Αναμφίβολα, ο θεσμός των εδρών νεοελληνικών σπουδών και νεοελληνικών προγραμμάτων στο εξωτερικό επιτελεί σημαντικό έργο. Οι προσπάθειες όλων των ανθρώπων στις χώρες του εξωτερικού για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και της νεοελληνικής κουλτούρας είναι αξιέπαινες, μάλιστα σε μια εποχή που οι ανθρωπιστικές επιστήμες συρρικνώνονται και τα περισσότερα πανεπιστήμια στον κόσμο έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην πληροφορική, την τεχνολογία και την οικονομία.
Ο διακεκριμένος νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας[1], με ευδόκιμη ακαδημαϊκή καριέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμά ότι η συρρίκνωση αυτή στη Γηραιά Αλβιώνα προέρχεται από τους οικονομικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς που υιοθέτησαν διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις σε συνδυασμό με ευρύτερες αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όσον αφορά τις νεοελληνικές σπουδές, μπορεί επίσης να οφείλεται στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες είναι πλέον μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή στα ασιατικά έθνη, ιδίως στην Κίνα, όπου το οικονομικό κίνητρο για επικοινωνία είναι ισχυρό. Ο καθηγητής Τζιόβας επισημαίνει ότι ένα βασικό μειονέκτημα στα ελληνικά προγράμματα είναι η έλλειψη των εκπαιδευτικών πόρων. Αναφέρει επίσης την έλλειψη τόσο εγχειριδίων για τη διδασκαλία νεοελληνικών όσο και αγγλικών βιβλίων για τη διδασκαλία της πολιτιστικής ιστορίας της Ελλάδας (τέχνη, μέσα ενημέρωσης, μουσική, κινηματογράφος).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Έδρα Κοραή στο King’s College, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και η Έδρα Bywater και Sotheby στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είναι άμεσα συνδεδεμένες με αυτές τις σπουδές και η δημιουργία τους είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών που κατέβαλαν ορισμένοι παράγοντες στη Βρετανία φιλικά διακείμενοι προς την Ελλάδα κατά τα έτη 1908-1920. Παρά τις αλλαγές και τις κρίσεις των τελευταίων ετών, ο τομέας επέδειξε ανθεκτικότητα και επινοητικότητα. Ενώ τα παραδοσιακά τμήματα και προγράμματα σπουδών αποδείχτηκαν μη βιώσιμα, άλλες ομάδες γνώσεις και μελέτης αναδείχτηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Εδώ, να αναφέρουμε το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ (Centre for Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies), το οποίο εν μέρει διατηρεί την ταυτότητά τους ως κέντρο έρευνας και προσφοράς. Μια ανάλογη πρωτοβουλία στο Royal Holloway College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το Ελληνικό Ινστιτούτο (The Hellenic Institute), συγκέντρωσε με επιτυχία εξωτερική χρηματοδότηση για την υποστήριξη της μοναδικής τρέχουσας θέσης διδασκαλίας της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τέλος στο London School of Economics, το Ελληνικό Παρατηρητήριο (The Hellenic Observatory) συντηρεί μια αξιοζήλευτη ερευνητική κουλτούρα γύρω από την Έδρα Βενιζέλου Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών, ενώ στην Οξφόρδη, στο St Antony’s College, στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης (South East European Studies), συμπεριλαμβάνεται και η μελέτη της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.
To King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου έχει μακρά ιστορία όσον αφορά τη σπουδή της βυζαντινής και νεοελληνικής ιστορίας, καθώς και της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Η αρχή έγινε το 1918 με τα εγκαίνια της Έδρας Κοραή, πρώτος κάτοχος της οποίας ήταν ο ιστορικός Arnold J. Toynbee. Στην εναρκτήρια διάλεξη του Toynbee, στο ακροατήριο βρισκόταν ο Βενιζέλος. Ο Toynbee όμως είχε την ατυχία η θητεία του στην έδρα να συμπέσει με την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία και τον πόλεμο με την Τουρκία. Αυτό τον πόλεμο αποφάσισε να τον καλύψει ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Manchester Guardian και, στις ανταποκρίσεις του, δεν παρέλειψε να αναδείξει και να επικρίνει τις βιαιότητες του ελληνικού στρατού έναντι των τούρκων αμάχων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την κατακραυγή των ελλήνων χορηγών και τη δυσφορία συναδέλφων του ακαδημαϊκών που φοβήθηκαν για το ενδεχόμενο να απωλέσουν τη χρηματοδότηση της αρτισύστατης Σχολής Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών (SSEES) λόγω του θορύβου που είχε προκληθεί, με αποτέλεσμα ο Toynbee να υποχρεωθεί να υποβάλει την παραίτησή του από την Έδρα Κοραή έπειτα από πενταετή θητεία, το 1924. Ο Arnold Toynbee, όταν πλέον ήταν σε μεγάλη ηλικία, εθεωρείτο ένας από τους πιο επιφανείς ιστορικούς στον κόσμο.
Μετά την παραίτηση Toynbee ακολούθησαν διακεκριμένοι βυζαντινολόγοι, συμπεριλαμβανομένων των Frederick Marshall, Romilly Jenkins, Cyril Mango και Donald Nicol. Όσον αφορά τη μελέτη νέου ελληνισμού –ιστορία–, ανεκτίμητη είναι η συμβολή των Richard Clogg και Philip Sherrard, ενώ στη γλώσσα και τη λογοτεχνία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Peter Mackridge, David Ricks και Roderick Beaton. Το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών δεν υφίσταται πλέον ως ανεξάρτητη οντότητα άλλα είναι ενταγμένο στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών (Centre for Hellenic Studies). Η σημερινή κάτοχος της Έδρας Κοραή Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας Γλώσσας και Φιλολογίας είναι η Βελγίδα Gonda Van Steen που, πριν αναλάβει τη σκυτάλη από τον καθηγητή Beaton το 2018, δίδασκε στις ΗΠΑ.
