Σύνδεση συνδρομητών

«Ανάθεμά τους όλους»

Κυριακή, 18 Μαϊος 2025 00:43
Η Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004).
Sophia E.Constantinou / sontagfilm.org
Η Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004).

Susan Sontag, Ο εραστής του ηφαιστείου, μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Σ. Μπλάνα, Gutenberg Αθήνα 2025, σελ. 666.

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με φόντο τη Νάπολη του 18ου αιώνα. Στο επίκεντρο ο πρέσβης της Βρετανίας, μανιώδης συλλέκτης αρχαιοτήτων και πετρωμάτων από το ηφαίστειο λόρδος
Χάμιλτον, η σύζυγός του, η πανέμορφη Έμμα, και ο θρύλος των Ναπολεόντειων Πολέμων ναύαρχος Νέλσον. Η παθιασμένη ερωτική σχέση της Έμμα και του Νέλσον αψηφά κάθε πρωτόκολλο επηρεάζοντας ακόμα και ιστορικές αποφάσεις. [ΤΒ
J]

Ο μύθος λέει πως η αγαπημένη ταινία του Oυίνστον Τσόρτσιλ ήταν η Λαίδη Χάμιλτον (That Hamilton Woman!), που αφορά τη ζωή μιας ιστορικής μορφής, της Έμμα Χαρτ (1765-1815), συζύγου του βρετανού διπλωμάτη Σερ Ουίλιαμ Χάμιλτον (1730-1803) και ερωμένης του περιβόητου αντι-ναυάρχου Οράτιου Νέλσον (1758-1805), και διαδραματίζεται κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815). Η ασπρόμαυρη αντιπολεμική ταινία εποχής του Αλεξάντερ Κόρντα, με πρωταγωνιστές το «χρυσό ζευγάρι» δυο σπουδαίων ερμηνευτών της εποχής, τη Βίβιαν Λι και τον Λόρενς Ολίβιε, γυρίστηκε το 1941 με σκοπό να τονώσει το ηθικό των Βρετανών που πολεμούσαν και να προκαλέσει τη συμπάθεια των Αμερικανών, στη συνδρομή των οποίων απέβλεπαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη ναζιστική απειλή.[i] Αν και ξεκάθαρα προπαγανδιστική, με παραπάνω από εμφανή τον παραλληλισμό της αντίστασης των αγγλικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέντα με αυτή κατά των Γερμανών, που είχαν ήδη καταλάβει αρκετές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ταινία κέρδισε τόσο το αγγλικό όσο και το αμερικανικό κοινό, αλλά και τον σημαντικότερο ίσως πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου: ο Τσόρτσιλ έβλεπε ξανά και ξανά την ταινία και κάθε φορά ξεσπούσε σε δάκρυα.[ii]

Η Λαίδη Χάμιλτον και η πολυτάραχη ζωή της έγινε αντικείμενο αρκετών βιογραφιών και ιστορικών μυθιστορημάτων. Μεταξύ αυτών η Λαίδη Χάμιλτον: Μια ζωή γεμάτη πάθος του Ζιλμπέρ Σινουέ[iii] και Ο Εραστής του Ηφαιστείου της Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004), που μεταφράστηκε για πρώτη φορά στη γλώσσα μας από τον Αντώνη Γαλέο το 1998 για τις εκδόσεις Οδυσσέας, έξι χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία στα αγγλικά. Η νέα, προσεγμένη μετάφραση της Μαρίας Μπλάνα, πιστή στο ύφος του πρωτοτύπου, για τις εκδόσεις Gutenberg (από τις οποίες κυκλοφόρησαν πρόσφατα και δυο τόμοι με δοκίμια της Σόνταγκ[iv]), είναι ιδανική ευκαιρία για να (ξανα)διαβάσουμε ένα έργο που σε μερικές δεκαετίες θα θεωρείται «κλασικό». Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα, τρίτο εκ των τεσσάρων που έγραψε η Σόνταγκ, αποτελεί τον 100ό τόμο της σειράς Aldina του εκδοτικού οίκου, πλαισιώνεται από δεκάδες επεξηγηματικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας, κυρίως για ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, όχι όμως από κάποιο, στοιχειώδες έστω, ενημερωτικό επίμετρο.[v]

 

