Ένα ανάλογο σκηνικό αντιπαράθεσης εκτυλίχθηκε τον Μάρτιο του 2025 στο London School of Economics (LSE), φωτίζοντας την προβληματική από την αντίστροφη όψη. Εκεί, το επίμαχο ζήτημα ήταν μια παρουσίαση βιβλίου με θέμα την οργάνωση Χαμάς, όπου οι συγγραφείς Helena Cobban και Rami G. Khouri παρουσίασαν το έργο τους “Understanding Hamas: And Why That Matters”. Πριν καν διεξαχθεί, η εκδήλωση χαρακτηρίστηκε από επικριτές –ανάμεσά τους και την πρέσβη του Ισραήλ στο Λονδίνο– ως απαράδεκτη «πλατφόρμα προπαγάνδας της Χαμάς» που δεν θα έπρεπε να έχει θέση στο πανεπιστήμιο. Πράγματι, περίπου εκατό μέλη της εβραϊκής κοινότητας διαδήλωσαν διαμαρτυρόμενα την ημέρα της βιβλιοπαρουσίασης. Ωστόσο, σε αντίθεση με την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, το LSE αρνήθηκε να ακυρώσει την εκδήλωση, επικαλούμενο ρητά τη θεσμική του δέσμευση στην ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε κανονικά, με το πανεπιστήμιο να διατυπώνει την αρχή ότι ακόμη και απόψεις που θεωρούνται προκλητικές ή αμφιλεγόμενες δικαιούνται χώρο στο δημόσιο πανεπιστημιακό πεδίο. Η στάση αυτή καταδεικνύει τη σημασία της θεσμικής θωράκισης του διαλόγου: παρά τις πιέσεις και τις εύλογες ανησυχίες για την φύση του βιβλίου (το οποίο, σημειωτέον, υποστήριζε ότι η ιστορική απεικόνιση της Χαμάς έχει διαστρεβλωθεί), το πανεπιστήμιο επέμεινε ότι η ανοικτή ανταλλαγή απόψεων προέχει του φόβου ότι δίδεται βήμα σε προπαγάνδα.
Η σύγκριση των δύο παραπάνω περιπτώσεων –μιας εκδήλωσης εβραϊκής/ισραηλινής λογοτεχνίας που ακυρώθηκε στην Ελλάδα και μιας παρουσίασης βιβλίου για τη Χαμάς που έλαβε χώρα στη Βρετανία– αναδεικνύει ένα παράδοξο αλλά και μια κοινή τάση. Και στις δύο, οι αντίθετες πλευρές προέβαλαν την κατηγορία του «ξεπλύματος»: στην πρώτη, οι διαμαρτυρόμενοι κατήγγειλαν τον λογοτεχνικό διάλογο ως προσπάθεια εξωραϊσμού των εγκλημάτων του Ισραήλ· στη δεύτερη, ως προσπάθεια κανονικοποίησης μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, το επίδικο ήταν εάν ο δημόσιος χώρος οφείλει να αποκλείει λόγους που θεωρούνται ηθικά απαράδεκτοι λόγω συγκυρίας. Η ελληνική εμπειρία κατέδειξε πόσο ισχυρή μπορεί να γίνει η πίεση για αποκλεισμό πολιτιστικών δρωμένων υπό το βάρος της διεθνούς αγανάκτησης – σε σημείο που μια λογοτεχνική εκδήλωση να εξομοιωθεί με πολιτική νομιμοποίηση βίας. Αντίθετα, η απόφαση του LSE έθεσε ως προτεραιότητα το δικαίωμα ακρόασης και την αντιμετώπιση των αμφιλεγόμενων ιδεών με διάλογο αντί για απαγόρευση. Αυτή η αντίθεση θέτει κρίσιμα ερωτήματα: ποια πρέπει να είναι τα όρια της διαμαρτυρίας απέναντι σε έναν λόγο που θεωρείται προπαγανδιστικός ή προσβλητικός; Και ποιος ρόλος αρμόζει στους θεσμούς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης – ως ουδέτεροι εγγυητές του διαλόγου ή ως ηθικοί φραγμοί έναντι απαράδεκτων θέσεων;
Το ευρύτερο φαινόμενο του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου σε περιόδους κρίσης αποτυπώνεται ακόμα σαφέστερα όταν εξετάσουμε μια τρίτη, εγχώρια περίπτωση. Στις αρχές Απριλίου 2025, οι μαρξιστικές εκδόσεις Διεθνές Βήμα προγραμμάτιζαν στην Αθήνα μια βιβλιοπαρουσίαση με αμιγώς θεωρητικό περιεχόμενο: μια συλλογή κειμένων των Λένιν, Τρότσκι και άλλων μαρξιστών για την πάλη ενάντια στον αντισημιτισμό και τα αντιεβραϊκά πογκρόμ, στο ιστορικό πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Θα ανέμενε κανείς ότι ένα έργο με αντιρατσιστικό, αντιφασιστικό μήνυμα θα γινόταν ευρύτερα αποδεκτό. Παρ’ όλα αυτά, η εκδήλωση ματαιώθηκε ύστερα από εκστρατεία στοχοποίησης και ακραίες απειλές εναντίον των διοργανωτών. Μια ολιγομελής ομάδα με τον τίτλο «Κομμουνιστική Επαναστατική Δράση» κάλεσε σε δυναμική διαμαρτυρία έξω από το χώρο της βιβλιοπαρουσίασης, βαφτίζοντάς την κυνικά «φιλοσιωνιστική εκδήλωση» και «αριστερή ντουντούκα του Νετανιάχου» που σκοπό είχε «να ξεπλύνει τα εγκλήματα του απαρτχάιντ». Με άλλα λόγια, ένα βιβλίο που κατήγγελλε απερίφραστα τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό θεωρήθηκε –από τους αυτοχαρακτηριζόμενους ως πιο ριζοσπαστικούς– ούτε λίγο ούτε πολύ ως τέχνασμα προπαγάνδας υπέρ του Ισραήλ. Οι εκδότες, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των απειλών, αναγκάστηκαν να αναβάλουν την εκδήλωση. Σε ανακοίνωσή τους κατήγγειλαν το γεγονός ως προσπάθεια φίμωσης και τρομοκράτησης όσων θα συμμετείχαν στο διάλογο, επισημαίνοντας ότι τέτοιες πρακτικές δεν έχουν καμία σχέση με τις δημοκρατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος. Μάλιστα, σχολίασαν εύστοχα τον ολοένα και πιο πολωτικό χαρακτήρα του κλίματος: όποιος/α δεν χειροκροτεί άκριτα τη Χαμάς χαρακτηρίζεται αυτομάτως «σιωνιστής»/«σιωνίστρια», και κάθε διαφορετική φωνή κινδυνεύει να στιγματιστεί ως «συνένοχη» με τα εγκλήματα πολέμου. Αυτή η περίπτωση αναδεικνύει το παράδοξο της στοχοποίησης έργων που καταδικάζουν τον αντισημιτισμό: εν μέσω γενικευμένης οργής για τις πράξεις του ισραηλινού κράτους, ακόμη και οι αντιφασιστικές φωνές μπορεί να παρερμηνευθούν ως φιλοϊσραηλινή «νομιμοποίηση». Πρόκειται για μια στρέβλωση που μαρτυρά πόσο εύκολα ο έντονος ακτιβιστικός ζήλος μπορεί να εκτραπεί σε αδιάκριτο πόλεμο κατά παντός, ακόμη κι εκείνων που ιστορικά ανήκουν στους πιο συνεπείς πολέμιους του ρατσισμού.
Πράγματι, το τελευταίο αυτό σημείο αντικατοπτρίζεται και σε ατομικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι στοχοποιήσεις δέχονται και πρόσωπα με δημόσιο λόγο, όταν η δράση τους δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις επιταγές της κάθε πλευράς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα έμπειρου δημοσιογράφου εβραϊκής καταγωγής, γνωστού για την αντιφασιστική και αντιρατσιστική του στράτευση, ο οποίος βρέθηκε πρόσφατα να λοιδορείται ταυτόχρονα από ακροδεξιούς κύκλους (παραδοσιακά φορείς αντισημιτισμού) αλλά και από ορισμένους εκπροσώπους ριζοσπαστικών χώρων. Η ειρωνεία έγκειται στο ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος έγινε στόχος ακριβώς λόγω της συμμετοχής του στην προαναφερθείσα εκδήλωση ευαισθητοποίησης ενάντια στον αντισημιτισμό – μια συμμετοχή που κάποιοι έσπευσαν να στιγματίσουν ως ένδειξη πολιτικής ανυπακοής στην κυρίαρχη αγανάκτηση, ή ακόμη και ως «προδοσία» προς τον αγώνα υπέρ της Παλαιστίνης. Τέτοιου τύπου προσωπικές επιθέσεις καταδεικνύουν τον αδιαπέραστο χαρακτήρα που μπορεί να λάβει ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα σε κλίμα διχασμού: όταν ακόμη και οι ιστορικά αντιρατσιστικές φωνές δεν εξαιρούνται από την κατηγορία του «εχθρού», τότε τα περιθώρια για νηφάλια ανταλλαγή επιχειρημάτων στενεύουν δραματικά.
Η ίδια τάση ασφυκτικής πλαισίωσης του επιστημονικού ή πολιτιστικού λόγου σε συγκυρίες γεωπολιτικής σύγκρουσης αναδείχθηκε και στο ελληνικό πανεπιστημιακό περιβάλλον. Την άνοιξη του 2024, επιστημονική ημερίδα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με αντικείμενο τη μελέτη και τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, δέχθηκε εκτεταμένη δημόσια καταδίκη όχι για το περιεχόμενό της καθαυτό, αλλά για τη χρονική συγκυρία της διεξαγωγής της. Ακαδημαϊκοί που συμμετείχαν στο συνέδριο στοχοποιήθηκαν εμμέσως ως αδιάφοροι προς τη βία στη Γάζα, με το επιχείρημα ότι η διεξαγωγή ενός επιστημονικού διαλόγου για το παρελθόν θα έπρεπε, σε εκείνη τη στιγμή, να υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη για πολιτική καταγγελία του παρόντος. Ένας από τους πιο προβεβλημένους δημόσιους στοχαστές που εξέφρασαν αντίρρηση, επισήμανε ότι, όπως θα μας ξένιζε η διοργάνωση συνεδρίου για τη γερμανική φιλοσοφία στη σκιά των ναζιστικών εγκλημάτων, έτσι θα έπρεπε να μας ενοχλεί και η σιωπή της ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στη βία κατά των Παλαιστινίων. Υπενθύμισε, μάλιστα, πως η επιστήμη θέτει όχι μόνο γνωσιολογικά αλλά και ηθικά ζητήματα, και πως η αποχή από τον σχολιασμό σε στιγμές κρίσης ενδέχεται να λειτουργήσει ως έμμεση νομιμοποίηση της ισχύος.
Η παρέμβαση αυτή, ανεξαρτήτως της οπτικής από την οποία κανείς την προσεγγίζει, ανέδειξε με σαφήνεια το αξιακό βάρος που αποδίδεται στην ίδια την πράξη του να μιλά –ή να σιωπά– κανείς. Όταν όμως κάθε πολιτισμική ή επιστημονική τοποθέτηση αξιολογείται πρωτίστως με όρους ηθικής συμμόρφωσης ή πολιτικής ετοιμότητας, τότε ενδέχεται να υπονομεύεται όχι μόνο η ελευθερία της σκέψης, αλλά και η δυνατότητα παραγωγικού, πολυφωνικού διαλόγου. Το διακύβευμα δεν είναι η απόσυρση της ηθικής από τον δημόσιο λόγο, αλλά η αποφυγή μιας αναγωγικής ηθικολογίας που καθιστά κάθε θεωρητική ενασχόληση δυνητικά ύποπτη, εάν δεν συνοδεύεται από την «ορθή» πολιτική τοποθέτηση. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη του Ολοκαυτώματος –ως ιστορικού και πολιτισμικού φαινομένου με παγκόσμια εμβέλεια– δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται ύποπτη ή «ανεπίκαιρη» ερευνητικά, ούτε να υποτάσσεται σε συγκυριακές απαιτήσεις ηθικοπολιτικής συμμόρφωσης. Κι όμως, φαινόμενο των καιρών είναι ότι ακόμη και έργα υψηλής επιστημονικής αξίας, με εβραϊκή θεματική ή ιστορική εστίαση, δυσκολεύονται να βρουν εκδοτικούς διαύλους, με την αιτιολογία πως «δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία για τέτοια έκδοση». Η επιστημονική γνώση και ο πολιτιστικός στοχασμός δεν είναι υπεράνω κριτικής, όμως ούτε και μπορούν να υποκατασταθούν από διαρκή τελετουργία δημόσιας έγκρισης ή αποκήρυξης. Σε κρίσιμες στιγμές, ίσως η πιο απαιτητική πράξη να είναι η υπεράσπιση του χώρου εντός του οποίου η κριτική είναι δυνατή – και αυτός δεν είναι άλλος από τον χώρο της ελεύθερης και ανοιχτής συζήτησης.
Συνολικά, τα παραδείγματα από το LSE, από το επεισόδιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου και από την υπόθεση του Διεθνούς Βήματος φανερώνουν ενδείξεις ενός ευρύτερου φαινομένου: σε περιόδους οξείας σύγκρουσης, διαμορφώνεται μια τάση περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και του πολιτισμικού διαλόγου, είτε μέσω οργανωμένων πιέσεων είτε μέσω ενός κλίματος εκφοβισμού στον ψηφιακό δημόσιο χώρο. Η δυναμική της «στοχοποίησης» –με την αδιάκριτη χρήση βαριών κατηγοριών όπως «ξέπλυμα», «προπαγάνδα» ή «συνενοχή»– απειλεί να φιμώσει όχι μόνο αμφιλεγόμενες απόψεις αλλά και καλοπροαίρετες παρεμβάσεις που επιδιώκουν την κριτική σκέψη και την αλληλεγγύη. Η ισορροπία ανάμεσα στην δικαιολογημένη διαμαρτυρία και στη διαφύλαξη του πλουραλισμού αποδεικνύεται λεπτή: από τη μία πλευρά, κανείς δεν αρνείται το βάσιμο ηθικό αίτημα να μη μετατρέπονται οι τέχνες και τα γράμματα σε εργαλείο προπαγάνδας εγκλημάτων πολέμου· από την άλλη, η άκριτη στοχοποίηση κάθε λόγου που δεν συμβαδίζει με την εκάστοτε «ορθή» πολιτική στάση ενέχει τον κίνδυνο μιας νέας μορφής λογοκρισίας. Η θεσμική και πολιτική θωράκιση του διαλόγου –μέσα από κανόνες που εγγυώνται την ασφάλεια και τον σεβασμό όλων των συμμετεχόντων– καθίσταται ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί ο εκτροχιασμός του δημόσιου χώρου σε πεδίο μάχης μηδενικής ανοχής. Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν λειτουργούν ως προειδοποίηση αλλά και ως πρόσκληση για προβληματισμό: πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε την ανοιχτή ανταλλαγή ιδεών και ταυτόχρονα να είμαστε ευαίσθητοι στις ηθικές πληγές της συγκυρίας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη, ωστόσο η αναγνώριση του προβλήματος –όπως αναδύεται μέσα από τις ψηφιακές διχαστικές αντιπαραθέσεις του καιρού μας– αποτελεί το πρώτο βήμα για τη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου πραγματικά δημοκρατικού, ανθεκτικού στην πόλωση και δεκτικού στον ουσιώδη διάλογο.