Τρεις καθηγητές
Οι ανθρωπιστικές σπουδές αφορούν ένα ευρύ φάσμα από επιστήμες και κλάδους, συμπεριλαμβανομένων της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της γλωσσολογίας, των κοινωνικών επιστημών και άλλων παρόμοιων γνωστικών πεδίων. Παρά τη σημασία και την αξία τους, υπάρχουν ανησυχίες για το μέλλον τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ανησυχίες αυτές περιλαμβάνουν τη μείωση της χρηματοδότησης από τον δημόσιο τομέα, την αύξηση του κόστους των σπουδών, την ανταγωνιστικότητα των αποφοίτων σε έναν συνεχώς εξελισσόμενο κόσμο εργασίας και τη μείωση της ζήτησης σε σχέση με άλλες σπουδές, όπως είναι οι θετικές επιστήμες, η τεχνολογία και η οικονομία.
Είναι λοιπόν δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον των Νεοελληνικών Σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προσπαθήσαμε να έχουμε μια αντικειμενική εικόνα της τρέχουσας κατάστασης από τρεις ειδικούς, που έχουν άμεση γνώση του αντικειμένου και είναι ιδιαίτερα γνωστοί στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη κοινότητα των νεοελληνιστών ανά τον κόσμο.
Η Gonda Van Steen σπούδασε κλασική φιλολογία στο Βέλγιο και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή σε κλασικές και ελληνικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Σήμερα είναι καθηγήτρια και κάτοχος της Έδρας Κοραή στη νεοελληνική και βυζαντινή ιστορία, γλώσσα και λογοτεχνία και διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου. Τα ερευνητικά και διδακτικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας κατά τη βυζαντινή περίοδο, τους ταξιδιώτες από τη Δύση οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, την πρόσληψη των κλασικών και ιδιαίτερα του αρχαίου θεάτρου κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, καθώς και τη σύγχρονη ελληνική πνευματική και κοινωνική ιστορία.
Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων: Venom in Verse: Aristophanes in Modern Greece (2000), Liberating Hellenism from the Ottoman Empire (2010), Theatre of the Condemned: Classical Tragedy on Greek Prison Islands (2011), Stage of Emergency: Theater and Public Performance under the Greek Military Dictatorship of 1967-1974 (2015). Το τελευταίο της βιβλίο, με τίτλο Adoption, Memory, and Cold War Greece: Kid pro quo? (2019), την έχει οδηγήσει στο νέο, αχαρτογράφητο πεδίο των ελληνικών ιστοριών υιοθεσίας την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια των ετών 2012-2014, η Gonda Van Steen διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Νεοελληνικών Σπουδών της Βόρειας Αμερικής (Modern Greek Studies Association). Συνεχίζει να αποτελεί ενεργό μέλος του MGSA και της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών του Ηνωμένου Βασιλείου, δουλεύοντας απρόσκοπτα για την προώθηση και διάδοση των ελληνικών σπουδών στον κόσμο. Πρόσφατα, στην καθηγήτρια Van Steen απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για τη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων στο εξωτερικό.
Ο Roderick Beaton μεγάλωσε στο Εδιμβούργο, όπου αρχικά σπούδασε λατινικά και αρχαία ελληνικά και στη συνέχεια αποφοίτησε από το κολέγιο Peterhouse του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ με πτυχίο στην αγγλική λογοτεχνία και διδακτορικό στα νέα ελληνικά. Ήρθε στο King's College το 1981, αρχικά ως λέκτορας Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, και στη συνέχεια από το 1988 έως τη συνταξιοδότησή του το 2018 ως καθηγητής στην Έδρα Κοραή. Επί δέκα χρόνια ήταν επικεφαλής του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών ενώ από το 2012 έως το 2018 ήταν διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών.
Συνέγραψε πέντε βασικά βιβλία: An Introduction to Modern Greek Literature (1994 δεύτερη έκδοση 1999), George Seferis: Waiting for the Angel. A Biography (2003), Byron’s War: Romantic Rebellion, Greek Revolution (2013), Greece: Biography of a Modern Nation (2019), The Greeks: A Global History (2021).
Πέρυσι, στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Amazon, στην κατηγορία των μελετών γύρω από την Ευρώπη και την καταγωγή των Ευρωπαίων, το Νο 1 βιβλίο σε πωλήσεις για πάνω από ένα μήνα ήταν The Greeks: A Global History. Ο τέως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, έχει βραβεύσει τον καθηγητή Beaton για την αφοσίωσή του στη χώρα μας, στην έρευνα της Ιστορίας και την έμμεση προβολή της Ελλάδας διεθνώς
Ο Richard Clogg σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1963. Από το 1969 και εφεξής δίδαξε νεοελληνική ιστορία στο King's College του Λονδίνου, αρχικά ως λέκτορας, στη συνέχεια ως υφηγητής και τέλος, από το 1988 έως το 1995, ως καθηγητής της βαλκανικής ιστορίας. Από το 1995 διετέλεσε Governing Body Fellow του St Antony's College στην Οξφόρδη.
Ο καθηγητής Clogg απολαμβάνει τη φήμη ενός από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους ειδικούς στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το γνωστότερο έργο του, A Concise History of Greece (1992) –τώρα στην τέταρτη έκδοση–, έθεσε νέα πρότυπα στον τομέα, μεταφράστηκε σε 14 γλώσσες –συμπεριλαμβανομένων όλων των βαλκανικών γλωσσών– και τιμήθηκε με το βραβείο Runciman το 1993. Ο ίδιος ο Clogg παρασημοφορήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής το 2002. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2022, του απονεμήθηκε και το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.
Βιβλία του που τον έκαναν παγκοσμίως γνωστό ως συγγραφέα και επιμελητή εκδόσεων για θέματα που έχουν σχέση με το νεότερο ελληνισμό: The struggle for Greek independence (1973), British policy towards wartime resistance in Yugoslavia and Greece (μαζί με την Phyllis Auty, 1975), The movement for Greek independence, 1770-1821. A collection of documents (1976), Parties and elections in Greece. The search for legitimacy (1987), Greece 1940-1949. Occupation, resistance, civil war. A documentary history (2002), Anatolica. Studies in the history of the Greek East in the eighteenth and nineteenth centuries (1996), I kath'imas Anatoli. Studies in Ottoman Greek history (2004).
Ronald Burrows: Ένας βενιζελικός κλασικιστής στο King’s College
Σύμφωνα με τον καθηγητή Clogg – Politics and the Academy: Arnold Toynbee and the Koraes Chair (1986)– η Έδρα Κοραή είναι «η μητέρα και ο πατέρας» του σημερινού, όχι σπάνιου, φαινομένου στον αγγλόφωνο κόσμο της «εθνικής» έδρας, δηλαδή μιας έδρας που έχει στόχο, φανερά ή κρυφά, να νομιμοποιήσει και να προωθήσει τις εθνικές επιδιώξεις των δωρητών, είτε κυβερνήσεων είτε μεμονωμένων ιδιωτών, οι οποίοι έχουν διαθέσει τα χρήματα για τη σύσταση αυτών των εδρών. Όχι άδικα, η ιστορία της Έδρας Κοραή έχει χαρακτηριστεί «αιματοβαμμένη», σημειώνει ο Clogg.
Κινητήρια δύναμη πίσω από την ίδρυση της Έδρας Κοραή ήταν ο Ronald Burrows, πρύτανης του κολεγίου από το 1913 έως τον πρόωρο θάνατό του το 1920. Κλασικιστής στην εκπαίδευση, η πρώτη του ακαδημαϊκή θέση ήταν βοηθός του Gilbert Murray. Ο τελευταίος είχε διοριστεί σε ηλικία 23 ετών στην έδρα της ελληνικής γλώσσας και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Ο Burrows, πράγμα ασυνήθιστο εκείνη την εποχή για έναν μελετητή των κλασικών χρόνων, γοητεύτηκε από τη σύγχρονη Ελλάδα και εντυπωσιάστηκε από το σθένος της πολιτικής ζωής της χώρας. Μετά τη θητεία του στη Γλασκώβη, συνέχισε ως κλασικιστής με εξαιρετική επίδοση στο Κάρντιφ και στο Μάντσεστερ πριν έρθει στο King's College στο Λονδίνο το 1913.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μάντσεστερ, ο Burrows ανέπτυξε καλές σχέσεις με την ελληνική κοινότητα και ήλπιζε, μάταια όπως αποδείχθηκε, να πείσει τους Έλληνες του Μάντσεστερ να χρηματοδοτήσουν μια θέση διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η ελληνική κοινότητα του Μάντσεστερ σε συντριπτικό βαθμό υποστήριζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον έλληνα πολιτικό από τη χαρισματική προσωπικότητα του οποίου ο Burrows, όπως και τόσοι άλλοι βρετανοί σύγχρονοί του, είχε γοητευτεί.
Μόλις ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Burrows ανταποκρίθηκε με προθυμία στην πρόταση του Seton-Watson για την ίδρυση της Σχολής Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών (εφεξής SSEES). Ο Robert William Seton-Watson (1879-1951), κοινώς γνωστός ως R. W. Seton-Watson και επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Scotus Viator, ήταν βρετανός πολιτικός ακτιβιστής και ιστορικός ο οποίος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της διάλυσης της Αυστροουγγαρίας και της ανάδυσης της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας και της πρώην Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά.
Η SSEES έγινε η ατμομηχανή της προπαγάνδας υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών της Ανατολικής Ευρώπης, οι περισσότεροι από τους οποίους, όπως ήταν φυσικό, βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των εχθρών της Βρετανίας, των Κεντρικών Δυνάμεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας και πολιτικού ακτιβισμού, ο Burrows ανέπτυξε το σχέδιό του για την ίδρυση μιας πανεπιστημιακής θέσης στις σύγχρονες ελληνικές σπουδές. Το 1915 έμαθε ότι ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να προσφέρει 300 λίρες ετησίως από κυβερνητικά κονδύλια για μια τέτοια θέση. Ήταν τότε που ο Burrows είχε ζητήσει από έναν μεσάζοντα να ρωτήσει τον William Miller (1864-1945), έναν ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα και οξυδερκή παρατηρητή των ελληνικών πραγμάτων τόσο ως δημοσιογράφος όσο και ως ιστορικός του Μεσαίωνα, αν θα ενδιαφερόταν για τη θέση αυτή. Αλλά η σύγκρουση μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου και η παραίτηση του τελευταίου στις αρχές Οκτωβρίου 1915 διέκοψαν μια διαδικασία που φαινόταν να φτάνει στο στάδιο της ολοκλήρωσης.
Μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία, το 1917, ο Burrows συνέχισε τις προσπάθειες που στόχο είχαν τη χρηματοδότηση μιας έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο πρύτανης του King’s College ήλπιζε να εξασφαλίσει την προικοδότηση της έδρας από την πάμπλουτη Έλενα Σκυλίτση, που σύντομα θα γινόταν η δεύτερη σύζυγος του Βενιζέλου. Παράλληλα, ο Βurrows είχε βάλει στο στόχαστρό του τον επίσης πάμπλουτο σερ Μπάζιλ Ζαχάροφ, έναν Κωνσταντινουπολίτη Έλληνα και αινιγματικό έμπορο όπλων, που ήταν γνωστός στον λαϊκό Τύπο ως «ο γυρολόγος του θανάτου». Αλλά ο Ζαχάροφ αρνήθηκε, καθώς είχε ήδη δώσει 25.000 λίρες για να προικίσει μια έδρα αεροδιαστημικής στο Imperial College του Λονδίνου.
Η Έλενα Σκυλίτση δεν κατάφερε, όπως ήλπιζε ο Burrows, να συγκεντρώσει ολόκληρο το απαιτούμενο ποσό, αν και έκανε μια από τις μεγαλύτερες ατομικές συνεισφορές. Ο Burrows έπρεπε τώρα να απευθυνθεί στην ευρύτερη ελληνική κοινότητα για να συγκεντρώσει το υπόλοιπο ποσό της δωρεάς. Στην προσπάθειά του αυτή τον βοήθησε σημαντικά ο Νικόλαος Ευμορφόπουλος, εταίρος του University College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου ήταν γνωστός με το παρατσούκλι "Eumo". O Ευμορφόπουλος δίδασκε φυσική και ήταν ενεργός στις υποθέσεις του κολεγίου για πάνω από 50 χρόνια.
Σε επιστολή που είχε κυκλοφορήσει σε πιθανούς συνδρομητές, ο Burrows τόνιζε τη σημασία που είχε για την Ελλάδα η ίδρυση μιας τέτοιας έδρας στην καρδιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν καθηγητές αρχαίων ελληνικών κατά κόρον, ενώ οι καθηγητές της σύγχρονης γλώσσας, όπου υπήρχαν, ήταν «ανεκπαίδευτοι δημοσιογράφοι ή δάσκαλοι της γλώσσας χωρίς μισθό, κύρος ή αξιοπρέπεια». O Burrows εκτιμούσε ότι η εκπαίδευση στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ήταν «βαθύτερη και ευρύτερα διαδεδομένη» στην Αγγλία από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Κατά τη γνώμη του, το σχέδιο της ίδρυσης μιας έδρας νεοελληνικών σπουδών στο King’s College ήταν «ένα ζωτικό, πρακτικό ζήτημα που επηρέαζε τα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα» του ελληνικού βασιλείου.
Τελικά, οι επίπονες προσπάθειες του Burrows δεν απέβησαν μάταιες. Συγκεντρώθηκαν περίπου 12.200 λίρες και συμφωνήθηκε ότι ο μισθός του καθηγητή της νέας έδρας θα ήταν 600 λίρες ετησίως, ο ελάχιστος μισθός καθηγητή που είχε θεσπιστεί από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ήδη από το 1900 και ήταν σημαντικά χαμηλότερος από τον κανονικό ελάχιστο μισθό των 800 λιρών εκείνη την εποχή στο King’s College. Αξίζει να σημειωθεί ότι, έως τη δεκαετία του 1960, ο μισθός του κατόχου της Έδρας Κοραή φαίνεται ότι ήταν χαμηλότερος από αυτόν άλλων καθηγητών του κολεγίου.
Καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του στο King's, ο Burrows αποδείχθηκε ακούραστος εκφραστής της βενιζελικής Ελλάδας. Από την πένα του ξεχύθηκαν άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά που υποστήριζαν τις εδαφικές διεκδικήσεις της χώρας γενικά και τις πολιτικές του Βενιζέλου ειδικότερα. Σε ομιλία του στην Ιστορική Εταιρεία το 1919, ο Burrows ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν περισσότερα κοινά μεταξύ της Γηραιάς Αλβιώνος και της Ελλάδας απ' ό,τι με τους περισσότερους συμμάχους της Βρετανίας. «Είμαστε και οι δύο», έγραψε, «ένα έθνος από μαγαζάτορες, και δεν βρεθήκαμε ανεπαρκείς την ημέρα της μάχης. Είμαστε και οι δύο [...] ένα έθνος ναυτικών. Στα καλύτερά μας αναδεικνύουμε κάτι από τον ίδιο τύπο ανθρώπου». Σε μια άκρως συγκινητική αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τον Βενιζέλο, γραμμένη στην κυριολεξία στο κρεβάτι όπου άφησε την τελευταία του πνοή, τον Μάιο του 1920, ο Burrows χαιρετίζει τον Βενιζέλο ως «Περικλή μου» (“my Pericles”) και καταλήγει: «Αντίο, Φίλε μου, και είθε εσύ και η Ελλάς, να με σκέφτεστε μερικές φορές» (“Goodbye, Φίλε μου, and may you and Ελλάς, sometimes think of me”).
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Το τηλεγράφημα με το οποίο ο Βενιζέλος ενημερώνει τον Νικόλαο Ευμορφόπουλο ότι διαθέτει 2.000 λίρες για την ίδρυση της Έδρας Κοραή.
Νεοελληνικές, Βυζαντινές και Κλασικές Σπουδές
Ένας ανώνυμος σχολιαστής στους Financial Times (5 Δεκεμβρίου 1987) σημείωνε ότι το γνωστικό αντικείμενο της Έδρας Κοραή στο King’s College στο Λονδίνο και της Έδρας Bywater και Sotheby στην Οξφόρδη εμφάνιζε κάποιο πρόβλημα. Αμφότερες οι έδρες, θεωρούσε ο αναγνώστης της εφημερίδας, ήταν στη δύσκολη θέση να πρέπει να καλύψουν δύο διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους – απ’ τη μια το Βυζάντιο και τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό, απ’ την άλλη τον Νεότερο Ελληνισμό και τη Νέα Ελλάδα. Είναι σαφές ότι η φαινομενική δυαδικότητα του γνωστικού αντικειμένου δεν ήταν κάτι που είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τους ιδρυτές των εδρών. Εν ολίγοις, οι περισσότεροι φάνηκε να είχαν συλλάβει το θέμα ως εγχείρημα που θα συνέδεε τις Νεοελληνικές και τις Κλασικές Ελληνικές Σπουδές. «Το Βυζάντιο βρισκόταν αναπόφευκτα στο ενδιάμεσο, είτε το ήθελε κανείς είτε όχι, αλλά περισσότερο ως μια δυσάρεστη πραγματικότητα παρά ως κάποιου είδους σύνδεσμος», σημείωνε ο αείμνηστος βυζαντινολόγος και ειδικός στην ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και του Ποντιακού Ελληνισμού, καθηγητής Anthony Bryer. O Bryer, στο σημείο αυτό να επισημάνουμε, ίδρυσε το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ το 1976.
Το Tμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών δεν υφίσταται πλέον στο King’s College αλλά πολλές από τις δραστηριότητές του συνεχίζονται στο πλαίσιο του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών, σε μια «παραγωγική σχέση» με το Τμήμα Κλασικών Σπουδών. Η δημιουργία του Centre for Hellenic Studies το 1989 προσέδωσε έμφαση και όξυνε τις ερευνητικές ειδικότητες, σύμφωνα με την επικεφαλής του κέντρου, την καθηγήτρια Gonda Van Steen. Είναι σημαντικό ότι για πολλά χρόνια διοικούνταν από γυναίκες καθηγήτριες. H γνωστή βυζαντινολόγος Judith Herrin ήταν μια απ’ αυτές. Κάθε χρόνο, το Centre for Hellenic Studies οργανώνει διαλέξεις, σεμινάρια, εργαστήρια και συνέδρια. Η σειρά διαλέξεων προς τιμήν του επιφανούς βυζαντινολόγου και ιστορικού των Σταυροφοριών, σερ Steven Runciman, ξεκίνησε αμέσως μετά την ίδρυσή του και συνεχίζεται δυναμικά, χάρη στην υποστήριξη της οικογένειας Egon.
To Κέντρο Ελληνικών Σπουδών εξακολουθεί να προσελκύει μεγάλο αριθμό φοιτητών από το Τμήμα Κλασικών Σπουδών, φέτος μάλιστα προσφέρει ένα πενθήμερο ταξίδι στην Αθήνα, το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα μετά την πανδημία, όπως μας είπε η καθηγήτρια Gonda Van Steen. Εξάλλου, κατά τον καθηγητή Roderick Beaton, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών έχει μια επιτυχημένη πορεία όσον αφορά τη συμμετοχή του στο ευρύτερο επιστημονικό πεδίο, σε ακαδημαϊκά συνέδρια υψηλού κύρους και σε ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερους από 20 τόμους στη σειρά Routledge. Παράλληλα, έχει φέρει στη Βρετανία και συνεχίζει να προσκαλεί διακεκριμένους επισκέπτες καθηγητές, ιδίως από την Ελλάδα, την Κύπρο και τις ΗΠΑ, ενώ συνέβαλε στην προσέλκυση μεταπτυχιακών φοιτητών αναδεικνύοντας μια συνολική αντίληψη του ελληνικού πολιτισμού.
Ο καθηγητής Τζιόβας, πάντως, έχει σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά την ενσωμάτωση των νεοελληνικών σπουδών στις κλασικές ή στις βυζαντινές σπουδές. Θεωρεί ότι αυτή η ανασύνταξη μπορεί να ήταν επωφελής στο παρελθόν, όταν οι ακαδημαϊκοί είχαν κάποια γνώση της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της νέας ελληνικής γλώσσας. Δυστυχώς όμως, κατά τον Τζιόβα, αυτό δεν ισχύει πλέον. Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο εμφανές επειδή οι κλασικές και οι βυζαντινές σπουδές δεν συνδέονται μόνο με την Ελλάδα, όπως στο παρελθόν. Στις κλασικές σπουδές υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα λατινικά και τη Ρώμη, ενώ στις βυζαντινές σπουδές το ενδιαφέρον έχει μετατοπιστεί προς τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Είναι οι Νεοελληνικές Σπουδές το φτωχό υποκατάστατο της ευρύτερης εικόνας των Ελληνικών Σπουδών, οι οποίες ορισμένοι θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι εξελίχθηκαν για να ενοποιήσουν το μακρινό παρελθόν του ελληνικού κόσμου με το παρόν της Ελλάδας του 21ου αιώνα;
H καθηγήτρια Van Steen δεν θεωρεί καθόλου ότι οι Νεοελληνικές Σπουδές είναι «φτωχό υποκατάστατο» των Ελληνικών Σπουδών. Πολλές καινοτομίες έχουν προέλθει από αυτόν το χώρο, συμπεριλαμβανομένης μιας πραγματικής αίσθησης της διεπιστημονικότητας. Ως παράδειγμα μας ανέφερε τα δύο κορυφαία περιοδικά: Byzantine and Modern Greek Studies και το Journal of Modern Greek Studies – και τα δύο πρότυπα διεπιστημονικής συνεργασίας. Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί και ο καθηγητής Beaton, o οποίος παρατήρησε ότι θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε το ερώτημα: «οι κλασικές σπουδές είναι υποκατάστατο των νεοελληνικών». «Αυτές οι σπουδές θεωρώ ότι είναι συμπληρωματικές», υπογράμμισε ο Beaton.
Και ο καθηγητής Clogg εκτιμά ότι οι Νεοελληνικές Σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν «χάνονται» στην ευρύτερη εικόνα των ελληνικών σπουδών –Βυζάντιο, Κλασική Ελλάδα–, αν και βέβαια στον τομέα της αρχαιότητας δημοσιεύονται πολύ περισσότερα βιβλία και άρθρα από ό,τι για την ιστορία, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της νεότερης Ελλάδας. Μια γρήγορη ματιά στις εκδόσεις για την ελληνική αρχαιότητα των οίκων Blackwells ή Waterstones το αποδεικνύει αυτό ξεκάθαρα. O Clogg είναι της γνώμης ότι όσοι ασχολούνται με τη σύγχρονη περίοδο πρέπει να προσπαθήσουν να αναπτύξουν μια κατανόηση της γοητείας του νεοελληνικού κόσμου και της ανάδυσης του νεοελληνικού κράτους, «της καθ’ ημάς Ανατολής» ή της Ελληνικής Ανατολής, δηλαδή της τεράστιας περιοχής στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή με τους σημαντικούς ελληνικούς πληθυσμούς έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (Αιγυπτιώτης Ελληνισμός) και της παγκόσμιας ελληνικής διασποράς. Οι Έλληνες, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη νεότερη εποχή, υπήρξαν ένας λαός της διασποράς. Η εστίαση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής διασποράς στο Royal Holloway College είναι μια ενθαρρυντική εξέλιξη, μας επισήμανε ο Clogg.
Τα επόμενα χρόνια, τα πανεπιστήμια θα αντιμετωπίζουν περικοπές στη χρηματοδότηση και θα είναι εκτεθειμένα σε μια νέα αγορά στη ζήτηση των φοιτητών. Με αυτές τις προϋποθέσεις, υπάρχει μέλλον για τα νεοελληνικά προγράμματα στη Βρετανία;
Σίγουρα υπάρχει μέλλον, γιατί οι Νεοελληνικές Σπουδές και οι Ελληνικές Σπουδές συνδέονται με τόσα πολλά θέματα της επικαιρότητας: την οικονομική και τη μεταναστευτική κρίση, την άνοδο των αυταρχικών καθεστώτων, την ανάγκη για άλλες γλώσσες στην επαφή με την παγκόσμια κοινότητα, μας ανέφερε η καθηγήτρια Van Steen. Ωστόσο, με τη Βρετανία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σίγουρα ένα μέλλον με πολλές προκλήσεις, δεδομένου ότι ο αριθμός των φοιτητών που προέρχονται από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ευρώπη γενικότερα έχει μειωθεί. Τα δίδακτρα, να επισημάνουμε, μετά το Brexit είναι συχνά απαγορευτικά, όπως και το κόστος ζωής στο Λονδίνο. Οι φοιτητές που δεν είναι Βρετανοί και επιθυμούν να φοιτήσουν στο King's College πρέπει να υπολογίζουν 23.000 έως 31.000 λίρες (26.000 έως 35.000 ευρώ) κάθε χρόνο για τα δίδακτρα, τα έξοδα διαβίωσης και άλλα προσωπικά έξοδα.
Είναι γεγονός ότι όσο τα βρετανικά πανεπιστήμια είναι υποχρεωμένα να χρεώνουν στους βρετανούς φοιτητές υπερβολικά υψηλά δίδακτρα, με ακόμη υψηλότερα δίδακτρα για τους Έλληνες και άλλους φοιτητές του εξωτερικού θα είναι δύσκολο για οικονομικούς λόγους να προσελκύσουν φοιτητές από την Ελλάδα και την Κύπρο προκειμένου να έρθουν να σπουδάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο (Clogg).
Ο καθηγητής Βeaton είναι της γνώμης ότι οι Νεοελληνικές Σπουδές θα συνεχίσουν να υφίστανται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όχι όμως με τον τρόπο που καθιερώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 και γνώρισαν σημαντική επιτυχία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τότε, τα προγράμματα διδασκαλίας ακολούθησαν ένα πρότυπο που είχε ήδη καθιερωθεί στα παλαιότερα πανεπιστήμια τις χώρας για τις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες και λογοτεχνίες, τα οποία με τη σειρά τους είχαν βασιστεί σε μοντέλα που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα για τη διδασκαλία των λατινικών και των ελληνικών των κλασικών χρόνων. Τη χρονική περίοδο 1970-2010, τα προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών συμβάδιζαν με τα αντίστοιχα προγράμματα διδασκαλίας της Νεοελληνικής Γλώσσας στα οποία είχαν συμπεριληφθεί μαθήματα ιστορίας με μεγαλύτερη έμφαση στον προφορικό λόγο. Εκείνη την περίοδο είχε αναβαθμιστεί ο ρόλος των καθηγητών η μητρική γλώσσα των οποίων ήταν τα ελληνικά, ενώ προβλεπόταν και ένα επιπλέον έτος σπουδών στην Ελλάδα.
Ο καθηγητής Beaton εκτιμά ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι πλέον βιώσιμο και διάφορα πανεπιστήμια έχουν διερευνήσει διαφορετικούς δρόμους για τη διατήρηση της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας, λογοτεχνίας και ιστορίας σε ποικίλα μεταβαλλόμενα θεσμικά πλαίσια. Στην περίπτωση του King’s College, αυτό σήμαινε την ενσωμάτωση σε ένα πολύ ευρύ πρόγραμμα Κλασικών Σπουδών, με τα μαθήματα που αφορούσαν τον Νεότερο Ελληνισμό να είναι διαθέσιμα στους φοιτητές που έχουν εγγραφεί σε διαφορετικά προγράμματα σπουδών, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η Αρχαιολογία, η Ιστορία και η Συγκριτική Λογοτεχνία. Σήμερα, η νεοελληνική γλώσσα διδάσκεται πλέον στο ειδικό Κέντρο Γλωσσών, με μαθήματα σε διάφορα επίπεδα τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν όλοι οι φοιτητές του King’s College.
Στο σημερινό κλίμα που επικρατεί στα βρετανικά πανεπιστήμια είναι δύσκολο να δούμε ένα θετικό μέλλον για τα νεοελληνικά προγράμματα, εκτιμά ο καθηγητής Clogg. Θεωρεί ότι η μεγαλύτερη ελπίδα για την επιβίωση αυτού του τομέα σπουδών βρίσκεται σε ιδρύματα όπως η Σχολή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών (SSEES), η οποία κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ύπαρξής της (1915-1932) ήταν μέρος του King’s College. Το 1932 έγινε ξεχωριστό ίδρυμα και, πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, εντάχθηκε στο University College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Η καλύτερη προοπτική για το μέλλον, πιστεύει ο καθηγητής Clogg, θα ήταν ο διορισμός ενός ιστορικού των Βαλκανίων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Υποστηρίζεται ότι τα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα Νεοελληνικής Γλώσσας στις αγγλόφωνες χώρες δεν είναι τόσο επιτυχημένα στην προσέλκυση φοιτητών όσο σε άλλα προγράμματα που αφορούν τις περιφερειακές σπουδές και τις σύγχρονες γλώσσες. Πώς συγκρίνονται οι Νεοελληνικές Σπουδές με άλλα προγράμματα περιφερειακών σπουδών, π.χ. αραβικά, κινεζικά, Ρρωσικά κ.λπ., όσον αφορά την εγγραφή φοιτητών, τα ποσοστά αποφοίτησης και την αναλογία φοιτητών/διδακτικού προσωπικού;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα περισσότερα προγράμματα γλωσσικών σπουδών έχουν υποστεί συρρίκνωση. Η οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση έχει επίσης τον αντίκτυπό της στον αριθμό των φοιτητών. Το King's College είχε παλαιότερα τμήματα για μεμονωμένες γλώσσες, αλλά τώρα διαθέτει το Τμήμα Γλωσσών, Λογοτεχνιών και Πολιτισμών, το οποίο εξακολουθεί να δίνει έμφαση στην εκμάθηση γλωσσών και προσφέρει επίσης ευέλικτες επιλογές σπουδών στο εξωτερικό, σημείωσε η καθηγήτρια Van Steen.
Μια από τις δυσκολίες έγκειται στο να αποφασιστεί πού θα τοποθετηθούν τα προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών: θα υπολογίζονται ως περιφερειακές σπουδές, ή θα εντάσσονται στις σύγχρονες γλώσσες/λογοτεχνίες, ή στις ευρωπαϊκές σπουδές; Με την ενσωμάτωση των Νεοελληνικών Σπουδών σε ένα πρόγραμμα Κλασικών Σπουδών, είναι δυνατόν να προβάλλεται η ασυνήθιστη μακροβιότητα της ελληνικής γλώσσας και να ενθαρρύνονται οι φοιτητές να επικεντρωθούν σε αυτό. Αλλά με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα να δέχονται μεγάλες οικονομικές πιέσεις, το κλίμα σε γενικές γραμμές δεν ενθαρρύνει τη σε βάθος μελέτη στον τομέα των Ανθρωπιστικών Επιστημών και δεν υπάρχει καμία προοπτική επιστροφής στο είδος των προγραμμάτων της περιόδου 1970-2000, σύμφωνα με τον καθηγητή Beaton.
Στο King’s College πόσα μέλη του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών συμμετέχουν σε προπτυχιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα νεοελληνικών σπουδών, που οδηγούν σε πτυχίο B.A. ή σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα;
Συνολικά τέσσερα άτομα καλύπτουν το φάσμα από την ύστερη αρχαιότητα/τον πρώιμο βυζαντινό κόσμο έως τον 21ο αιώνα. Η καθηγήτρια Van Steen, αυτή την περίοδο, ενδιαφέρεται έντονα για την Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου και για την κοινωνική ιστορία, έχει όμως πολύ ισχυρό υπόβαθρο στη γλώσσα και τη λογοτεχνία.
Στο παρελθόν, όλα τα μέλη του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, που συνήθως αριθμούσαν μεταξύ τριών και έξι κάθε φορά, αυτομάτως ήταν μέλη και του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών. Το ίδιο ίσχυε και για τα περισσότερα μέλη του Τμήματος Κλασικών Σπουδών, εκτός από εκείνα η κύρια αρμοδιότητα/τομέας ενδιαφέροντος των οποίων ήταν τα Λατινικά. Κατά καιρούς υπήρχαν μέλη του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών από τα Τμήματα Γεωγραφίας, Θεολογίας, Ιστορίας, Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Πολιτικής. Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί ως φόρουμ που φέρνει σε επαφή καθηγητές πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές των τμημάτων (Beaton).
Σε προπτυχιακό επίπεδο, πόσοι φοιτητές στο King's College σπουδάζουν νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία σε συνδυασμό με νεοελληνική ιστορία;
Ο αριθμός των φοιτητών που έχουν τα προσόντα να μελετήσουν νεοελληνική λογοτεχνία στο πρωτότυπο δεν είναι πολύ μεγάλος. Οι αριθμοί των φοιτητών που μπορούν να έχουν πρόσβαση στη νεοελληνική λογοτεχνία μέσω μεταφράσεων και να συνδυάσουν τα ενδιαφέροντά τους με τη βυζαντινή ή τη νεοελληνική ιστορία κυμαίνονται μεταξύ 70-100. Κατευθύνονται επίσης οι ενδιαφερόμενοι φοιτητές στις επιλογές σπουδών στο εξωτερικό, στις καλοκαιρινές ανασκαφές που αναζητούν εθελοντές, στα προγράμματα της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και σε άλλες διόδους, με την ελπίδα να διευρύνουν τους ορίζοντές τους ερχόμενοι σε επαφή με την πραγματική ζωή στην Ελλάδα (Van Steen).
Το πρόγραμμα B.A. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία (1974-1989) περιελάμβανε πάντα ένα μάθημα ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας, το οποίο εκείνη την εποχή δίδασκε ο Richard Clogg. Μετά το 1989 αντικαταστάθηκε με το B.A. Modern Greek Studies, το οποίο πρόγραμμα σπουδών διευρύνθηκε για να περιλαμβάνει περισσότερα μαθήματα Νεοελληνικής Ιστορίας (καθηγητής Philip Carabott), γλωσσολογίας (καθηγήτρια Αλεξάνδρα Γεωργακοπούλου), καθώς και βυζαντινής ιστορίας και λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα, άνοιξε το φάσμα των «συνδυασμένων» πτυχίων, ώστε οι φοιτητές να μπορούν να επιλέγουν τα μισά μαθήματα από το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών και τα άλλα μισά από ένα άλλο τμήμα/πρόγραμμα Ανθρωπιστικών Σπουδών. Το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, στο μέγιστο ποσοστό του, είχε μέχρι 40 εγγεγραμμένους φοιτητές, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιπέδων, από προπτυχιακό έως διδακτορικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι για περίπου 20 χρόνια, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, καθηγητές από τα Πανεπιστήμια του Μπέρμιγχαμ, του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, σε συνεργασία με το King’s College, διοργάνωναν ένα ετήσιο Ελληνικό Σαββατοκύριακο, ένα εργαστήριο διδασκαλίας για προπτυχιακούς φοιτητές στις Νεοελληνικές Σπουδές. Στο αποκορύφωμά της, η εκδήλωση αυτή προσέλκυε περίπου 100 εγγραφές από τα τέσσερα πανεπιστήμια (μερικές φορές με συμμετοχή και από άλλα πανεπιστήμια, όπου οι Νεοελληνικές Σπουδές αποτελούσαν μικρότερο μέρος του προγραμμάτων σπουδών (Beaton).
Πόσοι μεταπτυχιακοί φοιτητές κάνουν έρευνα σχετική με τη σύγχρονη Ελλάδα;
Ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών έχει μειωθεί, και πάλι ως αποτέλεσμα του Brexit και του υψηλού κόστους σπουδών και διαβίωσης. Επίσης, η ίδια η Ελλάδα και η Κύπρος προσφέρουν πλέον μεγάλη ποικιλία εξαιρετικών προγραμμάτων και ορισμένοι από τους αποφοίτους του King’s College διδάσκουν σε αυτά τα προγράμματα (Van Steen).
Όμως, έχει σημειωθεί και μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη: μεταπτυχιακοί φοιτητές συμμετέχουν ενεργά σε ένα νέο πρόγραμμα που ξεκίνησε από το Βρετανικό Συμβούλιο και τη βρετανική πρεσβεία στην Ελλάδα. Χορηγούνται υποτροφίες διάρκειας ενός μήνα σε φοιτητές που επιλέγουν έναν καθηγητή σε κάποιο βρετανικό πανεπιστήμιο και κανονίζουν μόνοι τους να έρθουν και να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Βρετανία για ορισμένες εβδομάδες. Πέρυσι, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών επωφελήθηκε από την παρουσία δύο τέτοιων ελλήνων φοιτητών με υψηλά κίνητρα, οι οποίοι αξιοποίησαν στο έπακρο τις τέσσερις εβδομάδες τους. Πρόκειται για νέες πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στη γεφύρωση του χάσματος και αναπληρώνουν, εν μέρει, την απουσία των υποτροφιών Erasmus, τις οποίες απώλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit (Van Steen).
Περίπου 20 από τους φοιτητές του καθηγητή Beaton πρέπει να έχουν ολοκληρώσει το διδακτορικό τους στο King’s College και πολλοί απ’ αυτούς είναι τώρα σε πανεπιστημιακά τμήματα στην Ελλάδα. Πρόσφατα, περίπου δώδεκα απ’ αυτούς συμμετείχαν σε ένα συνέδριο προς τιμήν του καθηγητή Beaton, το οποίο διοργανώθηκε από το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του King's College και φιλοξενήθηκε από τη Βρετανική Σχολή στην Αθήνα.
Ποιες είναι οι προοπτικές για την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων των νεοελληνικών προγραμμάτων σπουδών;
Mεταπτυχιακοί φοιτητές από το King’s College έχουν ακολουθήσει καριέρα στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και στην ελληνική διπλωματική υπηρεσία, σε εκδοτικές επιχειρήσεις, σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε υπουργικά γραφεία, σε βιβλιοθήκες και αρχεία, στη δημοσιογραφία κ.λπ. Όταν εξετάζουμε την πορεία των αποφοίτων του King’s, γενικά τα καταφέρνουν πολύ καλά (Van Steen).
Η επί σειρά ετών ανταποκρίτρια του Guardian στην Αθήνα, Helena Smith, είναι απόφοιτος του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Ο πρώην πρέσβης στην Αθήνα, John Kittmer, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό του στις νεοελληνικές σπουδές, και πάλι στο King’s College. Η διακεκριμένη δημοσιογράφος Μαρία Μαργαρώνη έκανε το μεταπτυχιακό της στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσον αφορά τo σήμερα, μόνο η Οξφόρδη παράγει πλέον αποφοίτους Νεοελληνικών Σπουδών, σε μικρό όμως αριθμό. Όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, οι προοπτικές απασχόλησής τους είναι πιθανότατα όχι χειρότερες και όχι καλύτερες απ’ ό,τι για οποιονδήποτε απόφοιτο ενός προπτυχιακού προγράμματος υψηλής ποιότητας, βασισμένου στη μελέτη γλωσσών (Beaton).
Ένα καλό πτυχίο με άριστα σε σχεδόν οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των Νεοελληνικών Σπουδών, αποτελεί μια καλή προετοιμασία για τις περισσότερες σταδιοδρομίες. Το να πειστεί όμως η σημερινή κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για την αξία ενός πτυχίου ανθρωπιστικών σπουδών κάθε άλλο παρά εύκολο εγχείρημα είναι (Clogg).
Λονδίνο, 23/03/2023
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Οι γάμοι το 1921 του Ελευθερίου Βενιζέλου και της Έλενας Σκυλίτση στο “Witanhurst”, στο Highgate του Λονδίνου, κατοικία του Sir Arthur Crosfield και της συζύγου του, Δομίνης Ηλιάδη, κόρης Έλληνα από τη Σμύρνη που εγκαταστάθηκε στη Βρετανία. Η Λαίδη Crosfield εικονίζεται αριστερά με την κάμερα. Οι γιοι του Βενιζέλου από τον πρώτο του γάμο, Κυριάκος και Σοφοκλής, είναι στην πρώτη σειρά, αριστερά και δεξιά. Ο Ronald Burrows, πρύτανης του King’s Kollege από το 1913 έως τον πρόωρο θάνατό του, το 1920, είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει από την εύπορη Έλενα Σκυλίτση την προικοδότηση της Έδρας Κοραή. Εξασφάλισε ένα σημαντικό μέρος του απαιτούμενου ποσού και κατάφερε να το συμπληρώσει με εισφορές από άλλα μέλη της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Richard Clogg, Politics and the Academy: Arnold Toynbee and the Koraes Chair, London 1986
Anthony Bryer, “Byzantine and Modern Greek Studies: a partial view”, Byzantine and Modern Greek Studies, Volume 12, 1988, σ. 1 – 26 DOI: https://doi.org/10.1179/byz.1988.12.1.1
Dēmētrēs Tziovas, “The Future of Modern Greek Studies in Higher Education in the United Kingdom: Lost in Academia?”, Journal of Modern Greek Studies, Volume 24, Number 1, May 2006, σ. 201-208
Roderick Beaton, “Modern Greek Studies since 1975: A personal retrospect”, Byzantine and Modern Greek Studies, Volume 40, Issue 1, April 2016, σ. 126-135 DOI: https://doi.org/10.1017/byz.2015.13
Richard Clogg, Greek to Me, A Memoire of Academic Life, London 2018
Δημήτρης Τζιόβας, «Το Μέλλον των Νεοελληνικών Σπουδών», Το Βήμα, 12/08/2020
[1] Ο Δημήτρης Τζιόβας ήταν καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ πάνω από 35 χρόνια και, τo 2010, το πανεπιστήμιό του τον βράβευσε για την άριστη επίβλεψη μεταπτυχιακών φοιτητών. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και διευθύνει τη μεταφραστική σειρά νεοελληνικής λογοτεχνίας που εκδίδεται από το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. Έχει διατελέσει γραμματέας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (1995-1998) και μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Journal of Modern Greek Studies (1992-2007), Byzantine and Modern Greek Studies (1995-2009), Journal of Greek Media and Culture (από το 2014) και Gramma, που εκδίδεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (από το 2003). To 2011 του απονεμήθηκε το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο του Ο μύθος της Γενιάς του Τριάντα: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία (Πόλις 2011). Το 2021 έλαβε το Μεγάλο Βραβείο του Ελληνικού Κράτους για τη συμβολή του στην επιστήμη. Το βιβλίο του Greece from Junta to Crisis Modernization, Transition and Diversity (London 2021) κέρδισε το Βραβείο Βιβλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών.