Ένας τρόπος για να φωτιστεί η οντότητα ενός προσώπου είναι να περιηγηθεί κάποιος στα ράφια της βιβλιοθήκης του: να παρατηρήσει τους τίτλους των βιβλίων του, να βάλει σε κατηγορίες τις σφαίρες δραστηριότητας που τον απασχολούν και να εντοπίσει σε τι είδους θέματα επικεντρώνονται τα διαβάσματά του… Εάν κατόπιν αναρωτηθεί γιατί άραγε να απασχολούν το πρόσωπο αυτό τα συγκεκριμένα θέματα έναντι άλλων, θα αρχίσει, σιγά σιγά, να διεισδύει στα βασικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του, να σκιαγραφεί το χαρακτήρα του, να κατανοεί καλύτερα τα κίνητρα, τους στόχους, τις επιδιώξεις και τους σκοπούς του. Με κάπως παρόμοιο τρόπο μπορεί κάποιος να προσεγγίσει μια ιστορική περίοδο σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, σε μια ιστορική συγκυρία. Αν, δηλαδή, ένας ερευνητής αρχίσει να γίνεται παρατηρητικός, αναζητώντας με ποιο τρόπο μια συγκεκριμένη ιστορική κοινωνία αντιμετωπίζει το ιστορικό παρελθόν της, θα μπορούσε να διεισδύσει στα δομικά συστατικά της ιστορικής συγκυρίας και να σκιαγραφήσει τα κίνητρα, τους στόχους, τις επιδιώξεις και τους σκοπούς των κοινωνικών συνιστωσών της ιστορικής αυτής συγκυρίας.
Έστω τώρα ότι ο ερευνητής ονόμαζε την ιστορική συγκυρία Ελληνικό Μεσοπόλεμο, ανέλυε δηλαδή την ιστορική περίοδο από το 1919 έως το 1939 με συνταρακτικά για την ελληνική χερσόνησο γεγονότα, κι επεδίωκε να καταγράψει πώς ο ελληνικός Μεσοπόλεμος αντιμετώπιζε το ιστορικό του παρελθόν, και συγκεκριμένα την Ελληνική Επανάσταση που δημιούργησε το ελληνικό κράτος 100 χρόνια πριν· έτσι θα μπορούσε να διεισδύσει πολύ πιο βαθιά στην ψυχοσύνθεση των Ελλήνων του Μεσοπολέμου και να σκιαγραφήσει –να σμιλεύσει, καλύτερα– τα κίνητρα, τους στόχους, τις επιδιώξεις και τους σκοπούς τους.
Μέσα από τη συγκεκριμένη μελέτη, η Κατερίνα Μπρέγιαννη, διευθύντρια Ερευνών του Κέντρου Ερεύνης Νεότερης Ιστορίας της Ακαδημίας Αθηνών, δοκιμάζει και επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό να εκπληρώσει τα παραπάνω ιστοριογραφικά ζητούμενα.
Η αναπαράσταση παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν μάλιστα το χρονικό σημείο τομής είναι το 1922, όταν επρόκειτο να συμπληρωθούν εκατό χρόνια από το ξέσπασμα της Επανάστασης και η ελληνική πολιτεία επεδίωκε να γιορτάσει την επέτειο των εκατό χρόνων από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας αλλά και από την ίδρυση του έθνους-κράτους.
Πρόκειται, λοιπόν, για την παρουσίαση μιας μελέτης από την περιοχή της διανοητικής και πολιτισμικής ιστορίας, που αναζητά το πεδίο συγκρότησης της ταυτότητας, τόσο των ελίτ της ελληνικής κοινωνίας που παράγουν ιδεολογία από το 1919 έως το 1939, όσο και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού, όπου από το συλλογικό υποκείμενο προσφέρεται για τον ερευνητή υλικό (τεκμήρια) για μια αποτύπωση της συλλογικής συγκρότησης ταυτοτήτων.
Ιδεολογία και έθνος
Σ’ αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται μερικές ιστορικές παρατηρήσεις για την έννοια της ιδεολογίας και την επιρροή της τόσο στη συγκρότηση των ταυτοτήτων των ελίτ και των ευρύτερων πληθυσμών όσο και στην αλληλεπίδραση των ιδεολογικών μεταβλητών με την εκάστοτε κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.
Η ιδεολογία, ως όρος, είναι γέννημα του 19ου αιώνα και των αρχών της νεωτερικότητας. Πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο ο Αντουάν Ντεστάτ ντε Τρεσί (Antoine Destutt de Tracy) στη Γαλλία των ναπολεόντειων χρόνων, λίγο πριν από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Τι είναι, όμως, η ιδεολογία; Είναι συνυφασμένη a priori και εκ γενετής με τον άνθρωπο; Είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη συνείδηση και την ωρίμανσή της;
Όλοι όσοι, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το τέλος του 20ου αιώνα, ασχολήθηκαν με την έννοια της ιδεολογίας, από τον Χέγκελ και τον Μαρξ έως τον Χάμπερμας και τον Χιλιανό Χουάν ντε Ντιός Βιαλ Λαραΐν (Juan de Dios Vial Larrain), απαντούν αρνητικά στο συγκεκριμένο ερώτημα. Η διαλεκτική ενασχόληση με την οντολογία της, με το τι δηλαδή είναι η ιδεολογία, δείχνει να καταλήγει στο ότι η ιδεολογία είναι ένα προκατασκευασμένο, προσφερόμενο σχήμα σε ομάδες ανθρώπων, με το οποίο παρουσιάζεται, δικαιολογείται κι ενίοτε δικαιώνεται η κοινωνική πραγματικότητα ή πλευρές αυτής. Οι κύριες μορφές της ιδεολογίας κατά τον 19ο αιώνα, τότε που αποτελούσε ένα νεωτερικό σχήμα εξήγησης και ερμηνείας της ανθρώπινης γνώσης και της συνείδησης, ήταν η εθνική και η σοσιαλιστική. Γενικώς, πάντως, η ιδεολογία ταυτίστηκε με προκατασκευασμένα προσφερόμενα σχήματα.
Στον ελληνικό κόσμο του 19ου αιώνα, η ιδεολογία διοχετεύθηκε κυρίως με τη μορφή του έθνους, της εθνικής ιδεολογίας, όπως διαρθρώθηκε στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης. Το φιλελεύθερο σχήμα της τελευταίας αποτελούσε έναν νεωτερικό τρόπο πολιτικής συγκρότησης των κρατών. Η εθνική ιδεολογία από τα μέσα του 19ου αιώνα επικεντρώθηκε στην Ελλάδα σε ένα σχέδιο, μια πρακτική έκφανση, τη Μεγάλη Ιδέα. Υπήρξε όραμα για την ελληνική εθνική ιδεολογία να δομηθεί ένα έθνος-κράτος που να περιλαμβάνει αλύτρωτες εθνικές περιοχές στη Μακεδονία, στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, στη Δυτική και στην Ανατολική Θράκη αλλά και εκείθεν. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο βενιζελισμός αναδείχθηκε θεμελιώδης μοχλός του πολιτικού εξορθολογισμού της Μεγάλης Ιδέας. Στάθηκε ένα σύνολο πεποιθήσεων, που διασαφήνιζε στους Νεοέλληνες τον τρόπο επίτευξης της Μεγάλης Ιδέας, της Ιδεολογίας που εντέλει κυριάρχησε στο ελληνικό κράτος έως το 1922.
