Στη φτωχική τη γέφυρα που στέκει στου χείμαρρου τ’ απάνω
Με τη σημαία να κυματίζει στ’ Απρίλη το αεράκι
Εδώ σταθήκαν κάποτε πολεμιστές αγρότες
Και ‘ριξαν το βόλι π’ ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου.
Ralph Waldo Emerson, Concord Hymn, 1837
Το βράδυ της 18ης Απριλίου 1775, ένα άγημα του βρετανικού στρατού ξεκίνησε από το στρατόπεδο της φρουράς της Βοστώνης με εντολή να κατασχέσει το οπλοστάσιο που είχαν δημιουργήσει οι τοπικές πολιτοφυλακές (militias) της Μασαχουσέτης στο Κόνκορντ (Concord), μια μικρή πόλη 29 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βοστώνης.
Οι βρετανικές αποικίες στη βόρεια Αμερική ήταν σε αναβρασμό για περίπου δέκα χρόνια.
Μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας για τον έλεγχο της βόρειας Αμερικής, ο βασιλιάς Γεώργιος ΙΙΙ έστειλε μόνιμο στρατό στις αμερικανικές αποικίες. Τα «κόκκινα σακάκια» (redcoats) πήγαν για να επιβάλλουν τη συμφωνία που είχε συνάψει το Λονδίνο με τις φυλές των ιθαγενών δυτικά των Απαλαχίων Ορέων (εκεί όπου είναι σήμερα η πολιτεία του Οχάιο): να απαγορευτεί η επέκταση των αποικιών προς τα δυτικά, σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια των «ινδιάνων» στον πόλεμο εναντίον των Γάλλων.
Η συμφωνία του βρετανικού στέμματος με τους ιθαγενείς και η παρουσία στρατού ανάμεσά τους προκάλεσε την οργή σημαντικού μέρους των Αμερικανών. Ένας από τους λόγους γι’ αυτό ήταν ότι πολλοί από την άρχουσα τάξη των γαιοκτημόνων είχαν επενδύσει σε κοινοπραξίες εκμετάλλευσης γης στην περιοχή του Οχάιο και η απαγόρευση επέκτασης των αποικιών προς τα δυτικά τους προκαλούσε τεράστια οικονομική ζημιά. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, εκείνη την εποχή, εθεωρείτο αδιανόητο να στρατοπεδεύει βρετανικός στρατός σε βρετανικό έδαφος εν καιρώ ειρήνης.
Για να περιπλέξει και να εξωθήσει στα άκρα ακόμη περισσότερο τα πράγματα, για τη χρηματοδότηση της παρουσίας του μόνιμου στρατού στην Αμερική, το Λονδίνο επέβαλε φόρους στις αποικίες.
Αυτό, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων, κυρίως οικονομικής φύσης, προστριβών μεταξύ Λονδίνου και των, σχεδόν αυτοδιοικούμενων, αμερικανικών αποικιών είχε δημιουργήσει εκρηκτικό κλίμα, από τη Βοστώνη μέχρι τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια και το Ρίτσμοντ. Η διαταγή του Λονδίνου, στις αρχές του 1775, στον βρετανικό στρατό στη Βοστώνη να αφοπλίσει τις πολιτοφυλακές των αποίκων ήταν η σπίθα που έβαλε τη φωτιά η οποία δημιούργησε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Τα σχέδια για την επιδρομή των Βρετανών είχαν διαρρεύσει από τις 16 Απριλίου και ο εύπορος αργυροχόος από τη Βοστώνη Πολ Ρεβίρ (Paul Revere), που συμμετείχε ενεργά στις επαναστατικές διεργασίες, άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις κινήσεις του βρετανικού στρατού. Σημειωτέον ότι, τo 1775, η Βοστώνη ήταν σχεδόν ένα νησί στο μέσον των εκβολών των ποταμών Charles και Mystic.
Το απόγευμα της Τρίτης 18 Απριλίου, ο Ρεβίρ πέρασε με βάρκα απέναντι, στη δυτική όχθη της εκβολής του ποταμού Mystic, και ζήτησε από ένα συνεργάτη του να ανεβεί στο καμπαναριό της εκκλησίας Old North Church, που δέσποζε πάνω από τον κόλπο της Βοστώνης, και να του στείλει σινιάλο για το πώς θα περάσει ο βρετανικός στρατός απέναντι: να ανάψει μια λάμπα θυέλλης εάν οι Βρετανοί προχωρήσουν προς δυσμάς μέσω της στενής λωρίδας γης που ένωνε τη Βοστώνη με την ηπειρωτική Μασαχουσέτη και δύο λάμπες εάν περάσουν απέναντι με τις βάρκες τους στον ποταμό Charles προς το Κέιμπριτζ, για να φτάσουν το δρόμο προς το Κόνκορντ.
Οι οδηγίες του Paul Revere έχουν μείνει στην αμερικανική ιστορία, όπως έχει μείνει στη δική μας το Μολών Λαβέ, ή το ΟΧΙ: “One if by land, two if by sea.”
New York Public Library
Ο καλπασμός τοιυ Πολ Ρεβίρ, 19 Απριλίου 1775. Χαρακτικό του Charles Green Bush.
Ο Ρεβίρ έσπευσε πάνω στο άλογο του προς το Λέξινγκτον, στο οποίο έφτασε μετά τα μεσάνυχτα, την Πέμπτη 19 Απριλίου 1775. «Έρχεται ο τακτικός στρατός! Έρχεται ο τακτικός στρατός!», ειδοποίησε τα μέλη της εθνοφρουράς που φυλούσαν σκοπιά στα περίχωρα της κωμόπολης.
Και αυτή η στιγμή έχει μείνει στην αμερικανική ιστορία. Μόνο που αντί για το «The regulars are coming! The regulars are coming!» («έρχεται ο τακτικός στρατός») που είπε στην πραγματικότητα ο αμερικανός πατριώτης, τα λόγια του έχουν απαθανατιστεί ως «The British are coming! The British are coming!»
Στο Λέξινγκτον, ο Ρεβίρ πήγε για να ειδοποιήσει τον John Hancock και τον Samuel Adams, που είχαν σταματήσει για να περάσουν τη νύχτα στο δρόμο τους για τη Φιλαδέλφεια, όπου θα συμμετείχαν στο επαναστατικό κογκρέσο (Continental Congress), να κρυφτούν για να μη συλληφθούν. Ο Samuel Adams ήταν ο σημαντικότερος επαναστατικός ηγέτης της αποικίας της Μασαχουσέτης και ο πρώτος ξάδελφος του δεύτερου προέδρου των ΗΠΑ, Τζον Άνταμς. Όπως και ο ξάδελφος του, ήταν ένας από τους Πατέρες του Αμερικανικού Έθνους (Founding Fathers) που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το καλοκαίρι του 1776. Όταν μάλιστα υπεγράφη η Διακήρυξη, στο κογκρέσο προήδρευσε ο John Hancock.
Οι περίπου 800 βρετανοί στρατιώτες υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Φράνσις Σμιθ έφτασαν στο Λέξινγκτον, που βρίσκεται περίπου 10 χλμ ανατολικά από το Κόνκορντ, λίγο πριν από τις 5 το απόγευμα της Τετάρτης 19 Απριλίου 1775. Γύρω στους 200 οπλισμένους πολιτοφύλακες στέκονταν σε παράταξη στο μέσον της κεντρικής πλατείας της πόλης, χωρίς όμως να εμποδίζουν τη διάβαση των Βρετανών προς το Κόνκορντ. Ο επικεφαλής της βρετανικής εμπροσθοφυλακής αποφάσισε να τους εξουδετερώσει για να προστατεύσει τις δυνάμεις του από επίθεση και διέταξε τους Αμερικανούς να αφοπλιστούν και να φύγουν.
Κάποιος πυροβόλησε, ένας βρετανός στρατιώτης τραυματίστηκε, ο στρατός πήρε θέση μάχης και οι αμερικανοί επαναστάτες οπισθοχώρησαν μπροστά στην ανώτερη δύναμη πυρός του αντιπάλου. Οι Βρετανοί έκαναν επίθεση με ξιφολόγχες και σκότωσαν οχτώ επαναστάτες.
Αυτός ο πυροβολισμός ήταν ένα από τα πιο κοσμοϊστορικά γεγονότα των τελευταίων 500 ετών: άλλαξε τον ρου της ιστορίας επειδή έγινε αφορμή για να δημιουργηθεί η πιο σημαντική χώρα της εποχής που ζούμε.
Στη συνέχεια, οι Βρετανοί έφτασαν στο Κόνκορντ, βρήκαν και κατέστρεψαν δύο αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, και μετά ξεκίνησαν να βαδίσουν πίσω στη Βοστώνη. Όμως, έξω από το Κόνκορντ τους περίμεναν περίπου 4.000 επαναστάτες πολιτοφύλακες οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί από τις γύρω πόλεις. Στη σύντομη μάχη που ακολούθησε, οι Βρετανοί κατατροπώθηκαν, είχαν σοβαρές απώλειες (73 νεκρούς) και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα προς τη Βοστώνη. Οι πολιτοφύλακες αντιστοίχως είχαν 49 νεκρούς.
Ήταν η πρώτη μάχη του Πολέμου για την Αμερικανική Ανεξαρτησία. Και έγινε σαν σήμερα, 19 Απριλίου, πριν από ακριβώς 250 χρόνια.
Την επόμενη ημέρα, ο μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Άνταμς, που ζούσε έξω από τη Βοστώνη, πήγε με το άλογό του να δει το πεδίο της μάχης και είπε στο συνοδό του: «Ο κύβος ερρίφθη, διαβήκαμε τον Ρουβίκωνα».
Ο Τζορτζ Ουάσιγκτον, που θα γινόταν σύντομα ο στρατιωτικός διοικητής της επανάστασης και ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ, έμαθε τα νέα στο σπίτι του, στο Mount Vernon, στη νότια όχθη του ποταμού Πότομακ, στη Βιρτζίνια, και έγραψε σε ένα συνεργάτη του: «Τα λιβάδια της Αμερικής που κάποτε ήταν ευτυχισμένα και ειρηνικά είτε θα ποτιστούν στο αίμα ή θα κατοικηθούν από σκλάβους. Θλιβερή προοπτική! Πως μπορεί όμως να παραμείνει αναποφάσιστος μπροστά σε μια τέτοια επιλογή ένας ενάρετος άνθρωπος;»
Μετά την επιστροφή των Βρετανών στη Βοστώνη, όλες οι πολιτοφυλακές της Νέας Αγγλίας πολιόρκησαν την πόλη, μέχρι που κατάφεραν να εκδιώξουν τον βρετανικό στρατό και να την απελευθερώσουν μετά μερικούς μήνες. Οι Αμερικανοί πολέμησαν υπό την διοίκηση του Τζορτζ Ουάσιγκτον, που διορίστηκε από το επαναστατικό κογκρέσο ως ανώτατος διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων, τίτλο που διατήρησε ώς το 1783, όταν παραδόθηκαν οι τελευταίες βρετανικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό Κορνουάλις, στο Yorktown της Βιρτζίνια, και τελείωσε ο αγώνας για την ανεξαρτησία.
Του χρόνου, στις 4 Ιουλίου 2026, η Αμερική θα γιορτάσει τα 250 χρόνια από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Όταν το επαναστατικό κογκρέσο διακήρυξε την ανεξαρτησία των 13 αποικιών της βόρειας Αμερικής, οι Αμερικανοί πολεμούσαν ήδη για 18 μήνες εναντίον των υπέρτερων βρετανικών δυνάμεων. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας τους ξεκίνησε σαν σήμερα, πριν από 250 χρόνια.