Απέραντα τοπία, ατρόμητοι ήρωες, μυστηριώδεις πύλες, σκοτεινές δυνάμεις, μαγεμένα δάση... Το Φανταστικό περιλαμβάνει όλα αυτά και πολλά περισσότερα.[1]
Έτσι καλωσορίζει την επισκέπτρια η έκθεση της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο Λονδίνο με τίτλο Fantasy: Realms of Imagination. Δίπλα στον σταθμό του Σεντ Πάνκρας, συναντάς το επιβλητικό κτίριο της Βιβλιοθήκης. Αφού μπεις από την κεντρική είσοδο, στην οδό Euston, η έκθεση σε περιμένει αριστερά, όπου πρέπει να κατεβείς μερικές σκάλες. Οι επιμελητές αυτής της μοναδικής στα χρονικά έκθεσης, η Tanya Kirk κι ο Matthew Sangster, έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν ένα υποβλητικό περιβάλλον αισθητηριακών εφέ, όπου νιώθεις ότι περνάς κυριολεκτικά τις πύλες του Φανταστικού, μες στο ημίφως και τα λαμπερά φωτάκια, με τις εντυπωσιακές προβολές στους τοίχους και τα παραπετάσματα, με τους μυστήριους ήχους που εκπέμπονται από διάφορες πηγές γύρω σου. Στο τέλος, έχεις την ευκαιρία να προμηθευτείς τον σκληρόδετο τόμο που επιμελήθηκαν οι ίδιοι και περιλαμβάνει είκοσι δοκίμια από ειδικούς στο είδος, καθώς και έναν πρόλογο του βραβευμένου συγγραφέα Νιλ Γκέιμαν.
Ένας κόσμος της φαντασίας
Το ταξίδι ξεκινά με ένα χάρτη, την έγχρωμη λιθογραφία Ancient Mappe of Fairyland του Bernard Sleigh, μια εντυπωσιακά λεπτομερή απεικόνιση πλήθους ηρώων από αρχαίους μύθους και κλασικά παραμύθια, δημοσιευμένη το 1918. Οι χάρτες άλλωστε αρμόζουν στο ξεκίνημα κάθε επικής περιπέτειας. Ο χάρτης της Μέσης Γης, που σχεδίασε ο ίδιος ο Τόλκιν το 1937 για το τελευταίο φύλλο του Hobbit, εκτίθεται κι αυτός παρακάτω. Όπως και ο χάρτης της πόλης Glass Town, που φαντάστηκαν και σχεδίασαν το 1830 τα αδέρφια Μπροντέ όταν επινοούσαν ιστορίες και ολόκληρους κόσμους για να παίζουν με τα ξύλινα στρατιωτάκια που τους αγόραζε ο εφημέριος πατέρας τους. Ή ο χάρτης της Νάρνια που έφτιαξε ο Κ. Σ. Λιούις για να κατευθύνει τα σχέδια της περίφημης βρετανίδας εικαστικού και εικονογράφου παιδικών βιβλίων, Pauline Baynes, για την πρώτη έκδοση του δεύτερου βιβλίου της σειράς, το 1951. Όπως γράφει η πολυβραβευμένη αμερικανίδα συγγραφέας, Sofia Samatar, στο κείμενό της στον τόμο,[2] ο χάρτης είναι ο ίδιος επικός, γιατί περιέχει ήδη την ιστορία ενός ταξιδιού, το οποίο είναι αυτό ακριβώς που επιθυμούν ενδόμυχα οι αναγνώστες του Φανταστικού: να ταξιδέψουν σε ένα μέρος με όχημα τη φαντασία τους, όπου θα γνωρίσουν επιβλητικούς ήρωες, μυθικά πλάσματα και απίθανες καταστάσεις, χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθούν καθόλου ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. «Παρ’ όλο που είναι ένα στατικό αντικείμενο», όπως σημειώνει ο Ίταλο Καλβίνο και παραθέτει η Samatar, «ένας χάρτης προϋποθέτει την ιδέα της αφήγησης. Επινοήθηκε στη βάση ενός ταξιδιού. Είναι μια Οδύσσεια».[3]
Πέρα από τον χάρτη του Sleigh, η διαδρομή συνεχίζεται με τα μοναδικά εκθέματα που συναντάς στους διαδρόμους. Πολύτιμα κειμήλια, όπως το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο του μεσαιωνικού έπους Beowulf, του παλαιότερου γνωστού έργου της αγγλικής λογοτεχνίας, μια χειροποίητη έκδοση του 15ου αιώνα της πιο γνωστής ιστορίας του αρθουριανού μύθου, Sir Gawain and the Green Knight, το μικροσκοπικό χειρόγραφο βιβλιαράκι των δέκα εκατοστών που έγραψε η μικρή Σάρλοτ Μπροντέ το 1829 με τίτλο The Search after Happiness, μια παλιά έκδοση του Frankenstein της Μαίρης Σέλλεϋ, του πρώτου έργου επιστημονικής φαντασίας της νεωτερικής εποχής ή μια έκδοση του 1806 του Mysteries of Udolpho της Ανν Ράντκλιφ, της πρώτης γοτθικής μυθοπλασίας της αγγλικής λογοτεχνίας.
Η διαδρομή μας έχει σχεδιαστεί από τους επιμελητές της έκθεσης ώστε να ξεκινήσουμε με τα παραμύθια και τους λαϊκούς θρύλους, να συνεχίσουμε με τις επικές ιστορίες και τις ηρωικές αναζητήσεις, να εστιάσουμε στο παράξενο και το αλλόκοτο στοιχείο και να καταλήξουμε στα μυστικά περάσματα και στις πύλες που ενώνουν τον δικό μας κόσμο με τον φανταστικό. Τα εκθέματα που πρόκειται να συναντήσουμε δεν αφορούν μόνο τον γραπτό λόγο –αυθεντικά χειρόγραφα, πρώτες εκδόσεις και βιβλία– αλλά, επίσης, σκίτσα, εικονογράφηση, κινηματογραφική και τηλεοπτική απεικόνιση, μουσική δημιουργία, θεατρικά και κινηματογραφικά κοστούμια και σκηνικά, graphic novels και βιντεοπαιχνίδια: όλα τα μέσα καλλιτεχνικής δημιουργίας που χρησιμοποίησαν είτε οι ίδιοι οι δημιουργοί ενός φανταστικού έργου, είτε άλλοι καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από αυτά, είτε θαυμαστές των έργων – στη συνεισφορά των οποίων η έκθεση δίνει ιδιαίτερο βάρος, όσον αφορά τη διαχρονική διατήρηση και επικαιροποίηση του είδους.
Ο Τσάρλι αργεί να μπει στο παραμύθι
Επειδή τον καιρό που επισκέπτομαι την έκθεση διαβάζω στα αγγλικά το Παραμύθι[4] του Στίβεν Κινγκ δεν μπορώ παρά να κάνω μέσα μου διαρκώς συγκρίσεις. Αυτός ο συνοπτικός προσδιορισμός του Φανταστικού στην είσοδο της έκθεσης ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το βιβλίο. Σκέφτομαι ότι τα περιέχει όλα.
Το απέραντο τοπίο –ο κόσμος του φανταστικού Έμπις, με τα τεράστια λιβάδια κόκκινης παπαρούνας, το πρώτο σκηνικό που συναντάει όποιος εισέρχεται σε αυτόν τον κόσμο από τον δικό μας.
Ατρόμητους ήρωες – ο δεκαεπτάχρονος πρωταγωνιστής, Τσάρλι Ριντ, ένας συνηθισμένος έφηβος από μια μικρή πόλη του Ιλινόι, που θα βρεθεί να πολεμάει γενναία το απόλυτο Κακό του παραμυθένιου κόσμου, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να βρει τρόπο να θεραπεύσει τον αγαπημένο του σκύλο, τη Ρέινταρ.
Μυστηριώδεις πύλες – το κρυμμένο πηγάδι μες στο υπόστεγο του κήπου του ηλικιωμένου ερημίτη γείτονα, με τις ατελείωτες υπόγειες σκάλες, που οδηγούν στο Έμπις.
