Σύνδεση συνδρομητών

Μια ελληνική μητρόπολη εκτός Ελλάδος

Παρασκευή, 26 Μαρτίου 2021 23:23
Σμύρνη, πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Σε ελληνική γειτονιά. Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης συνειδητοποίησε σταδιακά τη θέση της «ως θεματοφύλακας μιας γενικευμένης, αλλά και συνάμα τοπικής παράδοσης».
Αρχείο The Books’ Journal
Σμύρνη, πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Σε ελληνική γειτονιά. Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης συνειδητοποίησε σταδιακά τη θέση της «ως θεματοφύλακας μιας γενικευμένης, αλλά και συνάμα τοπικής παράδοσης».

Ιωάννα Πετροπούλου, Η Σμύρνη των Βιβλίων. Συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι (1764-1922), πρόλογος: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, βιβλιογραφική τεκμηρίωση – σύνταξη καταλόγου: Σάντρα Βρέττα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2020, 206 σ. + cd.

«Η ανάκτηση της πόλης μέσα από τη βιβλιογραφική της παραγωγή»  αποτελεί τον στόχο της ιστορικού Ιωάννας Πετροπούλου στη σαγηνευτική νέα μονογραφία της Η Σμύρνη των Βιβλίων. Στο εκδοτικό πρόσωπο της πόλης καταγράφεται ο αστικός εκσυγχρονισμός και η κοσμοπολίτικη άνθηση του ελληνισμού της Σμύρνης. [ΤΒJ]

Γράφει ο Σεφέρης στην εισαγωγή της μελέτης του «Ερωτόκριτος» [Αθήνα, 1946], προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη της «χαμένης πολιτείας»  ξαναζεί πρωτίστως μέσα από την ανάμνηση των βιβλίων που παρήχθησαν, διακινήθηκαν, ή απλώς διαβάστηκαν εκεί:

Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: «Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!...». Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο, ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες.

«Η ανάκτηση της πόλης μέσα από τη βιβλιογραφική της παραγωγή»  αποτελεί, λοιπόν, τον στόχο της ιστορικού Ιωάννας Πετροπούλου στην σαγηνευτική νέα μονογραφία της Η Σμύρνη των Βιβλίων. Συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, τυπογράφοι (1764-1922), με την οποία πλαισιώνει την παρουσίαση, σε cd-rom που περιλαμβάνει o τόμος, των καρπών του ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και του βιβλιολογικού εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού» «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία (1764-1922)», που συνέταξε η Σάντρα Βρέττα, υπό την εποπτεία του ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη και της ίδιας της ιστορικού.  Πρόκειται για έναν βιβλιογραφικό κατάλογο συγκροτούμενο από 2.375 λήμματα, αφετηρία του οποίου αποτελεί η «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία» του πρωτοπόρου, σμυρναϊκής καταγωγής, βιβλιογράφου και ψυχίατρου Αθανασίου Δ. Χατζηδήμου (1910-1967), που δημοσιεύθηκε στα Μικρασιατικά Χρονικά το 1948, και αριθμούσε περίπου 940 τίτλους.  Το έργο αυτό του Χατζηδήμου, που δεν ευτύχησε να εκδοθεί σε αυτοτελή τόμο όσο ζούσε, διασταύρωσε, συμπλήρωσε κι υπερδιπλασίασε σε έκταση η Σάντρα Βρέττα, με παράλληλη εξέταση: της κλασικής Ελληνικής βιβλιογραφίας (1800-1863) των Δημητρίου Γκίνη και Βαλερίου Μέξα,  και της τετράτομης συνέχειάς της, διά χειρός Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, Ελληνικής Βιβλιογραφίας (1864-1900)·  επίσης με αυτοψίες έως τώρα λανθανόντων τόμων στις συλλογές της Γενναδείου Bιβλιοθήκης, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Βιβλιοθήκης της Βουλής, των βιβλιοθηκών της Ακαδημίας Αθηνών, του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, της Μονής Ιησουιτών της Άνω Σύρου, του Θεατρικού Μουσείου, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της Ένωσης Σμυρναίων, της Εστίας Νέας Σμύρνης. Aυτοψία έγινε και σε όσα σχετικά ψηφιοποιημένα αντίτυπα ήταν προσιτά στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κρήτης (βλ. https://anemi.lib.uoc.gr/?lang=el [ημ. προσβ. 22/1/2021]), ενώ χρήσιμη στάθηκε και η ηλεκτρονική βάση δεδομένων: «Ελληνική Βιβλιογραφία 1901-1910» της Ακαδημίας Αθηνών (βλ. http://www.academyofathens.gr/el/library/bibliography [ημ. προσβ. 22/1/2021]), και οι ηλεκτρονικοί κατάλογοι βιβλιοθηκών της Bibliothèque Nationale de France, και της Bibliothèque Universitaire des Langues et Civilisations. Ειδικότερα, για τα λήμματα που αφορούν τον Τύπο της εποχής χρησιμοποιήθηκαν τα έργα των: Λ. Δρούλια -Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου (2008) και: Χρ. Σολομωνίδη, Η Δημοσιογραφία στη Σμύρνη (1959), αλλά και οι εκθέσεις της Ενώσεως Σμυρναίων: «Η Σμύρνη των Ελλήνων» (Αθήνα, 2012) και «Ο Ελληνικός Τύπος στη Σμύρνη» (Αθήνα, 2014).

