Σύνδεση συνδρομητών

Οι πρώτες Προκαταρκτικές και Προανακριτικές επιτροπές της Ελλάδας

Σάββατο, 24 Μαϊος 2025 00:55
Ludwig Michael von Schwanthaler, Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, 1836, τοιχογραφία, Ανατολικός Τοίχος, Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων.
Βουλή των Ελλήνων
Ludwig Michael von Schwanthaler, Η Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, 1836, τοιχογραφία, Ανατολικός Τοίχος, Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων.

Οι τελευταίες εξελίξεις του πολιτικού σκηνικού της χώρας, με τις επαναλαμβανόμενες συχνά-πυκνά τα τελευταία τρία χρόνια διαδικασίες προκαταρκτικών-προανακριτικών κοινοβουλευτικών επιτροπών για τα Τέμπη, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι αυτή η χώρα όντως παράγει περισσότερη ιστορία από όση μπορεί να καταναλώσει.

Έχει γραφτεί ότι η πρώτη προανακριτική επιτροπή του νεοελληνικού κράτους ήταν εκείνη του 1847 (οι εργασίες της οποίας, πάντως, δεν κατέληξαν σε παραπομπή πολιτικών προσώπων) και, σε κάθε περίπτωση, εκείνη της 26ης Δεκεμβρίου 1875 με την οποία παραπέμφθηκαν ως κατηγορούμενοι ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης (ο επονομαζόμενος και Τζουμπές) με τους πρώην υπουργούς του Βασίλειο Νικολόπουλο, Ιωάννη Βαλασόπουλο, Δημήτριο Γρίβα, Ιωάννη Δεληγιάννη και Δημήτριο Τριγγέτα.

Έχω τη γνώμη όμως ότι η πρώτη, ή μάλλον οι πρώτες, αφού πρόκειται για τέσσερις,  εξεταστικές προκαταρκτικές-προανακριτικές εξεταστικές επιτροπές του ελληνικού κράτους, ή, ακριβέστερα, μη υπάρχοντος ακόμη κράτους ούτε de facto ούτε de jure, του κοινοβουλευτικού και πολιτικού βίου της νεότερης Ελλάδας, έλαβαν χώρα σαράντα τέσσερα χρόνια πριν από τα παραπάνω, τον τρίτο μόλις χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης, δηλαδή το 1823, φυσικά πολύ πριν από την de jure αναγνώριση ελληνικού κράτους, η οποία έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου 1830.

Η έννοια των εξεταστικών κοινοβουλευτικών επιτροπών ήταν ήδη γνωστή στα προοδευτικά συντάγματα των ευρωπαϊκών χωρών της εποχής εκείνης. Συνεπώς, ως άρρηκτα συνυφασμένων των εν λόγω επιτροπών με την ευθύνη βουλευτών και διοίκησης (υπουργών), προβλέφτηκαν και τα δύο (και η ευθύνη των αξιωματούχων και οι επιτροπές) και στους δύο πρώτους επαναστατικούς συνταγματικούς χάρτες του υπό δημιουργία ελληνικού κράτους. Δηλαδή και στο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» ή τον «Οργανικό Νόμο» που ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822, και συγκεκριμένα στο ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄ και στα άρθρα ν΄, να΄, για τα μέλη του Βουλευτικού, στο άρθρο νβ΄ για τα μέλη του Εκτελεστικού και στο άρθρο νγ΄ για τους υπουργούς· και στο «Νόμο της Επιδαύρου» που ψηφίστηκε από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, τον Απρίλιο του 1823, με πολύ καλύτερη διατύπωση μάλιστα από τον προηγούμενο, στο ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄, ΚΕΦΑΛ. Ζ, άρθρα ξδ΄ και ξε΄ για τα μέλη του Βουλευτικού, στα άρθρα ξστ΄, ξξ΄ και ξη΄ για τα μέλη του Εκτελεστικού και στα άρθρα ξθ΄και ο΄ για τους υπουργούς.

Ως γνωστόν, από την ίδια ως άνω Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους  κατά τον ίδιο μήνα Απρίλιο του έτους 1823, προέκυψε και η δεύτερη κατά χρονολογική σειρά κυβέρνηση της χώρας, το δεύτερο πενταμελές Εκτελεστικό, το οποίο αποτελούνταν από τον Πέτρο (Πετρόμπεη) Μαυρομιχάλη  ως Πρόεδρο και τους: Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Μεταξά, Ανδρέα Ζαΐμη και Σωτήρη Χαραλάμπη ως μέλη, το οποίο με τη σειρά του διόρισε το προβλεπόμενο από το σύνταγμα οκταμελές υπουργικό Συμβούλιο, μεταξύ των μελών του οποίου, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, και τον υπουργό Οικονομικών Χαράλαμπο Περρούκα.

Ήδη όμως στον πολιτικό ορίζοντα της επαναστατημένης και εμπόλεμης χώρας είχαν αρχίσει να μαζεύονται τα σύννεφα του (πρώτου) εμφυλίου πολέμου, τα οποία είχαν να κάνουν, όπως πάντα, με τη νομή της εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ των κοτσαμπάσηδων της Πελοποννήσου που ασκούσαν έως τότε την εξουσία στο Μωριά, των Φιλικών και των πολιτικών που κυρίως ήλθαν από την Ευρώπη από την έναρξη της Επανάστασης και εντεύθεν,  των πλούσιων υδραίων καραβοκύρηδων που με τα λεφτά τους διεκδικούσαν μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία, των καπεταναίων της Στερεάς Ελλάδας που ανέστιοι και περιφερόμενοι μίσθωναν τις υπηρεσίες τους σ’ αυτόν που έδινε τα πιο πολλά, κ.ά. Η οποία νομή της εξουσίας εν όψει και της έλευσης του λόρδου Μπάυρον με την επικείμενη συνομολόγηση των πολυπόθητων δανείων και κυρίως εν όψει του πώς και κυρίως ποιος θα τα διαχειριστεί αυτά, αλλά και της επικείμενης αξιοποίησης του μοναδικού αξιόλογου περιουσιακού στοιχείου του υπό ίδρυση κράτους, δηλαδή των δημοσίων γαιών –εάν δηλαδή αυτές μισθωθούν ή εκποιηθούν για τις ανάγκες του πολέμου– πυροδότησε σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν άργησε να τραπεί σε πολεμική και εμφύλιο πόλεμο. Με κύριους αντιμαχόμενους πόλους τους μοναδικούς έως τότε συσταθέντες κρατικούς θεσμούς, δηλαδή το Βουλευτικό (Βουλή), το οποίο κατέχοντας την πολιτική δύναμη την εποχή αυτή έδρευε και συνεδρίαζε στο Άργος, και το Εκτελεστικό (Διοίκηση -  Κυβέρνηση), φρούραρχος του οποίου είχε διοριστεί πρόσφατα ο πρωτότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πάνος, το οποίο έδρευε στο Ναύπλιο και όπως ήταν φυσικό εξουσίαζε τη στρατιωτική δύναμη.

Έτσι, στην παραπάνω διαμάχη, το Βουλευτικό, ως πρώτο μέσον εναντίον του αντιπάλου του, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις σχετικές περί κοινοβουλευτικών επιτροπών προβλεπόμενες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος – Νόμου της Επιδαύρου, απευθύνοντας κατά χρονολογική σειρά κατηγορίες: α) κατά του υπουργού Οικονομικών Χαράλαμπου Περρούκα για παράνομη σύσταση μονοπωλίου του άλατος, ως ίσως του αδύναμου κρίκου της πλευράς του Εκτελεστικού, β) κατά των τριών εκ των πέντε μελών του Εκτελεστικού, ήτοι κατά του Προέδρου του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και των μελών Ανδρέα Μεταξά και Σωτήρη Χαραλάμπη, πλην του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος, πονηρώς όπως πάντα πράττων, επέλεξε να παραιτηθεί προτού του απαγγελθούν κατηγορίες, και του Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος ήταν πιο κοντά με τις θέσεις του Βουλευτικού, και γ) κατά ένδεκα μελών του Βουλευτικού, τα οποία ευνοϊκά διακείμενα προς το Εκτελεστικό, παρέμεναν στο Ναύπλιο και αρνούνταν να προσέλθουν όπου συνεδρίαζε το Βουλευτικό, δηλαδή στην αρχή στο Άργος και στη συνέχεια, εκδιωγμένο με τα όπλα από τον Πάνο Κολοκοτρώνη, στο Κρανίδι. Μάλιστα, οι έντεκα αντάρτες βουλευτές, όχι μόνον αρνούνταν να προσέλθουν στην έδρα του Βουλευτικού, αλλά συνεδρίαζαν μόνοι τους στην έδρα του Εκτελεστικού, στο Ναύπλιο, έχοντας στην ουσία συστήσει δική τους ξεχωριστή Βουλή.          .

Όλα αυτά, όπως προείπα, προβλέπονταν από τις διατάξεις του ισχύοντος την εποχή εκείνη συντάγματος (πραγματικά αξιοθαύμαστο επίτευγμα των επαναστατημένων Ελλήνων οι οποίοι δημιουργούσαν με εκλογές  Εθνικές Συνελεύσεις-Βουλές και ψήφιζαν δημοκρατικά συντάγματα, κυριολεκτικά σε απόσταση βολής από τις πολεμικές συγκρούσεις), ήτοι του Νόμου της Επιδαύρου και συγκεκριμένα στο:

ΤΜΗΜΑ ΣΤ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.

ξδ΄. Το Βουλευτικόν σώμα είναι απαραβίαστον, ολικώς θεωρούμενον. 

ξε΄. Αν έν ή πλείω των μελών του Βουλευτικού σώματος κατηγορηθώσιν επί πολιτικώ εγκλήματι ή παρανομία, διορίζεται επιτροπή επτά μελών του σώματος, η οποία, αφ’ ου εξετάση, αν είναι δεκτή η κατηγορία, αναφέρει εγγράφως την γνώμην της, και τότε, αν διά των δύω τρίτων των ψήφων του Βουλευτικού σώματος ελεγχθή ο κατηγορούμενος, κηρύττεται έκπτωτος της αξίας του από τον Πρόεδρον, και ως απλούς πολίτης διευθύνεται  προς το γενικόν της Ελλάδος κριτήριον, εις το οποίον διορίζεται ο βαθμός του εγκλήματος, και η ανάλογος ποινή. Κανείς δε εκ των βουλευτών δεν καθείργεται προ της εκπτώσεώς του.

ξστ΄. Το Εκτελεστικόν σώμα είναι απαραβίαστον, ολικώς θεωρούμενον.

ξξ΄. Αν έν ή πλείω των μελών του Εκτελεστικού σώματος κατηγορηθώσιν επί πολιτικώ εγκλήματι ή παρανομία, διορίζεται επιτροπή εννέα μελών εκ  του σώματος, η οποία, αφ’ ού εξετάση, αν είναι δεκτή η κατηγορία, αναφέρει εγγράφως την γνώμην της, και τότε, αν διά των τεσσάρων πέμπτων των ψήφων του Βουλευτικού σώματος ελεγχθή ο κατηγορούμενος, ο Πρόεδρος του Βουλευτικού κηρύττει αυτόν έκπτωτο της αξίας του, και ως απλούς πολίτης διευθύνεται  προς το γενικόν της Ελλάδος κριτήριον, εις το οποίον διορίζεται ο βαθμός του εγκλήματος, και η ανάλογος ποινή. Κανέν όμως εκ των μελών του Εκτελεστικού δεν καθείργεται προ της εκπτώσεώς του.

ξη΄[…]

ξθ΄. Αν είς ή πλείονες των υπουργών, ή ο Γενικός Γραμματεύς του Εκτελεστικού κατηγορηθώσιν ενώπιον του Βουλευτικού σώματος δι’ όσα υπόκεινται εις ευθύνην, κρίνονται και ελέγχονται κατά τον παρ. ξξ΄. Κανείς δε των επτά υπουργών δεν καθείργεται προ της εκπτώσεώς του, καθώς και ο Γενικός Γραμματεύς του Εκτελεστικού.

Και παρότι στις διατάξεις του παραπάνω συνταγματικού χάρτη, οι εν λόγω επιτροπές παραμένουν αχαρακτήριστες ως προς την προσωνυμία τους, από τη διατύπωση των έστω και ατελών διατάξεων που τις αφορούν, ως εκ του σκοπού και της αποστολής τους, προκύπτει αβίαστα ότι πρόκειται περί προκαταρκτικών και προανακριτικών επιτροπών του Βουλευτικού, που σαν αρμοδιότητα είχαν την εξέταση της διάπραξης ή όχι εγκλημάτων, ποίων εγκλημάτων και από ποιους. Συγκεκριμένα δε  εξέταση για την διάπραξη εγκλημάτων εκ μέρους: α) της πενταμελούς Διοικητικής Επιτροπής που ασκούσε συλλογικά την διοίκηση της χώρας, που εν προκειμένω ονομάζονταν Εκτελεστικό Σώμα, β) των οκτώ μελών (επτά υπουργών και ενός Γενικού Γραμματέα που ασκούσε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών) της κυβέρνησης, και γ) των παραστατών - βουλευτών του Βουλευτικού.

Βέβαια, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, οι παραπάνω διατάξεις δεν ήταν ούτε νομικοτεχνικά πλήρεις, ούτε αρκετά περιπτωσιολογικές, ούτε αρκετά σαφείς, αποδείχτηκαν όμως αρκετά λειτουργικές  ώστε να επιτελέσουν το σκοπό τους.

Έτσι λοιπόν το Βουλευτικό συνέστησε («διόρισε» κατά την τότε διατύπωση) μέσα σε διάστημα δέκα περίπου ημερών τέσσερις ειδικές κοινοβουλευτικές (τρεις προανακριτικές και μία προκαταρκτική κατά τη γνώμη μας) επιτροπές, τις παρακάτω:

Στη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 1823 (σύμφωνα με τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας - Πρακτικά του Βουλευτικού, κατά το δυνατόν στην αντιγραφή διατηρούνται η σύνταξη και η γραμματική των πρωτοτύπων) συνέστησε την πρώτη στην κοινοβουλευτική ιστορία του νέου ελληνισμού –προανακριτική κατά την γνώμη μου– επιτροπή, εναντίον του υπουργού Οικονομίας Χαραλάμπη Περρούκα, αποφασίζοντας:

Είτα εγένετο λόγος περί του Υπουργού της Οικονομίας, οπού έπραξεν εναντίον του οργανικού Νόμου, υπογράψας διακήρυξιν περί μονοπωλείου άλατος, μη προηγουμένου νόμου, και ενεκρίθη να διοριστή εννεαμελής επιτροπή κατά τον […] του οργανικού Νόμου,  ίν’ ακούση την απολογίαν του και αναφέρη προς το Βουλευτικόν. Και εξελέχθησαν οι κύριοι Ασημάκης Φωτίλας, Αναστάσιος Λόντος, Εμμανουήλ  Αντωνιάδης, Μαργαρίτης Δημάδης, Γεώργιος Παππά Ηλιόπουλος, Ιωάννης Κοντουμάς, Ιωάννης Πάγκαλος, Νικόλαος Μηλιάνης, Ν. Γ. Λουμάκης, εκ των οποίων απεφασίσθη Πρόεδρος ταύτης ο κ. Φωτίλας.

Τρεις ημέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 1823, το Βουλευτικό συνέστησε τη δεύτερη –προκαταρκτική κατά τη γνώμη μου– επιτροπή, εναντίον συνολικά του εκτελεστικού το οποίο είχε εγκατασταθεί στο Ναύπλιο και αρνούνταν να μεταβεί στο Άργος όπου συνεδρίαζε το Βουλευτικό, αποφασίζοντας ότι:

Επειδή και επροσκλήθησαν τα μέλη του Εκτελεστικού ενταύθα, διά να γένη συνδιάλεξις περί ων κοινών συμφερόντων, οπού ανάγκη να γένη και εξέτασις κατά τί ήμαρται εις τον οργανικόν Νόμον,  ως εκ μέρους του Βουλευτικού, απεφασίσθη να συγκροτηθή επιτροπή, ίνα, κατά τα πρακτικά, εξετάσωσι και εύρωσι, τα όσα παρά νόμον επράχθησαν παρά του Εκτελεστικού, και εξελέχθησαν οι βουλευταί κ. Ασημάκης Φωτίλας, Αναστάσιος Κορνήλιος, Αναστάσιος Λόντος, Γκίκας Καρακατσάνης, Ιωάννης Κοντουμάς, Αναγνώστης Κοκκοράκης και Εμμανουήλ Αντωνιάδης.

Επιτροπή η οποία αν και επρόκειτο να ελέγξει το Εκτελεστικό και άρα έπρεπε να είναι εννεαμελής, εν τούτοις ήταν επταμελής. Στην Επιτροπή αυτή ανατέθηκαν καθήκοντα προκαταρκτικής εξέτασης προς διάγνωση και προσδιορισμό των εγκλημάτων από τα μέλη του Εκτελεστικού. 

Στη συνέχεια, αφού το Εκτελεστικό δεν συμμορφώθηκε με την πρόσκληση του Βουλευτικού, και στο πλαίσιο της προσπάθειας που γινόταν όλον αυτό τον καιρό από διαφόρους για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, στη συνεδρίαση της 9ης Δεκεμβρίου 1823 το Βουλευτικό, συνέστησε για το ίδιο θέμα νέα –προκαταρκτική επίσης– επιτροπή, εννεαμελή αυτή τη φορά, αποφασίζοντας:

Έτι εγένετο λόγος περί του Εκτελεστικού Σώματος, αν δεν θελήση κατά τον νόμον, να συγκατανεύση εις τα συμφέροντα της Πατρίδος, και αν, ως άχρι τούδε, εξακολουθή να αντιπράττη, και εδιωρίσθη εννεαμελής επιτροπή διά να προσχεδιάση έναν έλεγχον των καταχρήσεών του, και την κατά νόμον κατηγορίαν του, αν χρειασθή, και εξελέχθησαν οι βουλευταί κύριοι Αναστάσιος Λόντος, Ιωάννης Κοντουμάς, Γκίκας Καρακατσάνης, Νικόλαος Μηλιάνης, Δημήτριος Παρδαλάκης, Γεώργιος Μαυρομμάτης, Ιωάννης Ευγενίδης, Μαργαρίτης Δημάδης και Γεώργιος Ηλιόπουλος.

Τέλος και αφού οριστικά πλέον το Εκτελεστικό επέμεινε στις απόψεις του, στις 17 Δεκεμβρίου 1823 συνεδρίασε το Βουλευτικό. Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας την κατηγορία κατά του Προέδρου του Εκτελεστικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του μέλους Σωτηρίου Χαραλάμπη, αποφάσισε την επανασύσταση της ίδιας ως άνω επιτροπής, ως προανακριτικής αυτή τη φορά, όπως παρακάτω:

Τη αυτή εγένετο Δευτέρα συνέλευσις, και ενεκρίθη το προβληθέν σχέδιον περί ανανεώσεως των μελών του Εκτελεστικού, αφού πρώτον γένη η κατηγορία ενός εκάστου των μελών, δι’ επιτροπής, κατά τον οργανικόν Νόμον, και αποβληθώσιν αποβλητέοι, και εδιωρίσθη, ως προλαβόντως η αυτή επιτροπή, συγκειμένη από τους βουλευτάς κυρίους Αναστάσιον Λόντον, Ιωάννην Ευγενίδην, Γκίκαν Καρακατσάνην, Ιωάννην Κοντουμάν, Γεώργιον Μαυρομμάτην, Γεώργιον Παππά Ηλιόπουλον, Μαργαρίτην Δημάδην, Δημήτριον Παρδαλάκην και Ν. Μηλιάνην, προς ους εδόθησαν οι διαταγαί ενί εκάστω ως ακολουθεί: ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ , ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΣΩΜΑ, Προς τον ευγενέστατον βουλευτήν κύριον Αναστάσιον Λόντον, Κατά τα σημερινά πρακτικά της συνελεύσεως εδιωρίσθη εννεαμελής επιτροπή, συγκειμένη παρά των κυρίων  Γκίκα Καρακατσάνης, Ν. Μηλιάνη, Μαργαρίτη Δημάδη, Ιωάννου Κοντουμά, Ιωάννου Ευγενίδου, Γεωργίου Παππά Ηλιόπουλου, Δημητρίου Παρδαλάκη και Γεωργίου Μαυρομμάτη, εν οίς συγκαταριθμείσθε και η ευγενεία σας, ίνα, κατά τον διοργανικόν Νόμον, ερευνήσητε, αν δεκτή η κατηγορία των δύω μελών του Εκτελεστικού, του Προέδρου δηλαδή κυρίου Πέτρου Μαυρομιχάλη και του κυρίου Σωτηρίου Χαραλάμπους εις τα δεκατρία άρθρα οπού εκατηγορήθησαν, και την γνώμη σα σαν καθυποβάλητε εις την επίκρισιν του όλου Σώματος.

Αυτή ήταν η δεύτερη επιτροπή, με τις τρεις επιμέρους επιτροπές να λογίζονται κατά τη γνώμη μου ως μία, και λόγω της ταυτότητας του αντικειμένου τους και λόγω του ότι εξέδωσαν ένα μόνο πόρισμα.

Περαιτέρω, το Βουλευτικό στη συνεδρίασή του της 22ας  Νοεμβρίου 1823, συνέστησε την τρίτη –προανακριτική επίσης– επιτροπή, εναντίον των ένδεκα ανταρτών βουλευτών του, αποφασίζοντας ότι: 

Έτι εγένετο πάλιν επανάληψις περί των εν Ναυπλίω βουλευτών και, διαφιλονεικήσεως γενομένης, αν πρέπη να κατηγορηθώσιν, ερωτήθησαν ανά έν όλα τα μέλη του Βουλευτικού, και ενέκριναν ομοφώνως να κτηγορηθώσι κατά τον οργανικόν Νόμον και να διορισθή επί τούτω επταμελής επιτροπή, της οποίας εξελέχθησαν μέλη οι βουλευταί κύριοι: Ασημάκης Φωτίλας, Αναστάσιος Λόντος, Γκίκας Καρακατσάνης, Μαργαρίτης Δημάδης, Ανδρέας Χ΄΄ Αναργύρου, Δημήτριος Παρδαλάκης και Αναγνώστης Αθανασίου. Τα ονόματα των εν Ναυπλίω βουλευτών είναι τα’ ακόλουθα: ο Αναγνώστης Παπά Γιαννόπουλος, Πρωτοσύγκελος Γεράσιμος, Δημητράκης Παππά Γιαννόπουλος, Αναστάσιος Κατσαρός, Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Βασίλειος Χριστακόπουλος, Πάνος Ράγκος, Ιωαννούλης Νάκος, Ευστάθιος Σπυρίδωνος, ο Μοθώνης Γρηγόριος και ο Οικονόμος Παππά Θεόδωρος.

Τέλος το Βουλευτικό, στην αυτή ως άνω συνεδρίασή του της 22ας  Νοεμβρίου 1823, συνέστησε την τέταρτη –προανακριτική και αυτή– επιτροπή της κοινοβουλευτικής ιστορίας της χώρας, εναντίον του μέλους του Εκτελεστικού Ανδρέα Μεταξά, αποφασίζοντας ότι:

Έτι εγένετο λόγος περί της παραβάσεως του Ανδρέα Μεταξά, όστις, μέλος ών του Εκτελεστικού, εναντίον του Νόμου, και ενώ έβλεπεν ότι με την έλλειψίν του θέλει απρακτήσει το Εκτελεστικόν, άφησεν τον τόπον του και υπήγεν εις πράγματα μερικά, και ενεκρίθη πα’ όλου του Σώματος να διορισθή εννεαμελής επιτροπή, κατά τον οργανικόν Νόμον, διά να κρίνη τα όσα αφορώσι προς κατηγορίαν του και εξελέχθησαν οι βουλευταί κύριοι Γεώργιος Μαυρομμάτης, Αναγνώστης Αθανασίου, Εμμανουήλ Αντωνιάδης, Αναγνώστης Κοκκοράκης, Ιωάννης Κοντουμάς, Ιωάννης Παππά Διαμαντόπουλος, Νικόλαος Μηλιάνης, Γεώργιος Κανναβός και Γκίκας Καρακατσάνης.

Τα αποτελέσματα: Η πρώτη χρονικά ως άνω επιτροπή δέκα ημέρες μετά το διορισμό της, ήτοι στη συνεδρίαση του Βουλευτικού της 24ης Νοεμβρίου 1823, παρουσίασε το θετικό επί της κατηγορίας πόρισμά της, με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα το Βουλευτικό «αντιπροεδρεύοντος του αγίου Βρεσθένης κυρίου Θεοδωρήτου» να αποφασίσει:

Έτι παρέστησεν η διορισθείσα επιτροπή περί της κατηγορίας του Υπουργού της Οικονομίας Χαράλαμπου Περρούκα και ανεγνώσθη, καθ’ ήν γίνεται υπεύθυνος και έκπτωτος του υπουργήματός του και, ως απλούς πολίτης, να κριθή οπού ανήκει. Η αυτή κατηγορία ενεκρίθη και παρ’ όλου του Σώματος. Όθεν ομοφώνως απεφασίσθη, ο μεν υπουργός να κηρυχθεί έκπτωτος, το δε μονοπωλείον άλατος να αναιρεθή και να ειδοποιηθή διά προβουλεύματος το Εκτελεστικόν περί της εκπτώσεως του υπουργού και της καθαιρέσεως του μονοπωλείου άλατος, και ότι άλλον υπουργόν να μη διορίση, καθότι θέλει λάβη μέτρα το βουλευτικόν περί του υπουργείου τούτου. Και εγένετο διακήρυξις περί μεν της εκπτώσεως του υπουργού υπ’ αριθ. 504, περί δε του μονοπωλείου άλατος υπ’ αριθ. 505 και η προς το εκτελεστικόν ειδοποίησις υπ’ αριθ. 506.  

Η δεύτερη ως άνω επιτροπή, προέβη πράγματι σε «έλεγχο» των κατηγοριών και, αρκούντως αιτιολογημένα για την εποχή και τις όλως έκτακτες πολεμικές περιστάσεις, οδηγήθηκε σε θετικό των κατηγοριών πόρισμα το οποίο συνέταξε στις 19 Δεκεμβρίου 1823 και το οποίο (το μόνο από τα τέσσερα που είναι αναλυτικό), δημοσιευθέν στα γνωστότατα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα του Μεσολογγίου (φύλλα 15, 20 Φεβρουαρίου 1824 και 16, 23 Φεβρουαρίου 1824), είχε όπως παρακάτω:

Προς το Σ. Β ο υ λ ε υ τ ι κ ό ν  Σ ώ μ α.

Διορισθέντες ημείς οι υποσημειούμενοι παρά του Σ. Τούτου Σώματος Εννεαμελής επιτροπή, διά να εξετάσωμεν αν δεκτή η κατηγορία των δύω μελών του Εκτελεστικού Σώματος, ήγουν του Προέδρου Κυρίου Π.Μαυρομιχάλη και Κυρίου Σωτηρίου Χαραλάμπους, και ακολούθως ερευνήσαντες κατά τους παραγράφους του οργανικού Νόμου υπό αρ. ξξ΄, εύρομεν την κατηγορίαν δεκτήν, και αυτούς υπευθύνους κατά την εφεξής έκθεσιν, εμπεριέχουσαν τας παρανομίας, εγκλήματα και καταχρήσεις των. Είναι δε.

α΄.) Τα δημόσια εισοδήματα, των οποίων η επιστασία τους εδόθη, διά να εξοικονομήσωσι την εκστρατείαν θαλάσσης και ξηράς, προς ασφάλειαν της επικρατείας, τα κατεχράσθησαν.

β΄.) Εν ώ το Βουλευτικόν έδωκε την πληρεξουσιότητα εις όλα τα τρία μέλη του Εκτελεστικού, τα εκστρατεύσαντα, και εξεδόθη νόμος υπ’ αρ. 25, ώστε ο Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, και έν των μελών να συμπαρευρίσκωνται, και να συνενεργώσιν, αυτοί έδωσαν την πληρεξουσιότητα, και απεχώρησαν εκ του Σώματός των, τον Αντιπρόεδρον εναντίον του νόμου, χωρίς να ειδωποιήσωσι το Β.Σώμα.

γ΄.) Ο οργανικός νόμος κατά την παράγραφ. μ΄, διορίζει οι στρατιωτικοί προβιβασμοί, να εγκρίνωνται παρά του Β. προβαλλόμενοι παρά του εκτελεστικού, αυτοί έδωκαν ικανούς προβιβασμούς, χωρίς να ερωτήσωσι καν το Βουλευτικόν.

δ΄.) Τα δημόσια πράγματα, και μάλιστα Κανόνια, και άλλα είναι όλου του έθνους, και δεν ημπορεί μήτε Βουλευτικόν μήτε Εκτελεστικόν  να εκποιήση, και αυτοί μόλον τούτο, επώλησαν κανόνια, του Ναυπλίου, και χωρίς της ειδήσεως του Βουλευτικού.

ε΄.) Εν’ ώ μήτε το εννόνειν, μήτε το διαιρείν επαρχίας είναι εκ των καθηκόντων του Εκτελεστικού, αυτοί εξέδωκαν προκηρύξεις να ενώνωσι την επαρχίαν αγίου Πέτρου, με τον Πραστόν, επερειδόμενοι εις μιαν πλαστήν αναφοράν τινών ατόμων, και έπειτα ειδοποίησαν το Βουλευτικόν.

στ΄.) Εν’ ώ το ψήφισμα της εθνικής συνελεύσεως, διορίζει την εκλογήν των επαρχιών, ως και την αποβολήν, να γίνεται συναινέσει των δύω σωμάτων της Διοικήσεως, ούτω ρητώς, να μην αποβάλλεται κανένας των επάρχων, ειμή συναινέσει των δύω ειρημένων σωμάτων, και τόσον η εκλογή και ο διορισμός, όσον η αποβολή των επάρχων, προβάλλονται εκατέρωθεν, πάντοτε όμως εγγράφως, ταύτα τα μέλη εδιόρισαν επάρχους άνευ της συγκαταθέσεως, και της προειδοποιήσεως του Βουλευτικού.

ζ΄.) Ο οργανικός νόμος σκλάβον δεν γνωρίζει, και εμποδίζει και ν’ αγοράζηται, και να πωλείται, αυτοί επώλησαν τούρκους αιχμαλώτους, τους οποίους αιχμαλώτευσεν όλον το έθνος με το αίμα του.

η΄.) Ο οργανικός νόμος δίδει την πράσιν εθνικών κτημάτων εις μόνον το Βουλευτικόν, και το Εκτελεστικόν δεν έχει καμμίαν εξουσίαν, ή άδειαν, και όμως αυτά τα μέλη προεκήρυξαν πράσσιν εθνικών κτημάτων, άνευ της ειδήσεως και αδείας του Βουλευτικού.

θ΄.) Ο οργανικός νόμος εμποδίζει κάθε είσπραξιν, άνευ προεκδοθέντος νόμου. Αυτά όμως τα μέλη παρέβλεψαν, και ο υπουργός της οικονομίας προεκήρυξε, και αποκατέστησε μονοπωλείον άλατος, και εν’ ώ το Βουλευτικόν απεκήρυξε αυτόν παρανομήσαντα, αυτοί τον κρατούν και υπογράφει ως υπουργός. Άρα, και το τόσον ολέθριον προς τον λαόν μονοπωλείον άλατος είναι με την συγκατάθεσίν των.

ι΄.) Εν ώ κατά τον νόμον ολιγώτερα από τρία μέλη του Εκτελεστικού δεν ημπορούν να ενεργήσουν, και ευθύς οπού λείψει έν των τριών μελών, το Εκτελεστικόν μένει λελυμένον, και αργεί η Διοίκησις, αυτοί συνεφώνησαν και έστειλαν εις Καρύταιναν, τον Ανδρέαν Μεταξάν, τρίτον μέλος, και ούτω διέσεισαν τας θεμελιώδεις αρχάς του οργανικού νόμου, και έκτοτε διέκοψαν κάθε ανταπόκρισιν μετά του Βουλευτικού, και ενέκρωσαν τας υποθέσεις της Πατρίδος.

ια΄.) Το Βουλευτικόν διά την παρανομίαν του Ανδρέου Μεταξά, διώρισεν επιτροπήν, ήτις εξετάσασα την κατηγορίαν, εύρε δεκτήν, και ούτως εγένετο έκπτωτος, τα άλλα όμως δύω μέλη του Εκτελεστικού ουδόλως εισήκουσαν την φωνήν του νόμου, αλλ’ εκράτησαν αυτόν εις τον χώρον, και συνυπέγραφε.

ιβ΄.) Αντί του ελλείποντος μέλους του Εκτελεστικού διώρισε του Βουλευτικόν τον Κύριον Ιωάννην Κολέτην, και έπεμψε κατά την τάξιν το προβούλευμα προς τα μέλη του Εκτελεστικού, και αυτά δεν έβαλον εις πράξιν τον νόμον.

ιγ΄.) Εν’ ώ το Βουλευτικόν διέτριβε εις Αργος, και κατά τον νόμον υπ’ αρ. κη΄, επροσκαλούσε και τα μέλη του Εκτελεστικού, αίφνης τη 26 Νοεμβρίου έρχεται εκ Ναυπλίου η Εκτελεστική δύναμις της Διοικήσεως σημαιοφορούσα, και ο φρούραρχος του Ναυπλίου μ’ άρματα να βιάσωσι το απαραβίαστον Βουλευτικόν, μ’ εκείνα τα άρματα τα οποία τους έδωκεν η Πατρίς να υπερασπίζωνται τους νόμους και τους φύλακας των νόμων. Τα δε εκ Ναυπλίου μέλη του Εκτελεστικού, αδιαφορούντα, έβλεπον τούτο το παράνομον κίνημα, και όχι μόνον δεν συνέδραμον εις προφύλαξιν των κατακρατηθέντων νόμων, αλλ’ ούτε καν έγραψαν εις την Εκτελεστικήν των δύναμιν, να αφήση ήσυχον το Βουλευτικόν, αλλά μενόντων των αρμάτων εις Άργος, εζήτουν συμβιβασμούς με το Βουλευτικόν.

τη 19 Δεκεμβρ. 1823.

Τα μέλη της επιτροπής.

Την ίδια ημέρα μάλιστα (19η Δεκεμβρίου 1823) σε σχετική του συνεδρίαση το Βουλευτικό  αποφάσισε:

Είτα ανεγνώσθη η κατηγορία της εννεαμελούς επιτροπής των δύω μελών του Εκτελεστικού,  του Προέδρου δηλαδή Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Σωτηρίου Χαραλάμπου. Και σκεφθέν άπαν το Σώμα, αν δεκτή η κατηγορία ή ού, εγένετο δεκτή η κατηγορία. Διό και έκπτωτοι του βαθμού των.

Οπότε και στην ίδια συνεδρίαση αντικαταστάθηκαν από τους Γεώργιο Κουντουριώτη ως Πρόεδρο, Παναγιώτη Μπόταση και Νικόλαο Λόντο ως μέλη, συνυπολογιζομένου ως τέταρτου του Ιωάννη Κωλέττη ο οποίος είχε ήδη διοριστεί μέλος του μετά την παραίτηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και ως πέμπτου μέλους του Ανδρέα Ζαΐμη (του μόνου μέλους του προηγούμενου Εκτελεστικού που δεν είχε κατηγορηθεί και δεν είχε εκπέσει), μετά την οικειοθελή παραίτηση του οποίου τη θέση του πήρε ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης στη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 1824. 

Μάλιστα, λίγο αργότερα, το Βουλευτικό, το οποίο λόγω στρατιωτικής διά των όπλων εφόδου που δέχτηκε από τον Πάνο Κολοκοτρώνη και των στρατιωτών του, προπηλακισθέν αγρίως και εκδιωχθέν διά της βίας των όπλων από το Άργος (κατασχέθηκε μάλιστα από τον Πάνο Κολοκοτρώνη και το Αρχείο του), για μεγαλύτερη ασφάλεια μετακόμισε στο Κρανίδι ούτως ώστε να βρίσκεται κοντά στην Ύδρα), απηύθυνε σχετική διακήρυξη προς τον λαό, η οποία, σύμφωνα και πάλι με τα Ελληνικά Χρονικά (φύλλο 16, 23 Φεβρουαρίου 1824), έχει όπως παρακάτω: 

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

Το Β ο υ λ ε υ τ ι κ ό ν  Σ ώ μ α  Διακηρύττει προς το Πανελλήνιον. Εναντίον της ευχής του Βουλευτικού, έφθασεν η ώρα, ως μη ώφελεν , καθ’ ην οι νόμιμοι Παραστάταις σας, ώ άνδρες Έλληνες, βιάζονται αναφανδόν να σα λαλήσωσι. Τον διοργανικόν νόμον, την βάσιν της Σωτηρίας σας, δι’ ην ταύτα και τοσαύτα επάθαμεν και πάσχομεν, και τον οποίον, η θέλησίς σας εσύστησε, και ορκωθέντες παρεδώκατε εις τους νομοφύλακας παραστάταις σας, τον νόμον τούτον κατεπάτησαν τρία εκ των μελών του Εκτελεστικού, ο Πρόεδρος Π. Μαυρομιχάλη, ο Σωτήριος Χαραλάμπους, και Ανδρέας Μεταξάς. Κατά τι, και πόσον, και πώς παρηνόμησαν, πληροφορείσθε από την έκθεσιν της κατά τον διοργανικόν νόμον διορισθείσης εννεαμελούς επιτροπής, ήτις εξετάσασα τα εκείνων πεπραγμένα, καθυπέβαλλεν εις την επίκρισιν όλου του Β.Σώματος, και παμψηφεί εγένετο δεκτή η δημηγορία. Όθεν το βουλευτικόν κηδόμενον περί της σωτηρίας του εμπιστευθέντος έθνους, και της ασφαλείας της Πατρίδος, βιάζεται διά να μην υποπέση και αυτό εις κατηγορίαν και οργήν του έθνους, να προλάβη, μήπως και δαπανηθή επί ματαίω και αυτό αρμοδιότατον μεν, ολιγότατον δε διάστημα του  καιρού, οπού μας χαρίζει ο χειμών, και η περίστασις, ώστε να προφθασθή ενταυτώ και η δημόσιος οικονομία. Τα νεύρα της επικρατείας, και δυνάμει του οργανικού νόμου, όστις είναι η θέλησις του έθνους, διακηρύττει εκπτώτους της νομοτελεστικής αρχής τους ρηθέντας, Π. Μαυρομιχάλην, και Σωτήριον Χαραλάμπους, συν τω Ανδρέα Μεταξά εκ πεπτωκότι από της 25 Νοεμβρίου 1823 διά προβουλεύματος αρ. 512, και άλλους αντικαθίστησι, τον κύριον Γεώργιον Κουντουριώτην, Πρόεδρον του Σώματος, τον κύριον Παναγιώτην Μπότασην, τον προδιορισθέντα Κύριον Ιωάννην Κολέτην από της 25 Νοεμβρίου 1825δι’ επισήμου υπ’ αρ. 510, και τον κύριον Νικόλαον Λόνδον, άνδρας αξίους κ.λπ…

Εξεδόθη εν Κρανιδίοις τη 6 Ιαν. 1824.

Όσον αφορά την τρίτη ως άνω επιτροπή, αυτή κατέληξε επίσης σε θετικό πόρισμα, οπότε και στη συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό αποφάσισε:

Η επιτροπή περί της κατηγορίας των εν Ναυπλίω βουλευτών, των οποίων εις τα προχθεσινά πρακτικά ανεφέρθησαν τα ονόματα, καθυπέβαλεν εις την επίκρισιν του Βουλευτικού την κατηγορίαν.  Σκέψεως δε και διαφιλονεικήσεως γενομένης, αν κατά νόμον υπεύθυνοι οι βουλευταί ή ού, και  αν ένοχοι εκπτώσεως ή ού. Εγένετο ψηφοφορία και, πλην μιας ψήφου, άπασαι αι ψήφοι εις το ότι δεκτή η κατηγορία ευρέθησαν, διότι καθήμενοι εις Ναύπλιον παραβαίνουν τα χρέη των, και ουδέ λόγον αποδίδουσι εις το Βουλευτικόν, και δη τη των πλειόνων ψήφω ενεκρίθη νόμιμος η έκπτωσις αυτών, και κατά συνέπειαν τούτου επροβλήθη να γένη διαταγή προς τας επαρχίας, ότι να εκλέξωσι παραστάτας άλλους και να τους εξαποστείλωσι προς το Βουλευτικόν, εφ’ ώ και εγένετο το υπ’ αριθ. 508 και 509.   

Τέλος όσον αφορά την τέταρτη επιτροπή, και αυτή κατέληξε σε θετικό πόρισμα και στην αυτή ως άνω συνεδρίασή του (24 Νοεμβρίου 1823) το Βουλευτικό αποφάσισε ακόμη ότι:

Έτι η διορισθείσα επιτροπή περί της κατηγορίας του Ανδρέου Μεταξά καθυπέβαλεν εις την επίκρισιν του Βουλευτικού την απόφασίν της. Σκέψεως δε και διαφιλονεικήσεως γενομένης, αν δεκτή η κατηγορία ή ού, εγένετο ψηφοφορία και, πλην τριών ψήφων, άπασαι αι άλλαι ψήφοι εις το ότι δεκτή η κατηγορία. Και δη τη των πλειόνων ψήφω ενεκρίθη νόμιμος η έκπτωσίς των, εφ’ ώ και εγένετο προβούλευμα προς το Εκτελεστικόν υπ’ αριθμ. 512, ειδοποιητικόν της καθαιρέσεως από του εκτελεστικού χώρου του Ανδρέου Μεταξά, δι’ ό εποίησεν έγκλημα.

Από όλα τα προεκτεθέντα διαπιστώνουμε, όπως είναι φυσικό, πολλές διαφορές και αρκετές ομοιότητες της τότε διαδικασίας με την τωρινή. Τότε, η ολομέλεια του Κοινοβουλίου (Βουλευτικού) διατύπωνε και την κατηγορία και τα υποκείμενα αυτής (τους κατηγορούμενους) και εν συνεχεία ανέθετε σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή (επταμελή για τους βουλευτές και εννεαμελή για τα μέλη της Διοίκησης, δηλαδή Εκτελεστικό και υπουργούς, για να εξετάσει:  είτε εάν έχουν διαπραχθεί εγκλήματα, ποια και από ποιους, οπότε ενεργούσε ως προκαταρκτική, είτε συνηθέστερα, εάν όντως οι ήδη διατυπωθείσες από το Βουλευτικό κατηγορίες εναντίον των συγκεκριμένων κατηγορουμένων ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, ήταν δηλαδή βάσιμες, οπότε λειτουργούσε ως προανακριτική. Στη συνέχεια, η εν λόγω επιτροπή προέβαινε σε εξέταση της κάθε υπόθεσης, κατέληγε σε ένα πόρισμα, το οποίο και κατέθετε στην ολομέλεια του Βουλευτικού. Σε περίπτωση που το πόρισμα ήταν θετικό η ολομέλεια το έβαζε σε ψηφοφορία και εάν γινόταν δεκτό (με τις ειδικότερες πλειοψηφίες των δύο τρίτων σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος ήταν παραστάτης-βουλευτής και των τεσσάρων πέμπτων εάν ήταν μέλος του Εκτελεστικού ή υπουργός), αποφασιζόταν παραχρήμα και καταγιγνωσκόταν και η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα ποινή-κύρωση εις βάρος των κατηγορουμένων, δηλαδή η έκπτωσή τους από το αξίωμα που κατείχαν. Αφηνόταν βεβαίως για το μέλλον του καθαρά ποινικού σκέλους της υπόθεσης, δηλαδή της παραπομπής του σε ποινικό δικαστήριο ουσίας (γενικόν της Ελλάδος κριτήριον), για να κριθεί κάθε εκπεσών «ως απλούς πολίτης» από το δικαστήριο και «διορίζεται ο βαθμός του εγκλήματος, και η ανάλογος ποινή».  Που συνήθως βέβαια, όπως συνέβη και στις τέσσερις παραπάνω περιπτώσεις και όπως εν πολλοίς συμβαίνει και σήμερα, δεν επακολουθούσε παραπομπή, αφού οι στοχεύσεις, ως κυρίως πολιτικές, εξυπηρετούνταν συνήθως από μόνη την έκπτωση από το αξίωμα. Στις κρινόμενες μάλιστα περιπτώσεις, πολύ σοφά δεν επακολούθησε και παραπομπή σε ποινικό δικαστήριο (ή έστω σε σχετική «αντί κριτηρίου επιτροπή», αφού το γενικό κριτήριο δεν είχε ακόμα συσταθεί) διότι, μεσούντος του εμφυλίου, τα πράγματα θα αγρίευαν απείρως περισσότερο.  

Επιπλέον, βλέπουμε ότι καθήκοντα προκαταρκτικής για την ύπαρξη εγκλήματος εξεταστικής επιτροπής ασκούσε στην ουσία η ολομέλεια, η οποία ανήγγελλε τους κατηγορουμένους και  απήγγελλε τις κατηγορίες, ασκούσε δηλαδή ουσιαστικά εισαγγελικά καθήκοντα με την άσκηση εκ μέρους της και της δίωξης, ενώ η κοινοβουλευτική επιτροπή ασκούσε συνήθως, στην ουσία, ανακριτικά καθήκοντα, για την εξέταση και τη βασιμότητα της κατηγορίας. Ασκούσε δηλαδή στην πραγματικότητα τα καθήκοντα τα οποία ασκεί στις σημερινές διαδικασίες το διά κληρώσεως οριζόμενο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο του ad hoc συνιστώμενου κάθε φορά Ειδικού Δικαστηρίου.  Η δε ολομέλεια του Βουλευτικού, στη συνέχεια, ασκούσε και δικαιοδοτικά (δικαστικά δηλαδή) καθήκοντα, κρίνοντας εν μέρει επί της ενοχής, όχι όμως και επί της ποινής ουσίας (η οποία αρμοδιότητα επιφυλασσόταν όπως είδαμε για τα ποινικά δικαστήρια ουσίας), αρκούμενη η ολομέλεια στην επιβολή της παρεπόμενης ποινής της έκπτωσης από το αξίωμα. Ασκούσε όμως η ολομέλεια και καθήκοντα εκτέλεσης της ποινής με την ανακοίνωση της παρεπόμενης ποινής της έκπτωσης από το χείλη του Προέδρου του Βουλευτικού, θέση την οποία την εποχή αυτή τυπικά μεν κατείχε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στην πραγματικότητα όμως, λόγω μακρόχρονης απουσίας του στο Μεσολόγγι, καθήκοντα Προέδρου ασκούσε ο Αντιπρόεδρος του σώματος Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος και, εν τη απουσία του, ως Επίτροπος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία βουλευτής, που τις ημέρες εκείνες δεν ήταν άλλος από τον, γνωστό και ήδη υπερεκατοντούτη τότε, Πανούτσο Νοταρά.

Τέλος θα ήταν παράλειψη, από την όλη ιστορία που προεπροεξέθεσα, να μην παρατηρήσω την ιδιαίτερη εντύπωση που προκαλεί η ως άνω διατυπωθείσα υπ’ αριθμ. ζ΄  κατηγορία εναντίον του Εκτελεστικού, για την πώληση Τούρκων αιχμαλώτων ως σκλάβων. Κατηγορία η οποία δεν ασκήθηκε επίτηδες λόγω της υπάρχουσας αντιμαχίας, αφού όντως την ίδια εποχή απλοί τούρκοι αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν από την ελληνική πλευρά άνευ άλλου τινός και εστάλησαν με πλοίο σε τουρκικές περιοχές, ενώ και οι αιχμάλωτοι πάμπλουτοι τούρκοι πασάδες και μπέηδες που αιχμαλωτίστηκαν στην άλωση της Τριπολιτσάς δεν πουλήθηκαν, αλλά κρατήθηκαν σε καλές συνθήκες και ανταλλάχτηκαν στη συνέχεια με αιχμάλωτες των Τούρκων οικογένειες ελλήνων αγωνιστών.  

Επίλογος: Όσο αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί βουλεύονταν και νομοθετούσαν κυριολεκτικά κάτω από τον ήχο των κανονιών της μάχης με τους Τούρκους που μαίνονταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, άλλο τόσο αξιολύπητο είναι το ότι αλληλοσκοτώνονταν κυριολεκτικά στο πλαίσιο ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου (του πρώτου από μια σειρά πολλών άλλων που δυστυχώς θα ακολουθούσαν), κάτω από τους ήχους των ίδιων κανονιών.  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.