Η Ιστορία σε πρώτο πλάνο

Σε αντίθεση με τα περισσότερα πεζά έργα (βιογραφίες, ιστορικά μυθιστορήματα και μελέτες[vi]), θεατρικά και ταινίες, η υπόθεση του μυθιστορήματος δεν εστιάζει αποκλειστικά στον παράνομο ερωτικό δεσμό του επονομαζόμενου «θρύλου των θαλασσών» και της καλλονής που ανέβηκε τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας χάρη στους ερωτικούς της δεσμούς και στο γάμο της με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άγγλο ευγενή. Η ερωτική τους περιπέτεια λειτουργεί ως αφορμή για την περιδιάβαση σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο του 18ου αιώνα που βρίθει γεγονότων, ιδεών και (έμμεσων) ιστορικών ερμηνειών οι οποίες αντανακλούν τις απόψεις της συγγραφέα για πληθώρα ζητημάτων, από τον φεμινισμό μέχρι τις ιστορικές συνθήκες της εποχής και τους παράγοντες που επηρεάζουν τις πράξεις αυτών που συμβάλλουν στον ρου της ιστορίας. Άλλωστε, ο εραστής του τίτλου δεν είναι ο εραστής της Λαίδης Χάμιλτον, αλλά ο σύζυγός της ασχολείται εμμονικά με το ηφαίστειο του Βεζούβιου, τις εκρήξεις και τα πετρώματά του. Θα έλεγε κάποιος ότι και η Σόνταγκ γοητεύεται από τις εικόνες καταστροφής, που τη φαντάζεται και την πλησιάζει όπως κάποτε πλησίαζε και ο Πλίνιος ο Νεότερος την ιστορική έκρηξη του Βεζούβιου. Η Σόνταγκ, πάντως, δεν θα καεί.

Ως διανοουμένη, η Σόνταγκ εύλογα επιλέγει ως πρωταγωνιστή αυτού του roman à clef όχι την Έμμα ή τον Νέλσον, αλλά τον ηλικιωμένο διανοούμενο που απαξιώθηκε και περιφρονήθηκε ως αφελής «κερατάς» από τις λονδρέζικες εφημερίδες της εποχής και χλευάστηκε στις καρικατούρες του James Gillray: τοποθετεί στο επίκεντρο του έργου όχι την ερωτική ιστορία μεταξύ της Λαίδης Χάμιλτον με τον Ναύαρχο Νέλσον, αλλά το ειδύλλιο του Καβαλιέρε με τη λάβα του Βεζούβιου.

Γνωστή ιστορική φυσιογνωμία, ο Σερ Ουίλιαμ Χάμιλτον, ο Καβαλιέρε όπως αποκαλείται στο μυθιστόρημα, βρίσκεται στη Νάπολη ως πρέσβης (1764-1800) της χώρας του στο Βασίλειο των δύο Σικελιών, του σπουδαιότερου και πλουσιότερου από τα κρατίδια της Ιταλίας πριν από την ιταλική ενοποίηση. Ψηλός, λυγερός ώς το τέλος της ζωής του, εκλεπτυσμένος, εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος, λάτρης της καλής μουσικής και, κυρίως, μανιώδης συλλέκτης αρχαιοτήτων, ο Καβαλιέρε στο πρώτο μέρος του έργου είναι παντρεμένος με την πλούσια κληρονόμο Κάθριν, μια φιλάσθενη αριστοκράτισσα με την οποία, ώς τον πρόωρο θάνατό της, διάγει βίο νωχελικό, αδιάφορο αλλά ευτυχή. Η Έμμα (της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Έιμυ Λύον, αργότερα το μετέτρεψε σε Έμμα Χαρτ) κάνει την εμφάνισή της στο δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου, ως η χαμηλής καταγωγής, πρώην υπηρέτρια, πρώην ερωμένη διαφόρων ευγενών και μητέρα μιας κόρης που έχει εγκαταλείψει σε ανάδοχη οικογένεια, όμως αληθινά ερωτευμένη ερωμένη του ανιψιού και κληρονόμου τού άκληρου Καβαλιέρε, Τσαρλς Φράνσις Γκρεβίλ, την οποία εκείνος σκοπεύει να εγκαταλείψει με σκοπό να νυμφευτεί μια γυναίκα της τάξης του και να αποκτήσει την κληρονομιά του. Προκειμένου να απαλλαγεί από την Έμμα, ο Τσαρλς την ξεγελά και τη στέλνει στη Νάπολη, στον θείο του, όπου αναγκάζεται εκ των συνθηκών να γίνει δική του ερωμένη και, μερικά χρόνια αργότερα, σύζυγός του.