Σκοτεινές δυνάμεις – καθώς o Τσάρλι έχει να αντιμετωπίσει χαρακτήρες κακούς, που περιέργως του θυμίζουν τον Ραμπελστίλτσκιν των παραμυθιών ή πολύ χειρότερους, όπως o Γκογκμάγκογκ, που δεν μπορεί παρά να του θυμίζει τα τέρατα στις ιστορίες του Λάβκραφτ. Μαγεμένα δάση, που μέσα τους καιροφυλακτούν τρομακτικοί λύκοι, έτοιμοι να επιτεθούν, ιδίως όταν πέφτει η νύχτα.
Όμως οι περιπέτειές του στο βασίλειο του Φανταστικού εδώ δεν ξεκινούν αμέσως. Ο αναγνώστης έχει ήδη φτάσει σχεδόν στο ένα τέταρτο του ογκώδους βιβλίου, πριν ο Τσάρλι εισέλθει στον «άλλο» κόσμο. Μέχρι τότε, ο πρωταγωνιστής αφηγείται τη ζωή του στον δικό μας, πεζό, πραγματικό κόσμο: ένα συνηθισμένο παιδί λυκείου, πολύ καλός στα αθλήματα και σοβαρός μαθητής, που όμως η ζωή του δεν είναι καθόλου ειδυλλιακή, καθώς η μητέρα του σκοτώθηκε σε ένα εντελώς απίθανο τροχαίο δυστύχημα, όταν εκείνος ήταν μικρός, και η θλίψη οδήγησε τον πατέρα του στο ποτό. Ο Τσάρλι έμαθε πώς να φροντίζει τον εαυτό του και τον πατέρα του. Κάποια στιγμή, ο μικρός Τσάρλι, που συχνά πυκνά επιδίδεται σε όχι και τόσο αξιοθαύμαστες πράξεις –όπως θέλει διαρκώς να μας υπενθυμίζει–, υπόσχεται σε μια ανώτερη δύναμη ότι θα γίνει καλό παιδί αν σωθεί ο πατέρας του από το αλκοόλ. Ο πατέρας του πράγματι θεραπεύεται, έτσι, όταν ο Τσάρλι γίνει δεκαεφτά χρόνων και συναντήσει τον τραυματισμένο Χάουαρντ Μπόουντιτς, έναν απομονωμένο γείτονα με έναν μεγάλο γερασμένο σκύλο που ζουν σε ένα μυστήριο σπίτι, θα τον βοηθήσει σε ό,τι χρειαστεί.
Στην πίσω αυλή υπάρχει ένα κλειδωμένο υπόστεγο, από το οποίο ενίοτε βγαίνουν περίεργοι ήχοι, σαν να προσπαθεί κάποιο πλάσμα να αποδράσει. Όταν ο κύριος Μπόουντιτς πεθαίνει, αφήνει στον Τσάρλι το μεγάλο σπίτι, τον άρρωστο σκύλο, έναν κουβά γεμάτο χρυσό και το κλειδί ενός παράλληλου κόσμου, που κληροδοτεί στο αγόρι μια τεράστια ευθύνη.
Αδύνατα πράγματα
Η προσπάθεια περιγραφής του είδους από τους επιμελητές της έκθεσης συνεχίζεται,
Το Φανταστικό ασχολείται με αδύνατα πράγματα. Όταν τοποθετείται στον δικό μας κόσμο, περιγράφει γεγονότα που αψηφούν την πραγματικότητα όπως τη γνωρίζουμε. Ωστόσο, το Φανταστικό συχνά παρουσιάζει έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, με τους δικούς του κανόνες και όρια. Ενώ το είδος έχει συγγένειες με την Επιστημονική Φαντασία και το Τρομακτικό, έχει βαθύτερες ρίζες από καθένα από αυτά, δουλεύοντας προηγούμενες μορφές για να δημιουργήσει νέα βασίλεια και ταυτότητες. Το μοντέρνο Φανταστικό μπορεί να εντοπιστεί στα αρχαία λαϊκά παραμύθια και τα έπη, τα οποία συνεχίζουν να εμπνέουν δημιουργούς και θαυμαστές σήμερα. Το σύγχρονο Φανταστικό έχει επεκταθεί σε διάφορα μέσα, κι εμφανίζεται στην τέχνη, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και στα βιντεοπαιχνίδια. Είναι ένα ζωντανό και συνεχώς μεταβαλλόμενο είδος: τόσο μέσο διαφυγής όσο και τρόπος να δούμε τον δικό μας κόσμο με νέα μάτια.
