Στον απόηχο της φυλάκισης Ιμάμογλου στην Τουρκία, το διακύβευμα ιδιαίτερα για την μελλοντική πορεία της χώρας είναι ουσιαστικό. Η τουρκική κυβέρνηση θα χρειαστεί να διαχειριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια όχι μόνο για τις πολιτικές αλλά και για τις οικονομικές επιλογές της, μια περίοδο όπου θα χρειαστεί να σκεφτεί και τις συνέπειες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί προεδρίας Τραμπ.
Για κάποιους, είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος Ερντογάν και οι σύμμαχοί του δεν περίμεναν τόσο μαζικές αντιδράσεις μετά την έναρξη της διαδικασίας διώξεων του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και πολλών εκ των συνεργατών του. Μήπως όμως τις περίμεναν; Κι είναι οι διαδηλώσεις πραγματική στήριξη υπέρ του Ιμάμογλου ή, απλώς, δόθηκε μια ευκαιρία σε μεγάλο μέρος των πολιτών να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και την προσπάθεια της να αλώσει του θεσμούς; Μπορεί όντως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πλασαριστεί ως το αντίπαλος δέος του κυβερνώντος κόμματος; Είναι τα πολιτικά κόμματα αντιπροσωπευτικά των θεσμών, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν το αίτημα μιας σοβαρής μερίδας πολιτών για περισσότερο εκδημοκρατισμό και περισσότερες ατομικές και συλλογικές ελευθερίες;
Τουρκικός Μάης του 1968
Η Τουρκία σήμερα βρίσκεται να βαδίζει, ακόμα μια φορά, τα διαχρονικά πολιτικά μονοπάτια που την καθορίζουν. Σε ένα άρθρο μου στο Βήμα της Κυριακής τον Ιούνιο του 2013, αναφερόμενος στις τότε διαδηλώσεις του Πάρκου Γκεζί, υποστήριξα ότι η Τουρκία με τις πρωτοφανείς εκείνες κινητοποιήσεις ζούσε «τη δική της εκδοχή του Μάη του 1968» και, αναπάντεχα, μας πρόσφερε «μαθήματα δημοκρατικής συνειδητοποίησης». Δώδεκα χρόνια αργότερα, με τη σύλληψη του Ιμάμογλου, λίγες μέρες πριν η αντιπολίτευση δώσει πανηγυρικά το χρίσμα του υποψηφίου της για τις επόμενες προεδρικές εκλογές, η γειτονική χώρα κλυδωνίζεται εκ νέου με μαζικές διαδηλώσεις που στοχεύουν στην έκφραση της δυσαρέσκειας πολλών τούρκων πολιτών για τη μη δημοκρατική πορεία της χώρας.
Ένας επιφανής βουλευτής του CHP πρόσφατα ανάρτησε στην πλατφόρμα X, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο μήνυμα:
Γνωρίζουμε ότι η μεγαλύτερη μάστιγα που έχει πλήξει τη Δημοκρατία μας είναι το Προεδρικό Σύστημα, το οποίο βασίζεται στην αυθαίρετη διακυβέρνηση, θεωρεί «κηδεμονία» κάθε είδους αντίρρηση, κάθε ισορροπία και κάθε ελεγκτικό μηχανισμό και εχθρεύεται την πλουραλιστική δημοκρατίας. Η ανεξέλεγκτη ισχύς δεν είναι ισχύς. Η αναποτελεσματικότητα της Βουλής, η διαφθορά της Δικαιοσύνης και η Τουρκία που κυβερνάται από τις προσωπικές ιδιοτροπίες ενός μόνο ανθρώπου – αυτή η σήψη είναι η βάση της απελπισίας της νεολαίας, της εξαθλίωσης των εργαζομένων, της ανασφάλειας των γυναικών και των κραυγών των συνταξιούχων.
Μια φοιτήτρια, όταν ερωτήθηκε γιατί διαδηλώνει, απάντησε ότι δεν θέλει η χώρα της να καταλήξει να είναι σαν τη Ρωσία του Πούτιν. Με άλλα λόγια, είτε εκφράζεται ένα πολιτικό στέλεχος είτε ένας απλός πολίτης, το ζητούμενο στην Τουρκία είναι να αποτραπούν οι συνθήκες κατά τις οποίες οι εκλογές δεν θα έχουν πια νόημα.
Η κατάσταση στην Τουρκία μετά τη σύλληψη και την προφυλάκιση του ισχυρότερου αντιπάλου του προέδρου Ερντογάν αναδεικνύει στοιχεία πολιτικής μετατόπισης της χώρας προς ένα νέο πολιτικό δίπολο – αυτό του καθεστωτικού κυβερνώντος κόμματος του Ταγίπ Ερνογάν και αυτό μιας κοινωνικής κατακραυγής που αναζητεί περισσότερα δικαιώματα και ένα κράτος που λειτουργεί προς όφελος του πολίτη.
Πολιτικοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι αυτή είναι καθοριστική στιγμή για το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα. Είναι όμως όντως ένα σημείο καμπής; Πώς φτάσαμε εδώ και πού πηγαίνουμε στη συνέχεια;
Χρειάζεται να τονιστεί η ρευστή φύση του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας που αλλάζει συνεχώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες και, προφανώς, μπορεί σύντομα να αλλάξει εκ νέου. Αυτό που επικρατεί σήμερα είναι ένα εξατομικευμένο προεδρικό σύστημα με ελάχιστες διακρίσεις των εξουσιών, που παρέχει τεράστιες εξουσίες στον Προέδρο, αφήνοντας σοβαρά αποδυναμωμένο το Κοινοβούλιο, ενώ το δικαστικό σώμα φαίνεται να έχει εξελιχθεί σε κομματικό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης, με στόχο την τιμωρία ή την αποδυνάμωση των πολιτικών της αντιπάλων. Παράλληλα, το προεδρικό σύστημα προστατεύει τον Πρόεδρο και τους συμμάχους του από οποιονδήποτε θεσμικό έλεγχο. Έχει επίσης δημιουργηθεί ένα σύστημα πατρωνίας με μια πελατειακή οικονομία που συνδέει τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους απλούς ψηφοφόρους με το κράτος, ενώ το κράτος με τη σειρά του συνδέεται με το κυβερνών κόμμα και το κυβερνών κόμμα συνδέεται με τον Ερντογάν – το πρόσωπο. Με άλλα λόγια, η τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων του τουρκικού κράτους, με τον Πρόεδρο στο κέντρο των εξελίξεων, θυμίζει πολύ τη σημερινή Ρωσία. Επίσης, η κυβερνητική παράταξη ελέγχει την πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, ενώ ο Πρόεδρος Ερντογάν προβάλλει τον λαϊκισμό, ευνοώντας έτσι την πόλωση με τη ρητορική του «εμείς εναντίον των άλλων» να είναι η κυρίαρχη σε όλη την επικράτεια. Ως εκ τούτου, είναι αρκετά δύσκολο να ξεφύγει από αυτόν τον πολωτικό λόγο.
Παρά αυτή την πορεία προς τον αυταρχισμό των τελευταίων 15 ετών, όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει να καθιερώσει πλήρως ένα σύστημα διακυβέρνησης που θα του δίνει τη δυνατότητα να κυβερνά κατά βούληση. Αναγκάζεται συνεχώς να επινοεί νέες στρατηγικές, που τον αναδεικνύουν σε εξαιρετικά επιδέξιο και πραγματιστή ηγέτη, ο οποίος κεφαλαιοποιεί τις μεταβαλλόμενες συμμαχίες τις οποίες οφείλει να δημιουργήσει για να παραμείνει στην εξουσία.
Σε αντίθεση με τη Ρωσία, στην Τουρκία λειτουργεί και δρα μια βιώσιμη, ποικιλόμορφη, δυναμική αντιπολίτευση και η διατήρηση ενός πραγματικού εκλογικού ανταγωνισμού, παρότι οι εκλογικές αναμετρήσεις από το 2015 και μετά είναι λιγότερο ελεύθερες και λιγότερο δίκαιες. Ο Ερντογάν και το κόμμα του (το Κόμμα Δικαιοσύνης Ανάπτυξης – AKP), δηλαδή, πρέπει να αγωνιστούν για να κερδίσουν τις εκλογές και να παραμείνουν στην εξουσία, σε αντίθεση με την Ρωσία όπου η αντιπολίτευση είναι υποταγμένη και σιωπηλή. Διαχρονικά, ο Ερντογάν δεν έχει κερδίσει ποτέ μια εκλογική αναμέτρηση με περισσότερο από 53% των ψήφων, σε αντίθεση με τον Βλαδίμηρο Πούτιν που στις προεδρικές εκλογές του 2024 κέρδισε με ποσοστά άνω του 88%.
Όσο κι αν δεν μπορεί εύκολα να το κατανοήσει αυτό ο μέσος έλληνας αναγνώστης, στην Τουρκία υπάρχει η επιρροή μιας κοινωνικής και θεσμικής κληρονομιάς δημοκρατίας. Παρότι δεν έχει καθιερωθεί ποτέ η δημοκρατία στην χώρα, για μεγάλο διάστημα ήταν ενεργός η πορεία εκδημοκρατισμού (την οποία, εν μέρει, ενίσχυε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας). Αυτό σημαίνει ότι είναι ζωντανή και πραγματική η προοπτική διατήρησης μιας «δημοκρατικής» ανθεκτικότητας, ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες, όπου η αυταρχική εξουσία του Ερντογάν αποπειράται την πλήρη κατάληψη του κράτους από μια αυταρχική ηγεσία. Υπάρχουν δηλαδή θύλακες κοινωνικής και θεσμικής μνήμης της δημοκρατίας που επιτρέπουν την αντίσταση και περιορίζουν τον αυταρχισμό.
Η σύλληψη Ιμάμογλου σηματοδοτεί ένα σημαντικό ορόσημο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν δείχνει ότι έχει λάβει τις αποφάσεις του κι ότι δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί μια εκλογική ήττα. Στις γενικές εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν το ΑΚΡ έχασε για πρώτη φορά τις εκλογές από τον Νοέμβριο του 2002, όταν έγινε κόμμα εξουσίας, ο Ερντογάν δεν αποδέχθηκε τα αποτελέσματα ζητώντας η εκλογική διαδικασία να επαναληφθεί, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως την προτιμότερη λύση. Θέτοντας το δίλημμα σταθερότητα ή χάος κατάφερε να πλασαριστεί ως εκφραστής της σταθερότητας και της συνέχειας του κράτους, κερδίζοντας, ελάχιστους μήνες αργότερα, την πλειοψηφία στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2015. Μετά τη νίκη του Ερντογάν, οι διπλές εκλογές του 2015 σηματοδότησαν την οριστική στροφή του μακριά από τις απόπειρες εκδημοκρατισμού και την απαξίωση εκ μέρους του της ανάγκης ανάληψης της εξουσίας μέσω δημοκρατικών εκλογών.
Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι ένα «κράτος-εισοδηματίας» (rentier state), όπως η Ρωσία ή η Βενεζουέλα, μη έχοντας μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου για να διανείμει στα οικονομικά συμφέροντα της χώρας και τους πολίτες της επιτρέποντας στην εκάστοτε ηγεσία τον απόλυτο έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, ωθεί τον Ερντογάν να διαμορφώσει ένα πελατειακό σύστημα που τον αναγκάζει να διατηρεί συμμαχίες για τη δημιουργία εσόδων. Αυτό καθιστά την προσπάθεια παραμονής στην εξουσία και την εδραίωση μιας απολυταρχίας δύσκολη – κι αυτό είναι ανεξάρτητο από ό,τι συμβεί βραχυπρόθεσμα στη χώρα μετά τη σύλληψη Ιμάμογλου.
Ο Ερντογάν σταθερά ροκανίζει τη δημοκρατία και τις αρχές του κράτους δικαίου εδώ και χρόνια. Αλλά η προφυλάκιση του μεγάλου αντιπάλου του μοιάζει με κλιμάκωση ακόμη και γι’ αυτόν. Το δίλημμα του Ερντογάν είναι ότι φαίνεται πια να βρίσκεται σε μια φθίνουσα εκλογική πορεία που δεν μπορεί να του εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην κάλπη, από τη στιγμή μάλιστα που ο αντίπαλός του είναι δημοφιλής. Το διακύβευμα για τον ίδιο σήμερα είναι η πλήρης περιθωριοποίηση της αντιπολίτευσης για να μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία, χάνοντας τη νομιμότητα (legitimacy) που του παρείχε έως τώρα η κάλπη.
Έτσι εξηγούνται οι μαζικές διαμαρτυρίες τις οποίες ζει σήμερα η χώρα. Δύο είναι οι λόγοι. Ο πρώτος είναι η ύπαρξη ενός ηγέτη της αντιπολίτευσης που έχει τη δυνατότητα να κερδίσει τον Ερντογάν στις εκλογές, ακόμη και αν οι κάλπες δεν είναι ελεύθερες και δίκαιες (free and fair). Έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Ο δεύτερος λόγος είναι η απελπιστική οικονομική κατάσταση, καθώς και η φθίνουσα πορεία της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου. Ο μέσος τούρκος πολίτης, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, διαμαρτύρεται για τη διαφθορά, για τον νεποτισμό, για τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου (όχι μόνο πολιτικής φύσεως αλλά και όσον αφορά ποινικές υποθέσεις), προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο ένα αίσθημα αδικίας. Επικρατεί, δηλαδή, μια αυξανόμενη αίσθηση ότι υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο να παραβιαστεί πλήρως η ιερότητα της κάλπης, και να χαθεί το δικαίωμα επιλογής.
Ακόμα και για τους υποστηρικτές του Ερντογάν σήμερα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα τους ενθουσιάσει ο διάδοχός του αύριο. Για το λόγο αυτό βλέπουμε έναν ευρύτερο, και γι’ αυτό ετερόκλητο συνασπισμό στους δρόμους, που στηρίζεται από υποστηρικτές του CHP αλλά και από διαδηλωτές που στοιχίζονται στην άκρα Αριστερά και φτάνουν ώς την άκρα Δεξιά/ Κοσμοπολίτες και εθνικιστές συναντιούνται στις διαδηλώσεις για τον Ιμάμογλου. Τους ενώνει ο φόβος ότι θα χάσουν το δικαίωμα επιλογής της κυβέρνησης, που υπάρχει στην χώρα τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950, όταν στην Τουρκία καθιερώθηκαν οι πολυκομματικές εκλογές.
Τα ίχνη της δημοκρατίας
Eπομένως, ο Ερντογάν, έχοντας βασίσει τη νομιμοποίησή του στην κάλπη και σε αυτόν τον αναδιανεμητικό μηχανισμό που έχει δημιουργήσει, σήμερα βρίσκεται με την πλάτη στο τοίχο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη φθίνουσα δημοτικότητά του, που αυξάνει την πιθανότητά του να χάσει τις επόμενες εκλογές. Επιπλέον, ο αναδιανεμητικός μηχανισμός που έχει δημιουργήσει συνδέεται με την κατάσταση της οικονομίας. Μετά τις εκλογές του 2023, ο Ερντογάν ανέθεσε σε έναν τεχνοκράτη, τον Μεχμέτ Σιμσέκ, το ρόλο το τσάρου της οικονομίας. Ο Σιμσέκ εξέδωσε ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα που έχει επιφέρει περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη, αλλά με τα οφέλη, προς το παρόν, να πηγαίνουν στους λίγους. Όσο όμως ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, η φτώχεια βαθαίνει και οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται συνθλίβουν τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις. Ο μέσος τούρκος πολίτης, δηλαδή, νιώθει απελπισμένος.
Ακριβώς όπως είχε συμβεί στις πρώτες από τις διπλές εθνικές εκλογές του 2015, τον Μάρτιο του 2019 ο Ιμάμογλου κέρδισε τις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης. Οι εκλογές ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο και επανελήφθησαν τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Αλλά στις επαναληπτικές εκλογές, ο Ιμάμογλου μετέτρεψε την ισχνή νίκη του πρώτου γύρου σε μια ευρεία πλειοψηφία. Στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2023, ο Ιμάμογλου κέρδισε από τον πρώτο γύρο τον εκλεκτό του Ταγίπ Ερντογάν, με διαφορά άνω των δέκα μονάδων. Η σύλληψη Ιμάμογλου έχει πια επιταχύνει τις εξελίξεις και τις προκλήσεις για όλους: για τον Ερντογάν και την παράταξή του, για την αντιπολίτευση, για τον κουρδικό παράγοντα, που μπήκε στον πάγο η πιθανή σύμπλευσή του με την κυβέρνηση… Και βέβαια, έχει επιταχύνει τις εξελίξεις για τους απλούς πολίτες.
Παρ’ όλα αυτά, παρά τους κλυδωνισμούς που απορρέουν από την προφυλάκιση του Ιμάμογλου, η Τουρκία μπορεί να μην οδηγηθεί σύντομα σε αλλαγή ηγεσίας. Στο κάτω κάτω, η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα κάνει χρήση των μηχανισμών καταστολής που έχει στη διάθεσή της. Αλλά με την πάροδο του χρόνου και με δεδομένη την αδυναμία της κυβερνητικής παράταξης και του ίδιου του Ερντογάν να ανατρέψουν τα δεδομένα, οι επιπτώσεις του καθυστερημένου «τουρκικού Μάη του 1968» γίνονται όλο και πιο φανερές, αναγκάζοντας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και κόμματα όλου του πολιτικού φάσματος, να υιοθετήσουν και να στηρίξουν τα βασικά αιτήματα της κοινωνίας, αν θέλουν τα ίδια να επιβιώσουν και να μπορέσουν να επαναφέρουν τη χώρα στην πορεία του αργού εκδημοκρατισμού αλά Τούρκα.