Απ’ τη Μεγάλη Ιδέα στη Δύση
Το βιβλίο Από το 1821 στο 1922. Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στο Μεσοπόλεμο, ανάμεσα στα άλλα θέματα, πραγματεύεται την τροπή και τις τάσεις της κυρίαρχης ελληνικής ιδεολογίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η συγγραφέας, στηριζόμενη σε πρωτογενές υλικό της εποχής, μελετώντας αρχεία, πρακτικά, τον ημερήσιο Τύπο, φωτογραφίες, μετάλλια, κειμήλια εποχής, οικονομικές εκθέσεις και, συγκρίνοντας τα στοιχεία των πρωτογενών και των δευτερογενών πηγών της, ερμηνεύει την πορεία της ελληνικής ιδεολογίας του Μεσοπολέμου αλλά και τους μετασχηματισμούς της κάτω από το βάρος των οικονομικών και πολιτικών γεγονότων της περιόδου. Ταυτόχρονα, η μελέτη, ακολουθώντας θεωρητικές προσεγγίσεις της ιστορικής επιστήμης και θεωρητικά μοντέλα των κοινωνικών επιστημών, όπως της δομικής ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας των Καρλ Γιουνγκ και Ζίγκμουντ Φρόυντ, καταλήγει σε σαφή ιστορικά συμπεράσματα για τα ιδεολογικά ρεύματα που διέπουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Επιπλέον, δεν παραλείπει να προσεγγίσει το τελικό ζήτημα της φιλοσοφίας της ιστορίας: τη σχέση των ιδεών με το οικονομικό, το κοινωνικό, αλλά και το πολιτικό πεδίο. Θέτει το ερώτημα κατά πόσον η ιδεολογία υπερκαθορίζει τις υλικές σχέσεις των ατόμων – ή μήπως είναι οι υλικές σχέσεις των ατόμων που υπαγορεύουν τις ιδέες τους; Επηρεάζει εντέλει περισσότερο το πολιτισμικό υπόβαθρο τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις ή το αντίθετο;
Η μείζων αυτή φιλοσοφική εμβάθυνση της ιστορικής επιστήμης εντάσσεται στο ευρύτερο φιλοσοφικό ερώτημα που ανέκυψε στη σκέψη από τον 19ο αιώνα και έπειτα, όταν – εξαπλουστεύοντας– η ανθρώπινη υπόσταση άρχισε να χωρίζει τις ενέργειές της σε σφαίρες δραστηριότητας: ποια είναι η βάση και ποιο το εποικοδόμημα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ο πολιτισμός ή οι υλικές/οικονομικές σχέσεις;
Όλα τα παραπάνω είναι θέματα εννοιολογικής επέκτασης του βιβλίου, το οποίο εμπεριστατωμένα κι αναλυτικά ερμηνεύει την ιδεολογία της ελληνικής σκέψης του Μεσοπολέμου, διακρίνοντάς τη σε τρεις βασικές μορφές: α) στη σοσιαλιστική ιδεολογία, β) στην ιδεολογία του ανατολιτισμού (την ανατολική ιδέα) και γ) την εθνική ιδεολογία (τη Μεγάλη Ιδέα). Στέκεται στις σοσιαλιστικές ιδέες, όπως αναπτύχθηκαν στην ελληνική μεσοπολεμική κοινωνία, και τις παρουσιάζει σε όλο τους το φάσμα – από τον Γιάννη Κορδάτο, τον Δημήτρη Γληνό, τον Γιάννη Ζεύγο, τον Σεραφείμ Μάξιμο έως τον Νίκο Ζαχαριάδη. Σφυγμομετρά επακριβώς το εύρος και το βάρος τους κι αναδεικνύει τις αντιθέσεις και το κοινωνικό προφίλ των φορέων τους.
Εν συνεχεία, το βιβλίο δεν παραλείπει να αναλύσει την ανατολική ιδέα ως κοσμοπολιτική ιδεολογική έκφραση του ελληνισμού χωρίς εθνικά σύνορα και να αναζητήσει τις γενετικές ρίζες του θεωρητικού αυτού σχήματος, μιας ιδεολογίας μικρού αλλά διανοητικά ισχυρού μέρους του ελληνικού κόσμου, που εκφράστηκε από τον Ίωνα Δραγούμη. Απεγκλωβίζει δηλαδή τον Δραγούμη από μια μονομερή ανάλυση της πρώιμης «εθνικιστικής» του τάσης, αναλύει τις διαφορετικές αποχρώσεις στη σκέψη του –όπως εξελίσσονται στο χρόνο– και τον εντάσσει σε μια περισσότερο κοσμοπολίτικη αντίληψη (όπως άλλωστε και οι φιλοσοφικές επιρροές του το καταδεικνύουν).
Τέλος, ταξινομώντας τα ιδεολογικά ρεύματα, εστιάζει στην κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού Μεσοπολέμου, την εθνική ιδεολογία. Εντοπίζει την κατίσχυσή της και τα κοινωνικοπολιτικά αίτια ως προς αυτή την κυριαρχία. Διαχωρίζει τους πολιτικούς φορείς, επισημαίνοντας τεκμηριωμένα την έλλειψη ουσιαστικών βαθύτερων διαφορών εξακτίνωσής της ανάμεσα στον βενιζελισμό και στον αντιβενιζελισμό ως πολιτικές εκφράσεις. Αναλύει περίτεχνα την εθνική ιδεολογία των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων του Μεσοπολέμου μέσα από βασικούς ιδεολογικούς εκφραστές τους, όπως ο Σωκράτης Κουγέας και ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι συντεταγμένες της οριοθετούνται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Μικρασιατική Καταστροφή, γεγονότα που διαρκώς μετατόπιζαν τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης και μετάλλαξαν σιγά σιγά την ίδια την εθνική ιδεολογία από έναν αλυτρωτικό ιδεότυπο, σύμφωνα με τον όρο του Μαξ Βέμπερ, στο πρόταγμα για οικονομικό εκσυγχρονισμό.
