Αν αυτή η εσωτερική σχάση υπήρξε ένα από τα πλέον κυρίαρχα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του μοντερνισμού, από τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζαίημς Τζόυς μέχρι την κειμενογραφία του μεταμοντέρνου, όπως τα έργα του Κλωντ Σιμόν και της Αννί Ερνώ, η ελληνική πεζογραφία μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνο σε εποχές κρίσης αναστοχάστηκε πάνω στην ικανότητα της γλώσσας να αρθρώνει και να αποτυπώνει την προσωπική επώνυμη εμπειρία. Από τα δειλά πειράματα του Γιάννη Μπεράτη και της Μέλπως Αξιώτη, ή τις πιο συστηματικές απόπειρες του Νικου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Νίκου Καχτίτση και του Γιώργου Χειμωνά, η πεζογραφία παρέμεινε δέσμια μιας παράδοξης αφηγηματοκρατίας, που ενω αποκσοπούσε να συντάξει μύθους και ιστορίες, κατέληγε να καταγράφει επεισόδια και στιγμιότυπα, που τις πολλές φορές διατύπωναν το ιδεολογικό φολκλόρ της Αριστεράς ή το γενικότερο φολκόρ της νεοελληνικής σκέψης κατά τη συνεχή αμφίθυμη σύγκρουσή της με τη νεωτερικότητα.
Ο Στρατής Τσίρκας, ο Μάριος Χάκκας, ο Δημήτρης Νόλλας και αρκετοί άλλοι συγγραφείς προσπάθησαν να αποσυναρμολογήσουν τους μηχανισμούς νοήματος στα ελληνικά, με διαφορετικά κατά περίπτωση αποτελέσματα. Οι περισσότεροι επέστρεψαν νικημένοι και απογοητευμένοι στη θερμή αγκαλιά μιας μυθοπλαστικής φαντασίας, πολύ συχνά μάλιστα δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πλοκή παρά στο μύθο. Η ιστορική ευκαιρία δόθηκε ωστόσο μόνο μετά το 1974, όταν οι καθεστωτικές διάλεκτοι που διαμόρφωσαν τις κυρίαρχες αναγνωστικές πρακτικές και εθισμούς αμφισβητήθηκαν για πρώτη φορά και, ώς ένα σημείο, έγιναν αντι-κείμενα στοχασμού και κριτικής.
Η τέχνη του ανακόλουθου
Μερικά πρώιμα βιβλία του Βασίλη Βασιλικού αλλά κυρίως το έργο του Γιώργου Χειμωνά εθεσαν εκ νέου το ερώτημα της αφηγηματικότητας στη γλώσσα μας. Το ιδιόμορφο κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη Πεθαίνω σα χώρα (1978) διερεύνησε τα όρια της αφήγησης, ωστόσο χωρίς συνέχεια και, ώς ένα σημείο, χωρίς συνοχή. Το έργο του Αριστηνού εμφανίζεται ακριβώς τη μεταπολιτευτική εποχή, όταν πραγματοποιείται μια μεγάλη αναχώνευση και αναχύτευση των δρόμων της αφηγηματικότητας σε ολόκληρο το καλλιτεχνικό φαντασιακό της Ελλάδας, από τον κινηματογράφο, την εικαστική τέχνη, την ποίηση και τη μουσική. Αν επιτρέπεται η παρεκβολή, πρόδρομός του είναι η μουσική του Γιάννη Χρήστου με τις μετα-σειριακές μεταλλάξεις των ήχων και, κυρίως, με «τις μεταμορφώσεις των ακουστικών ενεργειών σε μουσική». Το σύνολο του έργου του Αριστηνού θα μπορούσε να μεταφραστεί σε όρους μουσικών αντιμεταθέσεων ήχων και ως μια μετάφραση σε λέξεις ακουστικών και οπτικών μεταπράξεων. Ο αναγνώστης βρίσκεται όχι μόνο μπροστά αλλά και σε σύγκρουση με τον εαυτό του, περιπίπτοντας σε μια αμήχανη σιωπή και αδημονία: η γραφή τον οδηγεί εκεί όπου δεν θέλει να πάει.
Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του Αριστηνού είναι η διαλεκτική της αντι-αφήγησης. Βασισμένη σε μια πρόσληψη της συνειρμικής γραφής, stream of consciousness, όλα του τα πεζογραφήματα –συμπεριλαμβάνω εδώ και τα κριτικά του κείμενα– εστιάζονται σε μια διαρκή και απροσχεδίαστη ανάπτυξη της αφηγηματικότητας ως υποσυνείδητης διαδικασίας που δεν ελέγχεται από το συγγραφέα αλλά, καθ’ εαυτή ως γραφή, εκδηλώνεται ως έκρηξη σημασιών και εννοιών χωρίς λογική ακολουθία.
Η τέχνη του Αριστηνού είναι η τέχνη του ανακόλουθου: μια λέξη, μια φράση, μια συλλαβή πυροδοτούν το συγγραφικό υποκείμενο, σχεδόν υπό την καταληψία της αυτόματης γραφής, να ανασκάψει το ατομικό υποσυνείδητο που είναι επίσης ο ανθρώπινος νους και να δώσει φωνή στα κενά της εμπειρίας και στις σιωπές του. Μέσα από τον μακροπερίοδο προυστιανό λόγο, το υποσυνείδητο απορροφά και καταγράφει όλες τις σημειωτικές ανωμαλίες της πραγματικότητας, τον τρόπο με το οποίο η ανθρώπινη σκέψη συνδέεται ή συνδυάζεται με την πολυμορφία της εμπειρίας, συμβάλλοντας στην ανάδυση όψεων της βιωμένης πραγματικότητας ή των κινημάτων της φαντασίας που ξαφνιάζουν και, ώς ένα σημείο, ενοχλούν τον αναγνώστη.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια δύσκολη γραφή που δεν ψυχαγωγεί, δεν διασκεδάζει και δεν προσφέρει χαρακτήρες προς ταύτιση ή τοπία απόδρασης. Είναι αντίθετα μια γραφή που θέτει τον αναγνώστη σε συνεχή αντιπαράθεση με τον συνειδητό και ασυνείδητο εαυτό του, προκαλώντας τον σε όλα τα επίπεδα και τα στρώματα της ύπαρξης. Από την έντονη σεξουαλικότητα ώς την πιο ευλαβική θρησκευτικότητα και από την πλέον κοινότοπη αστική πλήξη μέχρι τη βαθύτερη εκστατική ένωση με τη φύση.
Αφέθηκα πάλι στη γλυκιά υπνοβασία της μνήμης, τη μόνη θρεπτική τροφή που με κρατούσε ακόμη ζωντανό, σκέφτηκα, καθώς ένιωθα να βγαίνω για άλλη μια φορά –μια αργή, ανάδυση σφουγγαρά από τα βαθιά– από το βόθρο της θλίψης μου. (Φλας στη νύχτα, σ. 31)
Τα αποσπάσματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν ιδιαίτερα απ’ αυτό το βιβλίο, όπου ένας εκστατικός αισθησιασμός διαλύει την αφηγηματική ακολουθία και δημιουργεί μοναδικές συνάψεις ανάμεσα στην εμπειρική και τη φαντασιακή πραγματικότητα.
Κυρίαρχο στοιχείο της γραφής του είναι ακριβώς η αλληλοδιείσδυση του συμβολικού και του υπαρξιακού στοιχείου. Οι καθημερινές ειδήσεις συνυπάρχουν με φαντασιακούς χαρακτήρες της λογοτεχνίας σε μια παράδοξη συμβίωση που προκαλεί, δημιουργώντας την πολυπόθητη κατάσταση της ανοικείωσης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η σημασία του έργου του Αριστηνού. Είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχει ενσωματώσει τόσο προσφυώς την ανοικείωση ως μέθοδο αφηγηματικής γραφής, για την ακρίβεια ως δομικό σκελετό της αφηγηματικότητας. Η αντινομική συνύπαρξη σημείων που αυτοακυρώνονται δημιουργεί αυτό το αίσθημα της «επιληψίας της γλώσσας», όπως το αποκαλεί ο ίδιος.
