλα αυτά μέσα από αυτή την ιδιότυπη, αν-αρχική ποιητική νέα ερωτήματα και περιοχές αναστοχασμού και νέες σχέσεις που εμπεριέχουν τη δυνατότητα εναλλακτικών μορφών παρέμβασης στο παρόν. Υπό την έννοια αυτή, ο συγκεκριμένος τόμος ξεπερνά τα όρια της επετειακής έκδοσης και συνιστά, καταρχάς, ένα έργο «ποιητικής του αρχείου», μια μορφή «αρχειακής τέχνης» με ευρύτερη καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτισμική σημασία.
Η έκδοση. Η έκδοση είναι ένας τόμος με ανεκτίμητο υλικό που φωτίζει περαιτέρω την προσωπικότητα, τη ζωή, το έργο του Ακριθάκη και, φυσικά, την εποχή του, με τρόπο διαφορετικό από προηγούμενες εκδόσεις. Θα λέγαμε ότι έχει κάτι από το λοξό βλέμμα του καλλιτέχνη καθώς δεν χωρά σε παγιωμένες κατηγοριοποιήσεις. Άλλωστε, η λοξή ματιά απέναντι στα πράγματα και η λοξή τοποθέτηση των πραγμάτων απαντώνται συχνά στις εγγραφές και στα σχέδια των τετραδίων, επιτρέποντας στον Ακριθάκη να εντάσσεται στο σύμπαν στο οποίο ανήκει και, ταυτόχρονα, να βγαίνει έξω απ’ αυτό, να παρατηρεί και να το βλέπει. Εξάλλου, τα τετράδια αυτά –όσο χαοτικά, «λοξά» ή αντισυμβατικά κι αν είναι– δεν παύουν να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας συνειδητής διαδικασίας και, ώς ένα βαθμό, κατασκευής μιας προσωπικής μυθολογίας. Όπως επισημαίνει η Χλόη Ακριθάκη, είναι πλέον σαφές ότι πολλά απ’ όσα υπάρχουν στα τετράδια γράφτηκαν με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν κάποτε και να εκδοθούν.[ix]
Ο συγκεκριμένος τόμος πάει πέρα από το ημερολόγιο, όπως το γνωρίζουμε και όπως το υπηρέτησαν (άλλοτε τυπικά και άλλοτε καινοτόμα και ιδιοσυγκρασιακά) συγγραφείς και καλλιτέχνες· πέρα από τη στενά νοούμενη αυτοβιογραφία· πέρα από το τυπικό καλλιτεχνικό λεύκωμα· πέρα από το artist’s book και πέρα από τη μελέτη. Χάρις σ’ έναν μοναδικό συνδυασμό γραφής και εικόνας, το υβριδικό αυτό έργο κινείται εμφανώς ανάμεσα σ’ αυτές τις περιοχές και, καθώς τις προσπερνά, τις αναδημιουργεί και τις επαναπροσδιορίζει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι την επιμέλεια του έργου την έχουν ένας ποιητής (Θάνος Σταθόπουλος) και μια εικαστικός-φωτογράφος (Χλόη Ακριθάκη), η οποία αναγνωρίζει ότι από τον πατέρα της έμαθε αυτό που πρωτίστως απασχολούσε και τον ίδιο: «να βλέπ[ει] πέρα από το προφανές και να διαθέτ[ει] την ικανότητα να αποφασίσ[ει] πώς να το αποκαλύψ[ει]».[x]
Το υλικό. Αχανές, πλούσιο, πρωτογενές και ατίθασο, το υλικό θέτει στους επιμελητές του πολλαπλές προκλήσεις. Καταρχάς, τη θεμελιώδη πρόκληση της επιλογής μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου το στοχαστικό συμβιώνει με το πραγματολογικό και το πληροφοριακό, το υψηλό με το ασήμαντο, το ευτελές και το καθημερινό, το εξομολογητικό με το σαρκαστικό, το δραματικό και επώδυνο με το ανάλαφρο και παιγνιώδες, το σκοτεινό με το φωτεινό, το καταγγελτικό και αφοριστικό με το χιουμοριστικό, το αυστηρά μελετημένο και μεθοδευμένο με το αυτοσχεδιαστικό και τυχαίο, η σιωπή με την κραυγή, το ειπωμένο και ρητό με το ανείπωτο, το ατομικό με το συλλογικό, το τίποτα με το όλον, το κενό (και ο τρόμος του) με το πλήρες, το εσωτερικό με το εξωστρεφές, το ερωτικό και φιλήδονο με το θανατερό και θανάσιμο, η γνώση με την άγνοια (και την παραδοχή της), ένα πολύτιμο «σκουπιδαριό» (σ. 94), όπως έλεγε ο Ακριθάκης, που συνιστούσε τη σκευή της δικής του «βαλίτσας». Η πρόκληση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν η σχέση με το υλικό δεν είναι απλώς αυτή του «μεγάλου αρχειοθέτη» αλλά βαθιά προσωπική· όταν «αυτά τα τετράδια είναι μέρος της παιδικής μου ηλικίας», όπως εξομολογείται η Χλόη Ακριθάκη, όταν δηλαδή καλείται η ίδια να αναμετρηθεί με μνήμες και συναισθήματα επιτρέποντας στο ευρύ κοινό την πρόσβαση σε πράγματα ιδιωτικά που ενίοτε την κάνουν να «στραβών[ει] τα χείλη».[xi] Για τούτο η έκδοση αποτελεί και μια γενναιόδωρη πράξη προσφοράς και εμπιστοσύνης.
Η ποιητική του αρχείου. Η υλικότητα των τετραδίων. Περαιτέρω, η ίδια η φύση του υλικού θέτει την πρόκληση του πώς, του τρόπου δηλαδή της αφήγησης και της έκθεσής του. Ο Θάνος Σταθόπουλος επέλεξε τη χρονολογική ακολουθία των ημερολογίων, από το 1960 ώς το 1990 (οπότε και η τελευταία εγγραφή), χωρίζοντας την έκδοση σε τέσσερις χρονικές ενότητες, στις οποίες προηγούνται τα κείμενα του Ακριθάκη κι ακολουθούν οι σελίδες των ημερολογίων. Η χρονική διάταξη βοηθά αφενός στην παρακολούθηση της προσωπικής και καλλιτεχνικής εξέλιξης του Ακριθάκη, αφετέρου στην ανασύσταση του κλίματος της εκάστοτε περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για γραμμική εξιστόρηση συμβάντων και βιωμάτων, για αφήγηση που επαναφέρει το παρελθόν για να οδηγηθεί σε τελικά συμπεράσματα ή, ως είθισται, να εντείνει τη νοσταλγία για τη «χαμένη επαναστατικότητα» των δεκαετιών 1960-70 αλλά για «θραυσματική αφήγηση»[xii] με ανοιχτό τέλος. Η επιμελητική πρακτική της «ποιητικής του αρχείου»[xiii] δεν αποσκοπεί να ευθυγραμμίσει την ασυνέχεια του υλικού αλλά, όπως εύστοχα έχει επισημάνει η Χλόη Ακριθάκη, να αναδείξει την «υλικότητα» των τετραδίων,[xiv] να χρησιμοποιηθεί δηλαδή το αρχείο στην υλικότητά του. Ο στόχος επιτυγχάνεται θαυμάσια από την προσεγμένη έκδοση –ξεχωριστή φωτογράφηση κάθε ημερολογιακής εγγραφής και σχεδίου από την ίδια τη Χλόη Ακριθάκη, ποιότητα χαρτιού, αμεσότητα της έκφρασης και αίσθηση του υλικού. Προσωπικά μιλώντας, δεν είναι τυχαίο ότι η αντίδρασή μου στην πρώτη πρόσληψη του έργου πήρε τη μορφή μιας φορτισμένης θυμικά ταραχής και αναστάτωσης. Το υλικό στην υλικότητά του βρήκε άμεσο στόχο.
Μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής: «Η ζωγραφική δεν φαίνεται, γίνεται, υπάρχει». Επιπλέον, η έκδοση αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ο ιστορικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος στο εισαγωγικό του κείμενο τονίζει ως κατεξοχήν χαρακτηριστικό της αφήγησης του Ακριθάκη: «Η αφήγηση δεν είναι ποτέ λόγος ή εικόνα, αλλά μετατίθεται σε κάτι που κόβει την ανάσα, ανάμεσα στα δύο. Η στιγμή αυτή τον κρατά πάντα στο όριο ανάμεσα στην καθαρή εικόνα και στο λόγο, στη γραφή και τη ζωγραφική, και συμπυκνώνει το έργο του σε μια άλλη ποιητική διάσταση».[xv] Τα τετράδια του Ακριθάκη, ακριβώς επειδή κινούνται σ’ αυτό το ενδιάμεσο, επειδή η αφήγησή του παίρνει σχήμα και αρθρώνεται μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής σαν μια καίρια χειρονομία τη στιγμή «εκπόρνευση[ς] του χρόνου» (σ. 78), προϋποθέτουν μια άλλη πρόσληψη από την πλευρά του δέκτη. Μας καλούν να νιώσουμε τους κραδασμούς, την ένταση, την ενέργεια, τον παλμό, και τον ερωτισμό που επιφυλάσσει το άνοιγμα των αισθήσεων σε μια άλλη γλώσσα, να αφεθούμε στην ποιητική του απρόβλεπτου χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει το «κανονικό», το «αποδεκτό», το «ευπρεπές» και «παγιωμένο».
Άλλωστε αυτό το «ενδιάμεσο», το οποίο υπονομεύει τις γνωστές παγιώσεις, εκφράζει ο τίτλος της έκδοσης, Γράφοντας τη ζωγραφική. «Στη ζωγραφική», λέει ο Ακριθάκης, «είναι περιττά τα λόγια, στην ποίηση είναι περιττά τα σχέδια. Κι όμως σχεδιάζεις ένα ποίημα ή γράφεις μια ζωγραφική» (σ. 177). Η ιδιαίτερη σχέση του Ακριθάκη με την ποίηση και τη γραφή, που υπηρετείται άριστα από τη συγκεκριμένη έκδοση, πηγάζει από τη βαθιά του ανάγκη να υπερβεί τα στενά όρια του οπτικού μέσου και «να φτάσει πέρα από τη ζωγραφική». Γιατί «[α]υτό που φαίνεται δεν είναι ζωγραφική. Η ζωγραφική δεν φαίνεται, γίνεται. Υπάρχει».
Η σχέση με την ποίηση. Αυτή η αντίληψη για τη ζωγραφική δεν εντάσσεται απλώς στις πρωτοποριακές αναζητήσεις της μεταπολεμικής τέχνης –τις οποίες ο Ακριθάκης έζησε από κοντά, επηρεάστηκε απ’ αυτές αλλά δεν εγκλωβίστηκε σ’ αυτές– όσο καθορίζεται από την ουσιαστική σχέση του με την ποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι αναγνωρίζει ως δάσκαλό του τον ποιητή και περιπατητή φιλόσοφο Γιώργο Μακρή, ο οποίος τον παρότρυνε να μπει στην περιπέτεια της τέχνης με την προτροπή «Προχώρα Ακρίθακα, προχώρα» [12/8/1978] (σ. 112) και του έμαθε «να βλέπει, όχι να ζωγραφίζει» (σ. 24). Παράλληλα, μπήκε στον κύκλο του υπερρεαλιστικού περιοδικού Πάλι υπό τον Νάνο Βαλαωρίτη και είχε στενή φιλία με τον Κώστα Ταχτσή, τους ποιητές Τάσο Δενέγρη, Σπύρο Μεϊμάρη, Ε. Χ. Γονατά, Ανδρέα Εμπειρίκο κ.ά., ονόματα και σχέσεις που συναντάμε συχνά στα τετράδια. Η συναναστροφή αυτή υπήρξε πολύτιμη από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του: «Εγώ σπούδασα τη ζωγραφική διαβάζοντας ποίηση. Τις κυριότερες επιρροές μου τις είχα από ποιητές και από λογοτέχνες. Αυτοί μου έμαθαν να “διαβάζω” ένα γεγονός και να το μεταφέρω μέσα από χρώματα».[xvi] Έτσι αρνήθηκε από νωρίς τις σπουδές («από Σχολή Καλών Τεχνών ούτε απ’ έξω δεν πέρασα») (σ. 178), την ένταξη σε σχολές και κινήματα γιατί όπως ομολογεί: «Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος. Μα μέσα μου είχα την κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη» (σ. 109).
