Η Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζα γράφτηκε στα γαλλικά. Σχεδόν αμέσως όμως το βιβλίο άρχισε να πωλείται στο Λονδίνο, πριν καν φτάσει στο Παρίσι, και μέχρι το τέλος του χρόνου μεταφράστηκε και στα αγγλικά.[i] Το εξάτομο έργο έγραφε στη σελίδα τίτλου Επιστολές δυο εραστών, κατοίκων μιας μικρής πόλης στους πρόποδες των Άλπεων συλλεγμένες και εκδομένες από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, αλλά είχε ψευδότιτλο αυτόν με τον οποίο έμεινε γνωστό: Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζα, που παραπέμπει στη διαδεδομένη και τότε ιστορία του τραγικού έρωτα δυο σημαντικών μορφών του Μεσαίωνα, του φιλόσοφου Πέτρου Αβελάρδου (1079-1142) και της μαθήτριας και συζύγου του Ελοΐζας ντ’ Αρζαντέιγ (1092-1164).[ii] «Η ζήτηση του έργου», μας πληροφορεί ο Robert Darnton,[iii] «ήταν τέτοια που οι εκδότες δεν προλάβαιναν να εκτυπώσουν αρκετά γρήγορα αντίγραφα, κι έτσι ενοικίαζαν το βιβλίο με την ημέρα και με την ώρα» στους ανυπόμονους αναγνώστες. Ώς το 1800, το βιβλίο είχε γνωρίσει τουλάχιστον 70 εκδόσεις, πιθανόν περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα ώς τότε στην ιστορία των εκδόσεων, σημειώνει ο αμερικανός ιστορικός του πολιτισμού. Και αυτό, παρά τους ακκισμούς του προλόγου του ότι «το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε για να κυκλοφορήσει ευρέως, και ταιριάζει σε πολύ λίγους αναγνώστες» (σελ. 14). Η επίδρασή του στο μυθιστόρημα του ρομαντισμού ξεπερνιέται μόνο από τον Βέρθερο του Γκαίτε, ενώ με τις Περσικές επιστολές του Μοντεσκιέ και τις Επικίνδυνες σχέσεις του Λακλό συμπληρώνει τη μεγάλη τριάδα των γαλλικών μυθιστορημάτων σε επιστολιμαία μορφή, ένα είδος δημοφιλές κατά τον 18ο αιώνα.[iv]
Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που έχουν υποστηρίξει πως η λογοτεχνική αίσθηση –αν όχι μαζική αναγνωστική υστερία– που προκάλεσε το μυθιστόρημα όχι μόνο αύξησε τη δημοτικότητα του Ρουσσώ (δημοτικότητα που ο ίδιος απολάμβανε και για την οποία κόμπαζε υπερβολικά), αλλά, μαζί με τον Αιμίλιο ή Περί αγωγής (1762), συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση που είχε ο συγγραφέας στο ρομαντικό κίνημα καθώς και στην συνεπακόλουθη, αν και αμφιλεγόμενη, επιρροή του στη Γαλλική Επανάσταση. Αυτή η άποψη θα ξενίσει τον σημερινό αναγνώστη που έχει γνωρίσει τον συγγραφέα μέσα από τις φιλοσοφικές του πραγματείες: το πιθανότερο είναι πως του διαφεύγει η ύπαρξη της Ιουλίας, μια και η επιτυχία της ξεθώριασε σχετικά σύντομα και το ρομαντικό αυτό μυθιστόρημα τυγχάνει, αδίκως, ελάχιστης προσοχής. Εύσημα ανήκουν, λοιπόν, στις εκδόσεις Gutenberg που ανέλαβαν να (επανα)συστήσουν στο ελληνικό κοινό τον Ρουσσώ ως λογοτέχνη,[v] καθώς και στην Έφη Κορομηλά που έφερε εις πέρας το κοπιώδες έργο της πρώτης ελληνικής μετάφρασης του μοναδικού ολοκληρωμένου μυθιστορήματος του φιλοσόφου (μαζί με την προσαρμογή, διασκευή ή προσθήκη εξήντα σελίδων σημειώσεων) και παρέδωσε ένα απολαυστικό, ευανάγνωστο και πιστό στο ύφος του πρωτοτύπου κείμενο.
Έρωτας τον 18ο αιώνα
Έντονα φιλοσοφικό και διδακτικό, το μυθιστόρημα έχει κεντρικό θέμα τον έρωτα της Ιουλίας, μιας νεαρής αριστοκράτισσας, και του δασκάλου της· όπως όμως στην περίπτωση του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, η αγάπη αυτή μοιάζει αδύνατη και εξαρχής καταδικασμένη. Η Ιουλία αποτελείται από 163 επιστολές, έκτασης από λίγες γραμμές έως 58 σελίδες(!), που ανταλλάσσουν οι δυο ερωτευμένοι αλλά και άλλοι ήρωες της ιστορίας η οποία διαδραματίζεται το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην Ελβετία.
Η νεαρή Ιουλία, κόρη του Βαρόνου ντ’ Ετάνζ, έχει δεθεί συναισθηματικά με τον νεαρό δάσκαλό της ονόματι Σεν-Πρε, αλλά προσπαθεί να αντισταθεί στον πειρασμό. Άλλωστε, οι βαθιά θρησκευόμενοι γονείς της δεν θα επέτρεπαν ποτέ το γάμο της με έναν κοινωνικά κατώτερο άνδρα, και μάλιστα διαμαρτυρόμενο[vi]. Όταν η κοπέλα αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της προγραμματίζει το γάμο της με έναν άλλο άνδρα, απελπισμένη, ενδίδει στον έρωτα του Σεν-Πρε και οι δυο νέοι γίνονται εραστές. Ο Μιλόρδος Έντουαρντ που επισκέπτεται την οικογένεια γίνεται σύμμαχος του ζευγαριού και επιχειρεί να πείσει τον πατέρα της Ιουλίας να επιτρέψει τον γάμο. Εκείνος αρνείται κατηγορηματικά και ο δάσκαλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αγαπημένη του· ωστόσο, αλληλογραφούν καθημερινά. Παρότι ο λόρδος Έντουαρντ προτείνει στους δυο εραστές να παντρευτούν στην Αγγλία όπου κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό, η Ιουλία αρνείται να προδώσει τον πατέρα της. Όταν η άρρωστη μητέρα της Ιουλίας ανακαλύπτει πως οι δυο νέοι συνεχίζουν να επικοινωνούν, προσπαθεί να πείσει τον σύζυγό της να επιτρέψει την ένωσή τους, πεθαίνει όμως προτού πετύχει τον στόχο της. Η Ιουλία παντρεύεται τον κύριο Βολμάρ, έναν αρκετά μεγαλύτερό της άντρα και επιλογή του πατέρα της, και η αλληλογραφία των δυο ερωτευμένων διακόπτεται. Τέσσερα χρόνια μετά, ξανασυναντιούνται. Η Ιουλία είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών, ενώ ο Σεν-Πρε έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Ο ενάρετος αλλά άθεος σύζυγός της, παρότι η Ιουλία τού έχει εκμυστηρευθεί την πρότερη σχέση της με τον άλλοτε δάσκαλό της, απόλυτα πεπεισμένος για την αρετή της, προσλαμβάνει τον Σεν-Πρε ως δάσκαλο των γιων τους και οι δυο πρώην εραστές βρίσκονται ξανά κάτω από την ίδια στέγη. Θα αποδειχθεί η αρετή ισχυρότερη από τον έρωτα;
Από τη στιγμή της έκδοσής της, η Ιουλία υπήρξε αντικείμενο εκ διαμέτρου διαφορετικών ερμηνειών. Κατά τον 18ο αιώνα, δυο ομάδες ανθρώπων του πνεύματος ανέπτυξαν αντιθετικές απόψεις σχετικά με την αξία του. Η Μαντάμ ντε Σταλ, η Μαντάμ Ρολάντ και ο Μπερναντίν ντε Σεν-Πιερ υποστήριξαν τόσο τον Ρουσσώ όσο και τη σημασία της γενικής αποδοχής του έργου από το κοινό και την αναγνώρισή του ως «μέσου» πνευματικής και ηθικής βελτίωσης. Αντίθετα, στα χείλη των εκπροσώπων της φατρίας κατά του Ρουσσώ, του Βαρόνου Φον Γκριμ, του Φρερόν (Élie Fréron), του Αββά Ιράιγ (Augustin-Simon Iraïlh) και του Βολταίρου, η Νέα Ελοΐζα μετατράπηκε πολύ εύκολα σε αντικείμενο χλευασμού. Επιπλέον, όπως προέβλεψε ο ίδιος ο συγγραφέας, το άμεσο, προσωπικό ύφος των επιστολών-εξομολογήσεων και ο τρόπος γραφής του ενόχλησαν πολλούς. Από τους συγχρόνους του εκείνος που προσέγγισε το έργο με αμεροληψία και αντικειμενικότητα ήταν ο Ντ’ Αλαμπέρ. Οι μεταγενέστεροι κριτικοί του 19ου αιώνα φάνηκαν πιο φειδωλοί στις παρατηρήσεις τους και επιχείρησαν περισσότερο να συνδέσουν την πλοκή του έργου με τις εμπειρίες και την προσωπική ζωή του δημιουργού του, ενώ κατά τον 20ό αιώνα εντοπίζουμε κοινωνιολογικές, ψυχολογικές-ψυχαναλυτικές και βιογραφικές ερμηνείες του μυθιστορήματος. Πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ρουσσώ προσφέρει αναστοχαστική (όχι, όμως, αναγκαστική για τον αναγνώστη) ανάλυση του έργου του, με τον διαλογικό δεύτερο πρόλογο που προτάσσει σχεδόν αμέσως, στη δεύτερη έκδοση του δεύτερου τόμου (στην ελληνική μετάφραση γίνεται επίμετρο). Και ανασυστήνει τις συνθήκες συγγραφής και την υποδοχή του στις Εξομολογήσεις (βιβλία 9-11): διχογνωμία ανάμεσα στους ειδικούς και ομοφωνία στο κοινό, ιδιαίτερα στις γυναίκες που, όπως σημειώνει ο Ρουσσώ, «είχαν ξετρελαθεί» επειδή είχαν την εντύπωση πως «είχα γράψει την προσωπική μου ιστορία και πως ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος ήμουν εγώ» – μια πλάνη που ο συγγραφέας σκοπίμως δεν διέλυσε.[vii] Χρησιμοποιεί το κλασικό τέχνασμα του «εκδότη» των επιστολών αλλά διεκδικεί την ευθύνη του περιεχομένου του βιβλίου. Τι σημασία έχει για το κοινό εάν πρόκειται για μυθοπλασία ή για αληθινά γεγονότα, σε μια υπαρκτή περιοχή όπου κανείς δεν γνωρίζει την Ιουλία ή τον Βολμάρ; Ο Ρουσσώ παίζει με το συγγραφικό υποκείμενο και τον Ζαν-Ζακ και αφήνει σε ερμηνευτική εκκρεμότητα τον αναγνώστη: «Κι ο καθένας ας σκεφτεί ό,τι θέλει» (σελ. 14).
Τόση καλοσύνη γύρω τους και εντός
Ο γερμανός νεοκαντιανός φιλόσοφος Ερνστ Κασσίρερ υποστήριξε πως, με την Ιουλία, ο Ρουσσώ «ανακάλυψε και ανέστησε τον σχεδόν ξεχασμένο κόσμο του λυρισμού […] που τόσο βαθιά συγκίνησε και τόσο δυνατά συγκλόνισε τους συγχρόνους του».[viii] Η προσεκτική ανάγνωση της Ιουλίας αποδεικνύει πως το μυθιστόρημα, χωρίς να χάνει τη λογοτεχνικότητά του, περιλαμβάνει πολλά από τα μοτίβα της φιλοσοφίας του Ρουσσώ και πως η απήχηση που είχε στο αναγνωστικό κοινό της εποχής του δεν ήταν αδικαιολόγητη. Η θέση του έργου στο ιδεολογικό γίγνεσθαι της προεπαναστατικής περιόδου κρίνεται σημαντική, μια και –διασταυρώνοντας το προσωπικό με το πολιτικό– ο Ρουσσώ αφενός ανατρέπει συμβάσεις της εποχής, αφετέρου ανυψώνει την εσωτερική αυτογνωσία, το υποκειμενικό συναίσθημα σε μέσο για την εύρεση της αλήθειας και σε θεμέλιο για την ατομική ηθική. Όπως και άλλοι συγγραφείς εκείνης της περιόδου, ο Ρουσσώ έχει βασική θεματική του τη δραματική εσωτερική ένταση που προκύπτει όταν το συναίσθημα έρχεται αντιμέτωπο με τις ηθικές και κοινωνικές επιταγές, τις κοινωνικές διαφορές και τις έξωθεν παρεμβάσεις – λ.χ. η απόφαση του πατέρα της Ιουλίας να την παντρέψει με τον άθεο Βολμάρ. Εδώ όμως το πάθος των δύο ηρώων μετουσιώνεται και εντείνεται εξαιτίας της υποταγής τους σε ανώτερες αρχές και υψηλά ιδεώδη, που συνεπάγονται την ενάρετη απάρνηση του ερωτικού. Η Ιουλία μπορεί να αντισταθεί στον έρωτα ως δικό της συναίσθημα, σε σημεία μάλιστα ο αναγνώστης τη βλέπει να φλερτάρει με την ηδονή της απάρνησης, αλλά βρίσκεται ανίσχυρη μπροστά στα συναισθήματα των άλλων: αδυνατεί να προδώσει τον πατέρα της και, σχεδόν από οίκτο για τον Σεν-Πρε που υποφέρει από τον έρωτά του, θα γίνει δική του. Ο οίκτος ως κίνητρο, για τον Ρουσσώ, αποτελεί απόδειξη του ότι ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο από προσωπικό συμφέρον ή επιθυμία.
Οι επιστολές βρίθουν από σκέψεις με αφορμή καθημερινά περιστατικά που εμπλουτίζονται από, ενίοτε λεπτομερέστατες, περιγραφές, αλλά και παραπομπές ή παραθέματα από τη Βίβλο και τους μεγάλους ιταλούς ποιητές. Στην ενδέκατη επιστολή του τέταρτου μέρους, λ.χ., η επί 28 σελίδες περιδιάβαση στον κήπο γίνεται μια «τερπνή ονειροπόληση» σε ένα είδος επίγειας Εδέμ. Είναι γεμάτη από αναμνήσεις και κρίσεις για πρόσωπα· προσεκτικές και με γνώση παρατηρήσεις για δένδρα, φυτά και πουλιά· μια παρεμπίπτουσα κριτική για τους μεγάλους τεχνητούς κήπους που θέλουν να διορθώσουν τη φύση (το καύχημα της εποχής – αρκεί να σκεφτούμε το σχετικό εκτενές άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας των Διαφωτιστών!): «Το λάθος των ανθρώπων που ισχυρίζονται πως είναι καλαίσθητοι είναι ότι θέλουν να υπάρχει στα πάντα τέχνη και δεν είναι ευχαριστημένοι παρά μόνον όταν η τέχνη είναι οφθαλμοφανής· ενώ πραγματική καλαισθησία είναι να κρύβεις την τέχνη· ιδίως όταν πρόκειται για έργα της φύσης» (σ. 714-715). Όλο το πλαίσιο δίνει αφορμή στον Ρουσσώ να εκφράσει την αγάπη του για τα τοπία και να διατυπώσει μια γενική θέση για το τόσο προσφιλές του θέμα της φύσης, που ανακαλεί το φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ του Ηράκλειτου:
η φύση μοιάζει να θέλει να κρύβει από τα μάτια των ανθρώπων τα πραγματικά της θέλγητρα, στα οποία είναι ελάχιστα ευαίσθητοι, κατά τα οποία παραμορφώνουν μόλις απλώσουν χέρι επάνω τους: αποφεύγει τα πολυσύχναστα μέρη· τα πιο ποιητικά κάλλη της τα εκθέτει ψηλά στις βουνοκορφές, βαθιά μέσα στα δάση, στα έρημα νησιά. (σ. 710)
Ο Ρουσσώ συνειδητά επιλέγει να γράψει μία κατά βάση πολύ απλή ιστορία, χωρίς περίπλοκη πλοκή και πολλούς χαρακτήρες. Στον σύγχρονο αναγνώστη θεματικά, αλλά και υφολογικά η Ιουλία μπορεί να μοιάζει αρχικά κλασική μεν αλλά «ξεπερασμένη». Ένας μεγάλος έρωτας που δεν μπορεί να ευδοκιμήσει επειδή αντιβαίνει στις αποδεκτούς κανόνες της εποχής, μεγαλόστομες δηλώσεις αγάπης, φιλικής συνδρομής και αυταπάρνησης σε επιστολική μορφή, αντιζηλίες και πάθη που δεν οδηγούν παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις σε κάποια κορύφωση, «κακοί αντίζηλοι» που μετατρέπονται σε «καλούς» και μεγαλόψυχους ήρωες (ο Μιλόρδος Έντουαρντ που αντί να μονομαχήσει για την αγάπη της Ιουλίας με τον Σαιν-Περ αναλαμβάνει να πείσει τον πατέρα της να τους δώσει την ευχή του και ο σύζυγος της Ιουλίας που όχι μόνο δεν φθονεί τον πρώην εραστή της γυναίκας του αλλά τον εκτιμά βαθιά ως εκπαιδευτικό και του εμπιστεύεται τη μόρφωση των γιων του) και ατέρμονες βεβαιώσεις αβροφροσύνης, καλοσύνης, εμπιστοσύνης και διάθεσης για βοήθεια ξενίζουν τον αναγνώστη. Κάτι τέτοιο δεν βλέπουμε να συμβαίνει λόγου χάρη με τον Κόμη Μοντεκρίστο που συνεχίζει να μεταφράζεται και να διαβάζεται με το ίδιο πάθος.
Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο ο αναγνώστης να έχει πάντοτε κατά νου το ιστορικό πλαίσιο, καθώς και, κυρίως, τη σκόπευση του δημιουργού της. Γραμμένη σχεδόν παράλληλα με τον Αιμίλιο ή Περί αγωγής (1762), η Ιουλία έχει στενή συνάφεια τόσο με αυτό το έργο όσο και με τη λίγο προγενέστερη Επιστολή στον Ντ’ Αλαμπέρ, περί των θεαμάτων (1758), συνάφεια που είναι εμφανής στις συζητήσεις μεταξύ των ηρώων του έργου για την οικογενειακή ζωή, την ανατροφή των παιδιών και το είδος της εκπαίδευσης που θα καταστήσει τους μαθητευόμενους και αυριανούς πολίτες ικανούς να σκέφτονται και να δρουν ελεύθερα.[ix] Έτσι η Ιουλία μπορεί και πρέπει να διαβαστεί από όσους ενδιαφέρονται για τον φιλόσοφο Ρουσσώ ως σημαντική πηγή των απόψεών του για μια αγροτική κοινότητα και για έναν ευφυή άνθρωπο ο οποίος επιτυγχάνει την αρμονία της φύσης – κάτι που θεωρήθηκε ότι προοικονομεί τον παιδαγωγό του Αιμίλιου και τον νομοθέτη του Κοινωνικού Συμβολαίου (1762). Βέβαια, το ότι και τα τρία μεγάλα έργα του ενεγράφησαν στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτέλεσε πλήγμα για τον Ρουσσώ.
Φύση και κοινωνία
Ο Ρουσσώ υποστήριζε έναν συνετό τύπο επιδίωξης της ευτυχίας, την οποία ορίζει ως την ισορροπία μεταξύ επιθυμιών και ικανοτήτων. Αυτή η αναζήτηση της ευτυχίας, η φύση της αληθινής αγάπης και οι περιορισμοί της κοινωνίας είναι οι ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα του βιβλίου και αναπτύσσονται εκτενώς μέσα από διαφορετικές οπτικές. Ο Ρουσσώ επικεντρώνεται στην έμφυτη καλοσύνη ως φυσική συνθήκη του ανθρώπου και εμβαθύνει στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων συναισθημάτων και των σχέσεων, τονίζοντας τη σημασία της ατομικής ευτυχίας και της αυθεντικότητας. Η επιστολική μορφή επιτρέπει στον Ρουσσώ να εκφράσει τα προσωπικά του συναισθήματα (προφανώς και τον έρωτα), να τα αισθητικοποιήσει. Η Ιουλία παίρνει τη θέση του Σωκράτη που δίδαξε για τον έρωτα·[x] ο λόγος και η θρησκεία βρίσκονται πλέον στην υπηρεσία του έρωτα και του γάμου – χάρη στους δύο τελευταίους μπορεί να συμφιλιωθεί η φύση με την κοινωνία. Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, ο Ρουσσώ προσφέρει το προσωπικό του όραμα για τον άνθρωπο και την κοινωνία, προτού καταστήσει αντικείμενο των έργων του (λ.χ. στις Εξομολογήσεις [1782] ή στις Ονειροπολήσεις [1782]) τον ίδιο του τον εαυτό και τη θέση του στην κοινωνία. Όπως έχει παρατηρήσει ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του, ο Ζαν Σταρομπίνσκι, η ίδια η γραφή γίνεται πηγή χαράς για τον Ρουσσώ «μόνο από τη στιγμή που δεν απευθύνεται πλέον σε άλλο ακροατήριο πέρα από τον εαυτό του».[xi]
Στο κείμενο διαφαίνεται η φιλοσοφική βάση του Ρουσσώ: ο χαμένος παράδεισος, η φυσική κατάσταση των ανθρώπων, αλλά και η πεποίθησή του ότι υπάρχουν, έστω σε μερικά μακρινά μέρη, αξίες φυσικές που δεν έχουν ακόμη διαφθαρεί. Το Κλάρενς, η μικρή πόλη της Ιουλίας, είναι μια όμορφη αρμονία ανάμεσα στη φύση, το λόγο και την ευσέβεια – δεν είναι κάποια μελλοντική ουτοπία![xii] Μην ξεχνάμε ότι το ερώτημα «εάν η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών συνέβαλε στη διαφθορά ή την κάθαρση των ηθών» ήταν αντικείμενο του περίφημου διαγωνισμού της Ακαδημίας της Ντιζόν για το 1750, που μόλις το διάβασε ο Ρουσσώ άλλαξε την πορεία του. Παράλληλα, δεν λησμονεί τον προσωπικό του χαμένο παράδεισο με την κυρία ντε Βαρένς – μια δασκάλα του που τον μύησε στον έρωτα. Αυτή η αίσθηση ότι η ευτυχία δεν μπορεί παρά να είναι φευγαλέα διαποτίζει την Ιουλία, όπως και τις Εξομολογήσεις:
Εδώ αρχίζει η σύντομη ευτυχία της ζωής μου· εδώ έρχονται οι γαλήνιες αλλά πρόσκαιρες στιγμές που μου έδωσαν το δικαίωμα να λέω ότι έζησα.[xiii]
Το «ευαγγέλιο του συναισθήματος» που διακηρύσσει ο Ρουσσώ, κατά την έκφραση του Ερνστ Κασσίρερ,[xiv] δεν είναι απλοϊκή αισθαντικότητα αλλά συνδυάζεται, στο πνεύμα του Διαφωτισμού, με την ηθική δύναμη και με μια νέα ηθική βούληση. Οι πλούσιες απεικονίσεις της ανθρώπινης εμπειρίας καθιστούν την Ιουλία έργο διαχρονικό. Επιπλέον, η επιστολική μορφή καθιστά δυνατή μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση στη σκέψη και στην εσωτερική ζωή των χαρακτήρων: ένα πανταχού παρόν «εγώ» διατρέχει όλο το βιβλίο. Έτσι, καθώς ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της ωρίμανσης των δυο νεαρών εραστών, ενσταλάζει μέσα του αυτό που ο Μιχαήλ Μπαχτίν αποκαλεί εσωτερικό πειστικό λόγο. Είναι ένας λόγος που πείθει χωρίς να επιβάλλεται και ενεργοποιεί τον δικό μας εσωτερικό αυτόνομο λόγο: έτσι μαζί με της Ιουλίας εξυψώνεται και το ιδεολογικό γίγνεσθαι του αναγνώστη.
Αν όμως ήταν και η ανάγκη για το αυθεντικό συναίσθημα που ώθησε τον Ρουσσώ να γράψει την Ιουλία, ας μην ξεχνάμε τη ρήση του φίλου του Ντ’ Αλαμπέρ, ότι «για να διαβάσει κανείς καλά αυτό το βιβλίο έπρεπε να είχε νιώσει βαθιά αυτό το πάθος ή την επιθυμία αυτού του πάθους».[xv]
[i] Για την ενδιαφέρουσα εκδοτική πορεία και την επίδρασή του στην αγγλική πεζογραφία, βλ. Jenny Mander, “Rousseau à l’anglais”, History Workshop Journal 48 (1999), σ. 258-264.
[ii] Ο Ρουσσώ αναφέρεται στο έργο και με τους τρεις «τίτλους», αν και στις Εξομολογήσεις προτιμά το Ιουλία. Στις περισσότερες μελέτες, όπως φαίνεται και στις εδώ παραπομπές, επιλέγεται το Νέα Ελοΐζα. Χρήσιμο είναι το τρισέλιδο επιλογικό σημείωμα της μεταφράστριας σχετικά με την ιστορία των δύο μεσαιωνικών εραστών που πέρασαν στη σφαίρα του μυθικού. Ο αναγνώστης που θα ενδιαφερθεί περαιτέρω για τις αναλογίες των ερωτικών ιστοριών των δυο ζευγαριών μπορεί να ανατρέξει στην κλασική μελέτη του Ettiene Gilson, Ελοΐζα και Αβελάρδος, μετάφραση Γιάννης Καλλιόρης, Αρμός, Αθήνα 1998.
[iii] Robert Darnton, The Great Cat Massacre and Other Episodes in French Cultural History, Viking, New York 1984, σελ. 242. Άφθονα στοιχεία υπάρχουν στη μελέτη του Claude Labrosse, Lire au XVIIIe siècle: la “Nouvelle Héloïse” et ses lecteurs, Presses universitaires de Lyon, Lyon 1985, και μια φρέσκια ματιά προσφέρει ο Nicholas Paige, “Rousseau's Readers Revisited: The Aesthetics of La Nouvelle Héloïse”, Eighteenth-Century Studies 42/1 (2008), σ. 131-154.
[iv] Denis Albert Robitaille, “La Nouvelle Heloise”: Rousseau and the Epistolary Form (διδακτορική διατριβή), Michigan State University, 1974.
[v] Η έκδοση εντάσσεται στη γνωστή φροντισμένη σειρά Orbis Literæ ως ο 41ος τόμος· θα μπορούσαν, πάντως, να περιληφθούν οι δώδεκα γκραβούρες που υπάρχουν ακόμη και στην αγγλική μετάφραση. Εκτός από τα φιλοσοφικά έργα του Ρουσσώ, έχουν μεταφραστεί το αυτοβιογραφικό Οι εξομολογήσεις του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, 2 τόμοι (Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997· επανεκδόθηκε σε έναν τόμο από τις εκδόσεις Σμίλη το 2022) και το ημιτελές αυτοβιογραφικό κείμενο Rêveries du promeneur solitaire (1782) από τον Νίκο Σημηριώτη ως Οι ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου (Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1985)· το τελευταίο, μάλιστα, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε φέτος εκ νέου από δύο εκδοτικούς οίκους ως Ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή (μετάφραση Έφη Κορομηλά, Printa, Αθήνα) και ως Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή (μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, Αθήνα). Επίσης, έχουν εκδοθεί το θεατρικό του έργο Νάρκισσος ή ο εραστής του εαυτού του (μετάφραση Στεργία Καββάλου, Ηριδανός, Αθήνα 2011 & Γιάννης Έξαρχος, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2009) και το επίσης ημιτελές πειραματικό μυθιστόρημα Αιμίλιος και Σοφία, ή οι μοναχικοί (μετάφραση Δέσποινα Σαραφίδου, Ροές, Αθήνα 2010).
[vi] Ο ίδιος ο Ρουσσώ μέσα σε λίγα χρόνια πρόλαβε να μεταστραφεί στον Καθολικισμό και να επιστρέψει στον Καλβινισμό
[vii] Εξομολογήσεις, βιβλίο 11, τόμ. 2, σ. 283-286. Υπάρχουν πολλές αναλυτικές βιογραφικές μελέτες για τον Ρουσσώ, όπως η τριλογία του Maurice Cranston (1982-1997). Εύχρηστη είναι η ευσύνοπτη βιογραφία του από τον Raymond Trousson, Jean-Jacques Rousseau, Gallimard, Paris 2011.
[viii] Ernst Cassirer, The Question of Jean-Jacques Rousseau (αγγλική μετάφραση Peter Gay· 1η γερμανική δημοσίευση 1932), Columbia University Press, New York 1956, σελ. 85.
[ix] Πέρα από τα άφθονα έργα για τον φιλόσοφο και πολιτικό στοχαστή Ρουσσώ, ειδικά για την Ιουλία, βλ. Santo L. Arico, Rousseau's Art of Persuasion in “La Nouvelle Heloise”, University Press of America, Lanham, Maryland, 1994. Dayton R. Flick, The Polemics of Sensibility: J.-J. Rousseau’s Radical Romance in “Julie, ou La Nouvelle Héloïse” (διδ. διατριβή), University of Georgia, Athens, Georgia 2013. Mark Kremer, Romanticism and Civilization: Love, Marriage, and Family in Rousseau’s “Julie”, Lexington Books, Lanham, Maryland 2017. Yannick Seité, Du livre au lire: La Nouvelle Héloïse, roman des Lumières, Honoré Champion, Paris 2002.
[x] Βλ. Kremer, Romanticism and Civilization, σ. xiv-xvi.
[xi] Jean Starobinski, Jean-Jacques Rousseau: la transference et l’obstacle, Gallimard, Paris 1971, σ. 171 (ελλην. έκδοση: Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Η διαφάνεια και το εμπόδιο, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005).
[xii] Βλ., όμως, και τη σύντομη μελέτη του James F. Jones, La Nouvelle Héloïse: Rousseau and Utopia, Droz, Genève 1977.
[xiii] Εξομολογήσεις, βιβλίο 6, τόμ. 1, σ. 243. Παρά τα χρόνια του, αναλυτικό και διαφωτιστικό για τη σχέση τους είναι το βιβλίο του François Mugnier Madame de Warens et J.-J. Rousseau: étude historique et critique, Calmann Lévy, Paris 1891 (διαθέσιμο στην BnF: <https://gallica.bnf.fr>).
[xiv] Ernst Cassirer, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού (μετάφραση Αννέτε Φώσβινκελ), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2013, σελ. 426.
[xv] Παραθέτει η Claire Salomon-Bayet, «Jean-Jacques Rousseau», στο: Φ. Σατελέ (επιμ.), Η φιλοσοφία, τόμ. Β΄ (μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης), Γνώση, Αθήνα σ. 318.