Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του Luis Racionero (1940-2020), Οι φιλοσοφίες του Underground (μτφρ. Νίκος Κωνσταντάς, Οδυσσέας, 1980) με θέμα τις ιρασιοναλιστικές, τις ανορθολογικές φιλοσοφίες. Το έργο του καταλανού δοκιμιογράφου γνώρισε μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό και περιλαμβάνει ένα ενδιαφέρον και κατατοπιστικό κεφάλαιο για την «αμοραλιστική ηθική» του γερμανού συγγραφέα Χέρμαν Έσσε (όπως επικράτησε να τον λέμε στα ελληνικά, παρά τη γερμανική προφορά του), προφήτη, κατά τον Ραθιονέρο, του αντεργκράουντ.
Αν και δεν ήταν άγνωστος ώς τότε στο ελληνικό κοινό, με αφορμή (και) αυτό το βιβλίο ο Έσσε άρχισε να διαβάζεται φανατικά και μυθιστορήματά του όπως ο Σιντάρτα και ο Λύκος της στέπας ήταν τα «must-read» για τους νέους της εποχής. Η μανία με τον Έσσε εισήχθη, όπως και τόσες άλλες, με χρονοκαθυστέρηση στην Ελλάδα: εκτός συνόρων είχε βρεθεί στο απόγειο της δόξας του τις δεκαετίες του 1960-1970 που κυριαρχούσε το κίνημα των χίπις. Την εποχή εκείνη, που η δημοφιλής αυτή εξ Αμερικής αντικουλτούρα αναδείκνυε τις ανατολικές θρησκείες που δίνουν έμφαση στις αποκήρυξη του υλιστικού τρόπου ζωής, το έργο του Έσσε εκτιμήθηκε ιδιαίτερα καθώς θεωρήθηκε πως απευθύνεται στην ευαίσθητη ψυχή, στον καλλιτέχνη, στο άτομο που ενδιαφέρεται για την αναζήτηση του βαθύτερου ή του μόνου αληθινού νοήματος της ζωής. Ενθουσίασε όμως όχι μόνο τους χίπις αλλά και τους καταστασιακούς, τους μεταμαρξιστές αμφισβητίες και τους οπαδούς του αναχωρητισμού.[i]
Ο Χέρμαν Έσσε δεν χρειάζεται συστάσεις. Λαμπρός διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, ποιητής, αλλά και ζωγράφος, συγκαταλέγεται στους πιο αξιόλογους ευρωπαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1877 στο Καλβ της Βυρτεμβέργης και πέθανε στις 9 Αυγούστου 1962 στην Ελβετία, όπου διέμενε από το 1919. Το 1899 εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία: την ποιητική συλλογή Τα ρομαντικά τραγούδια και τη συλλογή πεζών Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Από το 1904, χάρη στο, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, μυθιστόρημα Πέτερ Κάμεντσιντ, ο Έσσε, που μέχρι τότε είχε εργαστεί ως βιβλιοπώλης και αρθρογράφος σε εφημερίδες, μπορούσε πια να ζει αποκλειστικά από τη συγγραφή. Έγραψε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, άρθρα για εφημερίδες, βιογραφίες και ταξιδιωτικές σημειώσεις. Στις βασικές επιρροές του συγκαταλέγονται η ελληνική μυθολογία, ο γερμανικός ρομαντισμός, η ινδική και η κινεζική σκέψη και διάφορες ψυχαναλυτικές θεωρίες. Ο Έσσε παραμένει ο δημοφιλέστερος γερμανός λογοτέχνης εκτός των συνόρων της πατρίδας του και δικαίως θεωρείται ένας εκ των σημαντικότερων του 20ού αιώνα: τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 70 και πλέον γλώσσες και έχουν κυκλοφορήσει σε πάνω από εκατό εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και με το βραβείο Γκαίτε το 1946 και το 1955 με το Βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας Βιβλίων.
