Η πρώτη επαφή μιας φοιτήτριας της Φιλοσοφικής με τη γραφή της Άιρις Μέρντοχ (Δουβλίνο 1919 – Οξφόρδη 1999) είθισται να γίνεται (ή πάντως να γινόταν) στα ράφια της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης, όταν αναζητά την απαραίτητη δευτερεύουσα βιβλιογραφία για εργασίες της σε μαθήματα όπως Σύγχρονη Ηθική, όπου αντιγράφει αποσπάσματα από το magnum opus της The Sovereignty of Good (1970), ή πρώιμοι πλατωνικοί διάλογοι, και παίρνει στα χέρια της το Acastos (1986), που περιλαμβάνει δυο φανταστικούς διάλογους με πρωταγωνιστές τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη πλασμένους με μεγάλη μαεστρία. Κι αυτό γιατί η Dame του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, βραβευμένη με Whitbread (1973) και Booker (1979), συγγραφέας σχεδόν τριάντα λογοτεχνικών και θεατρικών έργων, σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η βαθιά φιλοσοφική παιδεία της Μέρντοχ, που πλέον αναγνωρίζεται όχι μόνο ως μια από τις πιο παραγωγικές και ευφυείς βρετανίδες μυθιστοριογράφους της μεταπολεμικής περιόδου αλλά και ως σημαντική στοχαστής, μέλος της πρώτης γυναικείας φιλοσοφικής τετράδας στη Βρετανία,[1] είναι παραπάνω από εμφανής στα λογοτεχνικά της έργα, ιδιαίτερα σε αυτά που θεωρούνται τα κορυφαία πεζογραφήματά της, Μέσα στο δίχτυ (Under the net, 1950), Ο Μαύρος Πρίγκιπας (The Black Prince, 1973) και Θάλασσα, θάλασσα (The Sea, the Sea, 1978).
Το Θάλασσα, θάλασσα, η νέα προσθήκη στην εξαιρετική σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, που από το 2016 γεμίζει τα ράφια μας με νέους τίτλους βιβλίων με καταιγιστικούς ρυθμούς, είναι η δεύτερη έκδοση στα ελληνικά του μυθιστορήματος που αμέσως χάρισε στη δημιουργό του το Βραβείο Booker 1978.[2] Η νέα μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια, καθώς παραδίδει στον αναγνώστη ένα κείμενο φροντισμένο και ευανάγνωστο, με ρέοντα λόγο, που βοηθά να κυλήσει γοργά η ανάγνωση προτού τρομάξει ο αναγνώστης από τον όγκο του βιβλίου.
Η «Εισαγωγή» του συγγραφέα Τζον Μπερνσάιντ (John Burnside), η πρώτη χρονολογικά από τις πολλές εισαγωγές που συνοδεύουν από το 1999 τις διάφορες αγγλικές εκδόσεις του έργου, δεν είναι η πιο κατατοπιστική για το ίδιο το μυθιστόρημα. Αφιερώνει δυσανάλογα μεγάλο τμήμα της στην ιστορία του θιβετιανού ποιητή-μύστη Μιλαρέπα και στην προτεινόμενη ερμηνεία του έργου μέσα απ’ αυτήν.[3]
Ένας Πρόσπερο σε απόγνωση
Ο (μάλλον αναξιόπιστος) αφηγητής και κεντρικός ήρωας του ογκώδους μυθιστορήματος, ονόματι Τσαρλς Άροουμπαϊ, είναι παραπάνω από προφανές πως, όπως η συγγραφέας, αγαπά τον Σαίξπηρ. Αναμενόμενο για έναν εξηντάρη διάσημο ηθοποιό, σκηνοθέτη και θεατρικό συγγραφέα, που αποφασίζει να αποσυρθεί από τα θεατρικά δρώμενα, να εγκατασταθεί σε ένα παραθαλάσσιο ερημικό σπίτι δίχως ηλεκτρισμό και να συγγράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη μέχρι τώρα ζωή του, ένα ημερολόγιο ή τα απομνημονεύματά του – του φαίνεται αδύνατο να αποφασίσει. Όπως ο ήρωας της Τρικυμίας,[4] τον οποίο έχει ενσαρκώσει στη σκηνή, και με τον οποίο ταυτίζεται αλλά και τον ταυτίζουν, ο ήρωάς μας στο σημείο καμπής της ζωής του βρίσκεται απομονωμένος και επιπλέον αποφασισμένος να αφήσει πίσω τις παλιές του συνήθειες. Ο περίγυρός του είναι πεπεισμένος πως το εγχείρημα αυτό δεν πρόκειται να έχει διάρκεια, ο Τσαρλς όμως είναι αποφασισμένος να τους διαψεύσει. Παρότι ο ίδιος αποζητά τη μοναξιά και αφιερώνει τις ώρες του στη συγγραφή, το κολύμπι και την παρασκευή εκκεντρικών γευμάτων, από το σπίτι του παρελαύνει μια σειρά πρώην ερωτικών συντρόφων, συγγενών και φίλων που δεν φαίνεται να έχουν σκοπό να τον αφήσουν στην ησυχία του.
Μπορεί ο Τσαρλς να έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει οριστικά το θέατρο, το δράμα όμως τον ακολουθεί παντού. Ο προγραμματισμός του υπόλοιπου της ζωής του ανατρέπεται εντέλει ολοκληρωτικά, όχι χάρη στις διαρκείς παρεμβάσεις των φίλων του αλλά εξαιτίας της επανεμφάνισης του μεγάλου έρωτα της ζωής του, της Χάρτλι, που κατά σύμπτωση μετακομίζει στην περιοχή με τον σύζυγό της. Ο Τσαρλς πείθει αίφνης τον εαυτό του πως η πρώτη του αγάπη βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα γάμο παρωδία. Το γεγονός ότι εκείνη τον είχε απορρίψει και ότι έχει χάσει κάθε επαφή μαζί της από τα νεανικά τους χρόνια δεν τον πτοεί, μιας και έχει εξιδανικεύσει τόσο εκείνη όσο και τη σχέση τους. Στα μάτια του η Χάρτλι είναι η, ηλικιωμένη και όχι τόσο ελκυστική πια, Ανδρομέδα και αυτός ο γενναίος Περσέας που θα την παντρευτεί αφού τη σώσει από το θαλάσσιο κήτος-σύζυγο – που ωστόσο δεν ξέρει να κολυμπά. Μια σειρά από αδιανόητες συμπτώσεις λαμβάνει χώρα από τη στιγμή που εμφανίζεται η Χάρτλι και η εμμονή του Τσαρλς με αυτή θα αποδειχθεί επικίνδυνη και εν μέρει θανάσιμη, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άτομα με τα οποία συσχετίζεται.
Στις πρώτες πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο πρωταγωνιστής δηλώνει ρητά ποιος θα είναι εφεξής ο σκοπός της ζωής του: «[…] θα τοποθετήσω τον εαυτό μου σε μια κατάσταση όπου θα μπορώ να δηλώσω με πάσα ειλικρίνεια πως το μόνο που έχω να κάνω είναι να μάθω να είμαι καλός» (σελ. 32). Ένας αδιαμφισβήτητα ηθικός σκοπός και προσανατολισμός ζωής, όπως θα συγκατένευε η φιλόσοφος Μέρντοχ. Θα τα καταφέρει, λοιπόν, ο Τσαρλς «να γίνει καλός»; Και πώς θα αξιοποιήσει τις εμπειρίες που θα αποκτήσει μέχρι το τέλος της αφήγησης; Μπορεί κανείς να αλλάξει το χαρακτήρα, άρα και τη μοίρα του;
Το έξοχο αυτό μυθιστόρημα της Μέρντοχ θα μπορούσε να αναγνωστεί ως μια σπουδή –αν όχι σάτιρα–πάνω στην εμμονή και την αυταπάτη. «Το θέατρο είναι ένας τόπος εμμονής», γράφει ο Τσαρλς στο ημερολόγιό του (σελ. 93). Αλλά η φυγή του από το θέατρο τού γίνεται επίσης εμμονή, μια τρελή προσπάθεια να ξαναβρεί τη νιότη και τον ιδεαλισμό και να ανακτήσει τη «μοναδική αγνή» αγάπη του. Αναγνωρίζει μεν το πόσο ανέντιμος και άστατος υπήρξε στην προσωπική του ζωή, αποδίδει δε τις πράξεις του στην απώλεια της Χάρτλι: είναι πεπεισμένος πως αν εκείνη είχε δεχτεί την πρότασή του και είχαν καταλήξει μαζί, η εξέλιξή του ως ανθρώπου θα ήταν πολύ διαφορετική. Η ιστορία μας όμως δεν είναι μια ιστορία αγάπης και ο Τσαρλς ένας δεύτερος Χίθκλιφ. Αν τα βάσανα του πρωταγωνιστή παρατείνονται, μόνος υπεύθυνος αποδεικνύεται ο χαρακτήρας του και η εναπόθεση της τελευταίας του ελπίδας για προσωπική αλλαγή και βελτίωση στη Χάρτλι, αντί στον ίδιο του τον εαυτό. Η επίμονη ιδέα του να ξανακατακτήσει την αλλοτινή αγαπημένη του είναι μια έκφραση της παρατεταμένης ελπίδας του Νίτσε[5], η οποία, όπως ακριβώς το έθεσε ο γερμανός φιλόσοφος, δεν οδηγεί παρά στο βασανισμό του ήρωα – και στην περίπτωση αυτή, και του ίδιου του αντικειμένου του πόθου του. Με τη διεισδυτική πένα της η Μέρντοχ καταδεικνύει πως ο ανθρώπινος νους αρνείται αυτό που είναι ξεκάθαρο για όλους τους άλλους γύρω του, όταν η καρδιά έχει εμμονή με μια φανταστική ιδέα αναμόρφωσης και μελλοντικής ευτυχίας. Ακόμη κι όταν ο Τσαρλς βρίσκει κάποια ψυχική ανακούφιση και διαύγεια στη συναναστροφή του με τον Τζέιμς, τον στρατιωτικό και όψιμα βουδιστή ξάδερφο που ζήλευε παιδιόθεν, ο εγωτισμός του κερδίζει τη μάχη. Άλλωστε, η απόφασή του «να γίνει καλός» δεν συνδέεται με παραδοσιακές πεποιθήσεις περί ηθικής –αγαπημένο θέμα της Μέρντοχ– αλλά αποκλειστικά με την αυτοεικόνα του.
Ο πρωταγωνιστής, όμως, δεν είναι ο μόνος που βασανίζεται από τις εμμονές του και την αναζήτηση της ιδανικής αγάπης. Ο ίδιος κυνηγά τη Χάρτλι, δημιουργώντας καταστάσεις που προκαλούν το γέλιο στον αναγνώστη και με τη σειρά του γίνεται αντικείμενο της ερωτικής εμμονής της Λίζι και της Ροζίνα. Όσον αφορά τους υπόλοιπους χαρακτήρες που παρελαύνουν από το μυθιστόρημα και το σπίτι του, ο καθένας διακατέχεται από τη δική του εμμονή: άλλος τη συζυγική πίστη, άλλος τον πατριωτισμό, άλλος το θέατρο, άλλος τον βουδισμό. Συνάμα, πρόκειται για μια ιστορία για τις επιλογές, τη ζήλια, το φθόνο, την αγάπη και το γάμο και για τον κόσμο της τέχνης – του θεάτρου ειδικότερα, αυτού του «τόπου ελπίδων και απογοητεύσεων» (σελ. 97) . Μάλιστα, η συγγραφέας είχε διευκρινίσει σε συνέντευξή της πως, στο εν λόγω μυθιστόρημα, το θέατρο είναι μικρόκοσμος του κόσμου που είναι γεμάτος εξαπατήσεις.[6] Ως βετεράνος θεατράνθρωπος, ο Τσαρλς αντιμετωπίζει τους ανθρώπους όπως ο ίδιος πιστεύει ότι πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς το κοινό μιας παράστασης: τους ξεγελά και τους χειραγωγεί, παριστάνοντας πως είναι καλός. Χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά υπόγειο μαύρο χιούμορ, η Μέρντοχ παραδίδει μια μελέτη ιδιόμορφων και πολλάκις εξοργιστικών χαρακτήρων που, ακόμη κι όταν δεν τους συμπαθούμε, τους κατανοούμε και τους συμπονούμε. Ο πρωταγωνιστής είναι μια μορφή από αυτές που απολαμβάνουμε να μισούμε: ματαιόδοξος αν όχι νάρκισσος, δίχως ηθικές αναστολές (έχει διαλύσει γάμους και στη συνέχεια έχει εγκαταλείψει δίχως τύψεις ερωμένες του), κυνικός και ξεροκέφαλος.[7] Ο Τσαρλς δηλώνει πως θέλει να γίνει καλός· η αυτοεπίγνωση και η δίκαιη αντίληψη και κρίση των άλλων είναι συστατικά χαρακτηριστικά της ηθικής, όμως ο μονόλογος του Τσαρλς αποκαλύπτει ότι του λείπουν και τα δύο. Τόσο αυτός, όσο και η πλειονότητα των υπόλοιπων ηρώων, με εξαίρεση τον Τζέιμς, κάθε φορά που βρίσκονται ενώπιων ηθικών διλημμάτων αποδεικνύονται ανίκανοι να επιλέξουν το ορθό.
Θάλαττα, θάλαττα
Με την έκδοση του δέκατου ένατου λογοτεχνικού έργου της Μέρντοχ (από τα 26 που έγραψε μέσα σε 40 χρόνια) οι κριτικοί το κατέταξαν αμέσως στα φιλοσοφικά μυθιστορήματα και δεν απέφυγαν τους συσχετισμούς και τις αναφορές στην επιρροή της φιλοσοφικής σκέψης της δημιουργού στη συγγραφή του. Η ίδια η Μέρντοχ, όπως συμβαίνει με κάποιους φιλοσόφους-λογοτέχνες, αρνούνταν πεισματικά την επίδραση των φιλοσοφικών και πολιτικών της απόψεων (για κάποια χρόνια υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας) στο λογοτεχνικό της έργο.[8] Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι δεν επέτρεψε στα πιστεύω της να καθορίσουν την πεζογραφική της πορεία, οι κριτικοί δεν έχουν εντελώς άδικο. Αν μη τι άλλο, οι ήρωές της θέτουν τα ίδια ερωτήματα με αυτά που η ίδια επιχειρεί να απαντήσει στα φιλοσοφικά της κείμενα: οι χαρακτήρες που πλάθει «επιβαρύνονται» με τα άλυτα προβλήματα που συζητούσε με τους φοιτητές και τις φοιτήτριές στα έδρανα της Οξφόρδης. «Εκείνοι που θέλουν να σωθούν», είχε γράψει η Μέρντοχ σε ένα βιβλίο της για τον Πλάτωνα, «θα πρέπει να κοιτάζουν τ’ άστρα και να φιλοσοφούν, όχι να γράφουν ή να πηγαίνουν στο θέατρο»[9]. Φευ! Ο ήρωάς της, ακόμη κι όταν εγκαταλείπει την πιο απατηλή μορφή της τέχνης, αφοσιώνεται στη συγγραφή και όχι στη φιλοσοφία. Πού θα στραφεί στο τέλος της ιστορίας του, μετά την ξαφνική επιφοίτηση και την παραδοχή «ήμουνα ερωτευμένος με τα νιάτα μου», μένει στον αναγνώστη να το ανακαλύψει – και εκεί τον περιμένει μια μεγάλη ανατροπή.
Το κείμενο των σχεδόν 900 σελίδων είναι ένα πληθωρικό έργο από όλες τις απόψεις. Οι διάλογοι είναι ευφυείς και πνευματώδεις, η πλοκή ασυνήθιστη και απρόβλεπτη. Επιφανειακά δεν υπάρχει έντονη δράση, κάτι που ίσως ξενίσει τον αναγνώστη που θα περίμενε μια περισσότερο καταιγιστική πλοκή. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αλλά παρεμβάλλονται αναμνήσεις και σκέψεις του πρωταγωνιστή. Πάνω όμως που αισθάνεσαι πως ο ήρωας αρχίζει να ξεφεύγει φλυαρώντας, ένας απρόσμενος επισκέπτης κάνει την εμφάνισή του και το ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστορίας του Τσαρλς παραμένει αμείωτο. Η γραφή της Μέρντοχ είναι συναρπαστική, το ύφος αντικατοπτρίζει πλήρως το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του αντιπαθητικού πρωταγωνιστή, ενώ οι λυρικές απεικονίσεις του ατμοσφαιρικού τοπίου μαρτυρούν ματιά ζωγράφου.
Πανταχού παρούσα είναι η ίδια η θάλασσα. Οι ζωντανές περιγραφές της και της επίδρασής της στην ψυχολογία του κεντρικού ήρωα είναι ενδεικτικές της ζωηρής εικονοποιίας της Μέρντοχ· η ίδια, εξάλλου, έχει παραδεχτεί τη μεγάλη σημασία του νερού στα μυθιστορήματα και στη ζωή της. Η θάλασσά της δεν μοιάζει με άψυχο φυσικό στοιχείο, αλλά σχεδόν μετατρέπεται σε αυτόνομη ηρωίδα, καθώς παρατηρούμε τα πολύπλοκα συναισθήματά της που αντανακλούν τις διαθέσεις του πρωταγωνιστή: άλλοτε σκληρή, άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε παιχνιδιάρα. Μάλιστα, στην αρχή του έργου ο Τσαρλς βλέπει ένα ον να αναδύεται από τα νερά, ένα τέρας που τον τρομοκρατεί, την ύπαρξη του οποίου δεν αδυνατεί να εξηγήσει: ήταν πραγματικά στοιχειωμένη η θάλασσα από κάποιο ον (το οποίο οι μελετητές της Μέρντοχ θα συσχετίσουν με φροϋδικές ερμηνείες) ή πρόκειται για αποκύημα της ταραγμένης φαντασίας του;
Το Θάλασσα, θάλασσα θυμίζει αμέσως στον έλληνα αναγνώστη την κραυγή ανακούφισης των Μυρίων στην Κύρου Ανάβασι του Ξενοφώντα,[10] τόσο που ακόμη και ο μεταφρασμένος τίτλος του θα μπορούσε να ήταν Θάλαττα, θάλαττα, με όλες τις συνδηλώσεις που θα είχε. Δίχως αμφιβολία είναι ένα έργο που μια δεύτερη και τρίτη ανάγνωση επιτρέπουν την ανακάλυψη νοημάτων που στην πρώτη δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά. Αρκεί, ωστόσο, αυτή η πρώτη ανάγνωση για να διαπιστώσει κανείς πως έχει στα χέρια του ένα εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα, ένα σύνθετο αφήγημα μιας ιστορίας τόσο κωμικοτραγικής και σε πολλά σημεία διασκεδαστικής που ο αναγνώστης μπορεί να αφεθεί να την απολαύσει δίχως να επιδιώκει συστηματικά να εντοπίσει τα κρυφά του νοήματα. Για το μυθιστόρημα αυτό πολλά ακόμη μπορούν να ειπωθούν και να γραφούν. Εν συντομία πρόκειται για ένα βαθύ ψυχογράφημα δοσμένο με χιούμορ, μυστήριο, εξαιρετικές περιγραφές τοπίων, ενδιαφέροντες ανθρωπότυπους, ερωτικές περιπέτειες και άθλιες συνταγές μαγειρικής. Η νέα μετάφραση του έργου στα ελληνικά είναι ευτύχημα.[11]
[1] Τα άλλα μέλη αυτής της ομάδας, που ξεκινούν μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δίνουν διαφορετική πνοή στην ηθική, κυρίως, φιλοσοφία, είναι οι Φιλίπα Φουτ, Μαίρη Μίντζλεϊ και Ελίζαμπεθ Άνσκομπ. Βλ. την ενδιαφέρουσα αφήγηση των Clare Mac Cumhaill & Rachael Wiseman, Metaphysical Animals: How Four Women Brought Philosophy Back to Life, Doubleday, Νέα Υόρκη 2022. Η, αγγλόγλωσση κυρίως, βιβλιογραφία για τη Μέρντοχ είναι μεγάλη. Τα μόνα σχετικά με τη Μέρντοχ κείμενα στα ελληνικά, όσο γνωρίζω, είναι η ογκώδης «εγκεκριμένη» και εξαντλητική βιογραφία του φίλου της Peter J. Conradi, Iris Murdoch: Μια ζωή, μτφ. Λ. Σεϊζάνη, Χατζηνικολή, Αθήνα 2003, ένα κεφάλαιο στο πρόσφατο βιβλίο Rebecca Buxton & Lisa Whiting (επιμ.), Οι βασίλισσες της φιλοσοφίας. Η ζωή και το έργο των παραγνωρισμένων γυναικών φιλοσόφων, μτφ. Β. Μήσιου, Ψυχογιός, Αθήνα 2022, σελ. 113-122, και μια μελέτη του Μιχάλη Πάγκαλου, «Για την Άιρις Μέρντοχ, φιλόσοφο της ηθικής και της θρησκείας», Άνθρωπος 3 (2021) 133-158 (στο ίδιο τεύχος μεταφράζει ο ίδιος ένα μικρό κείμενο της Μέρντοχ: «Το κενό»). Η Sarah Bakewell, Στο καφέ των υπαρξιστών, μτφ. Α. Παππάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2016, τοποθετεί εύστοχα τη Μέρντοχ στο κλίμα της εποχής (ιδίως σελ. 287-288, 315-316) και ο Στέλιος Βιρβιδάκης, Η υφή της ηθικής πραγματικότητας, Leader Books, Αθήνα 2009, δείχνει τη συμβολή της στην κριτική της ηθικής φιλοσοφίας του καιρού της και στον ηθικό ρεαλισμό (ιδίως σελ. 40-41).
[2] Είχε προηγηθεί η (εξαντλημένη σήμερα) μετάφραση της Ηλιάνας Μέρμηγκα από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή, από τις οποίες έχουν κυκλοφορήσει (1989-2005) εννέα λογοτεχνικά έργα της Μέρντοχ, καθώς και μια συλλογή με βιβλία και μελέτες της για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία (βλ. σημ. 8).
[3] Ασφαλώς η Μέρντοχ εκδήλωνε ενδιαφέρον για τον βουδισμό τα χρόνια εκείνα, καθώς είχε απομακρυνθεί από τον μαρξισμό και τον υπαρξισμό, και σε συνεντεύξεις δήλωνε ότι πιστεύει σε παραφυσικά φαινόμενα, σαν κι αυτά που συμβαίνουν στο Θιβέτ αλλά και στο Θάλασσα, θάλασσα. Βλ. Valerie Purton, An Iris Murdoch Chronology, Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη 2007, σελ. 151. Από τις άλλες εισαγωγές, εκείνη της Mary Kinzie στις εκδόσεις Penguin (2001) είναι μάλλον η πιο βοηθητική για την ανάγνωση και την κατανόηση του έργου.
[4] Η Θάλασσα συνομιλεί με την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που η Μέρντοχ συγκαταλέγει στην πρώτη δωδεκάδα των έργων που την επηρέασαν.
[5] Fr. Nietzsche, Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, § 71.
[6] Βλ. V. Purton, An Iris Murdoch Chronology, σελ. 147.
[7] Σε κάποιον βαθμό πίσω από τον χαρακτήρα του Τσαρλς βρίσκεται ο Ελίας Κανέττι, με τον οποίο η Μέρντοχ διατηρούσε ολιγόχρονη σχέση.
[8] Η Μέρντοχ έχει γράψει για τη σχέση φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και για την παρουσία της φιλοσοφίας σε λογοτεχνικά έργα. Βλ. Υπαρξιστές και μυστικιστές: Κείμενα για τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, μτφ. Χ. Ξανθοπούλου, Έ. Τσούτη, Β. Γαζής, Χατζηνικολή, Αθήνα 2001.
[9] Iris Murdoch, Η φωτιά και ο ήλιος (μτφ. Β. Γαζής), στο Υπαρξιστές και μυστικιστές, σελ. 442.
[10] Την ανάμνηση από τον Ξενοφώντα επιβεβαιώνει ο βιογράφος της Μέρντοχ Peter J. Conradi, Iris Murdoch: A Life, W.W. Norton & Company, Λονδίνο 2001, σελ. 74.
[11] Η ελληνική έκδοση είναι φροντισμένη όπως όλα τα βιβλία της σειράς Aldina. Να σημειωθεί μόνο ότι ανεξήγητα απουσιάζει η αφιέρωση του βιβλίου στη Rosemary Cramp, την αρχαιολόγο φίλη και συνάδελφο της Μέρντοχ.