Ο ίδιος ο Στίβεν Κινγκ, εκτός από εμπνευστής της, είναι παράλληλα και γνωστός οπαδός της ποπ κουλτούρας, και αυτό το δείχνει όχι μόνο μέσα από τα βιβλία του και τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές τους, αλλά και από την ενεργή παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα, όπου συχνά μοιράζεται τις σκέψεις και τις απόψεις του για τρέχοντα ζητήματα. Το Παραμύθι, που δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που ο Κινγκ επιδίδεται στο Φανταστικό, είναι κι αυτό γεμάτο άμεσες ή έμμεσες αναφορές, όχι μόνο σε κλασικά παραμύθια, αλλά επίσης σε δημοφιλή μουσική, ταινίες και βιβλία. Του Τσάρλι του αρέσει να παρακολουθεί μαζί με τον πατέρα του παλιές ταινίες στο κανάλι TCM και πολύ συχνά τις συγκρίνει με καταστάσεις που βιώνει πραγματικά. «Μήπως ο Πόλεμος των Άστρων δεν είναι άλλο ένα παραμύθι αλλά με φοβερά ειδικά εφέ;», αναρωτιέται κάποια στιγμή.
Οι επιμελητές της έκθεσης σημειώνουν:
Οι θαυμαστές του Φανταστικού έχουν μεγάλη επίδραση στο είδος, είτε μέσω της αλληλεπίδρασης ατομικά με τους συγγραφείς είτε μέσω μιας επανερμηνείας των έργων με καινούργιους τρόπους, όπως για παράδειγμα γίνεται στις ιστορίες που γράφονται από θαυμαστές (fan fiction). Πιο πρόσφατα, και ειδικά από τότε που εμφανίστηκαν οι διαδικτυακές κοινότητες των θαυμαστών, αυτή η επίδραση έχει αυξηθεί. Οι θαυμαστές αυτοί έχουν χτίσει έναν δικό τους δημιουργικό κόσμο γύρω από το Φανταστικό. Κάποιοι θέλουν απλώς να δημιουργήσουν περιεχόμενο που να προβάλλει τους αγαπημένους τους χαρακτήρες και τα αγαπημένα τους σκηνικά, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν στόχο να γεμίσουν αυτά που βλέπουν σαν κενά στα αυθεντικά έργα.
Στην έκθεση έχει κανείς την ευκαιρία να δει από κοντά αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλες παραγωγές της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και του θεάτρου, όπως το Needle, το ξίφος που δώρισε στην Άρια Σταρκ ο Τζον Σνόου, στην τηλεοπτική εκδοχή του Game of Thrones, ή το ξύλινο μαγικό ραβδί του Γκάνταλφ του Γκρι, που κρατούσε ο Ίαν ΜακΚέλεν στις ταινίες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τα κοστούμια που φόρεσαν η Μάργκο Φοντέιν και ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου το 1968, στο μπαλέτο Η Ωραία Κοιμωμένη του Τσαϊκόφσκι. Επίσης, η επισκέπτρια θα συναντήσει το σύγχρονο Φανταστικό στα χειρόγραφα αποσπάσματα και σκίτσα της Ούρσουλα Λε Γκεν, στην προβολή σκηνών από την οικολογική άνιμε ταινία, Πριγκίπισσα Μονονόκε των Στούντιο Γκίμπλι και του σπουδαίου Χαγιάο Μιγιαζάκι, καθώς και από την αλληγορική ταινία σκοτεινής φαντασίας, Ο Λαβύρινθος του Πάνα, του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.
Οι Πύλες
Σκέφτομαι πάλι τον Τσάρλι. Όπως σε τόσες ιστορίες του Φανταστικού, πρέπει κι αυτός να διαβεί κάποιου είδους «πύλη» για να περάσει στον «άλλο» κόσμο. Αυτή είναι και η λέξη που χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής –«Άλλο»– για πολλές σελίδες, μέχρι να μάθει το όνομα του παραμυθένιου κόσμου στον οποίο βρίσκεται. Η ελληνίδα καθηγήτρια του Φανταστικού και της Παιδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, Δήμητρα Φήμη, γράφει στον τόμο ότι «η τέχνη του Φανταστικού είναι να χτίσεις νέους κόσμους. Όχι απλώς φανταστικά μέρη και ιστορίες που θα ξεδιπλωθούν, όπως πλασματικές χώρες, ηπείρους, πόλεις και τοπία, αλλά ολόκληρη την εμπειρία τού να είσαι αλλού, όπου ο χρόνος κυλά διαφορετικά, όπου δεν αναγνωρίζουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας ή όπου τα άτομα σκέφτονται και συμπεριφέρονται με μη οικείους τρόπους, ως μέρη εναλλακτικών πολιτισμών, με τις δικές τους ξεχωριστές παραδόσεις, γλώσσες, φιλοσοφίες και υλικές υποστάσεις».[5]
Παρά την αρχική του δυσπιστία, ο Τσάρλι, στο τέλος της ιστορίας, θα είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη παράλληλων κόσμων, πέρα απ’ τον δικό μας. Μέσα από τα λόγια του ήρωά του, ο Κινγκ, θα δώσει μια μεταφυσική διάσταση στην ίδια τη φύση των παραμυθιών:
Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άλλοι κόσμοι, ίσως όσοι είναι και τα αστέρια στον ουρανό. Τους αισθανόμαστε. Καταλήγουν σε εμάς μέσα από όλες τις παλιές ιστορίες.
Για να βρει αυτόν τον παράλληλο κόσμο, ο Τσάρλι πρέπει να μπει μαζί με το σκύλο του στο βαθύ πηγάδι του υπόστεγου, να κατεβεί 185 επικίνδυνα πέτρινα σκαλιά και να διασχίσει έναν σκοτεινό, υπόγειο διάδρομο περίπου ενάμισι χιλιόμετρο. Λίγο πριν δει το φως της εξόδου, βιώνει μια σχεδόν εξωσωματική εμπειρία για μερικά λεπτά, όπου ζαλίζεται και επανέρχεται αμέσως μετά, έτοιμος πια να εισέλθει στον άλλο κόσμο. Αυτό το σημείο ήταν το σύνορο των δυο κόσμων, η «Πύλη».
Οι «Πύλες» επιτρέπουν στον αναγνώστη να φανταστεί έναν κόσμο μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή και να τον συγκρίνει με τον δικό του. Ίσως γι’ αυτό είναι ειδικά πολύ δημοφιλείς στην παιδική λογοτεχνία, πυροδοτώντας τις φαντασίες των νεαρών αναγνωστών για τους οποίους η ανακάλυψη μιας πύλης σε μια άλλη πραγματικότητα μοιάζει με αληθινή πιθανότητα. Οι Πύλες εμφανίστηκαν πρώτη φορά σε παιδικά βιβλία τον 19ο αιώνα. Τα πιο πρόσφατα χρόνια, λειτουργούν συχνά σαν μεταφορές, με κατώφλια που αναπαριστούν τα στάδια από την παιδική στην ενήλικη ζωή.
Στο Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα, τα τέσσερα αδέρφια περνούν στον κόσμο της Νάρνια μέσα από μια ντουλάπα. Η Αλίκη περνά στη Χώρα των Θαυμάτων πέφτοντας μέσα σε μια λαγουδότρυπα. Ο Χάρι Πότερ θα μπει για πρώτη φορά συνειδητά στον κόσμο των μάγων μέσα από τον τοίχο της πίσω αυλής μιας παμπ του Λονδίνου. Την Ντόροθι θα την παρασύρει μαζί με το σκύλο της ένας κυκλώνας και θα τη μεταφέρει από το Κάνσας στη μαγική χώρα του Οζ. Αυτό ακριβώς θυμάται ο Τσάρλι όταν αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο του Έμπις, βγαίνοντας από το σκοτεινό τούνελ με το σκύλο του. Μπροστά του απλώνεται ένα απέραντο λιβάδι από κόκκινες παπαρούνες που καταλήγουν σε πυκνά δάση: «Κοίταξα στον μακρινό ορίζοντα και είδα τη γραμμή των κτιρίων μια τεράστιας πόλης», αφηγείται ο ήρωας. «Το φως της μέρας αντανακλούσε θολά από τους ψηλότερους πύργους της, σαν να ήταν φτιαγμένοι από γυαλί. Πράσινο γυαλί. Είχα διαβάσει τον Μάγο του Οζ και είχα δει την ταινία, γι’ αυτό και μπορούσα να αναγνωρίσω μια Σμαραγδένια Πόλη όταν την έβλεπα».
Η έμπνευση για το Παραμύθι, λέει στις εισαγωγικές σελίδες του βιβλίου (της αμερικανικής έκδοσης), ήρθε στον Κινγκ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να γράψει που θα τον έκανε ευτυχισμένο. «Σαν η φαντασία μου να περίμενε αυτήν την ερώτηση», λέει ο συγγραφέας, «είδα μια τεράστια εγκαταλελειμμένη πόλη – εγκαταλελειμμένη αλλά ζωντανή. Είδα τους άδειους δρόμους, τα στοιχειωμένα κτίρια, το πέτρινο κεφάλι ενός γκάργκοϊλ, αναποδογυρισμένο στο δρόμο. Είδα σπασμένα αγάλματα (τίνος αγάλματα δεν το γνώριζα αλλά σύντομα θα το μάθαινα). Είδα ένα τεράστιο, επεκτεινόμενο παλάτι με γυάλινους πύργους τόσο ψηλούς που οι κορυφές τους τρυπούσαν τα σύννεφα. Εκείνες οι εικόνες απελευθέρωσαν την ιστορία που ήθελα να πω».
Ο ήρωας είναι ένας χαρακτήρας-κλειδί στην επική Φαντασία και μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Κάποιοι ήρωες είναι γραφτό να γίνουν ηγέτες ή διάσημοι πολεμιστές. Άλλοι είναι ταπεινοί και αρχικώς καθόλου ηρωικοί χαρακτήρες, οι οποίοι ανταποκρίνονται στην πρόκληση των ρόλων που τους προσφέρονται. Οι ήρωες δεν είναι πάντα αξιοθαύμαστοι, και οι ιδέες για τη φύση του ηρωισμού αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου. Όμως, αν και θεωρούμε ότι ο ήρωας που έχει ελαττώματα και αμφισβητεί τον εαυτό του είναι μια μοντέρνα εκδοχή, οι παλιές επικές ιστορίες αναπαριστούν επίσης τέτοια χαρακτηριστικά.
Αρκεί, για παράδειγμα, να θυμηθούμε τις ιστορίες της Σεχραζάτ από τις Χίλιες και Μια Νύχτες, καθώς στην έκθεση μπορούμε να δούμε δυο σκίτσα που παρήγγειλε ο Σάχης του Ιράν στα μέσα του 19ου αιώνα για μια περσική μετάφρασή τους.