Τα έργα του Έσσε και ειδικά τα Σιντάρτα, Ο Λύκος της Στέπας, Ντέμιαν και Νάρκισσος και Χρυσόστομος έχουν μεταφραστεί αρκετές φορές στη γλώσσα μας και κυκλοφορούν από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους (Καστανιώτη, Μίνωας, Κριτική, Σμίλη, Νεφέλη, Παπαδόπουλος, Ζαχαρόπουλος, Αστάρτη κ.ά.). Οι εκδόσεις Διόπτρα ανέλαβαν σχετικά πρόσφατα την έκδοση του συνόλου του έργου του σε νέες προσεγμένες μεταφράσεις, σε μια σειρά με σήμα κατατεθέν τα σχεδιαστικά λιτά και χρωματικά έντονα εξώφυλλα του Γιώργου Παναρετάκη. Εκτός από τον Σιντάρτα και τη Γερτρούδη, έχει ήδη κυκλοφορήσει (2024) σε εξαιρετική μετάφραση του Βασίλη Τσαλή ο Κνουλπ, ένα σύντομο έργο που αποτελείται από τρεις ιστορίες με κεντρικό ήρωα έναν μοναχικό μα ανέμελο και τρομερά αυτάρκη flâneur με καλλιτεχνικές τάσεις. Τον Μάιο αναμένεται να κυκλοφορήσουν τα Νάρκισσος και Χρυσόστομος (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου και Άγγελος Αγγελίδης) και Πέτερ Κάμεντσιντ (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), ενώ το φθινόπωρο αναμένεται η έκδοση του Ροσάλντε (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου).
Δαιδαλώδες ταξίδι αυτογνωσίας
Ο Σιντάρτα είναι από εκείνα τα έργα που μπορεί να μας γοητεύουν στα νιάτα μας, συνεχίζουμε όμως να τα κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας όχι μόνο επειδή θεωρούνται πλέον «κλασικά». Ο Σιντάρτα είναι το ένατο μυθιστόρημα του Έσσε και εκδόθηκε το 1922, δυο χρόνια μετά την εγκατάσταση του συγγραφέα στην Ελβετία. Ριζικά αντίθετος προς το μιλιταριστικό γερμανικό καθεστώς, ο Έσσε, στα άρθρα που έγραψε μεταξύ 1914-1918, αμφισβητούσε τον γερμανικό εθνικισμό, με αποτέλεσμα πολλοί αναγνώστες και φίλοι του να του γυρίσουν την πλάτη και να αρχίσουν να τον βλέπουν ως εχθρό και ως προδότη του λαού, του κράτους και του έθνους. Αυτή η περιθωριοποίηση τον πλήγωσε βαθιά και, λόγω και οικογενειακών προβλημάτων, τον οδήγησε να αφήσει την πατρίδα του και να βρει καταφύγιο στην ουδέτερη Ελβετία. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, τα έργα του Έσσε απαγορεύτηκαν στη Γερμανία.
Παρότι είχε ανατραφεί σε ένα τρομερά αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν ιεραπόστολος και, μαζί με τη μητέρα του, ήταν μέλη του θρησκευτικού κινήματος των Ευσεβιστών) που, κατά τον ίδιο, αποτέλεσε την πιο καθοριστική του επιρροή, ο Έσσε είχε δεχθεί σε νεαρή ηλικία επιρροές από τις θρησκείες και τις φιλοσοφίες της Ανατολής, καθώς ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ήταν γνωστός ινδολόγος και, μαζί με την αγάπη για τα βιβλία, του εμφύσησε τον θαυμασμό για τη σοφία της Ανατολής. Αξιοποιώντας τις γνώσεις που απέκτησε χάρη στο μακροχρόνιο ενδιαφέρον του για τις ανατολικές θρησκείες και τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του σε Ασία και Μέση Ανατολή,[ii] σε μια εποχή που ο βουδισμός και ο ινδουισμός ήταν ακόμα σχετικά άγνωστοι στη Δύση, ο Έσσε έγραψε ένα σύντομο μυθιστόρημα που όμως επεκτείνει σε νέα πεδία τη θεματολογία της πεζογραφίας του. Ο Σιντάρτα μιλά για την αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και από το περιβάλλον του και για τη βαθιά επιθυμία για αυτογνωσία μέσα από ένα βουδιστικό πρίσμα. Αν και όταν πρωτοδημοσιεύτηκε οι κριτικοί ήταν διστακτικοί απέναντί του, σαράντα χρόνια μετά το μυθιστόρημα είχε μετατραπεί σε «βίβλο» της νεολαίας και κάθε «επαναστατημένου» ενήλικου.
Η ιστορία του Σιντάρτα είναι απλή. Ο όμορφος και αξιοσέβαστος γιος ενός βραχμάνου, που ζει με τους γονείς του στην αρχαία Ινδία, αναμένεται να ακολουθήσει την πορεία του πατέρα του. Ο Σιντάρτα όμως διαισθάνεται πως κάτι του λείπει, θεωρεί πως ο πατέρας του και οι άλλοι βραχμάνοι δεν έχουν επιτύχει τη Φώτιση και δεν είναι σε θέση να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματά του. Μια μέρα μια ομάδα περιπλανώμενων γυμνών ασκητών που ονομάζονται Σαμάνα περνά από την πόλη όπου ζει. Μαζί με τον φίλο του Γκοβίντα, και παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα του, ο Σιντάρτα αποφασίζει να φύγει μαζί τους, καθώς πιστεύει πως ο δικός τους τρόπος ζωής με τον ασκητισμό και την απόρριψη των σωματικών αναγκών και επιθυμιών θα εξαλείψει το εγώ του και θα επιφέρει τη Φώτιση. Γρήγορα προσαρμόζεται στον τρόπο ζωής των Σαμάνα και διδάσκεται πώς να απελευθερώνει τον εαυτό του από τις παραδοσιακές «παγίδες» της εγκόσμιας ζωής, αποκηρύσσοντας κάθε επιθυμία για την απόκτηση περιουσίας και ενδυμάτων, για ερωτικές επαφές, ακόμη και για τροφή – πέραν των ελάχιστων που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή του. Ωστόσο, ο Σιντάρτα εξακολουθεί να είναι απογοητευμένος: ο δρόμος της αυταπάρνησης δεν έχει φέρει την αληθινή πνευματική Φώτιση. Όταν πληροφορείται την έλευση ενός νέου άγιου ανθρώπου που ονομάζεται Γκοτάμα (είναι ο Βούδας που έχει επιτύχει την απόλυτη νιρβάνα), ο Γκοβίντα πείθει τον Σιντάρτα να αφήσουν τους Σαμάνα και να τον αναζητήσουν. Σε αντίθεση όμως με τον Γκοβίντα ο οποίος θα παραμείνει στο πλευρό του Γκοτάμα Βούδα, ο ήρωάς μας έχει τις αμφιβολίες για τη διδασκαλία του. Αποφασίζει, λοιπόν, να ζήσει απαλλαγμένος από τον διαλογισμό και τις πνευματικές αναζητήσεις και να εστιάσει στις απολαύσεις του σώματος και του υλικού κόσμου. Με την πάροδο των χρόνων εξελίσσεται σε πλούσιο έμπορο που ζει με την ερωμένη του, Καμάλα, μια πρώην εταίρα που του διδάσκει την τέχνη του έρωτα. Ο κορεσμός όλων αυτών των απολαύσεων, η απογοήτευση τόσο από την ασκητική όσο και από την αισθησιοκρατική ζωή θα τον φέρουν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και θα τον οδηγήσουν ξανά στον μοναχικό δρόμο της αναζήτησης της εσωτερικής ισορροπίας και της επίτευξης της καθαρά ατομικής Νιρβάνα.
Με δυο λόγια, ο Σιντάρτα είναι η γραμμική, λυρική αφήγηση μιας διά βίου αναζήτησης του εαυτού και του νοήματος της ζωής. Παρότι στα μάτια του σημερινού αναγνώστη η πορεία και η επιθυμία αυτοεπίγνωσης του ήρωα δεν φαντάζει τόσο ρηξικέλευθη ως ιδέα και σκοπός όσο την εποχή που γράφτηκε, το μυθιστόρημα παραμένει ένα έργο επίκαιρο, πειστικό και συναρπαστικό. Για τους νέους όμως, καθώς και για όσους επιθυμούν να «παραμένουν νέοι στην ψυχή», η αμφισβήτηση των κοινωνικών συμβάσεων και η απαξίωση των υλικών αγαθών, η αγάπη για τη φύση, ο αγώνας για αυτοπραγμάτωση, η επιδίωξη της αυτογνωσίας, η αμφισβήτηση των αξιών, η υπαρξιακή κρίση και η εσωτερική πάλη και η ατομική ελευθερία ως αυτοσκοπός είναι θεματικές ιδιαίτερα γοητευτικές. Σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου η αναζήτηση της αλήθειας μοιάζει χαμένο παιχνίδι, ο ιδεαλισμός και το μήνυμα του Σιντάρτα, η κατάκτηση, δηλαδή, της αυθεντικής ατομικής φωνής και ταυτότητας και η πνευματική αφύπνιση που αυτή προϋποθέτει είναι στοιχεία που πάντα θα κερδίζουν τους ανήσυχους αναγνώστες. Άλλωστε, παρά την ελαφρώς αφαιρετική σκιαγράφηση της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία[iii] (ενδεχομένως και σκόπιμα, ώστε το «Ινδικό παραμύθι» να καταστεί πιο διαχρονικό), ως χαρακτήρας ο Σιντάρτα, το όνομα του οποίου σημαίνει «αυτός που έχει φτάσει στον προορισμό του/που έχει φτάσει τον στόχο του» (siddha [επιτεύχθηκε] + artha [αυτό που αναζητήθηκε]), και ήταν το όνομα του πρώτου Βούδα στην ιστορία, είναι πολύ πειστικός, συναρπαστικός και αληθοφανής.
Στηριζόμενος και στις ινδουιστικές και στις βουδιστικές διδασκαλίες, o Έσσε αναπαριστά επιδέξια την ένταση μεταξύ των δογματικών επιταγών της οργανωμένης θρησκείας και των εσωτερικών προτροπών της ψυχής. Καθώς ο Σιντάρτα μεγαλώνει, μια θεμελιώδης αλήθεια γίνεται σταδιακά εμφανής τόσο σε εκείνον όσο και σε εμάς: δεν υπάρχει ενιαίο μονοπάτι προς την αυτοπραγμάτωση, καμία έτοιμη συνταγή με οδηγίες και κανόνες για το πώς θα ζήσουμε μια πλήρη ζωή. Ο γερμανός συγγραφέας αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδέες για το σημαίνει να ζεις μια πνευματική ζωή, να επιδιώκεις και να αδυνατείς να επιτύχεις την ουσιαστική αυτογνωσία μέσω της τυφλής προσκόλλησης σε μια θρησκεία, μια φιλοσοφία ή σε οποιοδήποτε άλλο σύστημα πεποιθήσεων.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαν διάλογος: μεγάλο μέρος του αποτελείται από καλοσκηνοθετημένες συνομιλίες μεταξύ των ηρώων ενώ, συνάμα, είναι μια συζήτηση του προβληματισμένου ήρωα (και κατ’ επέκταση του αναγνώστη) με τις «λύσεις» που παρέχουν ο βουδισμός και ο ινδουισμός. Σε μια εποχή που η τραγωδία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έθεσε τους πιο ευαίσθητους και στοχαστικούς πολίτες ενώπιων οδυνηρών ερωτημάτων για τον ανθρώπινο πόνο που περιλαμβάνει το ταξίδι επί της Γης, ο Έσσε προσπάθησε να απαντήσει συνδυάζοντας δημιουργικά τη σοφία και τις στοχαστικές παραδόσεις της Δύσης και της Ανατολής. Η απάντησή του συγκροτεί ένα ευανάγνωστο, συνοπτικό αλλά απολαυστικό, υψηλής ποιότητας έργο.[iv]
Το ανεκπλήρωτο ως πηγή έμπνευσης
Η βράβευση του Έσσε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας έγινε κυρίως για τα έργα που παράγαγε στο δεύτερο μισό της καριέρας του, όπως ο Σιντάρτα, Ο λύκος της στέπας (1927), ο Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930), το Ταξίδι στην Ανατολή (1932) και Το παιχνίδι με τις χάντρες (1943), στα οποία πειραματίζεται με τον ανατολίτικο μυστικισμό και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες, Πριν από αυτά τα πιο μοντέρνα έργα, κατά τη διάρκεια της διαμορφωτικής του περιόδου, ο Έσσε έγραφε περισσότερο παραδοσιακά μυθιστορήματα, στα οποία είναι εμφανής η προσπάθειά του να απελευθερωθεί στυλιστικά από τους περιορισμούς του γερμανικού ρομαντισμού και του ιμπρεσιονιστικού ρεαλισμού. Αν και αυτά τα πρώιμα μυθιστορήματα μπορεί να μην είναι για τον μέσο αναγνώστη τόσο εντυπωσιακά όσο τα μεταγενέστερα έργα του, παρουσιάζουν ωστόσο ενδιαφέρον.
Καθ’ όλα «ευρωπαϊκή» είναι η υπόθεση της Γερτρούδης, ενός από τα λιγότερα γνωστά έργα του, αλλά ιδιαίτερα αξιόλογου. Εκδόθηκε το 1910, ήταν το πρώτο του έργο που μεταφράστηκε στα αγγλικά και είναι ξεκάθαρα έργο των αρχών του 20ού αιώνα, τόσο σε θεματική όσο και τεχνουργικά. Πρόκειται για ένα ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστορηματικό memoir που ο νομπελίστας έγραψε αντλώντας υλικό από την ταραχώδη προσωπική ζωή της νιότης του και συγκεκριμένα από τον τρικυμιώδη δεσμό των νεανικών του χρόνων με την Ελιζαμπέτ Λα Ρος που τον στιγμάτισε, αλλά κατόρθωσε με επιτυχία να μετασχηματίσει σε τέχνη, ακριβώς όπως ο ήρωάς του. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο βιολιστής και συνθέτης κλασικής μουσικής και όπερας Γκότφριντ Κουν, σε πρώτο πρόσωπο, αναπολεί και (μας) αφηγείται την περιπέτεια του ανεκπλήρωτου έρωτά του για μια όμορφη και επίσης ταλαντούχα νεαρή γυναίκα, τη Γερτρούδη. Δυο φορές ερωτεύεται στη ζωή του ο Κουν, μα και τις δυο ο έρωτάς του δεν βρίσκει ανταπόκριση. Την πρώτη μάλιστα φορά, του συμβαίνει, κατόπιν παρότρυνσης της γυναίκας που ποθεί, ένα σοβαρό ατύχημα που τον αφήνει κουτσό στο ένα πόδι και του κληροδοτεί μια αίσθηση αυτολύπησης για το υπόλοιπο της ζωής του. Το ατύχημα αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Κουν βλέπει τη ζωή και τη θέση του μέσα στον κόσμο. Έτσι, αφιερώνεται στη μουσική και προσπαθεί να βρει εκεί γιατρειά για τη ραγισμένη του καρδιά.
Η τέχνη τού ανοίγει έναν νέο κόσμο, το δειλό αγόρι αρχίζει να βγάζει τα προς το ζην ως δεύτερο βιολί της όπερας και να συνθέτει, ενώ το διαρκώς βελτιούμενο ταλέντο του στη σύνθεση τον εισάγει στα σαλόνια των μουσικόφιλων αστών. Σε αυτό το περιβάλλον γνωρίζει τον μεγάλο του έρωτα, τη Γερτρούδη, κόρη φιλόμουσου πάτρωνα (στην οποίο ο Έσσε δίνει το όνομα της αδερφής του που έφυγε από τη ζωή στην τρυφερή ηλικία των τριών ετών). Η φιλία τους μετατρέπεται σε σφοδρό έρωτα από πλευράς του και ευελπιστεί πως θα κερδίσει την καρδιά της ξανθιάς αγαπημένης και Μούσας του. Ώσπου ο στενός φίλος και υποστηρικτής του, ο τραγουδιστής της όπερας Χάινριχ Μούοτ, ένας άνδρας που η Γερτρούδη αρχικά απέφευγε, της εμπνέει σφοδρό έρωτα και την κάνει να αρνηθεί τον έρωτα του Κνουπ, εξέλιξη που βυθίζει τον νεαρό συνθέτη στην απελπισία. Ο Μούοτ όμως, αν και τρομερά προικισμένος ερμηνευτής, είναι εγωιστής, αυτοκαταστροφικός, εθισμένος στο αλκοόλ και βίαιος απέναντι στις αναρίθμητες ερωμένες του. Ο γάμος του με τη Γερτρούδη είναι καταδικασμένος να αποτύχει, όμως η τραγική αυτή ιστορία θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον Κουν που θα μεγαλουργήσει: η όπερα που συνθέτει τον εντάσσει στους μεγάλους της τέχνης του.
Η δύναμη της μουσικής, τέχνης που κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση στη ζωή του Hesse και ήταν ζωτικό μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, είναι μια από τις βασικές θεματικές του βιβλίου. Σε μια βιογραφία του[v], σημειώνεται ότι για τον Έσσε ήταν αδιανόητη η ζωή χωρίς μουσική. Ο συγγραφέας πρόβαλε τη δική του αγάπη για τη μουσική στο μυθιστόρημα, και συγκεκριμένα στο χαρακτήρα του Κουν ο οποίος θεωρεί πως οι μελωδίες είναι ικανές να επιφέρουν ψυχική αρμονία και ειρήνη του πνεύματος. Άλλωστε, για τον Έσσε, η τάξη και η αρμονία ενυπάρχουν στον κόσμο, απλώς χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας ώστε να μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε. Η επίδραση του νιτσεϊκού στοχασμού, ενός στοχασμού που παρά τον πεσιμισμό του καταφάσκει στη ζωή, είναι καθοριστική και σε αυτό το μυθιστόρημα του Έσσε. Αντλώντας από τη Γέννηση της Τραγωδίας (1982) του Νίτσε, ο Έσσε πλάθει τους ήρωές του ως αρχέτυπα και ενσαρκώσεις του παθιασμένου διονυσιακού (ο Μουότ) και του εγκεφαλικού και εκλεπτυσμένου απολλώνιου (ο ίδιος ο Κουν αλλά και η Γερτρούδη, που παρότι δίνει το όνομά της στο έργο είναι αυτή που αναπτύσσεται λιγότερο ως χαρακτήρας). Ο συνδυασμός αυτών των δυο στοιχείων στην όπερα που συνθέτει ο Κουν τη μετατρέπει στο opus magnum του και καθιστά τον ίδιο έναν Υπεράνθρωπο δημιουργό, έναν «μικρό Θεό» όπως θα τον αποκαλέσει ο Μούοτ. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δημοφιλή θεματική για τους ανθρώπους του πνεύματος εκείνης της εποχής που τη συναντάμε και στο μυθιστόρημα Δόκτωρ Φάουστους, το κορυφαίο έργο του Τόμας Μαν, του έτερου γερμανού νομπελίστα με τον οποίο ο Έσσε διατηρούσε μακρόχρονη αλληλογραφία και φιλικές σχέσεις.
Η Γερτρούδη δεν θα λέγαμε πως συγκαταλέγεται στα καλύτερα έργα του Έσσε. Προσπαθώντας να συνθέσει μια σειρά από διαφορετικές θεματικές, ο συγγραφέας μοιάζει να δυσκολεύεται. Για παράδειγμα, η ενότητα που περιλαμβάνει την ιστορία της αποτυχημένης συγκατοίκησης της μητέρας του με την ξαδέρφη της μετά το θάνατο του πατέρα του προσθέτει ελάχιστα στην εξέλιξη της πλοκής, παρότι είναι ενδιαφέρουσα ως αυτόνομη ιστορία, και μένει αδικαίωτη. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα έργο που έχει τις αρετές του και αξίζει να διαβαστεί, ακόμη κι αν δεν είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της τέχνης του συγγραφέα. Η γραφή του Έσσε εδώ είναι πνευματώδης, σαν μουσική σύνθεση με έντονες εναλλαγές, το ύφος του ενίοτε λυρικό και μελαγχολικό, ενίοτε σαρκαστικό και η ανάγνωση ρέει ανεμπόδιστα. Ο συγγραφέας (και ο αναγνώστης μαζί του) στοχάζεται έντονα για την ανθρώπινη συνθήκη, τη ζωή και την τέχνη μέσα από τρεις διαφορετικές οπτικές των ηρώων του, με εκείνη του Κουν να κυριαρχεί. Το μοτίβο της αυτοκτονίας (ο ίδιος ο Έσσε φλέρταρε με την ιδέα να θέσει τέλος στη ζωή του, γι’ αυτό κυκλοφορούσε με ένα περίστροφο στην τσέπη και μ’ ένα γράμμα που απευθυνόταν προς τους γονείς του. όπου θα εξηγούσε την απόφασή του) εντοπίζεται και σε αυτό το έργο: ο απογοητευμένος από τον έρωτα Κουν σχεδιάζει το τέλος του αλλά τον προλαβαίνει η είδηση του θανάτου του πατέρα του, ενώ ο Μούοτ θα τερματίσει ο ίδιος τη ζωή του.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η απόφαση του Έσσε να κάνει τον Κουν και όχι τη Γερτρούδη κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου. Η ηρωίδα κάνει την εμφάνισή της μόλις στα μέσα της αφήγησης και η παρουσία της λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, ως stimulus για τον πρωταγωνιστή-αφηγητή. Καθώς παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από την οπτική του προσεκτικού, αποστασιοποιημένου καλλιτέχνη, που ακόμη κι όταν υποφέρει δεν αντιδρά και αποφεύγει κάθε είδους αντιπαράθεση, η ματιά μας ως αναγνωστών επηρεάζεται εύλογα από τη δική του, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε μια ιστορία που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ατυχίες, απώλειες και αναταραχές, παραμένοντας ήρεμοι όπως εκείνος: η αναγνωστική μας εμπειρία αντικατοπτρίζει την ατάραχη σχεδόν οπτική του αφηγητή της. Το μυθιστόρημα αναφέρεται κατά βάση στο μη αναγώγιμο της αισθητικής εμπειρίας και της τέχνης (εν προκειμένω της μουσικής) στην ανθρώπινη ζωή. Ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στην έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα από τις περιπέτειες ενός μουσικού που επιδιώκει μια διαφυγή από την πραγματικότητα και τα απρόβλεπτα της καθημερινής ζωής. Η διαφυγή πραγματοποιείται μέσω της δημιουργικής έκφρασης, καθώς χάρη σ’ αυτήν ο καλλιτέχνης απογυμνώνεται από τη ζωή του για να επιβιώσει από τη δυστυχία, να ξεφύγει από τον αρνητισμό του και να μετουσιώσει την εμπειρία, εξυψώνοντας τη ζωή του μέσα από την τέχνη. Συνολικά, πρόκειται για ένα αφήγημα καλογραμμένο, έξοχα δομημένο που βρίθει ψυχολογικών και φιλοσοφικών παρατηρήσεων, οι οποίες μαρτυρούν την ξεκάθαρη θέση του Έσσε κατά της ιδέας του αναπόδραστου, του πεσιμισμού και του εκφυλισμού (στοιχεία που συμβολίζει ο Μούοτ) την οποία συμμερίζονταν πολλοί ομότεχνοί του εκείνης της ιστορικής περιόδου αλλά και την οξυδέρκειά του απέναντι στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής, στοιχείο που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό όλων των μεταγενέστερων έργων του κορυφαίου αυτού συγγραφέα.[vi]
Ο Έσσε, βγαίνοντας κλονισμένος από την εμπειρία του Μεγάλου Πολέμου όπως τόσοι Ευρωπαίοι, δημιουργεί ειδικά στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μέσα στην ποικιλομορφία της πεζογραφίας της εποχής, δίπλα στους Μαν, τον Μούζιλ, τον Κάφκα και τον Κανέτι, ένα έργο που γρήγορα είχε υψηλή απήχηση. Αποξένωση και ενδοσκόπηση, σε αναζήτηση της ενότητας που εναρμονίζει τις αντιθέσεις των φαινομένων και υποθάλπει έναν ιδιαίτερο ατομικισμό: αυτό που θέλει να αλλάξει, μας λέει ο ίδιος, δεν είναι ο κόσμος (όπως ήθελε ο Μαρξ) αλλά το άτομο – σ’ αυτό απευθύνεται. Αντικαπιταλισμός ρομαντικής χροιάς, ενός ρομαντισμού που δεν έχει πια κάτι το υπερβατικό και το οντολογικό, αντίθετα ανάγεται στο ηθικό στοιχείο. Ανάλυση των υπαρξιακών προβλημάτων του δυτικού ανθρώπου, με εξισορρόπηση της πνευματικής και της σωματικής διάστασης, χωρίς να οδηγείται στον υπαρξισμό τύπου Σαρτρ ή Καμύ. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του έργου του Έσσε[vii] έχουν κατά περιόδους γοητεύσει το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κοινό, αν και η ύπαρξη φανατικών οπαδών του και η τεράστια εκδοτική επιτυχία του έχουν προκαλέσει τις αναμενόμενες επιφυλάξεις ακαδημαϊκών κύκλων. Το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία με τις καινούργιες επιμελημένες εκδόσεις των έργων του να επανεκτιμήσει τον Έσσε και να φανεί εάν, πέρα από μόδες, οι στοχαστικές ιστορίες του έχουν να πουν κάτι και σήμερα, όχι μόνο ως βιβλία αυτοβοήθειας και οδηγοί για την ανακάλυψη του εαυτού και διαφόρων βεβαιοτήτων, αλλά ως λογοτεχνικά κείμενα.
[i] Στις ΗΠΑ, σημαντικό ρόλο στη δημοτικότητα του Έσσε έπαιξε το ιδιαίτερα επιδραστικό βιβλίο του ιδιόρρυθμου Colin Wilson, The Outsider (1956), που με τον τίτλο Ο ξένος μεταφράστηκε πολύ αργά (μτφρ. Γ. Ανδρέου, Οξύ, Αθήνα 1999) και μάλλον έμεινε απαρατήρητο στην Ελλάδα. Για την ενδιαφέρουσα ιστορία της «δεξίωσης» του Έσσε στις ΗΠΑ, ογκώδης αλλά άνιση είναι η μελέτη της Carlee Marrer-Tising, The Reception of Hermann Hesse by the Youth in the United States: A Thematic Analysis, Lang, Bern/Frankfurt a. M., 1982. Νεότερο σχετικό μελέτημα: Jeff Vahlbusch, “Toward the Legend of Hermann Hesse in the USA”, στο: Ingo Cornils & Osman Durrani (επιμ.), Hermann Hesse Today, Rodopi, Amsterdam 2005, σ. 133-146.
[ii] Αυτό δεν σημαίνει ότι έμενε ικανοποιημένος από τα ταξίδια του, εάν υποτεθεί ότι γνώριζε τι έψαχνε. Εκτός από τις βιογραφίες του, βλ. λ.χ. Leroy R. Shaw, “Time and the Structure of Hermann Hesse's Siddhartha”, Symposium: A Quarterly Journal in Modern Literatures 11 (1957) 204-224. Το όψιμο Ταξίδι στην Ανατολή (1956) συγκεφαλαιώνει την πνευματική αναζήτηση του Hesse. Βλ. Peter Roberts, “From West to East and Back Again”, Journal of Philosophy of Education 42 (2008) 250-268.
[iii] Η ιστορία διαδραματίζεται στο Καπιλαβάστου του Νεπάλ κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.
[iv] Στη φροντισμένη έκδοση περιλαμβάνονται στο επίμετρο το σημείωμα του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης Volker Michels για τις συνθήκες συγγραφής του Σιντάρτα, σχεδιάγραμμα και παραλλαγές, καθώς και σύντομο χρονολόγιο.
[v] Είναι η βιογραφία από τον Joseph Mileck Herman Hesse: Life and Art, University of California Press, Berkeley 1981· μαζί με τo Hesse: The Wanderer and his Shadow, Harvard University Press, Cambridge, 2018, του Gunnar Decker είναι οι πιο εμπεριστατωμένες από όσες κυκλοφορούν στην αγγλική γλώσσα.
[vi] Και στη Γετρούδη περιλαμβάνονται σε επίμετρο το σημείωμα του επιμελητή της γερμανικής έκδοσης Volker Michels για τις συνθήκες συγγραφής της, καθώς και σύντομο χρονολόγιο.
[vii] Η, συμπαθητική προς τον Έσσε και τρόπον τινά «εκ των έσω», μελέτη του Theodore Ziolkowski, The Novels of Herman Hesse: A Study in Theme and Structure, Princeton University Press, Princeton, 1965, είναι πολύ χρήσιμη, καθώς επισημαίνει τα κεντρικά μοτίβα των μυθιστορημάτων του και αναλύει έξι απ’ αυτά (ανάμεσά τους και το Σιντάρτα). Ειδικά για τον ρομαντισμό του: Ralph Freedman, “Romantic Imagination: Hermann Hesse as a Modern Novelist”, Publications of the Modern Language Association of America 73 (1958), σ. 275-284. Πλούσια σε υλικό είναι η παρουσίαση του Joseph Mileck, Hermann Hesse: life and art, University of California Press, Berkeley 1978, ενώ χαρακτηριστικές αναγνώσεις έργων του περιέχονται στον τόμο που επιμελήθηκε ο Harold Bloom, Hermann Hesse, Chelsea House Publishers, Philadelphia 2003. Μια πιο πρόσφατη, ισόρροπη συλλογή που επιχειρεί να ξαναφέρει στο κέντρο ενδιαφέροντος τον Έσσε είναι του Ingo Cornils (επιμ.), A Companion to the Works of Hermann Hesse, Camden House, Rochester, N.Y. 2009.