Λέω ψέματα, προσποιούμαι πως ισορροπώ στο μεταίχμιο, διατείνομαι πως έσχισα το συμβόλαιο με τη λογική, όπου η τάξη έχει το προβάδισμα, ακόμα και όταν προβάλλει την αυθάδεια της υπεροψίας της, ακόμη και όταν δεν ακούγεται, αλλά είναι υπόκωφη, ενορχηστρώνοντας ό,τι ανοργάνωτο και ατημέλητο υπάρχει… (Η επιληψία της γλώσσας, σ. 97)
Ειδολογικά, αυτό πρέπει να βραχυκυκλώνει την πρόσληψη των έργων του. Τα κείμενά του για τον Γιώργο Χειμωνά ή τον Θανάση Βαλτινό, λόγου χάριν, περνούν μέσα από την αυτοβιογραφία, την κριτική, τη διήγηση, την εξιστόρηση μ’ έναν τρόπο αντιφατικό που αφεστιάζει τις ειδολογικές βεβαιότητες για την πρόσληψή τους. Είναι τα κείμενα από την Επιληψία της γλώσσας, δραματικοί μονόλογοι για θεατρική παράσταση, φαντασιακές ανασυγκροτήσεις αναμνήσεων ή δημιουργικές συνάψεις απρόβλεπτων συμπτώσεων; Σίγουρα δεν συνιστούν απόπειρες αναπαράστασης της πραγματικότητας και δεν φιλοδοξούν να αρθρώσουν κανέναν ρεαλιστικό τρόπο καταγραφής.
Πολλοί έχουν κατηγορήσει αυτή τη γραφή ως «ερμητική και δυσανάγνωστη». Πρόσφατα, η μανία του auto-fiction, που κορυφώθηκε με το μνημειώδες και δυσανάγνωστο έργο του Νορβηγού Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (Karl Ove Knausgård), έχει κατακλύσει τη γραφή και ουσιαστικά έχει διαλύσει τη δυνατότητά της να αρθρώνει ένα συλλογικό όραμα ζωής και, εντέλει, ένα οποιοδήποτε όραμα ζωής. Ο Αριστηνός δηλώνει θαυμαστής του Μισέλ Ουελμπέκ και της ιδιόμορφης μυθοπλασίας του, αλλά πιο πολύ μοιράζεται μαζί του μια αηδία για την αστική αυταρέσκεια και τον αυτοθαυμασμό παρά μια κοινή αντίληψη της αφηγηματικότητας.
Ο κυνισμός και ο σαρκασμός που υπάρχουν στα έργα του Αριστηνού συνιστούν μια αντίδραση στην κυρίαρχη κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης. Οι νέοι θεοί της ποπ κουλτούρας έχουν μια δική τους θεολογία, τη θεολογία της καταφατικής πληροφορίας, που διαμορφώνει μια ετερόνομη συνείδηση και, κυρίως, ένα λόγο υποταγμένο σε ιδεολογικές χρήσεις και εθισμούς. Η αντι-γραφή του Αριστηνού, ακόμα και σε σχέση με εκείνη του Ουελμπέκ, ειναι μια πράξη ηθική αντίστασης στους θεσμούς και τους μηχανισμούς που επιβάλλουν μια ιδεολογική χρήση της γραφής. Τα κείμενά του είναι τόποι εκρηκτικής απελευθέρωσης, διαλύοντας τις βεβαιότητες και τις πεποιθήσεις που σήμερα διαμορφώνουν τον κυρίαρχο λόγο της πεζογραφίας.
Απέναντι στη λήθη των όντων
Ο Μίλαν Κούντερα, στην Τέχνη του μυθιστορήματος, παρατηρεί ότι σκοπός της γραφής είναι να θέσει τέρμα στη λήθη του όντος, παραπέμποντας σε μια σχετική φράση του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Στην πραγματικότητα, η γραφή αντιστέκεται στη λήθη των όντων στον πληθυντικό αριθμό, στο σκόπιμο ξέχασμα της ανθρώπινης περιπέτειας σε όλη της την ποικιλομορφία. Όποιος διαβάσει τα έργα του Αριστηνού εκτίθεται άμεσα σε αυτή τη χαώδη ποικιλομορφία της ανθρώπινης συνείδησης τη στιγμή ακριβώς που αυτοανασκάπτεται και αυτοπαρουσιάζεται. Βεβαια, όλοι γνωρίζουμε από τον Ηράκλειτο ότι «ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει» (τα σύνορα της ψυχής δεν θα μπορέσεις να τα ανακαλύψεις όσο κι αν προχωρήσεις, έστω κι αν πορευθείς πάνω σε όλους τους δρόμους· τόσο βαθύ λόγο έχει η ψυχή). Για τούτο και τα κείμενά του «βυθίζουν τη μνήμη πιο βαθιά» για να αποκαλύψουν την ξεχασμένη λεπτομέρεια, την παραγκωνισμένη απόχρωση, την αδιόρατη κίνηση, να τη διαυγάσουν και να τη φέρουν στο φως της σκέψης και, κυρίως, στην επικράτεια της γραφής.
Η μνημονική ανάκληση της βιωμένης πραγματικότητας γεμίζει τις σελίδες του με εκλάμψεις και θραύσματα που διαμορφώνουν ένα περίπλοκο συμβολικό σύμπαν. Ο αναγνώστης προσκαλείται να εισέλθει στο καθαρτήριο της γλώσσας, για να εισέλθει επιτέλους στη γοητευτική κόλαση του πραγματικού.
Εκείνο, λοιπόν, που επιδίωκε με χαλιναγωγημένη τη λύσσα και την αντάρα του ήταν να αποτυπώσει στη μεμβράνη την κάθε λεπτομέρεια της ζωής από το δέντρο, ας πούμε, της αυλής που γεννήθηκε, το χρώμα, την απόχρωση, το πράσινο που έσβηνε σε βιολετί, το μπλε σε μοβ, το κόκκινο ιώδες σε φούξια και ύστερα τις φλούδες του κορμού που άνοιγαν σαν το σκασμένο από την αναβροχιά χώμα, ενώ, βυθίζοντας τη μνήμη του πιο βαθιά, στις οριζόντιες τομές του, στη φυτική του γενεαλογία, στο έτυμο και τις ρίζες του, στην απερίγραπτη γραμματική και το συντακτικό του... (Φλας στη νύχτα, σ. 123)
Ο μακροπερίοδος και αυτοπολλαπλασιαζόμενος λόγος του Αριστηνού φέρνει την ελληνική στα σημασιακά της όρια, σε σημείο μάλιστα που δεν έχουμε ξανασυναντήσει στην πειραματική πρόζα των τελευταίων δεκαετιών. Ο Αριστηνός προσδίδει στις προτάσεις ορισμένα αδιόρατα και απροσδιόριστα κέντρα τα οποία συγκροτούν το λόγο και τον αφήνουν να αναπτύσσεται μέσα από αδιάκοπους συνειρμούς και συνάψεις. Μολοντούτο η ρευστή ρυθμολογία του δεν αποσκοπεί σε επεισοδιογραφία ή σε ανεκδοτολογία, αμαρτήματα στα οποία συχνά καταλήγουν οι μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις. Αντίθετα, η γραφή του εδραιώνεται κατά παράδοξο τρόπο στην αφεστίαση της γλώσσας από τις δεδομένες αναφορές της. Όταν διαβάζουμε Αριστηνό εισερχόμαστε σε μια μετα-γλωσσική πρόσληψη της εμπειρίας, του έρωτα, του πόθου και, τέλος, του εαυτού. Η αφεστίαση μεταθέτει το κέντρο βαρους της γραφής από τον καθαρτήριο μύθο στην αποφατική αποκάλυψη του είναι: το «άθυρμα της ειμαρμένης» του Αριστηνού συνιστά τον κάλλιστο κόσμο του Ηρακλείτου.