Βασικό εργαλείο της εξέτασης είναι οι αναπαραστάσεις του 1821 στη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία: Πώς είδε ο κρατικός μηχανισμός του Μεσοπολέμου την Ελληνική Επανάσταση; Πώς ήθελε να τη γιορτάσει; Ποια σύμβολα χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό; Ποιοι ήταν οι στόχοι των βενιζελικών και βασιλικών επιτροπών που συστάθηκαν προς τούτο; Το ιδεολογικό υπόβαθρο ήταν το ίδιο και για τους δύο αυτούς κομματικούς μηχανισμούς, των βενιζελικών και των φιλοβασιλικών; Σε ποιες περιόδους θα χωρίζαμε την ελληνική εθνική ιδεολογία του Μεσοπολέμου; Τι σχέση είχε αυτή με πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα, όπως ο Μικρασιατικός Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, το γκρέμισμα της φαντασιώδους Μεγάλης Ιδέας για το ελληνικό κράτος, το τιτάνιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό των έως τότε απαρχαιωμένων τεχνολογικών δομών της χώρας, η νομισματική σταθεροποίηση του 1928 (η διαμόρφωση δηλαδή της σταθερής ισοτιμίας της δραχμής σε σχέση με τις διεθνείς ισοτιμίες), η έγκριση δανείων από διεθνή τραπεζικά ιδρύματα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση που έφτασε στην Ελλάδα μετά το 1930; Πώς τα παραπάνω οικονομικά γεγονότα αποτελούν το υπόβαθρο κοινωνικών και εντέλει ιδεολογικών μετασχηματισμών; Όλα αυτά τα ερωτήματα απαντώνται από τη συγκεκριμένη μελέτη με βάση πρωτογενές αρχειακό υλικό και δημοσιευμένες πηγές της περιόδου, χωρίς η ανάλυση να εγκλωβίζεται σε προϋπάρχοντα ερμηνευτικά σχήματα αλλά όντας υποκείμενη στις δεσμεύσεις των πηγών.
Ως προς τη χρήση, τέλος, των ιστορικών τεκμηρίων, αξίζει να επισημανθεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει η συγγραφέας στην εικονολογική ανάλυση και την ιστορική επεξεργασία νομισμάτων, παρασήμων και μεταλλίων. Πρόκειται για μια πρωτότυπη χρήση υλικών τεκμηρίων στην ερμηνεία της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η Μπρέγιαννη στέκεται στις νομισματικές αναπαραστάσεις, τις αποσυμβολοποιεί, τις αναλύει, τις συνδέει εννοιολογικά με τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, σε τέτοιο βαθμό που οι ερμηνείες της να βρίσκονται σε άμεση και φυσική σχέση με το υπό μελέτην ιστορικό αντικείμενο. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη καθίσταται η ανάλυση των συμβόλων αναπαράστασης του φοίνικα και της Αθηνάς ως προσωποποιήσεων της Α΄ Ελληνικής (Αβασίλευτης) Δημοκρατίας τα μεσοπολεμικά χρόνια κι η σύνδεση του φοίνικα με τον εκσυγχρονιστικό δρόμο. Ο δρόμος αυτός αποτέλεσε την επιλογή των πολιτικών ελίτ οι οποίες, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκατέλειπαν τη Μεγάλη Ιδέα και προσδένονταν οριστικά στην πολιτική ιδεολογία της Δύσης.
Συνολικά το έργο, καρπός μακροχρόνιας συνθετικής ιστορικής έρευνας, ανάμεσα στις άλλες επιτελεστικές λειτουργίες του, αποτελεί έναν ακριβέστατο επιστημονικά οδηγό για τον αναγνώστη που επιθυμεί να εντρυφήσει στην ελληνική ιδεολογία από το τέλος του Εθνικού Διχασμού και το 1920 έως το 1936 και την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά.