Πόσες φορές
το υπέροχο τούτο δράμα που δημιουργούμε
θε να παιχτεί μες στους αιώνες
σε γλώσσες άγνωστες και σε λαούς αγέννητους
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας
Επιμένω να λέω ότι ο ιστορικός είναι κατ’ εξοχήν ένας εμπειριστής· δουλεύει με «ρεάλια» και οπωσδήποτε ο ιστορικός […] αποβλέπει μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό των διασταυρώσεων διαφορετικών σκεπτικών, θα έλεγα ακόμα, διαφορετικών ευαισθησιών ενόψει μιας κατανόησης των πραγμάτων και μιας αυτοκατανόησης[1].
Η φράση αυτή, απλή στη διατύπωση και –σε πρώτη ματιά– και στο περιεχόμενό της, συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τα θεμελιώδη αιτήματα που κατηύθυναν τις έρευνες του Σπύρου Ασδραχά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του: τη συνειδητοποίηση της πολυφωνίας του παρελθόντος και τη διαρκή προσπάθεια κατανόησης και ειλικρινούς επικοινωνίας μαζί του.
Τα ζητούμενα αυτά μπορεί να ηχούν αυτονόητα στους ειδικούς (και μη) των ιστορικών σπουδών, το βάθος όμως της σκέψης του Σπύρου Ασδραχά, η μεθοδολογική του αυστηρότητα, η επιμονή του στην ακρίβεια της μελέτης και της διατύπωσης και, σε ένα άλλο επίπεδο, η ανανέωση που έφερε στην ελληνική ιστορική επιστήμη τον τοποθετούν πέραν πάσης αμφιβολίας μεταξύ των μεγαλύτερων ελλήνων στοχαστών του 20ού αιώνα. Ας μη μας τρομάζει η λέξη «στοχαστής». Η ενασχόληση με το παρελθόν αποτελούσε για τον Ασδραχά ένα πεδίο πρακτικής άσκησης και, ταυτόχρονα, τον καμβά επάνω στον οποίο ύφανε έναν βαθύτατο και εξαιρετικά πρωτότυπο οντολογικό στοχασμό. Είναι γνωστό άλλωστε πως για τον ίδιο η ιστορική μελέτη αντιστοιχούσε σε ένα «πολιτισμικό αίτημα», το οποίο άρδευε μια βαθύτατη υπαρξιακή πίστη στη γνωστική αξία της ιστορίας. Οι όροι έχουν, βεβαίως, σημασία καθότι, περιττό ίσως να το επισημαίνουμε, η εν λόγω πίστη δεν εξαντλούνταν ούτε στον αποθησαυρισμό γνώσεων ούτε στη συγκαλυμμένη «ιδεολογική χρήση» του παρελθόντος, για να θυμηθούμε τον για χρόνια συνοδοιπόρο του Φίλιππο Ηλιού. Στόχευε, αντιθέτως, στην καλλιέργεια της ευαισθησίας του ιστορικού (και δυνάμει της κοινωνίας) ως προς τους όρους συγκρότησης των σχέσεών του με το παρελθόν (και εντέλει κάθε ιστορικού παρόντος με την αυτο-εικόνα του). Μια γνώση, με άλλα λόγια, «που προσπαθεί να αρθρωθεί μέσα από τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις με τις οποίες η ιστορία από οντολογία γίνεται γραφή».[2]
«Ρεάλια», «μέθοδος», «στοχασμός», «ευαισθησία», «κατανόηση»: έννοιες βασικές στο διανοητικό σύμπαν που μας κληροδότησε ο Ασδραχάς, καθεμιά από τις οποίες εμβάπτισε σε βαθύτερες παραδοχές και στις οποίες προσέδωσε νέες αναλυτικές δυναμικές. Θα ήταν αδύνατο να συνοψίσει κανείς σε λίγες λέξεις το βάθος του αποτυπώματος με το οποίο εμπλούτισε το ιστοριολογικό μας απόθεμα: το παιχνίδι της εννοιολογικής κλίμακας, η ισορροπία ανάμεσα στις ιδιωτικές εκφάνσεις και στα δημόσια χαρακτηριστικά του παρελθόντος βίου, το πέρασμα από τις φωνές των τεκμηρίων στις σιωπές τους και τούμπαλιν, η ανανέωση της ματιάς μας για τη σχέση του οικονομικού με το κοινωνικό, η ανανοηματοδότηση της ιστορίας των νοοτροπιών πέρα από τις αναλύσεις της σχολής των Annales, η μετακίνηση του συνόρου των διαρκειών και των τομών στον χρόνο της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Βαθύς γνώστης της θεωρίας αλλά «αντίθετος του έωλου θεωρητικού λόγου», ο Ασδραχάς αντιλαμβανόταν την ιστορία ως μια πράξη εμπειρική μαζί και φιλοσοφική και στοχαστική· αλλά ταυτόχρονα και δημόσια και παρεμβατική στην οποία το πάνω χέρι δεν είχε η ιδεολογία και ο σωφρονισμός αλλά η επιστήμη.[3]
Και πάλι, όμως, κάτι μοιάζει να μας διαφεύγει. Πράγματι, πολλοί είναι αυτοί που πριν από εμάς έχουν επισημάνει ότι ο χαρακτηρισμός του Σπύρου Ασδραχά ως «ιστορικού» είναι ανεπαρκής για να περιγράψει την ποικίλη δράση και συνεισφορά του στην ελληνική κοινωνική, πολιτική και επιστημονική σκέψη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. «Παιδί της ιστορίας και της ποίησης»[4], «άνθρωπος των μεγάλων συνθέσεων»,[5] δάσκαλος μιας ολόκληρης γενιάς ιστορικών «όχι με την έννοια της από καθέδρας αυθεντίας αλλά της σωκρατικής μύησης που μας ελευθερώνει από τη σπηλιά του Πλάτωνα»[6], «οργανικός διανοούμενος»[7] και, φυσικά, πρωταγωνιστής σε καίριες προσπάθειες ανανέωσης της ελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, ο Ασδραχάς υπήρξε μια σπουδαία προσωπικότητα που μας κατέλειπε ένα έργο και μια ερευνητική, ιστοριογραφική και πολιτική παρακαταθήκη την πλήρη σημασία των οποίων, ίσως, δεν έχουμε συλλάβει ακόμα.
The Metropolitan Museum of ART – New York
Πίτερ Μπρίγκελ ο Πρεσβύτερος, Οι θεριστές, 1565. O Μπρίγκελ ήταν ο αγαπημένος ζωγράφος του Ασδραχά. Ο συγκεκριμένος πίνακας θεωρούσε ότι λειτουργεί σαν μετωνυμία της ιστορικής και κοινωνικής διάστασης των κόσμων τους οποίους μελέτησε.
Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας
Προς αυτή την κατεύθυνση και σύμφωνα με όσα σημειώσαμε επιγραμματικά παραπάνω, οφείλουμε πολλές χάριτες στον Δημήτρη Αρβανιτάκη που, με επίμονη έρευνα, γνώση, διεισδυτικό βλέμμα και αμέριστη φροντίδα ανασύστησε την πολιτική και επιστημονική πορεία τού, και δικού του δασκάλου, Σπύρου Ασδραχά στη μελέτη του που τιτλοφόρησε Σπύρος Ασδραχάς 1933-2017. Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας και κυκλοφόρησε από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και τις εκδόσεις Θεμέλιο στα τέλη του 2021. Ενδεικτικό του ήθους και της λεπτότητας του συγγραφέα, ο καλαίσθητος τόμος ανοίγει και κλείνει με δύο περικειμενικές μεταφορές: η πρώτη, στο εξώφυλλο του βιβλίου, όπου αναπαράγονται οι Θεριστές, ο περίφημος πίνακας του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου, αγαπημένου ζωγράφου του Ασδραχά, που λειτουργεί σαν μετωνυμία της ιστορικής και κοινωνικής διάστασης των κόσμων τους οποίους μελέτησε – είτε αυτοί αφορούν την ιστορία του ελληνισμού υπό ξένες κυριαρχίες, είτε τους κλεφταρματολούς, είτε τον νησιωτικό χώρο, είτε, ακόμα, τον Μακρυγιάννη.[8] Η δεύτερη, στο οπισθόφυλλο, παραπέμπει στα λόγια του ίδιου του Ασδραχά: «όσοι [τον συνάντησαν] γνωρίζουν ότι θεωρούσε τον εαυτό του έναν μικρό κόκκο του μεγάλου κουρνιαχτού που ονομάζουμε Ιστορία». Όλη η ευαισθησία για τους τρόπους κατανόησης του παρελθόντος, όλος ο στοχασμός για τα εργαλεία, τις πηγές και τις ποιότητες του ιστορικού, η αυτοσυνειδησία τελικά και η διύλιση της ιστορικής σκέψης στον βιωμένο χρόνο και στο φίλτρο του αναστοχασμού εκτίθενται στον αναγνώστη από τον Αρβανιτάκη όχι ως ιστορική γνώση αλλά ως διαδικασία σταδιακής επαν-οικειοποίησης με ένα παρελθόν το οποίο δεν είναι ούτε μονοσήμαντο ούτε, βεβαίως, απαραίτητα οικείο. Βρισκόμαστε ήδη στον κόσμο του Σπύρου Ασδραχά. Έναν κόσμο μεταβαλλόμενο, με όψεις και τρόπους ποικίλους και κρυμμένους, έναν κόσμο που κυβερνούν ψυχικοί και διανοητικοί μηχανισμοί συχνά ασύνειδοι, έναν κόσμο τα τεκμήρια του οποίου μιλούν πολλές γλώσσες – συχνά ξένες σε εμάς.
Για να παραμείνουμε στον κόσμο της «μεταφοράς», το βιβλίο που οργάνωσε ο Αρβανιτάκης είναι ένα διπλό βιβλίο. Στο πρώτο μέρος, όπως δηλώνεται ήδη από τον τίτλο του, ο ιστορικός συγκέντρωσε το σύνολο της δημοσιευμένης εργογραφίας του Ασδραχά όπως και τις συνεντεύξεις, τα αφιερώματα και τις αφιερωμένες σε αυτόν εκδηλώσεις. Το μέρος αυτό του έργου έχει τη δική του ιστορία: το 2012, ο Σπύρος Ασδραχάς εμπιστεύτηκε στον Δημήτρη Αρβανιτάκη ένα πρώτο σώμα δικών του χειρόγραφων βιβλιογραφικών καταγραφών ενόψει μιας έκδοσης επιλεγμένων κειμένων του η οποία, δυστυχώς, δεν ολοκληρώθηκε. Ο πυρήνας αυτός, μαζί με μια συμπληρωματική εργογραφική εργασία της Ευτυχίας Λιάτα, αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης μιας κοπιώδους και υπομονετικής έρευνας (συνήθως και αυτοψίας) που ξεκίνησε το 2017 με το θάνατο του ιστορικού. Αποτέλεσμά της ήταν να εντοπιστούν οι 724 τίτλοι της περιόδου 1953-2022 που παρουσιάζονται υποδειγματικά, συνοδευόμενοι, όπου κρίθηκε σκόπιμο, από επιπλέον βιβλιογραφικές πληροφορίες, πίνακες περιεχομένων των έργων, κριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις που ο ίδιος ο Αρβανιτάκης εντόπισε σε περιοδικά και εφημερίδες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Σίγουρα, ακόμα και ο μη εξοικειωμένος αναγνώστης του έργου του Ασδραχά θα διακρίνει ανάμεσα στις εγγραφές και στις σελίδες της Εργογραφίας την εξέλιξη των διανοητικών του αναζητήσεων, τους μεγάλους σταθμούς και τα στοιχήματα της πορείας του, την εποχή, τέλος, που τον γέννησε.
Διότι, πράγματι, ο ιστορικός χρόνος στάθηκε ιδιαίτερα πυκνός στα χρόνια του Ασδραχά. Από τον μαθητή στην Λευκάδα, που σύχναζε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και στο Αρχειοφυλακείο του νησιού του, μέχρι την επιστροφή του από το Παρίσι και την εκλογή του το 1987 στη θέση Διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών έχουν μεσολαβήσει σχεδόν σαράντα χρόνια, τα κρισιμότερα ίσως του ελληνικού 20ού αιώνα: πόλεμος, εμφύλιος, τα χρόνια της καχεκτικής δημοκρατίας, χούντα, Μεταπολίτευση. Αυτή την πορεία θα ακολουθήσουμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, τη δοκιμή βιογραφίας, μια, στην πραγματικότητα, λεπτομερή πνευματική βιογραφία, όπου η μεγάλη ιστορία συμπλέκεται με την ατομική πορεία, οι λέξεις και οι όροι εκλεπτύνονται στην εξέλιξή τους, οι θέσεις του ιστορικού για την ιστορία και την ιστοριογραφία καρφιτσώνονται στα μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας, της πολιτικής και της παιδείας με τα οποία αναμετρήθηκε.
Μια δοκιμή βιογραφίας λοιπόν – και πάλι, φυσικά, οι όροι έχουν τη σημασία τους. Εάν εδώ η επανάληψη της παρατήρησης μοιάζει να επιμένει στο αυτονόητο, είναι διότι ένα άρρητο ακαδημαϊκό «έθος» επιβάλλει μια, περισσότερο ή λιγότερο ορατή, δυσανεξία στο είδος της βιογραφίας. Μια δυσανεξία η οποία συγκαλύπτεται είτε π.χ. με αναφορές στη Σχολή των Annales και το ιστοριογραφικό πρόταγμα που (δεν) ακολούθησε είτε με την επίκληση άλλων διανοητικών παραδόσεων, π.χ. την αγγλοσαξονική, η οποία συντηρεί ακόμα και σήμερα μια στιβαρή βιογραφική παράδοση. Εντός αυτής της πραγματικότητας, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι όποια απόπειρα προσπέλασης του έργου του Αρβανιτάκη μέσω του δεδομένα στενού λόγου περί «βιογραφίας» θα ήταν, το λιγότερο, άδικη για το εύρος και την ποιότητα της εργασίας του. Και αυτό όχι διότι η συγκεκριμένη συζήτηση εξαντλείται συνήθως στην αναπαραγωγή κοινών τόπων αλλά διότι, απλούστατα, το ζήτημα δεν είναι ειδολογικό. Ο Αρβανιτάκης, όπως και ο δάσκαλός του, κάνει ιστορία (ή βιογραφία, λίγη σημασία έχει) με τρόπο στοχαστικό, με τρόπο που το γενικό της ιστορίας και το ειδικό του βίου αναδεικνύονται σε έννοιες συγκλίνουσες. Η Άννα Ματθαίου περιγράφει αυτή τη διαδικασία σύνθεσης και ισορροπίας με μια ακρίβεια εντυπωσιακή: «το βιβλίο δεν αφηγείται μόνο τους τόπους, τους πολλούς τόπους της διανοητικής ζωής του Ασδραχά, αλλά και το πώς, με ποια ανθρώπινα και νοητικά υλικά ο βιογραφούμενος ιστορικός κρατήθηκε για χρόνια πολλά στη σανίδα της ιστορίας και της ζωής με πείσμα και συνέπεια, επιλέγοντας να γράφει, να σχεδιάζει και να παρεμβαίνει, δημόσια και ιδιωτικά, και πάντα ιστορικότροπα».[9]
Πώς λοιπόν επιτυγχάνεται αυτή η αναγωγή; Πώς τα λόγια γίνονται ιστορία και πώς η ιστοριογραφική πρόκληση αποκτά νόημα και ουσία; Καμία απάντηση δεν είναι προφανής· ίσως μια υπόθεση θα ήταν να υποστηρίξουμε ότι συντελείται μέσω του διαλόγου που αναπτύσσει ο συγγραφέας με τον ιστορικό, με την ιστορία και με τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. Ας δούμε επομένως το βιβλίο λίγο αναλυτικότερα.
Η παιδεία του ως συγκίνηση
Η δοκιμή βιογραφίας αρθρώνεται σε τρία μέρη: «Οι τρεις πατρίδες. Λευκάδα – Αθήνα – Παρίσι», «Θεσμοί – παρεμβάσεις – συνθέσεις» και «Η ιστορία – ο ιστορικός – ο πολίτης». Το ιστοριογραφικό σχέδιο του Αρβανιτάκη αποκαλύπτεται από τον ίδιο τον τρόπο σύνδεσης των μερών, τα οποία δεν παρατίθενται αποκλειστικά χρονολογικά ή θεματικά αλλά οργανικά. Τα χρόνια της μαθητείας (αυτός ο οποίος «ζούσε την παιδεία του ως συγκίνηση» ήταν ο Παναγιώτης Ροντογιάννης, λόγιος της Λευκάδας και δάσκαλος του Ασδραχά, είναι όμως απολύτως δόκιμο να υποθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Ασδραχάς δοκίμαζε το ίδιο αίσθημα)· τα πρώτα γραπτά· τα χρόνια των σπουδών· το Παρίσι και η διεύρυνση των ιστορικών του οριζόντων· η οικονομική ιστορία και οι μεγάλοι συνομιλητές· η επιστροφή στην Ελλάδα και ο σχεδιασμός μιας σειράς θεσμών αφιερωμένων στην έρευνα και τη διδασκαλία της ιστορίας· οι δημόσιες παρεμβάσεις του· κάθε όψη του υλικού, διανοητικού και δημόσιου βίου του ιστορικού οργανώνονται από τον Αρβανιτάκη με τρόπο ώστε τα επιμέρους να αποδίδουν τη συνολική εικόνα του ανθρώπου και της εποχής. Στον πυρήνα αυτής της αυστηρής μεθόδου έκθεσης δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε τον απόηχο του όλου ιστοριογραφικού προγράμματος του Σπύρου Ασδραχά που, ως κανόνας, μεταφράζεται στον τρόπο της αφαίρεσης και της αναγωγής[10] – ή, με άλλα λόγια, σε μια πορεία από το παράδειγμα στο υπόδειγμα.
Το, αφιερωμένο στις «Τρεις πατρίδες», πρώτο μέρος παρακολουθεί την πορεία της διανοητικής ωρίμανσης του ιστορικού. Ο Αρβανιτάκης υποδεικνύει με ζηλευτή ιστοριογραφική ακρίβεια τη σημασία των εργασιών για τον Μακρυγιάννη (1957), για το «Προνομιακό καθεστώς της Πάργας, Πρέβεζας και Βόνιτσας» (1964) και για τη «Συγκρότηση του αρματολισμού» (1965), υπογραμμίζοντας όχι μόνο τους νέους τρόπους σπουδής και αποκρυπτογράφησης των τεκμηρίων που ο Ασδραχάς εισηγήθηκε με τις εργασίες αυτές αλλά και την, επίσης καινοτόμα και σταθερή στο χρόνο, πίστη του για τις δυνατότητες παρέμβασης του ιστορικού στη σύγχρονή του κοινωνία. Είναι η εποχή της γνωριμίας του με τον Κ. Θ. Δημαρά και της εντατικής του ενασχόλησης με την ιστορία των Ιονίων νήσων που, διόλου τυχαία, συμπίπτει με την παγιοποίηση των ιστοριογραφικών του προτεραιοτήτων. Το συνειδητό, εκείνη ακριβώς την εποχή, πέρασμα από τη μελέτη περιπτώσεων στους μηχανισμούς, «αποτελεί μια από τις ισχυρότερες φωνές στην κατεύθυνση της ιστορικοποίησης του χώρου και, κατά συνέπεια, του χρόνου του νεοελληνικού κόσμου».[11] Η Πρωτόγονη Επανάσταση θα αποτελέσει προϊόν αυτής της (τεχνικής, διανοητικής και κοινωνικής) προπαρασκευής, που, σήμερα, μπορεί να μελετηθεί και ως μια παραδειγματική απόπειρα αναστοχασμού και ιστορικοποίησης της ίδιας της εργασίας του ιστορικού.[12]
Η πίστη, το είπαμε παραπάνω, στη διανοητική αξία της μελέτης του παρελθόντος είναι οντολογική – επάνω σε αυτή την ανάγκη (γιατί στην πραγματικότητα περί αυτού πρόκειται) ο Ασδραχάς θα διεκδικήσει το δικαίωμα του δημόσιου λόγου απευθυνόμενος στο εξής όλο και πιο συχνά σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό με το οποίο θεωρούσε ότι μοιράζεται ανάλογες ευαισθησίες. Για να καλύψει όμως αυτή την ανάγκη θα εισάγει και μια νέα, θεμελιώδη, παράμετρο στη σκέψη του: την οικονομική ιστορία που στο εξής θα αποτελέσει το κύριο πεδίο των ερευνών του – έστω και αν ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιστορικό της οικονομίας με την τρέχουσα έννοια.[13]
Το δεύτερο μέρος της μελέτης ακολουθεί την πορεία του Σπύρου Ασδραχά στα χρόνια της ωρίμανσης και της ενεργού συμμετοχής στα, ερευνητικά και ακαδημαϊκά, κοινά. Μοιράζοντας το χρόνο και την εμπειρία του μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, θα αναπτύξει την εκπαιδευτική του δραστηριότητα (εισάγοντας το περίφημο «σεμινάριο»), θα εμβαθύνει τον ιστορικό του προβληματισμό επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην οικονομική ιστορία και, συντεταγμένα, θα καταθέσει προτάσεις για την ανανέωση των ιστορικών σπουδών στην Ελλάδα εγκαινιάζοντας μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων και καινοτομιών.
Οι τρεις αυτοί άξονες δραστηριότητας είναι αλληλένδετοι: η εμπειρία της γαλλικής ακαδημαϊκής και ερευνητικής πραγματικότητας είναι αυτή που θα του προσφέρει το εύφορο έδαφος για να καλλιεργήσει τις ιδέες του αλλά και ταυτόχρονα θα υπογραμμίζει το αίσθημα καθυστέρησης το οποίο δοκίμαζε κάθε φορά που έστρεφε το βλέμμα του στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση και τη λειτουργία μιας σειράς θεσμών αφιερωμένων στην έρευνα και τη διδασκαλία της: η εμπλοκή του στα Ιστορικά, στον Μνήμονα, στα ΑΣΚΙ και στο ΙΑΕΝ (Ιστορικό Ίδρυμα Ελληνικής Νεολαίας), η διοργάνωση συνεδρίων με τη συμμετοχή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, η επένδυση στην έρευνα μέσω των προγραμμάτων ερευνών των ελληνικών τραπεζών, ο ενεργός του ρόλος στην ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο σχεδιασμό του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Ιστορίας δεν αποτελούν παρά εκφάνσεις του αυτού αιτήματος για την ανατροπή της κυρίαρχης μέχρι τότε ακαδημαϊκής λογικής και τη σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα στη βάση του γαλλικού πανεπιστημιακού προτύπου.[14]
Όσο και να αποτελούσαν «εκδοχές, σωστότερα δυνατότητες μιας εποχής», για διάφορους λόγους, οι προσπάθειες αυτές δεν υπήρξαν όλες τελεσφόρες. Μπορεί κανείς όμως, στο ίδιο πλαίσιο, να αντιληφθεί τη σημασία για την αλλαγή παραδείγματος στην ελληνική ιστοριογραφία που έφεραν οι μεγάλες συνθέσεις του τέλους της δεκαετίας του 1970. Τα έργα Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία (ιε΄- ιστ΄ αι.) και Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος – 19ος αι.), αν και διαφορετικής στόχευσης, θα λειτουργήσουν προγραμματικά για την κατεύθυνση που, κατά τον Ασδραχά, έπρεπε να ακολουθήσουν οι έρευνες γύρω από τους οικονομικούς μηχανισμούς της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας. Από το ειδικό στο γενικό, από την οικονομική ιστορία των κυρίαρχων στην ιστορία της οικονομίας και της κοινωνίας των κατακτημένων[15], από το τοπικό στο δυνάμει παγκόσμιο[16], από το παρελθόν στο παρόν, οι μελέτες αυτές διατυπώνουν ένα καινοτόμο αίτημα εννοιολόγησης του ελληνικού παρελθόντος, συνταιριάζοντας τα πορίσματα όλων των κοινωνικών επιστημών στον κοινό άξονα της επιστήμης (ή της τέχνης) της ιστορίας.[17] Η αναγωγή της ιστορίας σε πολιτισμικό αίτημα, για την οποία έχουμε ήδη κάνει λόγο, προϋπέθετε αυτήν ακριβώς την επιστημονική ηθική· με τα λόγια του ίδιου του Ασδραχά, «η οικονομική ιστορία είναι μια ιστορία που διά του οικονομικού πηγαίνει να φωτίσει την ιστορία, πηγαίνει να προσφέρει κάποιες δυνατότητες αυτοσυνειδησίας στα τωρινά υποκείμενα της ιστορίας»[18], ή αλλιώς «η οικονομική ιστορία δεν έχει λόγο ύπαρξης παρά μόνο ενόψει της συνολικής ιστορικής κατανόησης»[19].
Οι όροι δεν απαντώνται στα δύο αυτά σύντομα αποσπάσματα, εάν όμως επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε το βάρος της σύλληψης και του νοήματος όσων λέει εδώ ο Ασδραχάς, θα αντιληφθούμε ότι βρίσκονται στον πυρήνα του ιστοριογραφικού προγράμματος που υπηρέτησε: τεκμήριο και ευαισθησία. Αυτά είναι τα θέματα που πραγματεύεται στο τρίτο μέρος του βιβλίου του ο Αρβανιτάκης.
Η ιστορική παιδεία
Υπάρχει ένα σπάραγμα από τους Στοχασμούς του Πασκάλ, το υπ’ αριθμόν 38, το οποίο αποτελείται από πέντε μόνο λέξεις. Combien de royaumes nous ignorent! (το θαυμαστικό έχει τη σημασία του εδώ). Περιλαμβάνεται στην ενότητα «Ματαιοδοξία» και στα ελληνικά θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ως «Πόσα βασίλεια αγνοούν την ύπαρξή μας!». Το νόημα της αναφώνησης δεν είναι τόσο προφανές όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ο Πασκάλ δεν είχε ψευδή οράματα μεγαλείου ούτε στόχος του ήταν να γίνει διασημότητα (έστω με τους όρους του 17ου αιώνα). Αυτό που, εντελώς περιγραφικά, υποκρύπτουν οι πέντε αυτές λέξεις είναι η συνειδητοποίηση της ματαιότητας που δοκιμάζει ο άνθρωπος άπαξ και αντιληφθεί την ασημαντότητα της ύπαρξής του. Μακριά πάμε για να μιλήσουμε για τον Σπύρο Ασδραχά…
Και όμως, αν το σκεφτούμε καλύτερα, ίσως στον Πασκάλ να βρίσκουμε έναν ακούσιο συνομιλητή του. Άλλωστε έχουμε ήδη θίξει το θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορούμε να μη δούμε ότι στο έργο του ο Ασδραχάς αναμετρήθηκε (έστω σε βαθμό ερμηνευτικής αφαίρεσης) με την έμφυτη στην ανθρώπινη φύση απαισιοδοξία που απασχολεί τον γάλλο φιλόσοφο στο παραπάνω σπάραγμα. Ή, για να το πούμε αλλιώς, οι πηγές του (τα «ρεάλια»), η στάση του απέναντι στα αντικείμενά του (τους μέσους όρους, τους «ανώνυμους κατακτημένους», τους μηχανισμούς), η φιλοδοξία του για τη σύνθεση, όλα έτειναν προς μια κατεύθυνση: την ανασυγκρότηση της ιστορικής εμπειρίας, την κατανόηση και ανάδειξη αυτού που θεωρείται σιωπηλό ή χαμένο στην ανωνυμία του παρόντος χρόνου και, μοιραία, δεν έχει συνείδηση της ιστορικότητάς του, της «ιδιάζουσας, δηλαδή, λειτουργίας του χρόνου», της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Αυτό που νομίζουμε ότι έκανε ο Ασδραχάς ήταν να βάλει την ερώτηση του Πασκάλ στο στόμα των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να ρωτήσουν, των ανθρώπων που γνώριζαν εμπειρικά αλλά δεν ήταν σε θέση να περιγράψουν τη διαφορά μεταξύ χρόνου και καιρού.[20]
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ιστοριογραφικής προοπτικής, ο Ασδραχάς κατόρθωνε να μετατρέπει σε πηγή οποιοδήποτε είδος ιστορικής πληροφορίας· μέσα από το πρίσμα αυτής της ευαισθησίας έκανε ιστορία, σκύβοντας στις πηγές για να τις χρησιμοποιήσει «ως παραδείγματα, όχι ως περιπτώσεις, στο βαθμό όπου εξατομικεύουν γενικότητες, συνολικές καταστάσεις, συλλογικές λογικές και ομαδικούς ψυχισμούς».[21] Η ευαισθησία όμως δεν αφορούσε μόνο τις προθέσεις αλλά, κυρίως, τον τρόπο, τη μέθοδο ανάγνωσης των τεκμηρίων του παρελθόντος. Και σε αυτό ήταν πολύ αυστηρός. Είναι δεδομένο άλλωστε ότι ο εμπειρισμός των δεδομένων δεν συσκότισε ποτέ για τον ίδιο ούτε τη μερικότητά ούτε την ιστορικότητά τους. «Το κείμενο [η πηγή] δεν υποστασιοποιεί την πραγματικότητα, μας δίνει μια αφορμή να την κατανοήσουμε» σημείωνε[22], και η επίδοση στην εν λόγω άσκηση αποτελούσε για τον ίδιο το μέτρο της διάκρισης μεταξύ του σταχυολόγου και του πραγματικού ιστορικού.[23] Φτάνουμε με αυτό τον τρόπο σε μια αντίληψη περί της μελέτης της ιστορίας που ισοδυναμεί με μια άσκηση ιστορικοποίησης όπου, με κύρια οχήματα τη γλώσσα των πηγών (η οποία ορίζεται από τη δική της σχέση με την εποχή που τη γέννησε) και τη γλώσσα των ιστορικών (αυτόν τον «δύσβατο» λόγο που χαρακτήριζε τα γραπτά και τη διδασκαλία του Ασδραχά), το βλέμμα μένει πάντα στραμμένο στον υψηλό στόχο: τη συνολική κατανόηση μέσω της ερμηνείας των μηχανισμών.
Ο κύκλος μοιάζει λοιπόν να κλείνει καθώς η μέθοδος και η ευαισθησία είναι αυτές που θα αναγάγουν, στο σύμπαν του Σπύρου Ασδραχά την ιστορία σε μια διαδικασία ανθρωποποιητική, η οποία, με τη σειρά της, θα επιβάλει «τα όρια και την ουσία της δημόσιας παρέμβασης του ιστορικού». Κατά την ευφυή διατύπωση του Αντώνη Λιάκου, «ο Ασδραχάς δεν είναι ιστορικός και πολίτης. Είναι ιστορικός ως πολίτης, ιστορικά προσδιορισμένος πολίτης».[24] Μέσω αυτής της οδού, το εγχείρημα κατανόησης των ανθρώπινων κοινωνιών θα εμπεδωθεί ως πολιτισμικό και όχι ως στενά πολιτικό· μέσω αυτής της οδού, η διαλεκτική σχέση παρελθόντος / παρόντος θα κάνει την ιστορία «ανατρεπτική» και το υπέροχο δράμα της ζωής θα αποκτήσει νόημα όσες φορές και να παιχτεί μες στους αιώνες / σε γλώσσες άγνωστες και σε λαούς αγέννητους. Η διάρκεια της ζωής ως κόκκος της ιστορίας λοιπόν.
Ο Σπύρος Ασδραχάς υπήρξε παιδί της ποίησης, όχι όμως και ποιητής. Ως απόκρισή του στην αγωνία του Πασκάλ και στην ερώτηση του Σαίξπηρ, είναι ταιριαστό να κλείσουμε με ένα τελευταίο απόσπασμα, χαρακτηριστικό του ύφους και της πυκνότητας της έκφρασής του:
Θα χρειαστεί ν’ αναστήσουμε τις πηγές που μαρτυρούν κατεξοχή τα συλλογικά φαινόμενα, να μετρήσουμε ό,τι γίνεται να μετρηθεί, να συνεχίσουμε ν’ αποκρυπτογραφούμε την ποιοτική μαρτυρία, εκείνη που ήδη ξέρουμε και χρησιμοποιούμε, εκείνη που ήδη ξέρουμε και την αφήνουμε έξω από το πεδίο των ερευνών μας – την ανθρωπολογική πρώτιστα, φωνητική και υλική, την οικεία γραπτή μαρτυρία που, από τη στιγμή που θα ρωτηθεί, θα δώσει απαντήσεις για την ηθική αξιολογία της εποχής, για την κλίμακα των απαξιών και τη συχνότητά τους, για τα συστήματα των συγγενειών και τη συγκρότηση των οικονομικών και κοινωνικών αλληλεγγυοτήτων, για τα φαινόμενα εκπολιτισμού όπως παρουσιάζονται στις σχέσεις κυριαρχικών και κυριαρχούμενων κοινωνιών, σε έκταση όχι μόνο σε ένταση· για τα μεγάλα μ’ ένα λόγο θέματα της ιστορικής επιστήμης, τα οποία υπαγορεύουν τις διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές λογικές κατασκευές με τις οποίες μπορεί να αποδεσμευθούν οι ιστορικές διάρκειες και να καταδειχθούν οι τομές, οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις στην ιστορία – κι όλα αυτά στο φόντο επίσης της μικρής διάρκειας μέσα στην οποία βιώνεται από το κάθε άτομο η ιστορία ως παρόν.[25]
Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Δημήτρη Αρβανιτάκη για το βιβλίο που μας χάρισε και για τον τρόπο με τον οποίο γονιμοποιεί (και με αυτή τη μελέτη του) τη βαριά κληρονομιά του Σπύρου Ασδραχά.
[1] Βίωση και καταγραφή του οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης. Κύκλος σεμιναρίων, εκδοτική φροντίδα: Ευτυχία Λιάτα - Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 92, Αθήνα 2007, σ. 22.
[2] Σπύρος Ασδραχάς, Ιστορικά Απεικάσματα, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 11.
[3] «Παρεμβαίνει ο ιστορικός στο κοινωνικό γεγονός στο βαθμό όπου το γεγονός αυτό είναι και πολιτισμικό· στο βαθμό όπου το γεγονός αυτό εννοιολογείται. Παρεμβαίνει είτε τροφοδοτώντας την ιδεολογία είτε συμπεριφερόμενος ως ιστορικός, έχοντας δηλαδή συνείδηση του φαινομένου και της λειτουργίας της ιδεολογίας και έχοντας συνείδηση ότι και ο ίδιος είναι φορτισμένος απ’ αυτή: προσπαθεί δηλαδή να λειτουργήσει απο-ιδεολογοποιητικά – ας μου επιτραπεί η λέξη», «Σπύρος Ασδραχάς: “Δεν θα πρέπει ποτέ να ησυχάσουμε, ούτε να ευχηθούμε σε κανέναν ησυχία, τάξη και ασφάλεια…”, Συνέντευξη στον Τριαντάφυλλο Ε. Σκλαβενίτη, Διαβάζω, τχ. 61 (26 Ιανουαρίου 1983), σ. 84-85. Γι’ αυτό που ο Ασδραχάς όριζε ως «δικανική ιστορία», βλ. ενδεικτικά, Ιστορικά Απεικάσματα, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 37-48.
[4] Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «In Memoriam: Για μια ιστορία χωρίς τελειωμό», Τα Ιστορικά, τχ. 67, σ. 16-17.
[5] Βαγγέλης Καραμανωλάκης, «Ο Σπύρος Ασδραχάς στον κόσμο των ΑΣΚΙ», ό.π., σ. 12.
[6] Αλεξάνδρα Σφοίνη, «Για τον Σπύρο Ασδραχά», ό.π., σ. 20.
[7] Χρήστος Λούκος, «Για τον Σπύρο Ασδραχά», Η Αυγή της Κυριακής, «Αναγνώσεις» (27 Μαρτίου 2022).
[8] Στοχαζόμενος αναδρομικά τη διαδρομή του, ο Σπύρος Ασδραχάς έλεγε σχετικά: «τα υποκείμενα που με απασχόλησαν όλα αυτά τα χρόνια είναι τα πιο ταπεινά. Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι. Ο φτωχός που τραγουδάει στον Πρίγκιπα Ιγκόρ του Μποροντίν, ο φτωχός που πικραμένος κατηγορεί τη χυδαία ράτσα των αυλικών, τα πρόσωπα που μοιρολογούν και φτιάχνουν το ανώνυμο δημοτικό τραγούδι». Βαγγέλης Καραμανωλάκης και Άννα Ματθαίου, «Η ιστορία είναι από τη φύση της ανατρεπτική. Μια συνέντευξη με τον Σπύρο Ασδραχά», Η Αυγή της Κυριακής, «Ενθέματα», 23 Νοεμβρίου 2014, σ. 34-35.
[9] «Η εργογραφία του Σπύρου Ασδραχά από τον Δημήτρη Αρβανιτάκη», Τα Ιστορικά, τχ. 74, σ. 231-232.
[10] Πρβλ. Νίκος Ε. Καραπιδάκης, «Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον Σπύρο Ασδραχά», Σπύρος Ασδραχάς, Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2019, σ. 25: «[Το έργο του Σ. Ασδραχά δεν είναι] μια αφήγηση ή μια περιγραφή επιμέρους θεμάτων. Πρόκειται για μια ερμηνεία του τρόπου λειτουργίας μιας κοινωνίας, όπου τα επιμέρους συντίθενται αφού ερμηνευτούν, για να αποδοθεί μια συνολική ερμηνεία».
[11] Δημήτρης Αρβανιτάκης, Σπύρος Ι. Ασδραχάς 1933-2017. Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2019, σ. 249.
[12] Βλ. πλέον, Αρματολοί και Κλέφτες (18ος – 19ος αι.), επιμέλεια κειμένων - πρόλογος Νίκος Θεοτοκάς, εκδοτική φροντίδα Άννα Ματθαίου – Πόπη Πολέμη, εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα 2019.
[13] Βλ. Δημήτρης Αρβανιτάκης, «Λίγα λόγια για έναν οικονομικό ιστορικό που δεν του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι», Τα Ιστορικά, τχ. 74, σ. 232-237.
[14] Για τον «Σπύρο Ασδραχά στον κόσμο της έρευνας», βλ. το ομότιτλο αφιέρωμα στο Αρχειοτάξιο, περιοδική έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τχ. 20, Δεκέμβριος 2018, σ. 3-89.
[15] «Τελικώς εμένα θα μου άρεσε να κάνω μια ιστορία των κατακτημένων, μια ιστορία των φτωχών, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι κατακτημένοι ταυτίζονται με τους φτωχούς», Βίωση και καταγραφή του οικονομικού, ό.π., σ. 193.
[16] Το ακόλουθο απόσπασμα είναι ενδεικτικό: «Οι περισσότερες από τις μελέτες αυτές ενσωματώνουν τα φαινόμενα που ερευνούν σε ένα ευρύτερο, μεσογειακό ή ευρωπαϊκό, πλαίσιο καθώς και σε μια καθολικότερη προβληματική: είτε πρόκειται για τις διασυνδέσεις του μεσογειακού εμπορίου είτε πρόκειται για θεωρητικές προσπελάσεις, οι μελέτες αυτές τείνουν να εντάξουν τις βαλκανικές οικονομίες και συνακόλουθα την οθωμανική οικονομία στα αντικείμενα μιας καθολικότερης ιστορίας και μεθοδολογίας»», Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος – 19ος αι.) εισαγωγή – επιλογή κειμένων Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Ιστορική Βιβλιοθήκη, εκδοτικός οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 1979, σ. 20.
[17] «Εκείνο που καλούμαστε να πάρουμε από τις άλλες επιστήμες είναι η λογική τους, όχι οι διαπιστώσεις τους», Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη΄ και ιθ’ αιώνες (Υποθέσεις και προσεγγίσεις), Νεοελληνικά Μελετήματα, αρ. 5, Ερμής, Αθήνα 1982, σ. ια΄.
[18] Βίωση και καταγραφή του οικονομικού, ό.π., σ. 22.
[19] Δημήτρης Αρβανιτάκης, Σπύρος Ι. Ασδραχάς 1933-2017, ό.π., σ. 352.
[20] Ή, με τα λόγια του Αρβανιτάκη, «ο Σπύρος Ασδραχάς δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει ότι ούτε η ζωή ούτε η ιστορία είναι κρυμμένη στα χαρτιά των ειδικών», «Απολογία για την ιστορία», Τα Ιστορικά, τχ. 61, σ. 307. Πρβλ, Ν. Θεοτοκάς – Ν. Κοταρίδης, «Η έννοια της παράδοσης και η μέριμνα της διάρκειας: μ’ αφορμή τους κλέφτες του Βάλτου και τη μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη»: «από τα σεμινάρια του Παρισιού μάθαμε ότι η ιστοριογραφία Ασδραχά δεν αναφέρεται σε αφηρημένες καθαρές κατηγορίες αλλά σε βρωτούς ανθρώπους με σάρκα και οστά», στο ίδιο, σ. 317.
[21] Ιστορικά Απεικάσματα, ό.π., σ. 10.
[22] Βίωση και καταγραφή του οικονομικού, ό.π., σ. 200.
[23] Πρβλ. Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ό.π., σ. η΄: «Λίγο πολύ, όλοι μας περάσαμε από το σχολείο της ατόφιας διάσωσης, της εκδοτικής, χωρίς μ’ αυτό να καταφέρουμε να λύσουμε το πρόβλημα της αντικειμενικότητας της ιστοριογραφίας· μάλλον καταφέραμε να στενέψουμε ασφυκτικά το ανάπτυγμά της, να ταυτίσουμε τον τεκμηριολόγο με τον ιστορικό, τις τεχνικές με τη μέθοδο, τις κατηγορίες του υλικού με τις κατηγορίες των θεμάτων».
[24] «Όταν η ιστορία σε τραβάει από το μανίκι», Τα Ιστορικά, τχ. 61, σ. 342
[25] Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ό.π., σ. ιζ΄.