Τρελά ερωτευμένος ο Καβαλιέρε, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, επιδεικνύει στο Παλάτσο Σέσσα, όπου διέμεναν, τη νεαρή σύζυγο, η διαφορά ηλικίας με την οποία αγγίζει τα 34 έτη, ως ένα ακόμη απόκτημα-ζωντανό έργο τέχνης. Η ομορφιά της, που είχε εμπνεύσει τόσο τον Ρόμνεϊ (George Romney, 1734-1802) ώστε να ζωγραφίσει πάνω από 60 πορτρέτα της,[vii] βρίσκεται στην ακμή της. Και η νεαρή γυναίκα σύντομα τίθεται στο επίκεντρο της προσοχής των ανθρώπων της περιοχής. Γίνεται μεν αντικείμενο επαινετικών ή όχι και τόσο καλοπροαίρετων σχολίων στην πατρίδα της, αλλά κερδίζει τις εντυπώσεις στην αυλή της Νάπολης. Στον αντίποδα της Κάθριν, που απείχε συνειδητά από τον κύκλο των αυλικών, καθώς αηδίαζε με τις χυδαιότητες και τις γελοιότητες του Βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ των δυο Σικελιών και απεχθανόταν την ξιπασμένη σύζυγό του (σελ. 41), βρίσκεται η Έμμα. Μορφωμένη μεν από τον Τσαρλς και τον Ουίλιαμ, τους Πυγμαλίωνές της που φρόντισαν να εκπαιδευτεί από αξιόλογους δασκάλους στις τέχνες, τις γλώσσες και τα γράμματα, αλλά ουσιαστικά ακαλλιέργητη στον πυρήνα της προσωπικότητάς της, πολύ γρήγορα γίνεται επιστήθια φίλη της βασίλισσας Μαρίας-Καρολίνας, αδερφής της Μαρίας-Αντουανέτας, η οποία κρατούσε τα ηνία της κυβέρνησης και συχνά τη συμβουλευόταν. Η γαλλίδα ζωγράφος, Ελιζαμπέτ Λουίζ Βιζέ Λε Μπρεν, γνωστή και ως Μαντάμ Λε Μπρεν (Élisabeth Louise Vigée Le Brun, 1755-1842), που εγκατέλειψε εγκαίρως την πατρίδα της για να γλιτώσει την γκιλοτίνα, περιπλανήθηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές αυλές και δεν συγκαταλεγόταν στους αναρίθμητους θαυμαστές της Λαίδης Χάμιλτον παρότι φιλοτέχνησε τρία-τέσσερα πορτρέτα της,[viii] έγραψε για εκείνη στο ημερολόγιό της: «Δεν είναι έξυπνη και το μόνο θέμα συζήτησής της είναι τα σφάλματά της. Ωστόσο, είναι πονηρή και αυτό τη βοήθησε να αποκτήσει σύζυγο».

Το περιβόητο ερωτικό τρίγωνο που αποτέλεσε θέμα κουτσομπολιού σε όλη σχεδόν την Ευρώπη της εποχής δημιουργείται το 1798, όταν ο Αντιναύαρχος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού Οράτιος Νέλσον καταφθάνει στο βασίλειο των Δυο Σικελιών για να αναρρώσει έπειτα από σοβαρό τραυματισμό που οδήγησε στον ακρωτηριασμό του δεξιού του χεριού, μετά τη νίκη του στη Μάχη του Νείλου. Φιλοξενείται από το ζεύγος. Δεν ήταν άγνωστος στην Έμμα αφού, πέντε χρόνια πριν, αυτή ήταν που είχε αναλάβει τη διοργάνωση της τελετής υποδοχής του κατά την πρώτη του άφιξη στη Νάπολη. Ήρωας πολέμου αλλά και σφαγέας, ο Νέλσον αρχικά γίνεται φίλος της μαγευτικής νεαρής συζύγου του συλλέκτη, ο οποίος είναι πρόθυμος να γυρίσει το κεφάλι από την άλλη πλευρά και να αφήσει τις συνθήκες να καθορίσουν τη μοίρα τους. Στα 33 της, όταν συνήψε τον θυελλώδη δεσμό της με τον Ναύαρχο Νέλσον, η Έμμα Χάμιλτον δεν είχε την αιθέρια κομψότητα της Βίβιαν Λι.  Αλλά, έχοντας χάσει την όραση στο δεξί του μάτι, το δεξί του χέρι και πολλά από τα δόντια του, ούτε ο Νέλσον διέθετε τη γοητεία του Λόρενς Ολίβιε. Η Λαίδη Χάμιλτον είχε πια χάσει τη ροδαλή γήινη ομορφιά των νεανικών της χρόνων που την έκανε ακαταμάχητη και πρώτη επιλογή ως μοντέλο για πολλούς καλλιτέχνες, συνέχιζε όμως τις περίφημες Πόζες της, κατά τις οποίες αναδημιουργούσε παραστάσεις κλασικών αγγείων του συζύγου της, χρησιμοποιώντας πέπλα και εσάρπες. Οι Πόζες της Έμμας ήταν διάσημες σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο είχαν αποσπάσει τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων στα σαλόνια όπου εμφανιζόταν, αλλά είχαν αποτελέσει πηγή έμπνευσης τόσο ζωγράφους αλλά και για καρικατουρίστες της εποχής.

Έτερος πρωταγωνιστής θα λέγαμε πως είναι η ιστορία, επιλογή που ενδεχομένως θα απογοητεύσει όσους, παρασυρμένοι από τον υπότιτλο Ένα ρομάντζο (που απουσιάζει, ωστόσο, από το εξώφυλλο αμφότερων των ελληνικών εκδόσεων), θα περίμεναν να διαβάσουν μια ιστορία για το μεγάλο ερωτικό πάθος που ένωσε τη Λαίδη με τον Ναύαρχο. Όμως, χάρη στο συγγραφικό ταλέντο της Σόνταγκ, είναι μέσα από την ιστορία που το μυθιστόρημα γίνεται σπουδαίο. Σε μια Νάπολη που η μοναρχία απειλείται από την απήχηση των επαναστατικών ιδεών και κινδυνεύει όπως τα γύρω χωριά και οι πόλεις από μια ηφαιστειακή έκρηξη, με μια βασίλισσα που φοβάται πως θα έχει το τραγικό τέλος της αδερφής της και θα βρεθεί στην γκιλοτίνα, η επιθυμία συγκρούεται με την ευθύνη, το προσωπικό υποχωρεί μπροστά στο κοινωνικό που παίρνει τη θέση πρωταγωνιστή. Μετά την αφήγηση του ρομαντικού ανεμοστρόβιλου στον οποίο παρασύρεται ο Καβαλιέρε, χάρη στον έρωτά του για μια νεότερη γυναίκα, τη σκυτάλη παίρνουν οι πολιτικές ίντριγκες, η εξέγερση στη Νάπολη και οι ενέργειες του βρετανού ήρωα που, υπό την επιρροή της ερωμένης του και δίχως την επίσημη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης, διέσωσε τη βασιλική αυλή της Νάπολης.

Φιλοτεχνώντας την πληθωρική, σχεδόν μπαρόκ, τοιχογραφία μιας κρίσιμης εποχής, η Σόνταγκ δεν γράφει με σκοπό να διασκεδάσει τον αναγνώστη· το μυθιστόρημά της είναι περισσότερο ιστορικό παρά ρομαντικό, περισσότερο εγκεφαλικό παρά ερωτικό. Η γραφή, τα σχόλια και οι επιλογές της δίνουν την εντύπωση πως για την ίδια τη συγγραφέα, δίχως το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και το ρόλο που διαδραμάτισαν οι ήρωες και το ερωτικό τους menage à trois, πολύ πιθανόν να ήταν θέμα άξιο για τη λογοτεχνία (άλλωστε η συμβίωση των τριών μετά την επιστροφή τους στη Βρετανία ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της εποχής και απασχολούσε διαρκώς τον Τύπο). Αλλά δεν ήταν διόλου επαρκές για τη Σόνταγκ, ώστε να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτούς. Συνεπώς, ιστορία, τέχνη, έρωτας και μουσική είναι τα βασικά συστατικά αυτού του μυθιστορήματος που η ίδια η Σόνταγκ θεωρούσε το σπουδαιότερό της. Πέρα από τη βασική πλοκή, πάντως, πολύ συχνά η συγγραφέας προβαίνει σε σχόλια και στοχασμούς ψυχολογικής, φιλοσοφικής και αισθητικής τάξεως, π.χ. για τις εμμονές, για την τέχνη, για τα κίνητρα και για τον τρόπο σκέψης των μανιωδών συλλεκτών. Στόχος της δεν είναι να νιώσει  ο αναγνώστης ότι συμπάσχει με τους ήρωες του έργου, ούτε να γελάσει, να κλάψει, να ενθουσιαστεί ή να απογοητευτεί με τις περιπέτειες και τις προσωπικές τραγωδίες των ηρώων της, αλλά μέσα από το επιμέρους να γνωρίσει το καθολικό. Γι’ αυτό και οι ήρωες συνήθως δεν αποκαλούνται με τα ονόματα αλλά με τις ιδιότητές τους: ο Χάμιλτον είναι ο Καβαλιέρε, η Έμμα η γυναίκα του Καβαλιέρε και η ερωμένη του Νέλσον, ο Νέλσον ο Ήρωας, ο Γκαίτε[ix] που κάνει μια σχεδόν cameo εμφάνιση είναι ο Ποιητής.

Πιστή και άψογα ακριβής στις περιγραφές των ιστορικών γεγονότων που αναδεικνύει η πλούσια εικονοποιία της, χωρίς αυθαίρετες γενικεύσεις,  εξωραϊσμούς ή συναισθηματισμούς, η γραφή της Σόνταγκ, βουτηγμένη ενίοτε σε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία που δεν προσβάλλει, χάρη στην οξύνοιά της, μοιάζει προϊόν μιας ψυχρής, ανεπηρέαστης και αντικειμενικής αφηγήτριας και δίνει την αίσθηση σαν το βιβλίο να γράφτηκε από μια ιστορικό που πασχίζει –και τα καταφέρνει– να κρατήσει την απαραίτητη απόσταση από το θέμα της. Ένας πιο προσεκτικός αναγνώστης, πάντως, θα διαπιστώσει πως η Σόνταγκ συμπάσχει με τον δικό της τρόπο με τους ήρωές της και ότι η ανάγλυφη χαρτογράφηση των πολυδιάστατων προσωπικοτήτων τους, που εστιάζει εξίσου στα προτερήματα και στα ελαττώματά τους, αν όχι περισσότερο στα δεύτερα, στα μικρά, κακά και ασήμαντα εκείνα γνωρίσματά τους, είναι το στοιχείο της γραφής της που τους καθιστά τόσο οικείους και ανθρώπινους – κι ας πρόκειται για ιστορικές φυσιογνωμίες που έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου. Ευρηματική, καταφεύγοντας ακόμη και στο σαρδόνιο χιούμορ, η συγγραφέας, προκαλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί πόσο διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι από την εικόνα που έχουν πλάσει οι ίδιοι για τον εαυτό τους, πόσο σπάνιο είναι οι δυο αυτές εικόνες να ταυτίζονται με εκείνη που έχουν πλάσει οι τρίτοι γι’ αυτούς και πόσο συχνό είναι το φαινόμενο οι σχέσεις μεταξύ των «σπουδαίων» να έχουν ανυπολόγιστες συνέπειες στις ζωές των υπολοίπων.

 

Οι τέσσερις (άνισες) ιδιοσυγκρασίες

Το ογκώδες μυθιστόρημα, που χρειάστηκε μόλις τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Σε συνέντευξή της στην Paris Review[x], η Σόνταγκ αναφέρει πως είχε εξαρχής στο μυαλό της την πρόθεση να ακολουθήσει τη δομή των Τεσσάρων Ιδιοσυγκρασιών του μπαλέτου του Πάουλ Χίντεμιτ (1895-1963)· τα τέσσερα τμήματα, παραλλαγές του έργου, αντανακλούν τους τέσσερις χυμούς του ανθρώπινου σώματος κατά τον Ιπποκράτη, που αντιστοιχούν στις τέσσερις ηλικίες και στα εξής τέσσερα στοιχεία: μελαγχολία (ξανθή χολή), αίμα, φλέγμα και (μαύρη) χολή. Η δομή του έργου, ωστόσο, αποδεικνύεται ελαφρώς άνιση: από τις 666 σελίδες, τις 571 αποτελούν τα δυο πρώτα μέρη του έργου, ενώ το τρίτο, μόλις 19 σελίδες, και το τέταρτο που αποτελείται από 70 σελίδες, μοιάζουν περισσότερο με επιλόγους.

Στα δυο πρώτα μέρη, η συγγραφέας επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή. Χάρη στον δοκιμιακό χαρακτήρα πολλών παρατηρήσεων στο γνωστό στοχαστικό της ύφος, που παρεμβάλλονται και επεξηγούν την αφήγηση, αφήνει το ξεκάθαρο προσωπικό της στίγμα. Το πρώτο μέρος, το «μελαγχολικό» και αργό στην εξέλιξή του, παρακολουθεί τον Καβαλιέρε και το γάμο του με την Κάθριν. Το δεύτερο μέρος, «αιματηρό» σαν τη Ναπολιτάνικη Επανάσταση, είναι το εκτενέστερο και το ζωογονεί η παρουσία της Έμμας. Τα  δυο τελευταία μέρη είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Το τρίτο, το φλεγματικό και ίσως το πιο ενδιαφέρον, από τη σκοπιά του Καβαλιέρε, είναι ο επιθανάτιος εσωτερικός μονόλογός του. Το πολυφωνικό, καλειδοσκοπικό και εμφανώς «φεμινιστικό» τέταρτο μέρος, το «χολερικό», που διαιρείται με τη σειρά του σε τέσσερα ολιγοσέλιδα κεφάλαια, ακολουθεί τις μεταθανάτιες οπτικές τεσσάρων οργισμένων γυναικών: της Κάθριν, της στοργικής πρώτης συζύγου τού Σερ Χάμιλτον (την περιουσία της οποίας συνέχισε να ξοδεύει για τα προς το ζην και μετά το θάνατό της), της μητέρας τής Έμμας που τη συνόδευε ως υπηρέτριά της, της ίδιας της λαίδης Χάμιλτον και της ιταλίδας ποιήτριας, δημοσιογράφου και επαναστάτριας Ελεονόρα ντε Φονσέκα Πιμέντελ, που πρωτοστάτησε στη Ναπολιτάνικη Επανάσταση και στήριξε ως εκδότρια της επίσημης εφημερίδας της Κυβερνήσεως τη βραχύβια Παρθενόπεια Δημοκρατία της Νάπολης (21 Ιανουαρίου – 13 Ιουνίου 1799), στο δρόμο προς την γκιλοτίνα. Αν και η αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να συνδεθεί και να συμπονέσει περισσότερο τους ομιλούντες ήρωες –κάτι που με εξαίρεση τον Καβαλιέρε, δεν συμβαίνει στα δυο πρώτα μέρη, γι’ αυτό η συγγραφέας κατηγορήθηκε από τους κριτικούς ότι δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τους ήρωές της–, η δομή του έργου και η αίσθηση που αφήνει η αλλαγή στην κατεύθυνση του στυλ αφήγησης είναι πως τα δυο πρώτα με τα δυο τελευταία μέρη του βιβλίου ουσιαστικά δεν αλληληλοσυμπληρώνονται.

 

Μια καινούργια αρχή

Επιτέλους ένιωσα ότι η συγγραφέας είμαι εγώ: όχι το είδωλό μου. (Και επειδή έφτασα σ’ αυτό το σημείο –χρειάστηκαν σχεδόν τριάντα χρόνια– κατόρθωσα τελικά να γράψω ένα βιβλίο που πραγματικά μου αρέσει: τον Εραστή του ηφαιστείου). Υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μένα και τα βιβλία μου. Αλλά υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο εδώ. Κι αυτό είναι πιο τρομακτικό. Πιο μοναχικό. Απελευθερωτικό.[xi]

Ο εραστής κυκλοφόρησε 25 χρόνια μετά την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος της Σόνταγκ· το πρώτο ήταν Ο Ευεργέτης (1963) και το δεύτερο Τα σύνεργα θανάτου (1967), με κύριο χαρακτηριστικό τους την πειραματική γραφή. Παρότι η συγγραφέας πρότασσε την ιδιότητα της μυθιστοριογράφου στο βιογραφικό της και εκτός από μυθοπλασία έγραψε δύο θεατρικά έργα και το σενάριο τεσσάρων ταινιών, τη διεθνή φήμη της τη χρωστά στα δοκίμιά της που μαρτυρούν την εντυπωσιακή εμβρίθειά της σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και διαβάζονται φανατικά μέχρι σήμερα. Αν και τα δύο πρώτα της μυθιστορήματα δεν είχαν περάσει απαρατήρητα, O εραστής του ηφαιστείου ήταν το λογοτέχνημά της που είχε την ευρύτερη αναγνώριση, τις μεγαλύτερες πωλήσεις και επαινέθηκε από καταξιωμένους κριτικούς και συγγραφείς[xii]. Σήμερα, μαζί με το Αμέρικα (1999), θεωρείται το καλύτερο έργο της. Η ίδια η Σόνταγκ ένιωσε ότι με τον Εραστή σαν να έκανε μια καινούργια αρχή· και σίγουρα έκανε κάτι διαφορετικό από τα προηγούμενα έργα της.

Αυτό δεν σημαίνει ότι από τον Εραστή απουσιάζει η συγγραφέας τού Ενάντια στην ερμηνεία ή του Περί ύφους. Η γραφή της Σόνταγκ εδώ μας φέρνει στον νου τον Ουμπέρτο Έκο: ακριβώς όπως εκείνος, είναι μια κριτικός και δοκιμιογράφος που μετατρέπεται σε πεζογράφο, αλλά η γραφή της αποδεικνύει πως δεν μπορεί (ή δεν θέλει), ακόμη και μέσα στο μυθιστόρημα, να πάψει να είναι κριτικός. Θα μπορούσαμε να πούμε πως Ο Εραστής του Ηφαιστείου ανήκει στον νεφελώδη εκείνο χώρο που εκτείνεται μεταξύ δοκιμίου και μυθοπλασίας, όπως ο Βιργιλίου θάνατος του Χέρμαν Μπροχ.[xiii]

Η Σόνταγκ εμπνεύστηκε για τη συγγραφή του βιβλίου όταν, περιπλανώμενη στα τυπογραφεία κοντά στο Βρετανικό Μουσείο, έπεσε επάνω σε ανατυπώσεις των παραστάσεων του Βεζούβιου που είχε παραγγείλει ο Λόρδος Χάμιλτον. Αγόρασε αρκετές και, μερικά χρόνια αργότερα, όταν διάβασε μια βιογραφία του μεγάλου συλλέκτη, η πλοκή του βιβλίου άρχισε να σχηματίζεται στη φαντασία της.[xiv] Η συλλογή άλλωστε του Καβαλιέρε είναι μια από τις πρώτες με τις οποίες ξεκίνησε η Βρετανική Βιβλιοθήκη. Ο συμβολισμός του ηφαιστείου που δεσπόζει πάνω από την πόλη, και που –μαζί με την Έμμα (για λίγα χρόνια) και τη δημιουργία της τέλειας συλλογής αρχαιοτήτων (για όλη του τη ζωή)– αποτελεί μια από τις εμμονές του Καβαλιέρε, αξιοποιείται με μαεστρία σε αυτό το πολυδιάστατο μυθιστόρημα ιδεών. Σε κάποιες σελίδες η αφηγήτρια έχει τη μορφή ενός συμβατικού, παραδοσιακού αφηγητή, σε άλλες όμως εισβάλλει η λόγια δοκιμιογράφος με τη ματιά του 1992, ενώ (εύστοχες ως επί το πλείστον) παρατηρήσεις, συγκρίσεις και σχολιασμοί της π.χ. για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τη δαρβινική και φροϋδική θεωρία και για πολλά διαφορετικά ζητήματα δίνουν την εντύπωση «αναχρονισμών» που για άλλους αναγνώστες θα είναι ευπρόσδεκτοι, για άλλους πιθανόν όχι. Δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες του έργου που ενοχλήθηκαν από τη στάση της συγγραφέα και τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί το υλικό της και αντιμετωπίζει τους ήρωές της – και ειδικά την Έμμα, την οποία ενδεχομένως θεωρούσε, όπως η Πιμέντελ, «κενή περιεχομένου». Για παράδειγμα, αντί να εγκωμιάσει τις νίκες του Νέλσον εστιάζει στην πιο σκοτεινή σελίδα της ζωής του που δεν είναι άλλη από την εκτέλεση των ηγετικών μορφών της Ναπολιτάνικης Επανάστασης.

Η Σόνταγκ γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα αποδομώντας ταυτόχρονα την παραδοσιακή εικόνα των «ηρώων» –ίσως και το ίδιο το «ιστορικό μυθιστόρημα». Δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε καν στον Καβαλιέρε, τον ήρωα που της μοιάζει και εκτιμά περισσότερο, καθώς τον παρουσιάζει ως έναν από εκείνους τους δρώντες της ιστορίας που δεν διστάζουν να συμβάλουν στη διατήρηση διεφθαρμένων καθεστώτων απλώς και μόνο επειδή η συνέχισή τους είναι προς το ατομικό τους συμφέρον. Η σκληρή κριτική της επαναστάτριας Πιμέντελ, που έχει τον τελευταίο λόγο στο βιβλίο, προβληματίζει σχετικά με τη σκόπευση της Σόνταγκ. Αναθεματίζοντάς τους, αποδεικνύοντας τη φαυλότητα και απομυθοποιώντας αυτή την ομάδα αριστοκρατών και τρυφηλών πολεμιστών που νομίζουν πως θα είναι εσαεί προνομιούχοι μετατρεπόμενοι συχνά σε εθελοτυφλούσες μαριονέτες, η προοδευτική επαναστάτρια ακυρώνει όλη την προσπάθεια της ίδιας της Σόνταγκ να τους εξανθρωπίσει μέσα από μια πετυχημένη κωμωδία χαρακτήρων. Ή ίσως η συγγραφέας, που έχει υποστηρίξει πως ήξερε σχεδόν εξαρχής με ποια φράση θα τελείωνε το μυθιστόρημά της (είχε αποφασίσει πως την τελευταία λέξη θα έπρεπε να έχει κάποιος που μιλά εξ ονόματος των θυμάτων, αναφέρει στη συνέντευξή της στην Paris Review), είχε πρόθεση να καταδικάσει τα μέλη του ερωτικού τριγώνου και τον περίγυρό τους ως μια κακομαθημένη ελίτ, ως ανθρώπους τόσο απορροφημένους στον εαυτό τους που δεν είχαν την πνευματική επάρκεια και διαύγεια να αποκτήσουν συναίσθηση του μεγέθους των ιστορικών γεγονότων στα οποία τόσο ενεργά συμμετείχαν:

Θεωρούσαν πως ήταν πολιτισμένοι. Ήταν αξιοθρήνητοι. Ανάθεμά τους όλους. (σελ. 666)

 

[i] Ο σκηνοθέτης, που εκείνο το διάστημα βρισκόταν εξόριστος στις ΗΠΑ. γύρισε την ταινία μέσα σε τρεις μόλις μήνες για λογαριασμό της εταιρείας που διατηρούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

[ii] “Winston Churchill’s secret voyage (Part one)”, The National Archives (United Kingdom), <https://blog.nationalarchives.gov.uk/winston-churchills-secret-voyage-part-one>.

[iii] Σε, εξαντλημένη πια, μετάφραση της Βάνας Χατζάκη, Σμίλη, Αθήνα 2002.

[iv] Susan Sontag, Περί γυναικών, μτφρ. Δανάη Σιώζου, Gutenberg, Αθήνα 2024, και Περί φωτογραφίας, μτφρ. Χριστίνα Παπαδοπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2024.

[v] Από τη φροντισμένη έκδοση λείπουν μερικά όχι ασήμαντα στοιχεία: ο υπότιτλος του έργου (“A Romance”), η αφιέρωσή του «στον Δαβίδ, αγαπημένο γιο, σύντροφο» (η Σόνταγκ είχε γεννήσει τον David Rieff στα δεκαεννιά της) και η χαρακτηριστική προμετωπίδα από την μπουφόνικη όπερα του Μότσαρτ Έτσι κάνουν όλες με τα λόγια της Ντοραμπέλλα που μένει στη Νάπολη – «νιώθω σαν να ’χω έναν Βεζούβιο / ένα ηφαίστειο στο στήθος μου» (2η πράξη, 5η σκηνή). Απουσιάζει και το παλιότερο σημείωμα πριν από τον πρόλογο της ίδιας της Σόνταγκ, στο οποίο δηλώνει ότι χρησιμοποίησε ελεύθερα για τη μυθοπλασία της τον Χάμιλτον και τα άλλα ιστορικά πρόσωπα, καθώς και την οφειλή της για το ερέθισμα και τις πληροφορίες που της έδωσαν κείμενα εκείνης της εποχής, καθώς και σύγχρονες ιστορικές μελέτες.

[vi] Βλ. ενδεικτικά: Hugh Tours, The Life and Letters of Emma Hamilton: The Story of Admiral Nelson and the Most Famous Woman of the Georgian Age, V. Gollancz, London 1963. Flora Flaser, Beloved Emma: The life of Emma, Lady Hamilton, Knopf Doubleday Publishing Group, New York 1986. Kate Williams, England’s Mistress: The Infamous Life of Emma Hamilton, Ballantine Books, New York 2006. Marianne Czisnik (επιμ.), Nelson's Letters to Lady Hamilton and Related Documents, Boydell & Brewer, The Navy Records Society, Suffolk 2020.

[vii] Ως μούσα του Ρόμνεϊ, η Έμμα ενσάρκωσε, μεταξύ άλλων, τη Μαρία Μαγδαληνή, την Κίρκη, την Κασσάνδρα και άλλες μοιραίες γυναίκες της ιστορίας και της μυθολογίας, ενώ απεικονίστηκε και ως Εστιάδα, Μαινάδα, Τιτάνια και Μιράντα (ηρωίδες των σαιξπηρικών έργων Όνειρο θερινής νυκτός και Η τρικυμία). Οι πίνακες με την Έμμα κοσμούν ιδιωτικές συλλογές και πινακοθήκες σε Ευρώπη και Αμερική.

[viii] Η Μαντάμ Λε Μπρεν ζωγράφισε αλληγορικά πορτρέτα της Έμμας ως Αριάδνης (1790), Μαινάδας (1792) και Κυμαίας Σίβυλλας (1792).

[ix] Η συναναστροφή του Γκαίτε με την Έμμα τον εντυπωσίασε και ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Λουσιάνα στις Εκλεκτικές συγγένειες (1809). Ένας άλλος μυθιστορηματικός χαρακτήρας που στηρίζεται στην πληθωρική προσωπικότητα της Λαίδης Χάμιλτον είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του Κορίννα ή η Ιταλία (1809) της Μαντάμ ντε Σταλ.

[x] Βλ. “Susan Sontag, The Art of Fiction” (συνέντευξη στον Edward Hirsch), Paris Review 137 (1995) 177-209, <https://www.theparisreview.org/interviews/1505/the-art-of-fiction-no-143-susan-sontag>.

[xi] Susan Sontag, “Singleness” (1995), στο: Where the Stress Falls, Farrar, Straus & Giroux, New York 2001, 261-262.

[xii] Βλ. λ.χ. τις βιβλιοκρισίες: Michiko Kakutani, “Books of The Times; Historical Novel Flavored with Passion and Ideas”, The New York Times 4/8/1992. John Banville, “By Lava Possessed”, The New York Times 9/8/1992. Gabriele Annan, “A Moral Tale”, New York Review of Books 13/8/1992, 3-6. Richard Jenkyns, “Eruptions”, New Republic 7/9/1992, 46-49 (αρνητική). Candia McWilliam, “Three bedazzled eyes: 'The Volcano Lover'”, The Independent 26/9/1992. Alexandra Johnson, “Romance as Metaphor”, Nation 5/10/1992, 365-368. Elín Elgaard, World Literature Today 67/4 (1993) 825-826. Πλήρης κατάλογος στο Leland Poague & Kathy Parsons, Susan Sontag: An Annotated Bibliography 1948-1992, Garland, New York 2000, 374-376.  Ήταν από τα ελάχιστα βιβλία στα οποία η ίδια η Σόνταγκ επένδυσε χρόνο να τα προωθήσει και μέσα στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τα 100.000 αντίτυπα. Για τον Εραστή, λάβαμε υπόψη και τα: Phillip Lopate, Notes on Sontag, Princeton University Press, Princeton N.J. 2009, 159-166. Benjamin Moser, Sontag: Her Life and Work, HarperCollins, New York 2019, κεφ. 32-33. Carl Rollyson, Understanding Susan Sontag, The University of South Carolina Press, Columbia S.C. 2016, 47-54. Arnold Stead, Mapping "spiritual dangers": The novels of Susan Sontag, (διδ. διατριβή) University of Missouri - Columbia 1993, 310-344.

[xiii] Hermann Broch, Βιργιλίου θάνατος, μτφ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, Αθήνα 2001.

[xiv] Η Σόνταγκ ξεκίνησε τη συγγραφή του έργου το 1989 και έγραψε το μισό στο Βερολίνο, όπου επέλεξε να μείνει ενάμισι χρόνο. Έχουν περάσει χρόνια από την πρώτη σοβαρή περιπέτεια της υγείας της, τον καρκίνο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, και έχει εκδώσει το 1989 το δεύτερο κείμενό της για την ασθένεια και τις μεταφορές που δομούνται γύρω από το AIDS (Η Νόσος ως Μεταφορά. Το AIDS και οι Μεταφορές του, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Στέφανος Ροζάνης, Ύψιλον, Αθήνα 1993). Ζει για πρώτη φορά με οικονομική άνεση και απέχει, περισσότερο από ποτέ, από τη συγγραφή δοκιμίων. Για την περίοδο και τις συνθήκες συγγραφής του Εραστή, βλ. Jerome Boyd Maunsell, Susan Sontag, Reaktion Books, London 2014, 145-157, και Lisa Paddock & Carl Rollyson, Susan Sontag: the making of an icon (αναθ. έκδ.), University Press of Mississippi City, Jackson 2016, κεφ. 26.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.