Έτσι, το σύνολο των λημμάτων της επικαιροποιημένης μορφής της «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας» ανέρχεται σε: 2.160 τόμους αυτοτελών εκδόσεων για τα 158 χρόνια που καλύπτει η βιβλιογραφία, 54 τεκμήρια που αφορούν σε μονόφυλλα, δίφυλλα και χάρτες, 161 που αφορούν σε εφημερίδες και περιοδικά, και σε 76 λήμματα που αφορούν έντυπα γνωστά από μνείες σε οπισθόφυλλα άλλων, τα οποία, ίσως, την εποχή της σύνταξης του αρχικού πυρήνα της βιβλιογραφίας ήταν προσιτά, τώρα όμως όχι, και για τα οποία δηλώνεται στον κατάλογο της Βρέττα ότι δεν κατέστη δυνατόν να γίνει αυτοψία. Τη μερίδα του λέοντος της καταγραφής καταλαμβάνουν έντυπα που έχουν εκδοθεί στη Σμύρνη στα ελληνικά (συμπεριλαμβάνοντας εδώ τα φραγκοχιώτικα και τα καραμανλίδικα), και δευτερευόντως στα γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Δεν συμπεριλαμβάνονται έντυπα σε αρμενικά, τουρκικά (πλην των καραμανλίδικων) ή εβραϊκά, ή όσα έχουν εκδοθεί στη βουλγαρική και ρουμανική γλώσσα – και ως προς το γνώρισμα αυτό, της επιλογής γλωσσών, η ερευνητική ομάδα της «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας» ακολουθεί τις βουλήσεις του αρχικού συντάκτη της, Α. Χατζηδήμου. Εντυπωσιακή ερευνητική συγκομιδή.

 

Η λογιοσύνη της μητρόπολης

Όμως, σε τι ακριβώς συνίσταται η αξία μιας βιβλιογραφίας, εξαντλητικού μόχθου και υποδειγματικής λογιοσύνης, αν δεν βρίσκεται κανείς να την «εξηγήσει», να την «αποκρυπτογραφήσει» στον αναγνώστη της; Σε αυτό ακριβώς έγκειται η συμβολή της ιστορικού Ιωάννας Πετροπούλου, που με την καλογραμμένη μελέτη της Η Σμύρνη των Βιβλίων δεν «ανακαινίζει» απλώς, αλλά θεαματικά υπερβαίνει το γραμματειακό είδος της «σχολιασμένης βιβλιογραφίας», παράγοντας μια συνεκτική βιβλιολογική αφήγηση, η οποία, μέσα από ομόκεντρους κύκλους αναφοράς στο έντυπο, που ολοένα ανοίγουν, συστήνει μια αποκαλυπτική εικόνα της λογιοσύνης της χαμένης πολυπολιτισμικής μητρόπολης, διά της μελέτης των βιβλιακών τεκμηρίων της. Έτσι, καθώς η μελέτη προχωρεί, η ιστορικός διαβαίνει το κατώφλι της βιβλιολογίας,  και εγκαθίσταται στην περιοχή της πολιτισμικής και της διανοητικής ιστορίας.

Το πρώτο μέρος της μελέτης, «Σμυρναϊκή βιβλιογραφία» (σσ. 15-38) δίνει τους στόχους της, τις πηγές της, τη βιογραφία του αρχικού εμπνευστή, βιβλιογράφου-ιατρού Αθανασίου Χατζηδήμου. Παρουσιάζεται επίσης η ειδολογική ταξινόμηση του υλικού, η οποία, μέσα από τα αδρομερή ποσοτικά δεδομένα της, δίνει μια πρώτη εικόνα της εξέλιξης της χριστιανικής λογιοσύνης στον ελληνικό 19ο αιώνα στη Σμύρνη: θρησκευτικό και εκκλησιαστικό περιεχόμενο έχουν 177 τόμοι· σχολικά βιβλία, λόγοι, κανονισμοί και εγχειρίδια αναπτύσσονται σε 642 τόμους· στη λογοτεχνία αντιστοιχούν 605 τόμοι (427 στην πεζογραφία, 82 στην ποίηση, 96 στο θέατρο – από τους 427 της πεζογραφίας, οι 392 αντιστοιχούν σε μεταφράσεις, «εκ του γαλλικού»). Σταχυολογώ ενδεικτικά τέσσερις τίτλους, από τον κατάλογο της Βρέττα (που ενσωματώνει λήμματα των Χατζηδήμου, Φάλμπου-Γιαννακόπουλου, Ηλιού-Πολέμη): Παρισίων Απόκρυφα. Ευγενίου Σύη (Εugène Sue). Μετάφρασις Ισιδωρίδου Σκυλίσση. Εκδοθείσα δαπάνη Νικολάου Χέλμη. Τόμος Πρώτος. Εν Σμύρνη, Εκ του Τυπογραφείου Ι. Μάγνητος. 1875· Ο κόμης Μοντε-Χρήστος, Μυθιστόρημα Αλεξάνδρου Δουμά. Εκδότης Ι. Καπνισάκης. Τόμος Όγδοος. Εν Σμύρνη, Τυπογραφείον Π. Μαρκοπούλου. 1876· Νεανικαί αναμνήσεις ή Τα όργια του εις Σμύρνην ταξειδίου Ὑπό Ι. Βερβέρη Εν Αθήναις 1877 (τόπος έκδοσης η Σμύρνη, μολονότι στο έντυπο αναφέρεται η Αθήνα)· Νέος Ερωτόκριτος παρά Διονυσίου Φωτεινού Τόμος Πρώτος. Εν Σμύρνη, Βιβλιοπωλείον Δ. Βρετοπούλου, 1879.

Στο δεύτερο μέρος του έργου, «Η Πόλη – Οι Έποικοι – Οι Λέξεις – Το Βιβλίο» (σσ. 39-63) γίνεται αναφορά στην προέλευση των πληθυσμών που κατοικούν τη Σμύρνη τον 18ο και τον 19ο αιώνα (Ευρωπαίοι περιηγητές και διπλωμάτες, Αμερικανοί και Άγγλοι μισσιονάριοι, Έλληνες έμποροι και γραμματικοί, καθολικοί φυγάδες από τις μουσουλμανικές Κυκλάδες, κ.ά.), και στις αστικές νοοτροπίες που αναπτύσσονται. Οι παραπομπές στον Μπρωντέλ, τον Σβορώνο, τον Le Goff εδώ πυκνώνουν· κρατώ, σε σχέση με τον ιστοριογραφικό αυτό πλούτο, αποφθεγματική φράση του Le Goff, που παραθέτει η μελετήτρια: «Οι διανοούμενοι γεννιούνται μαζί με τις πόλεις» (Πετροπούλου, σ. 40). Στο δεύτερο αυτό μέρος του έργου, η ιστορικός ανασυνθέτει επίσης εικόνες του αστικού τοπίου της Σμύρνης τη συγκεκριμένη περίοδο διαβάζοντας διπλωμάτες και περιηγητές που την επισκέφθηκαν, με τις πηγές της να εκτείνονται από τον Felix Beaujour ώς τον Louis Storari. Μαθαίνουμε, λόγου χάριν, πως, έως τα 1857 που δημοσιεύεται στο Τορίνο ο περιώνυμος οδηγός της Σμύρνης, του Storari: «Ο φωτισμός των δημοσίων χώρων είναι ανύπαρκτος, και έτσι, υποχρεωτικά, όποιος τις νυχτερινές ώρες περιδιαβάζει την πόλη, εφοδιάζεται με ένα ατομικό φανάρι» (σ. 43).

Ο «αστικός εκσυγχρονισμός» της Σμύρνης, με άλλα λόγια  γνωρίζει άνοδο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, με τις οθωμανικές αρχές να αναθέτουν τα μεγάλα έργα σε δυτικούς εργολήπτες (πρόκειται κυρίως για τη νέα αποβάθρα, το σιδηροδρομικό δίκτυο, την εγκατάσταση φωτισμού με φωταέριο στο κέντρο, τη γραμμή του τραμ). Σε αυτή τη χοάνη πληθυσμών που συνιστά η Σμύρνη τη συγκεκριμένη περίοδο, ο κοσμοπολιτισμός συνιστά τον κανόνα, και όχι την εξαίρεση, διαπιστώνει η Πετροπούλου· και οι Λεβαντίνοι «παίζουν» συνειδητά με τις ταυτότητές τους, αναβάλλοντας τη στιγμή που θα καταστούν αναπόφευκτες οι οριστικές ταυτίσεις (σ. 52). Πρόκειται για μια καίρια επισήμανση, που θα οδηγήσει την ιστορικό, στο επόμενο τμήμα του βιβλίου της, να καταδυθεί στην ανάλυση του γλωσσικού και εθν[οτ]ικού προφίλ της βιβλιογραφίας με άλλη ματιά. Γιατί οι συμμετρίες γλώσσας παραγωγής, τόπου παραγωγής, και εθν[οτ]ικής ταυτότητας που αποκαλύπτει η «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία» δεν είναι εκείνες που φανταζόμαστε σήμερα, αναλογιζόμενοι, με όρους παγιωμένων εθνικών ταυτοτήτων, ένα παρελθόν κατά το οποίο η Σμύρνη δεν αποτελούσε τμήμα οποιουδήποτε ομογενούς έθνους-κράτους. Κλείνοντας το μέρος αυτό, και σε σχέση πάντα με το ζήτημα του κοσμοπολιτισμού, η ιστορικός διατυπώνει την εξίσου ερεθιστική άποψη ότι η νέα εποχή φέρνει διαφορετικό μέγεθος βιβλίων. Η αύξηση της παραγωγής είναι συναρτημένη με το μικρό, ευκολομετάφερτο βιβλίο (σ. 57): απευθύνεται σε ένα κοινό μετακινούμενο από πόλη σε πόλη, που δαπανά μεγάλο χρόνο στα ταξίδια, και δεν ενδιαφέρεται για ογκώδη έργα, αλλά στρέφεται στα ευκολόχρηστα και περίεργα «“βιβλία της τζέπης, βιβλία κουριόζα”» (σ. 58).

 

Τυπογραφεία

Το τρίτο μέρος του έργου, «Η Τυπογραφική Σιωπή και η Κυοφορούμενη Αλλαγή» (σσ. 65-101), εστιάζει στο ζήτημα της ανάπτυξης τυπογραφικού μηχανισμού στη Σμύρνη. Προεπαναστατικά, η τυπογραφική δραστηριότητα της πόλης εμφανίζεται ατροφική, με την εκτύπωση ενός μόνο εντύπου τον 18ο αιώνα, που δίνει και την ημερομηνία έναρξης της βιβλιογραφίας. Πρόκειται για την Ακολουθία του Οσίου Συμεών, του 1764, που φθάνει στην Σμύρνη προς εκτύπωση από τη Μονή Φλαμουρίου στο Πήλιο («Τυπογραφείου: Παρά Μάρκω» - βλ.: Πετροπούλου, σ. 79), και είναι έργο του ιδρυτή της Μονής, πηλιορείτη ασκητή Συμεών του νέου και θαυματουργού και ανυπόδητου, του 16ου αιώνα. Η τυπογραφική σιωπή της πόλης οφείλεται στην απουσία τυπογραφικού μηχανισμού στη Σμύρνη, η οποία μερικώς μόνο μπορεί να υποκατασταθεί από την επινόηση του σχήματος της προεγγραφής συνδρομητών (σ. 67), που επιτρέπει την εκτύπωση βιβλίων με παραγγελία προερχόμενη από τη Σμύρνη σε εκδοτικά κέντρα της Ανατολής (Κωνσταντινούπολη, Κυδωνίες, κ.ά.). Πρόκειται για απουσία εκδοτικής δραστηριότητας που δεν σημαίνει «αυτόχρημα και αδιαφορία των Σμυρναίων για τον γραπτό πολιτισμό» (σ. 66). Το γεγονός πιστοποιεί η άφιξη στη Σμύρνη το 1816, της Encyclopédie των Diderot και D’Alembert, που προκαλεί ένα «πρωτοφανές ξεφάντωμα, μια αυτοσχέδια γιορτή που δοξάζει το βιβλίο» (σ. 71) – όπως παρουσιάζεται στις επιστολές του μεσολαβητή για τη δωρεά του Πέτρου Σκυλίτζη Ομηρίδη, επικεφαλής του Φιλολογικού Γυμνασίου, Κ. Οικονόμου, που αξιοποιεί ερευνητικά, η Πετροπούλου (σ. 71 κ.ε.).

Η νέα τάξη λογίων του 19ου αιώνα, που πρόσκειται στον Τύπο και την εκπαίδευση, με πρωτεργάτη ανάμεσά τους τον Αδαμάντιο Κοραή [βλ. Προλεγόμενα στους Αρχαίους Συγγραφείς, τ. 3, σ. 470], θα μεριμνήσει, άλλωστε, για την ίδρυση θεσμών που προάγουν το βιβλίο, και συντείνουν στη διαμόρφωση ενός κοινού φιλόμουσων και φιλομαθών. Πρόκειται, καταρχάς, για το Μουσείον και [τη] Βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής που εκκινεί το 1870 περίπου (η ίδια η σχολή έχει ιδρυθεί το 1734) και για το Φιλολογικό Γυμνάσιο, που προανέφερα, το οποίο ξεκινά τη βραχύβια, σημαντική λειτουργία του το 1809. Το πρώτο τυπογραφείο με ελληνικά στοιχεία, πάντως, καταπλέει στη Σμύρνη από τη Μάλτα, στα μέσα της δεκαετίας του 1830, στη συνοδεία του αμερικανού ιεραποστόλου Δανιήλ Τέμπλου, μεταμορφώνοντας το εκδοτικό τοπίο της πόλης (σ. 96). Οι μισσιονάριοι τυπώνουν τώρα όχι μόνο θρησκευτικά κείμενα και τη Βίβλο, αλλά και παιδικά διδακτικά βιβλία, και διδασκαλικά εγχειρίδια για ενήλικους με στοιχειώδη γραμματισμό, ενώ επιχειρούν έκδοση ελληνο-αγγλικών περιοδικών που στοχεύουν σε απλούστευση και διάδοση ωφέλιμων γνώσεων.

Βασική συμβολή του μέρους αυτού της μελέτης αποτελεί η ανάλυση της εθνοτικής προέλευσης των συγγραφέων, των μεταφραστών, των τυπογράφων, των εκδοτών των παραγόμενων έργων και των διασταυρώσεων που εδώ παρατηρούνται. Έτσι, το τμήμα αυτό, αναδεικνύει τα συλλογιστικά λάθη των αυτοματοποιημένων ταυτίσεων γλώσσας παραγωγής και εθνικής προέλευσης ενός έργου (σ. 81: την «πρόθεση εφαρμογής ενός εθνικού ενδύματος σε προεθνικό μόρφωμα») που ως πρόσφατα επιβάλαμε στην ανάλυση της πολυ-πολιτισμικής βιβλιοπαραγωγής της πόλης, ενίοτε οδηγούμενοι σε ερευνητικά αδιέξοδα. Τώρα το προφίλ της εκδοτικής δραστηριότητας της Σμύρνης του 19ου αιώνα, μέσω της προσέγγισης της Ιωάννας Πετροπούλου, αποκαθίσταται στην πολυπλοκότητα και το μεγαλείο του. Αρμένιος ταυτίζεται, για παράδειγμα, ο τυπογράφος της Ακολουθίας του Οσίου Συμεών, ο, σύμφωνα με την ώς προσφατα εσφαλμένη αντίληψη άγνωστος Έλληνας, «Μάρκος», ο Μahtesi Marcos, δηλαδή – καθώς η έρευνα αρχίζει να ανατέμνει εγκάρσια τα εθνικά γραμματειακά σώματα. Τα κεφάλαια του μέρους αυτού του βιβλίου της Πετροπούλου εστιάζουν, αντίστοιχα: στους Αρμένιους και τους Βούλγαρους της πόλης, που γράφουν και στοιχειοθετούν ελληνικά ενώ συχνά εξελληνίζουν και το όνομά τους (ενδιαφέρον το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Γεωργίου Φωτιάδη, που δεν είναι άλλος από τον βούλγαρο Διαφωτιστή Κωνσταντίν Γεωργίεφ Φωτείνωφ – βλ. Πετροπούλου, σ. 84)· στους τουρκόφωνους χριστιανούς ορθόδοξους της πόλης που παράγουν καραμανλίδικα έντυπα (σε τουρκική γλώσσα, με ελληνικό αλφάβητο)· στους Λεβαντίνους ρωμαιοκαθολικούς της πόλης που παράγουν φραγκοχιώτικα έντυπα (σε ελληνική γλώσσα, με λατινικούς χαρακτήρες). Χωριστό υποκεφάλαιο καταλαμβάνουν οι Αμερικανοί και Άγγλοι προτεστάντες της Σμύρνης, καθώς ο προτεσταντισμός ως «ρεύμα ιδεών» (σ. 94) προηγείται στην πόλη της «θεσμικής» άφιξης των εντεταλμένων ιεραποστόλων: η παρουσία της αγγλικής, της ολλανδικής και της νεότερης αμερικανικής παροικίας λειτουργεί, κατά την ιστορικό, ως αρχικός πυρήνας διάδοσης προτεσταντικών ιδεών στην πόλη, που η εμβέλειά τους πηγαίνει πέρα από τη θρησκευτική κατήχηση. Ως επακόλουθο μάλλον, παρά ως αιτία του καθεστώτος αυτού, άρα, η «Βιβλική Εταιρεία» καθιστά τη Σμύρνη κύριο κέντρο της δράσης της, με το στέλεχός της Benjamin Barker να εγκαθίσταται στην πόλη το 1823, και να την υπηρετεί πιστά για 20 ολόκληρα χρόνια (Πετροπούλου, σ. 98). Κατά την ενδεικτική παράθεση των μεγεθών που πραγματοποιεί η ιστορικός, το 1842, η παραγωγή της ιεραποστολής στη Σμύρνη υπολογίζεται σε εκατό χιλιάδες σελίδες. Το εκτυπωτήριο της Σμύρνης παράγει περισσότερους από 44.000 τόμους, με τους οποίους εφοδιάζει, μεταξύ άλλων, και οκτώ έως δέκα βιβλιοπώλες στην Κωνσταντινούπολη (σ. 100).

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος του έργου, «Ο Δέκατος Ένατος Αιώνας και η Πορεία προς την Εθνική Συνείδηση» (σσ. 103-148),  παρουσιάζει ένα τοπίο πραγματικής άνθησης της τυπογραφίας στη Σμύρνη, τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και ως την Καταστροφή. Εστιάζει στο φαινόμενο του «έντυπου καπιταλισμού» (print capitalism), εξηγώντας την «υπεραξία» που δημιουργείται σε επίπεδο διαμόρφωσης των εθνικών συνειδήσεων, από τον πολλαπλασιασμό των δυνατοτήτων πρόσβασης στη γνώση, μέσω της ολοένα και επιταχυνόμενης αναπαραγωγής και διάδοσης του γραπτού κειμένου, διά του τυπωμένου χαρτιού. Αναφορά γίνεται αρχικά στις, πάντως όχι πολύ επαρκείς, πληροφορίες που διαθέτουμε σχετικά με την ύπαρξη ιδιωτικών χριστιανικών βιβλιοθηκών στη Σμύρνη του 18ου και του 19ου αιώνα, με πρώτη και καλύτερη εκείνη του Αδαμαντίου Ρύσιου, παππού του Αδαμαντίου Κοραή, και στην επιδραστικότητά τους στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Η οικονομική άνοδος των εμπόρων και η παιδεία της ανερχόμενης λογιοσύνης, σε περιπτώσεις τέτοιες και όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και πιο συχνά, ταυτίζεται. Και καθώς τα εκπαιδευτικά προγράμματα βελτιώνονται με καλπάζοντα ρυθμό στη διάρκεια του αιώνα, και ταυτόχρονα διευρύνεται αριθμητικά το αναγνωστικό κοινό και ως προς το φύλο των γυναικών που συμμετέχουν σε αυτό, μετατίθενται και οι προτιμήσεις. Ευρωπαϊκές λογοτεχνικές προτιμήσεις, εμπορική κατανάλωση εισαγόμενης λογοτεχνίας, και η άνοδος του νεωτερικού βιβλίου γενικότερα, προβάλλουν έκτυπα στη «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία» από τα μέσα του αιώνα και μετά (σ. 107), ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει στη φάση αυτή και ο διάλογος της βιβλιοπαραγωγής με το θέατρο.

Καθώς πληθαίνουν τα θέατρα στο αστικό τοπίο της πόλης από τη δεκαετία του 1840 και μετά, και θίασοι από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα κάνουν σκάλα στο λιμάνι για θεατρικές παραστάσεις, πληθαίνουν στους καταλόγους «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας» οι τίτλοι θεατρικών έργων, μεταφρασμένων ή διασκευασμένων. Και καθώς φυσάει ένας ευρωπαϊκός άνεμος στην πόλη ήδη από τη δεκαετία του 1830 και μετά, με τους χορούς, τα θεάματα, τη μόδα, την ευρωπαϊκή περιβολή να κυριαρχεί σε άνδρες και γυναίκες (παρά τη μερική ενδυματολογική οπισθοχώρηση που σημειώνεται μετά το 1908 για τους άνδρες, καθώς επανέρχεται το ανδρικό φέσι), παράλληλα καθίσταται σαφής από τη βιβλιογραφία η υποχώρηση του θρησκευτικού βιβλίου και η υπεροχή του σχολικού βιβλίου, και του βιβλίου ως αγωγού παιδείας γενικότερα (σ. 110).

 

Ελληνικός αυτοπροσδιορισμός

Η κοινωνία της Σμύρνης βρίσκεται σε διαδικασία αλφαβητισμού και εκκοσμίκευσης, και τούτο αντανακλάται στη βιβλιογραφία της. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να τονιστεί πως η συνεργασία της βιβλιολογίας και της πολιτισμικής και διανοητικής ιστορίας στις παρατηρήσεις αυτές της Πετροπούλου βρίσκει ιδεώδη εφαρμογή. Η ενότητα, πάντως, ολοκληρώνεται με αναφορά στα αρχαιογνωστικά λήμματα που πυκνώνουν στη «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία» από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, μια πύκνωση που, κατά την ιστορικό, σχετίζεται τόσο με τη νέα ορατότητα που αποκτά για τον συλλογικό νου η αρχαιολογία του περιβάλλοντος χώρου,  της Ιωνίας, όσο και με τη νέα αντίληψη, που μεταξύ άλλων προβάλλει και ο Κοραής, «ότι τα προγονικά κτήματα δεν προορίζονται ούτε για δωρεά, ούτε για οικονομική συναλλαγή» (σ. 113), αλλά αντίθετα αποτελούν φορείς εθνικής ταυτότητας. Όπως καθίσταται σαφές από τη βιβλιογραφία, και όπως αποτυπώνεται στην παράλληλη δραστηριότητα ίδρυσης μικρών μουσείων στα σχολεία, η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης σταδιακά συνειδητοποιεί τη θέση της «ως θεματοφύλακας μιας γενικευμένης, αλλά και συνάμα τοπικής παράδοσης» (σ. 115). Κατά την εύστοχη διατύπωση της ιστορικού: «Η τάση για τη θέσμιση χώρων συγκέντρωσης, διαφύλαξης και έκθεσης των αρχαιοτήτων που αποσκοπεί στη δόμηση ενός Μουσείου αποδεικνύει τη χρησικτησία σε πολιτισμικό επίπεδο» (στο ίδιο).

Ακολουθεί ο εξελληνισμός των τουρκικών ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων του γενεθλίου τόπου και η εμφάνιση των «εμπειρικών δημοσιογράφων» (σ. 120) ως διαμεσολαβητών στην προσπάθεια κατανόησης της σύγχρονης κοινωνίας, σε ρόλο παρόμοιο με αυτόν που έχουν ήδη αναλάβει μεταφραστές και λογοτέχνες. Οι πέντε πρώτες ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης εμφανίζονται με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τη δεκαετία του 1830 (με προεξάρχουσα τη μακρόβια Αμάλθεια που πρωτοεκδίδεται το 1838). Τα πρόσωπα-θιασώτες της εθνικής ιδέας, οι «ελληνόφρονες διανοούμενοι» κατά τη φράση της ιστορικού, ομοίως ξεκινούν από τον εξελληνισμό των ονομάτων τους – ο σμυρναίος αρχαιολάτρης Πέτρος Σκυλίτζης αποφασίζει ως ενήλικας να υπογράφει Πέτρος Σκυλίτζης-Ομηρίδης. Πιο χαρακτηριστικά, ο πρώτος λόγιος «νέου τύπου», Αβράμιος Ομηρόλης (1799-1839), έχει γεννηθεί τουρκόφωνος ορθόδοξος στο Εντιρλίκ στην ενδοχώρα της Ανατολής, ως Ουμουρλόγλου. Σταδιοδρομεί ως διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, και της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης· η επαγγελματική του αποκατάσταση ανταμείβει την εξελληνιστική στροφή του. Στο έργο του Δοκίμιον Επιστολικών Κανόνων (Σμύρνη, 1834 –λήμμα 15 στη «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία») εξηγεί ότι ο εξελληνισμός του αποτέλεσε το όχημα ένταξής του στην εθνική συλλογικότητα, και προγραμματικά προτείνει: «“Όλοι δι’ ανατροφής εθνικής να γινόμεθα όλοι μέλη του έθνους οικεία”» (Πετροπούλου, σ. 123). Για μια ακόμα φορά, το υλικό τεκμήριο της βιβλιοπαραγωγής της πόλης (και το κείμενο που εδώ εμπεριέχεται), ερμηνεύεται αναγωγικά από την ιστορικό ως τεκμήριο των ιδεών που κυοφορούνται στην πόλη, σε μια σαγηνευτική σχέση σχεδόν ευθείας αναλογίας.

Το τέταρτο μέρος της μελέτης της Πετροπούλου κορυφώνεται στην παρουσίαση και τον σχολιασμό των άλλων θεσμών, όπως τα εκπαιδευτήρια, οι σύλλογοι και τα ιδρύματα, που γίνονται φορείς των εθνικών ιδεών, με ιδιάζοντος ενδιαφέροντος ανάμεσά τους το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής που διηύθυνε η λογία παιδαγωγός Σαπφώ Λεοντιάς (1832-1900 –βλ. λήμμα 467 στη «Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία»: Κανονισμός του εν Σμύρνη Ελληνικού Παρθεναγωγείου υπό Σ. Λεοντιάδος Διευθυνομένου. Εν Σμύρνη, Εκ της Τυπογραφίας Ι. Μάγνητος. 1858). Αντίστοιχο ρόλο επιτελούν και οι Εμπορικές Λέσχες που «συνιστούν δείκτη της οικονομικής εξέλιξης του ελληνικού στοιχείου, αλλά και της έμφασης που, με το κύλισμα των χρόνων, οι ιδρυτές αποδίδουν στην εθνική ταυτότητα της κάθε ομάδας» (σ. 127). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τέλος τα αναγνωστήρια της Σμύρνης του 19ου αιώνα ως φορείς των νέων ιδεών, όπου το αναγνωστικό κοινό, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση αριθμεί και γυναίκες (γεγονός που συνιστά πρωτοπορία σε σχέση με ό,τι συνέβαινε την ίδια περίοδο στη γηραιά Αλβιόνα, φερ’ ειπείν), μπορεί να βρει εφημερίδες, έντυπα και ξένα βιβλία, λογοτεχνικά ή άλλα. Διότι, όπως βεβαιώνει η ιστορικός, ώς περίπου τις αρχές του 20ού αιώνα στη Σμύρνη, το βιβλιοπωλείο αποτελούσε σπάνιο και καινοτόμο είδος καταστήματος (σ. 129).

Αναφορά γίνεται, ειδικά εδώ, στο αναγνωστήριο του Συλλόγου αποφοίτων της Alliance, που είχε στη διάθεσή του γαλλική βιβλιοθήκη με άφθονα βιβλία και εφημερίδες γαλλικές και ισπανο-εβραϊκές φερμένες από την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη (σ. 130). Και για μια ακόμα φορά, με τις μεμονωμένες, μαεστρικά τοποθετημένες στην ροή του κειμένου, χωροταξικές αυτές αναφορές η εικόνα της Σμύρνης του 19ου αιώνα μπορεί να ανασυντεθεί σκηνογραφικά σχεδόν, μέσα από το αφηγηματικό ταλέντο της Ιωάννας Πετροπούλου.

Το τέταρτο μέρος ολοκληρώνεται με την αναλυτική παρουσίαση του ιδρύματος που οραματίστηκε ο Κοραής, αλλά ξεκίνησε να ανεγείρεται πενήντα χρόνια μετά τον Αγώνα, το Μουσείον και Βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής – πρόκειται για ένα ίδρυμα που συνενώνει, συμβολικά και ουσιαστικά, τρεις θεσμούς που σχετίζονται με τη νεωτερικότητα: το Μουσείο, τη Βιβλιοθήκη, το Εκπαιδευτήριο. Το Ίδρυμα συνειδητά θα συντελέσει στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, όπως δείχνει η Πετροπούλου, ερμηνεύοντας τα φυλλάδια των ετήσιων λογοδοσιών που εκφωνούν οι πρόεδροί του (ένα είδος «ιστορικό περισκόπιο», σ. 132) την περίοδο της ανόδου της εθνικής ιδέας. Πρόκειται για έντυπα που, για μια ακόμα φορά, υπογραμμίζουν τη σημασία της ύπαρξης της ανανεωμένης «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας», καθώς αριθμούνται ως διαδοχικά λήμματά της. Διαβάζουμε, λοιπόν, μέσα από το βλέμμα της ιστορικού τη Λογοδοσία 1873, τη Λογοδοσία 1875, τη Λογοδοσία 1878, και τη Λογοδοσία 1879. Μέσα από τις τέσσερις αυτές χρονιές, όπως αποτυπώνονται στα πεπραγμένα τους, πληροφορούμαστε δεδομένα γύρω από την ανάπτυξη της βιβλιοθήκης της Σχολής. Το 1831 αριθμεί λιγότερο από 1.000 τόμους, αλλά στα χρόνια που θα ακολουθούν πραγματοποιούνται έξι παραγγελίες για αγορά βιβλίων, ενώ αγοράζεται και η βιβλιοθήκη του μαθητή και μετέπειτα καθηγητή της Σχολής Δ. Μαυροφρύδη.

Το 1873, το έτος για το οποίο γίνεται ο λόγος στο πρώτο φυλλάδιο, αγοράζεται επίσης η βιβλιοθήκη του Ελβετού συλλέκτη Gonzenbach.  Στο δελτάριο του 1875 πληροφορούμαστε, αντίστοιχα, πως ο επιμελητής της Βιβλιοθήκης, Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, παραλαμβάνει 4.124 τόμους, τους οποίους μέσα σε δεκατρείς περίπου μήνες θα αυξήσει σε 6.058 τόμους. Οι δωρεές φθάνουν αθρόες. «Εύποροι του παροικιακού ελληνισμού, αλλοδαποί επιστήμονες, έλληνες κληρικοί» συγκαταλέγονται ανάμεσα στους δωρητές (σ. 140). Στοιχεία για δωρητές συναντούμε και στο δελτάριο του 1878, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο απόφοιτος της σχολής των Κυδωνιών, διάσημος γάλλος εκδότης Ambroise Firmin Didot, αλλά και ο Ερρίκος Σλήμαν, για το τμήμα χειρογράφων. Κατά παρόμοιο τρόπο, δηλαδή, αν και όχι σε τέτοια μεγέθη, αυξάνεται και η συλλογή χειρογράφων της Σχολής. (Με τη σειρά της, η Βιβλιοθήκη δωρίζει τα πολλαπλά της σε σωματεία και συλλόγους της Ανατολής). Στο τελευταίο φυλλάδιο που αναλύει η Ιωάννα Πετροπούλου, θίγεται το ζήτημα του ανταγωνισμού με το εθνικό κέντρο, την Αθήνα: στέλεχος των Rally Brothers τον οποίο προσεγγίζει το Ίδρυμα με στόχο να τον καταστήσει δωρητή, αρνείται, με το σκεπτικό ότι αυτό δεν φέρει «εθνικόν χαρακτήρα».

Θίγεται εξίσου στο τελευταίο φυλλάδιο  το ζήτημα των αναγνωστικών προτιμήσεων που οφείλει να προωθεί το ίδρυμα, αντικαθιστώντας την ανάγνωση της «επιβλαβούς» ξένης λογοτεχνίας με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Έχουμε, ακόμα, αναφορές στις εκδοτικές εργασίες της ίδιας της Ευαγγελικής Σχολής. Προηγείται η συστηματική προσπάθεια συγγραφής ή διασκευής βιβλίων γενικής ιστορίας, αλλά και ιστορίας τοπικής, κυρίως για εκπαιδευτική χρήση. Έπεται η πολύ λογιότερη προσπάθεια δημιουργίας μονογραφιών και εκδόσεων με κέντρο την σμυρναϊκή αρχαιότητα – πρόκειται για εκδόσεις (αρχαιολογικές, νομισματικές, κ.λπ.) που απευθύνονταν σε ένα κλειστό και εξειδικευμένο κοινό, και οι οποίες, για τον λόγο αυτό, ατόνησαν. Στο γύρισμα πλέον του αιώνα, τα εκπαιδευτήρια έχουν πληθύνει, όμως η λογιοσύνη έχει μετατοπιστεί. Ο αγώνας, παρατηρεί η Ιωάννα Πετροπούλου, δίνεται μέσα από την τέταρτη εξουσία, τον Τύπο. Η «νέα λογιοσύνη της εκκοσμίκευσης βρίσκεται σε διαδικασία ανέλιξης, παρά το ότι δεν έχει προλάβει να μεστώσει» (σ. 148). Άλλωστε, το κτίριο της Βιβλιοθήκης της Ευαγγελικής Σχολής, όπως και η συλλογή της, αφανίζονται ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1922.

 

Κιβωτός μνήμης

Μετά τη συναρπαστική εξιστόρηση της ιστορίας της Σμύρνης τον 19ο αιώνα μέσα από την ιστορία των βιβλίων της, στην τελική ενότητα της μελέτης της, «Επίλογος» (σσ. 149-160), η μελετήτρια, προβαίνει σε ορισμένες κρίσιμες μεθοδολογικές επισημάνσεις από τις οποίες σταχυολογώ, και παραθέτω κατά λέξη, ενδεικτικά:

1. «Η Βιβλιογραφία αθροίζει τη διαδρομή της πόλης στη δυναμική της εκδοχή συνδέοντας αναμεταξύ τους τις ατομικές μεμονωμένες δραστηριότητες μικρού βεληνεκούς, εγγράφοντάς τες στη δημόσια σφαίρα»· 2. «Η Βιβλιογραφία μπορεί να ιδωθεί ως μια έντυπη εκδοχή της ιστορικής πορείας της Σμύρνης στη μακρά της διάρκεια – μιας πόλης που σε διάστημα δύο-τριών γενεών αφομοίωσε δημιουργικά τα αγαθά της νεωτερικότητας εδραιώνοντας την εθνική της ταυτότητα»· 3. «Συνεπώς, η παρούσα συναγωγή βιβλίων δεν αποτελεί έναν ταξινομημένο κατάλογο, όπου στεγανά και μονοδιάστατα παρουσιάζονται απλώς διάφορα λήμματα. Διαθέτει εσωτερική δυναμική, αξίζει να προσεγγιστεί ως μια ιστορική τοιχογραφία, όπου ξετυλίγεται η πνευματική ζωή της Σμύρνης, μιας πόλης της οποίας η βιβλιοπαραγωγή καλύπτει σε διάρκεια περισσότερο από ενάμιση αιώνα –συγκεκριμένα από το 1764 έως το 1922»· 4. «Η Βιβλιογραφία, […], δεν συνιστά αυτοσκοπό. Είναι μια κιβωτός μνήμης […]».

Πρόκειται, ομολογουμένως, για μια συναρπαστική αφήγηση. Εκκινώντας από ιστορικές μεθόδους ανάλυσης του υλικού οι οποίες, καθ’ όσον αντιλαμβάνομαι, οφείλουν πολλά στον Κ.Θ. Δημαρά και την «ιστορία των συνειδήσεών» του, αλλά και στις ποσοτικές αναλύσεις που εισήγαγε η Σχολή των Αnnales (και αναφέρομαι εδώ στις μεθόδους παρατήρησης της πύκνωσης και της αραίωσης στην εμφάνιση των φαινομένων, στην ανάλυση της συχνότητας παρουσίας τους μες στο χρόνο),  η Ιωάννα Πετροπούλου στο συναρπαστικό της μελέτημα Η Σμύρνη των Βιβλίων μετασχηματίζει το στατικό και «βουβό», ποσοτικό τεκμήριο της «Σμυρναϊκής Βιβλιογραφίας (1764-1922)», σε μια δυναμική εξιστόρηση, σε μια διαυγή ποιοτική ανάλυση, της εξέλιξης της ελληνικής εγγραμματοσύνης στη Σμύρνη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του έντυπου βιβλίου εκεί και ώς την Καταστροφή.

 

Μαρία Αθανασοπούλου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά το εγχειρίδιο του Jeremy Ηawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο: μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. Βιβλία της: Θεόδωρος Ντόρρος: Στου γλυτωμού το χάζι (2005), Το ελληνικό σονέτο (2011), Κ.Π. Καβάφης: τα θεατρικά ποιήματα (2014).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.