Το Κακό (και το Καλό)
Ο Τσάρλι θα κατεβεί κυριολεκτικά στον άλλο κόσμο για να ανεβεί πάλι θριαμβευτής. Η περιπέτειά του εκεί έχει όλα τα στοιχεία και τη δομή ενός κλασικού παραμυθιού. Ο Τσάρλι ξεκινά μια τολμηρή περιπέτεια ανακαλύπτοντας έναν κόσμο βυθισμένο στη διαφθορά και την απόγνωση. Μια πανέμορφη πριγκίπισσα –σαν τις πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ, όπως σκέφτεται ο ίδιος ο ήρωας– υποφέρει από μια φρικτή κατάρα, ενώ ένας διεφθαρμένος άρχοντας επιδιώκει να επιφέρει καταστροφή στον κόσμο. Αν το καταφέρει, θα επεκταθεί και στον κόσμο του Τσάρλι. Η άφιξη του Τσάρλι προκαλεί μια ασυνήθιστη αλλαγή στο σώμα του, που αντανακλά την αλλαγή στην ψυχή και στο πνεύμα του. Μεταμορφώνεται στον πρίγκιπα που περιμένουν όλοι –σιγά σιγά τα μαλλιά του γίνονται ξανθά και τα μάτια του γαλάζια–, στον πρίγκιπα που έχει τη δύναμη να ελευθερώσει τη χώρα από το βαθύ σκοτάδι. Αντιμετωπίζοντας απερίγραπτους κινδύνους και ανυπέρβλητες δυσκολίες, ο Τσάρλι δίνει τη μάχη του για τη νίκη, αποτρέπει την άνοδο μιας απειλητικής και θανατηφόρας δύναμης και προσφέρει στην πριγκίπισσα –τη νόμιμη κληρονόμο του θρόνου– την κατάλληλη βοήθεια στις κρίσιμες στιγμές. Μια απαραίτητη «κάθοδος» του ήρωα σε έναν κόσμο όπου έχει να αντιμετωπίσει τόσο το Κακό γύρω του όσο και το Κακό μέσα του, ώστε να μπορέσει να αναδυθεί ένας καινούργιος, ωριμότερος, σοφότερος άνθρωπος.
Αυτές οι ιστορίες «ενηλικίωσης» και υπέρβασης των δυσκολιών ενάντια σε όλες τις πιθανότητες είναι που κάνουν τα παραμύθια τόσο ελκυστικά, όχι μόνο στα παιδιά αλλά –ίσως περισσότερο– στους μεγάλους, με τις δοκιμασίες της ζωής που ενίοτε βιώνουν. «Αυτό τουλάχιστον είναι αληθινό για πολλές ιστορίες, μιλούν από νου σε νου, αλλά μόνο αν ακούς», συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ο Τσάρλι.
Η αναπαράσταση των δυνάμεων του Κακού είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα μοτίβα στα παραμύθια. Στους διαδρόμους της έκθεσης έχουμε την ευκαιρία να δούμε μια διάσημη απεικόνιση του Εωσφόρου καθώς πλησιάζει τη Γη, σχεδιασμένη από τον Γκουστάβ Ντορέ το 1860, για τον Χαμένο Παράδεισο του Τζον Μίλτον. Αυτό το επικό ποίημα, γραμμένο το 1667, περιέχει την πιο γνωστή κι επιδραστική εκδοχή του Διαβόλου στη λογοτεχνία, σύμφωνα με τη Lucinda Holdsworth, υποψήφια διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης,[6] που γράφει στον τόμο της έκθεσης. Οι συγγραφείς του Φανταστικού, που δεν δεσμεύονται από τις Βιβλικές ερμηνείες, όπως οι θεολόγοι, έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τον Διάβολο «σε ένα ισχυρό σύμβολο επανάστασης έναντι στην εξουσία, με μια έννοια πολύ πιο ευρεία από εκείνη που επέτρεπε το αρχικό του συγκείμενο». Στα χέρια των Ρομαντικών, όπως ο Ουίλιαμ Μπλέικ, η Γεωργία Σάνδη, ο Πέρσυ Σέλλεϋ και ο Λόρδος Μπάυρον, «ο Εωσφόρος μεταμορφώθηκε από έναν κάπως διφορούμενο κακό, σε τραγικό ήρωα, που ηγείται της αντίστασης εναντίον διάφορων μορφών τυραννίας».
Στα χνάρια των Ρομαντικών κινήθηκε και αρκετή από τη σύγχρονη λογοτεχνία του Φανταστικού, που ερμήνευσε εκ νέου τον χαρακτήρα του Εωσφόρου – με ξεχωριστό τον ρώσο συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Στο αριστούργημά του, Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα –το οποίο έγραφε από το 1928 έως το 1940, αλλά δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1967– χρησιμοποιεί τον Διάβολο για να ασκήσει κριτική στο σοβιετικό καθεστώς. Στην έκθεση βλέπουμε την περίφημη καλλιτεχνική εικονογράφηση του βιβλίου σε μορφή graphic novel από τον εικαστικό Andrzej Klimowski.
«Σε κάθε περίπτωση», συνεχίζει η Holdsworth, «ο τρόπος που οι συγγραφείς του Φανταστικού επιλέγουν να απεικονίσουν τον διάβολο, δεν είναι ποτέ τόσο απλός όσο το “Καλό εναντίον του Κακού”. Αντ’ αυτού, στα κείμενά τους πάντα εμπλέκονται σύνθετοι σχετικοί παράγοντες ώστε να αποφασιστεί τελικώς τι συνιστά το “Καλό” και τι το “Κακό”». Αυτή η σύνθετη διάκριση διατρέχει όλο το Παραμύθι του Κινγκ, καθώς τόσο ο πρωταγωνιστής του όσο και οι περισσότεροι χαρακτήρες άλλοτε είναι καλοί, άλλοτε κακοί, άλλοτε κάτι ενδιάμεσο, που είτε το αναγνωρίζουν οι ίδιοι και τους προβληματίζει, είτε τους συμβαίνει ασυνείδητα, εωσότου φτάσουν να κάνουν μια απόλυτα ηρωική πράξη ή να οδηγηθούν προς τον όλεθρο.
Οι λέξεις «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» είναι ένα άμεσα αναγνωρίσιμο κλισέ, που σηματοδοτεί ένα ικανοποιητικό τέλος σε ένα παραμύθι. Ωστόσο, στην πράξη, το τέλος είναι συχνά αμφίσημο ακόμη και σε παλαιότερες ιστορίες. Οι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν εμπνευστεί από παλιά παραμύθια για να εξερευνήσουν περαιτέρω αυτά τα πιο σκοτεινά υπονοούμενα. Αρκετοί δημιουργοί του Φανταστικού έχουν επηρεαστεί από εκείνο που ο Τόλκιν ονόμαζε “ευκαταστροφή”: η καλή καταστροφή. Η παρηγοριά μιας ιστορίας που αλλάζει από πανωλεθρία σε θρίαμβο επιτρέπει στους αναγνώστες να φανταστούν έναν καλύτερο κόσμο.
Στο Παραμύθι του ο Κινγκ υπόσχεται ρητά ότι θα μας προσφέρει ένα ευτυχισμένο τέλος.
Όμως, πιστός στη μακραίωνη παράδοση των παραμυθιών, όπως και στη δική του, το τέλος που μας δίνει μπορεί να μας ευχαριστήσει, μπορεί και όχι…
[1] Όλα τα κείμενα που παρατίθενται είναι μεταφρασμένα από τα αγγλικά από τη συγγραφέα.
[2] Sofia Samatar, “The Everything Book”, στο Realms of Imagination, ό.π. σ. 93.
[3] Italo Calvino, Collection of Sand, translated by Martin McLaughlin, New York: Mariner Books, 2014, σ. 19. Όπως παρατίθεται στο κείμενο της Sofia Samatar.
[4] Το Παραμύθι του Στίβεν Κινγκ είναι ένα μυθιστόρημα σκοτεινής φαντασίας που εκδόθηκε το 2022 από τον εκδοτικό οίκο Scribner (αγγλικός τίτλος: Fairy tale) και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος το 2023.
[5] Dimitra Fimi, “Fantasy Worlds: Crossing Borders and Otherness”, στο Realms of Imagination, ό.π., σ. 207.
[6] Lucinda Holdsworth, “The Devil in Fantasy Literature”, στο Realms of Imagination, ό.π., σ. 171-173.