«Η ζωή που πέρασα γίνηκε ποίημα [...] μια γλώσσα καινούργια που ’φτιαξα». Από την άλλη, η σχέση του Ακριθάκη με τη ζωγραφική καθορίζεται από την ίδια την περιπέτεια της ζωής του. Η οργισμένη εφηβεία, η φυγή, η περιπλάνηση μεταξύ Παρισιού, Βερολίνου και Αθήνας, το διφορούμενο μοτίβο της βαλίτσας («Βαλίτσα περιέχουσα το μυστικό του θανάτου και τη συνέχεια της ζωής») (σ. 177), οι αυτοκαταστροφικές έξεις, οι έρωτες, όλα εντάσσονται σε μια βαθύτερη προσωπική αναζήτηση (και μυθολογία) ενός ανήσυχου αλλά ευαίσθητου και τρυφερού άνδρα που «[π]ρόλαβ[ε] ν’ ακούσ[ει] το κελάηδισμα των πουλιών στην ταχύτητα της ευθείας [7/2/84]», που παραδέχεται πως «Η παρουσία μας στην ακρογιαλιά ήταν εντελώς περιττή» [Ιούνιος 1966], είδε τον ήλιο που «άφησε στον ουρανό τ’ αζωγράφιστο χρώμα του» και γράφει στον Ε. Χ. Γονατά: «Όταν πονούσα κι έκλαιγα / Εσείς ούτε τα λουλούδια σας δεν ποτίζατε» (σ. 178, 65, 113, 185).
Ο ίδιος εξομολογείται γι’ αυτή την αναζήτηση: «Tα χρόνια της εφηβείας μου πέρασαν προετοιμάζοντας το αποτέλεσμα της σημερινής ποίησης. [...] Η ζωή που πέρασα γίνηκε ποίημα […] ο κόπος μου να καταλάβω μια γλώσσα καινούργια που ’φτιαξα» (σ. 105). Πράγματι, ο Ακριθάκης αναζητά ένα νέο αλφάβητο –«Σβήν[ει] τις λέξεις», ζητά να ξεπεράσει την «ασυνεννοησία των λέξεων» (σ. 112, 74)– και εφευρίσκει «[μ]ια καινούργια γραφή με σχήματα» (σ. 117). Πώς; «Προσπαθώ να γράψω σχεδιάζοντας. Σχεδιάζω γράφοντας» (σ. 115), σημειώνει. Η αναζήτηση είναι υπόθεση ριψοκίνδυνη («Ζωγραφίζω με το φόβο του ισορροπιστή σε τεντωμένο σχοινί») (σ. 106) και βασανιστική («Παιδεύομαι γιατί τις λύσεις τις βρίσκω προχωρώντας στη ζωή και φέροντας τη μνήμη του θανάτου») (σ. 119). Κι αλλού: «Βρίσκομαι στο λαβύρινθο του ίδιου σχεδίου που χιλιάδες φορές εκφράστηκε διαφορετικά κι είναι ακόμη το ίδιο» (σ. 179).
Αρχείο Ακριθάκη
Αλέξης Ακριθάκης, Νοσοκομείο Βούλας. Αθήνα, 1986, 21,5 x 14 εκ.
Το εργαστήρι του καλλιτέχνη. Η έκδοση, επομένως, είναι πολύτιμη για έναν ακόμη λόγο. Μας εισάγει στο εσώτερο εργαστήρι του καλλιτέχνη, όπου παρακολουθούμε όλη την αγωνία, την οδύνη και τη γενεσιουργό διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας· ποίηση και ποιητική μαζί: «Σχεδιάζοντας ζεις το σχέδιο. Κλαις μαζί του, πεθαίνεις μαζί του. Ερωτεύεσαι. Και περιμένεις το σχέδιο που θα σε σκοτώσει» [5/8/86] (σ. 182). Μέσα απ’ το εργαστήρι του ο Ακριθάκης κραυγάζει: «Παλιοπουτάνες, πότε θα καταλάβετε τι είναι ο βαθύς πόνος της τέχνης; [Ιούλιος ’85]» κι άλλοτε ψιθυρίζει: «Σχέδια... Θέλανε πάντα διόρθωμα. Πάντα κάτι λίγο. Μια τελεία, ένα ίχνος μικρής γραμμής. Μια απαλή τρυφεράδα γραφής» (σ. 180, 112). Η αγωνία αυτή δεν έχει τέλος. Συνεχίζεται μέχρι και τα χρόνια που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία: «Θέλω τρομερά να δουλέψω. Πρέπει να δουλέψω. Οι ιδέες που έχω πρέπει να πραγματοποιηθούν» [Αθήνα, Απρίλης 1986] (σ. 207).
Δημιουργώντας τον κόσμο απ’ την αρχή. Στο πλαίσιο αυτής της εσωτερικής αναζήτησης, ο Ακριθάκης στοχάζεται πάνω στο νόημα και τη λειτουργία της τέχνης όχι τόσο για να ορίσει τι είναι Τέχνη όσο για να βρει τι «κάνει» την Τέχνη. «Τέχνη», μας εξομολογείται, είναι «ο βαθύς πόνος», «ο βαθύς έρωτας», «το προθανάτιο γέλιο», «είμαστε Εμείς μ’ όλα τα ελαττώματα και τα πάθη μας» [Φεβρ. 77] (σ. 110). «Τέχνη είναι αυτό που κάνω και αυτό που ζω [28/12/81]», γιατί «[δ]εν υπάρχει τέχνη έξω από την περίσταση που την παράγει» (σ. 176, 177). Κατ’ επέκταση, θεωρεί ότι «[κ]αθήκον του καλλιτέχνη είναι να δημιουργεί κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή», μόνο που για να το κάνει αυτό «[ο] καλλιτέχνης πρέπει να είναι τυφλός. Γιατί μόνο τότε το όραμα είναι αληθινό» (σ. 177, 184) μόνο τότε μπορούμε να συλλάβουμε «[τ]ι ομορφιά που είναι η αλήθεια της τέχνης» (σ. 178).
Άλλωστε, «[ο] χρόνος του μέλλοντος της Τέχνης είναι το κοίταγμα του θεατή» (σ. 180). Ο Ακριθάκης μάς καλεί να ασκηθούμε σ’ ένα νέο βλέμμα· να μάθουμε να βλέπουμε και να διαβάζουμε τον κόσμο μέσα από μια ποιητική διαδικασία που ανατρέπει τις καθιερωμένες σημασίες ακόμα και των πιο απλών πραγμάτων, δίνοντάς τους νέες προεκτάσεις και περιεχόμενο. Για τον Ακριθάκη, τα αντικείμενα «περιέχουν μια μυστική ζωή πολύ πιο έντονη από τη ζωή πολλών ανθρώπων» (σ. 74). Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τη μυστική ζωή των αντικειμένων, ανακαλύπτει ταυτόχρονα έναν νέο τρόπο να «ονομάζει» και να νοηματοδοτεί τα πράγματα, μέσα από την ανακατασκευή και τη συνεχή μεταμόρφωσή τους. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιγράφει ο ίδιος αυτή τη διαδικασία, η οποία είναι πράξη και γλώσσα μαζί:
Θυμάμαι πως όταν ήθελα να ζωγραφίσω ένα δέντρο δεν το πετύχαινα ποτέ, έφτιαχνα ένα άλλο δέντρο, όχι αυτό που έβλεπα, κι ήξερα πως το δικό μου δέντρο ήτανε πιο πολύ αυτό που ήθελα παρά αυτό που έβλεπα. Θυμάμαι ακόμα πως μίλαγα με τις ζωγραφιές που έφτιαχνα τότε. Έλεγα, π.χ., εδώ είναι ένα δέντρο, δίπλα του είναι ένα θηρίο, κι ό,τι έλεγα συγχρόνως το σχεδίαζα, ή κι όταν το χρωμάτιζα έλεγα εδώ θα βάλω κόκκινο, εκεί πράσινα, και το χέρι μου υπάκουε κι έφτιαχνε τις ιστορίες. (σ. 75). Άλλες φορές πάλι συμβαίνει να ζωγραφίζω το μισό έργο και το υπόλοιπο να το τελειώνω με λόγια (σ. 78)
Ο Ακριθάκης συλλαμβάνει τον κόσμο εκ νέου μέσα από λεκτικές πράξεις («Έμαθα τις λέξεις μαζί με τις πράξεις τους») ως ένα είδος επιτελεστικής (performative) γλώσσας, που κάνει τα πράγματα τη στιγμή κατά την οποία τα ονομάζει.
Ο συγκεκριμένος τόμος, πέρα από σημαντική αρχειακή μαρτυρία, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ένα σύγχρονο έργο δίπλα στα έργα του Ακριθάκη – έργο ποίησης και ποιητικής, ένα έργο αρχειακής τέχνης. Σαν μια άλλη «κόκκινη βαλίτσα» συμπυκνώνει έναν κόσμο πολύμορφο και πολυσχιδή δημιουργώντας ταυτόχρονα νέα ερωτήματα και προκλήσεις, μεταξύ των οποίων πώς το Αρχείο Ακριθάκη θα συνεχίσει να δημιουργεί και να αλληλεπιδρά με το σήμερα. Με άλλα λόγια, πώς η βαλίτσα θα συνεχίσει να ταξιδεύει.
[i] These fragments I have shored against my ruins, «μ’ αυτά εδώ τα θραύσματα στήριξα τα ερείπιά μου», Τ.Σ. Έλιοτ, Η άγονη γη, μτφ. Χάρης Βλαβιανός (Αθήνα: Πατάκη, 2021), δεύτερη έκδοση, σ. 102-103.
Παρεμπιπτόντως, μ’ αυτόν το στίχο του Έλιοτ στη μετάφραση του Γ. Σεφέρη (Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπιά μου) ανοίγει κάθε τετράδιο-ημερολόγιό του ο Παύλος Ζάννας. Βλ. Παύλος Α. Ζάννας, Ημερολόγια φυλακής, επιμ. Αλ. Π. Ζάννας (Αθήνα: Ερμής, 2000).
[ii] Δανείζομαι τον όρο από τον εμβληματικό τις δεκαετίες 1960 και 1970 επιμελητή Harald Szeemann, ο οποίος χαρακτήρισε την επιμελητική-καλλιτεχνική πρακτική του ως «structured chaos», εισάγοντας έτσι μια νέα αντίληψη για την επιμέλεια εκθέσεων τέχνης.
[iii] Χλόη Ακριθάκη, «Η κόκκινη βαλίτσα» στο Αλέξης Ακριθάκης. Γράφοντας τη ζωγραφική (Ημερολόγια 1960-1990), επιμ. Θάνος Σταθόπουλος - Χλόη Ακριθάκη (Αθήνα: Άγρα, 2024), σ. 9-13 (9).
[iv] Η θεωρητική συζήτηση εντάθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως μετά τη δημοσίευση του Hal Foster, “An Archival Impulse”, October, 110 (Fall 2004), σ. 3-22, αναδημοσίευση στον τόμο, Charles Merewether (ed.), The Archive, Documents of Contemporary Art (London: Whitechapel, 2006). Από την ελληνική βιβλιογραφία ενδεικτικά αναφέρω το Σύγχρονη Τέχνη και Αρχείο: Αρχειακές συλλογές, καλλιτεχνικές πρακτικές, προβληματισμοί, επιμ. Χάρις Κανελλοπούλου, σειρά Κριτική+Τέχνη, 6 (Αθήνα: Aica Hellas, 2015) και Ελπίδα Καραμπά, Τέχνη Αρχείου από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Από την τέχνη θεσμικής κριτικής σε μια ριζοσπαστική θεσμίζουσα πρακτική, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2011, διαθέσιμη στο https://freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=32887&lang=el [πρόσβαση: 19/1/2025].
[v] Βλ. Χλόη Ακριθάκη, «Το “τσίκι-τσίκι” παραμένει ζωντανό». Συνέντευξη στην Ελένη Σαμπάνη, Η Καθημερινή, 16/9/2024, διαθέσιμο στο https://www.kathimerini.gr/culture/563220901/chloi-akrithaki-stin-k-to-tsiki-tsiki-paramenei-zontano/ [πρόσβαση: 19/01/2025]. Η Χλόη Ακριθάκη εξηγεί γιατί δεν προχώρησε στην ίδρυση ενός μικρού μουσείου Ακριθάκη, κατά το παράδειγμα άλλων καλλιτεχνών, και γιατί προτεραιότητά της «είναι να βρεθούν σημεία σύνδεσης του έργου της περιόδου του με το σήμερα».
[vi] Χάρις Κανελλοπούλου, Εισαγωγή στο Σύγχρονη Τέχνη και Αρχείο: Αρχειακές συλλογές, καλλιτεχνικές πρακτικές, προβληματισμοί, επιμ. Χάρις Κανελλοπούλου, σειρά Κριτική+Τέχνη, 6 (Αθήνα: Aica Hellas, 2015), σ. 17.
[vii] Ο Δημήτρης Παπανικολάου, τονίζοντας την αδιάλειπτη σχέση του αρχείου με το παρόν, κάνει λόγο για έναν επίμονο «αρχειακό ενεστώτα». Βλ. Δημήτρης Παπανικολάου, «Είκοσι δύο θέσεις για την αναταραχή αρχείου» στο Σύγχρονη Τέχνη και Αρχείο, σ. 229-238 (237).
[viii] Ό.π.
[ix] Χλόη Ακριθάκη και Θάνος Σταθόπουλος, συνέντευξη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου, Ματίνα Καλτάκη, Τέχνες, ΕΡΤ News (2/1/2025), στο https://www.ertflix.gr/vod/vod.556229-tekhnes-115 [πρόσβαση: 19/1/2025].
[x] Χλόη Ακριθάκη, συνέντευξη στην Πηνελόπη Μασούρη, «Χλόη Ακριθάκη: «Στον τροχό της τέχνης», Πρώτο Θέμα (1/4/2024), διαθέσιμο στο https://www.protothema.gr/gala/article/1481360/hloi-akrithaki-ston-troho-tis-tehnis/ [πρόσβαση: 19/1/2025].
[xi]Χλόη Ακριθάκη, «Η κόκκινη βαλίτσα», ό.π., σ. 11.
[xii] Ο Θάνος Σταθόπουλος στο εισαγωγικό κείμενό του υπογραμμίζει ότι η δημιουργία «θραυσματικής αφήγησης» ήταν βασικό μέλημά του. Θάνος Σταθόπουλος, «Προχωρώντας στη ζωή και φέροντας τη μνήμη του θανάτου» στο Αλέξης Ακριθάκης. Γράφοντας τη ζωγραφική, ό.π., σ. 23-25 (25).
[xiii] Βλ. σχετικά, Τζίνα Πολίτη, «Η Ποιητική του Αρχείου», Ο Αναγνώστης (Δεκέμβριος 2015), αν και το άρθρο αφορά τη σύγχρονη λογοτεχνική γραφή, στο https://www.oanagnostis.gr/i-piitiki-tou-archiou/ [πρόσβαση: 19/1/2025].
[xiv] Χλόη Ακριθάκη, συνέντευξη στον Γιάννη Πανταζόπουλο, «Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση», Lifo (28/11/2024) διαθέσιμο στο https://www.lifo.gr/culture/vivlio/ta-imerologia-toy-alexi-akrithaki-se-mia-nea-ekdosi [πρόσβαση: 19/1/2025].
[xv] Ντένης Ζαχαρόπουλος, «Τα τετράδια, από τη σελίδα στον κόσμο» στο Αλέξης Ακριθάκης. Γράφοντας τη ζωγραφική, ό.π., σ. 15-22 (15).
[xvi] Αναφέρεται στο Γιώργος Μυλωνάς, «Αλέξης Ακριθάκης: ‘Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι κλέφτης - είπαμε κλέφτης, όχι απατεώνας’», HuffPost (17/3/2018) στο https://www.huffingtonpost.gr/entry/alexes-akrithakes-o-kallitechnes-prepei-na-einai-kleftes-eipame-kleftes-ochi-apateonas_gr_5aabb390e4b0c33361afb63f [πρόσβαση: 19/1/2025].