Σύνδεση συνδρομητών

«Να παραλείπετε τις άχρηστες λέξεις»

Τρίτη, 02 Απριλίου 2024 18:11
O Στίβεν Κινγκ, σε εκδήλωση στη Γερμανία. Οι διηγήσεις του και οι περιγραφές του είναι συνήθως συγκρατημένες. Άλλωστε πιστεύει ότι «η φτωχή περιγραφή αφήνει τον αναγνώστη σαστισμένο και μισότυφλο. Η παραφορτωμένη περιγραφή τον θάβει μέσα σε λεπτομέρειες και εικόνες. Το κόλπο είναι να βρείτε τη χρυσή τομή».
Mike Clifton
O Στίβεν Κινγκ, σε εκδήλωση στη Γερμανία. Οι διηγήσεις του και οι περιγραφές του είναι συνήθως συγκρατημένες. Άλλωστε πιστεύει ότι «η φτωχή περιγραφή αφήνει τον αναγνώστη σαστισμένο και μισότυφλο. Η παραφορτωμένη περιγραφή τον θάβει μέσα σε λεπτομέρειες και εικόνες. Το κόλπο είναι να βρείτε τη χρυσή τομή».

Stephen King, Περί συγγραφής. Το χρονικό μιας τέχνης, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Bell, Αθήνα 2006, 304 σελ.

Εν μέρει εγχειρίδιο «δημιουργικής γραφής», εν μέρει κείμενο θεωρητικού λόγου γύρω από τα ευρύτερα διακυβεύματα της λογοτεχνικής γραφής (συν το αυτοβιογραφικό bonus), το αγέραστο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ καταφέρνει να διατηρεί ζωντανή την ονειροπόληση, το «ξελόγιασμα» της γραφής, προσπερνώντας και υπερκερνώντας στο διάβα του πολύ νεότερα, και με περισσότερες ακαδημαϊκές διεκδικήσεις γραμμένα, έργα-εγχειρίδια «δημιουργικής γραφής». Αν θέλετε να μάθετε πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα μπορείτε να αναζητήσετε τη σχετική εργασία του ίσως πιο εμπορικού μυθιστοριογράφου της εποχής μας.

Για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στα μυστικά του γράφειν, ή και να οδηγήσουν επίδοξους λογοτέχνες στον κόσμο της γραφής, το Περί συγγραφής του Στίβεν Κινγκ είναι must. Πρωτοκυκλοφορημένο το 2000 από τον νεοϋορκέζικο οίκο Scribner, και με τελευταία επετειακή έκδοση το 32020, το σύντομο «χρονικό της συγγραφής» του διάσημου αμερικανού συγγραφέα των 65 μυθιστορημάτων και των 200 ιστοριών σε στυλ suburban gothic, παρουσιάζει σε πέντε ευκρινείς ενότητες την πορεία της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού έργου, από το αρχικό στάδιο της έμπνευσης ώς το τελικό της διόρθωσης, κι ύστερα της εμπορικής του διακίνησης, μέσα από σύντομες αυτοβιογραφικές ιστορίες, που στην πλειονότητά τους μπορούν να συνοψιστούν στη φράση «Να παραλείπετε τις άχρηστες λέξεις».

Το έργο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2006, στην εξαιρετική μετάφραση του βραβευμένου πεζογράφου, τακτικού μεταφραστή του Κινγκ, Μιχάλη Μακρόπουλου. Περιλαμβάνει τις ενότητες: «Βιογραφικό σημείωμα», «Τι είναι η συγγραφή», «Εργαλειοθήκη», «Περί συγγραφής», «Περί ζωής. Ένα υστερόγραφο».

 

Οδηγίες για τους συγγραφείς

Η πρώτη ενότητα καταγράφει αναμνήσεις από την παιδική και εφηβική ηλικία του συγγραφέα στη μονογονεϊκή οικογένεια των Κινγκ, στο Μπένγκορ της πολιτείας Mέιν των ΗΠΑ, που συνέβαλαν με τον τρόπο τους στο να ασχοληθεί με τη συγγραφή (θα μπορούσε να συνοψιστεί η ενότητα με το καβαφικό δίστιχο: «Συνδυάζουσα εντυπώσεις / συνδυάζουσα τες μέρες» [1921]). Καταγράφεται η πρόωρη «κλήση» του Κινγκ στη συγγραφή, ενώ ρόλο παίζει και η αναγνώριση του ταλέντου του από τη μητέρα του. Αναδεικνύεται επίσης το γεγονός της ανάδυσης ενός ταλέντου μες από τους κόλπους μιας τυπικά εργατικής-προλεταριακής οικογένειας του 1950 στις ΗΠΑ, με όποιες δημοκρατικές συνδηλώσεις φέρει η επισήμανση αυτή. Το «Βιογραφικό σημείωμα» διαβάζεται, άρα, ως σπερματικό Künstlerroman –ως μυθιστόρημα καταγραφής της πορείας μύησης του συγγραφέα κι ήρωά του στην τέχνη της γραφής.

Στη δεύτερη ενότητα, «Τι είναι η συγγραφή», ο Στίβεν Κινγκ δίνει απλές και καίριες πρακτικές συμβουλές γύρω από τη βελτιστοποίηση των υλικών συνθηκών της συγγραφής, τείνοντας, τελικά, και σε έναν επαγωγικό ορισμό της γραφής. Επισημαίνει την ανάγκη δημιουργίας ενός περιβάλλοντος γαλήνης για τη συγγραφή· την εξαφάνιση περισπασμών όπως το τηλέφωνο ή η τηλεόραση· την ανάγκη εργασίας σε δωμάτιο φωτεινό (σ. 109), με σταθερή ρουτίνα γραφείου τεσσάρων ώς έξι ωρών τη μέρα. Όπως σημειώνει ο ίδιος σχετικά με τη δική του καθημερινή συγγραφική ρουτίνα, σε άλλο σημείο του βιβλίου:

Μόνο όταν συμβαίνει κάτι τρομερό επιτρέπω στον εαυτό μου να σταματήσει πριν από τις 2.000 λέξεις. (σ. 159)

Οι συγγραφείς είναι πρώτ’ από όλα αναγνώστες, επισημαίνεται ξανά και ξανά στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου – πρέπει να διαβάζουμε πολύ, αν θέλουμε κι εμείς να γράψουμε («Αν δεν έχετε χρόνο για διάβασμα, τότε δεν έχετε ούτε χρόνο ούτε εργαλεία για να γράψετε. Είναι τόσο απλό»: σ. 152). Τέλος, παραγγέλνει, και επισημαίνει:

Βάλτε το γραφείο σας στη γωνία και, κάθε φορά που κάθεστε να γράψετε, να θυμίζετε στον εαυτό σας γιατί το γραφείο δε βρίσκεται στο κέντρο του δωματίου. Η ζωή δεν υπάρχει για να στηρίζει την τέχνη. Το αντίθετο ισχύει. (σ. 106)

Στην τρίτη ενότητα, «Εργαλειοθήκη», ο Στίβεν Kινγκ καταφεύγει ρητά και συνειδητά στο ιστορικό εγχειρίδιο καλής συγγραφής της αγγλοσαξονικής academia του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, στο έργο των William Strunk - E. B. White, The Elements of Style (11920· 21959 – ο White εμφανίζεται μόνο στη β’ έκδοση), συνοψίζοντας και σχολιάζοντας τα κυριότερα σημεία του. Η αρχική μεταφορά της «εργαλειοθήκης» του χειρώνακτα επαναλαμβάνει την εργατική-προλεταριακή αυτομυθοπλασία του συγγραφέα, ξαναπροβάλλοντας επίσης τις υλικές διαστάσεις της συγγραφικής δραστηριότητας.

Καταγράφω, διαβάζοντας:

α. «[...] “τροφή» της συγγραφής είναι το λεξιλόγιο [...]. Mπορείτε να στοιβάξετε με χαρά ό,τι έχετε, δίχως να αισθάνεστε την παραμικρή ενοχή ή κατωτερότητα» (σ. 118-119)·

β. «να εκφράζεστε με απλότητα και αμεσότητα [...]. O βασικός κανόνας του λεξιλογίου είναι να χρησιμοποιείτε την πρώτη λέξη που σας έρχεται στο μυαλό, αν είναι κατάλληλη και παραστατική» (σ. 122 – υπογράμμιση του συγγραφέα)·

γ. «Η απλότητα της δομής ουσιαστικό ρήμα είναι χρήσιμη· αν μη τι άλλο, μπορεί να παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας για το γράψιμό σας» (σ. 126)·

δ. «να αποφεύγετε την παθητική φωνή» (σ. 127 –υπογράμμιση του συγγραφέα)·

ε. «πιο κατανοητή είναι η σκέψη όταν χωρίζεται σε δύο σκέψεις. Αυτό διευκολύνει τα πράγματα για τον αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να είναι πάντα το κύριο μέλημά σας» (σ. 129 –υπογράμμιση του «δύο» από τον συγγραφέα)·

στ. «Το επίρρημα δεν είναι φίλος σας» (σ. 129 – υπογράμμιση του συγγραφέα)·

ζ. «Οι παράγραφοι είναι σχεδόν εξίσου σημαντικές για το περιεχόμενό τους και για την όψη τους· είναι “χάρτες προθέσεων”» (σ. 135).

Κλείνοντας την ενότητα των πρακτικών  συμβουλών λεξιλογίου, γραμματικής και σύνταξης, και ανακαλώντας υπόρρητα τη διάσημη ρήση του συμβολιστή ποιητή Μαλαρμέ πως: «οι στίχοι […] δεν γίνονται με ιδέες, αλλά με λέξεις», ο Στίβεν Κινγκ διαπιστώνει: «Το καλό γράψιμο είναι επίσης καλές επιλογές των εργαλείων με τα οποία σχεδιάζεις να δουλέψεις» (σ. 133).

 

Πώς αφηγούμαστε

Η τέταρτη ενότητα, «Περί συγγραφής», που, λόγω σύμπτωσης του τίτλου της με τον συνολικό τίτλο του έργου, δείχνει να αποτελεί πυρήνα της όλης προσπάθειας, εγκαταλείπει το στενό, εμπειρικό πλαίσιο οδηγιών του The Elements of Style, και ξανοίγεται σε γενικότερους προβληματισμούς, γύρω από την τέχνη του γραψίματος. Ο Στίβεν Κινγκ αναρωτιέται αν ο απλά παραδεκτός συγγραφέας (εδώ καλείται «επαρκής») μπορεί με την εξάσκηση να γίνει καλός, και αν ο καλός, με την εξάσκηση, μπορεί να καταστεί ιδιοφυής. Θετική η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, αρνητική στο δεύτερο (σ. 146 κ.ε.). Προβληματίζεται, στη συνέχεια, για τη λειτουργία των εργαστηρίων «δημιουργικής γραφής», στα οποία αποδίδεται περιορισμένη χρησιμότητα: καλά ως προστατευμένοι χώροι ανάγνωσης ενός υπό επεξεργασία κειμένου, δεν αποτελούν ωστόσο αυτόματο οδηγό βελτίωσης του έργου. Το πλήθος ασαφών και, ενίοτε, συγκρουόμενων κρίσεων από άπειρους ακόμα αναγνώστες μπορεί τελικά να αποπροσανατολίσει και τον άπειρο ακόμα συγγραφέα. Προκρίνεται η επιλογή ενός έμπιστου, «ιδεώδους αναγνώστη», έστω περισσότερων «ιδεωδών αναγνωστών» (από τέσσερις ώς οκτώ, αλλά όχι παραπάνω), προς τους οποίους απευθυνόμαστε φαντασιακά, και όσο είμαστε στο στάδιο της συγγραφής. Έμφαση δίνεται, ξανά εδώ, στην παραίνεση: «να διαβάζετε και να γράφετε πολύ» (σ. 149), διότι διαβάζοντας μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε «το μέτριο» από το «απαίσιο» (σ. 151), διαμορφώνοντας, μες από την συγκριτική αντιπαράθεση άλλων συγγραφέων, τις δικές μας υφολογικές επιλογές, και τα δικά μας εργαλεία γραφής.

Το διάβασμα είναι σημαντικό, γιατί, γενικότερα, γεννά εξοικείωση με τη διαδικασία του γραψίματος, επισημαίνει καταληκτικά ο Στίβεν Κινγκ (σ. 155). Έπονται οδηγίες σχετικές με την ευρύτερη κλίμακα της μυθιστορηματικής συγγραφής:

Η κατάσταση έρχεται πρώτη. Κατόπιν έρχονται οι χαρακτήρες. [...] Με το που καθορίζονται αυτά τα πράγματα στο μυαλό μου, αρχίζω να αφηγούμαι (σ. 170).

Αφήνει τους χαρακτήρες να οδηγήσουν το νήμα της ιστορίας του, έχοντας ο ίδιος αμυδρή αρχικώς ιδέα για την έκβαση (σ. 170).

Έπεται αυτοβιογραφικό, παραδειγματικό χωρίο για τον τρόπο που εμπνεύστηκε το τρίτο του μυθιστόρημα, Η λάμψη, του 1977 (οι περισσότεροι θυμόμαστε την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1980), ενώ έχει προηγηθεί νωρίτερα, στο βιβλίο, και αυτοβιογραφικό κομμάτι για τον τρόπο που εμπνεύστηκε το πρώτο μυθιστόρημα, την Carrie, του 1974. Συζητώνται παράλληλα αρκετά αγαπημένα του αμερικανικά μυθιστορήματα του 19ου και του 20ού αιώνα, από την άποψη της φιλοσοφίας της σύνθεσης που τα διατρέχει.

Ενθαρρύνονται οι πολλαπλές επανεγγραφές του αρχικού μυθοπλαστικού πυρήνα που συλλαμβάνει ο/η επίδοξος συγγραφέας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτοδιόρθωσης της τέχνης του, αλλά και δημιουργίας ενός ημερολογίου επεξεργασίας της ιδέας του. Θέση του Στίβεν Κινγκ είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προηγείται η «προσχεδιασμένη πλοκή» της «κατάστασης» (σ. 176). Προτείνει ως αφετηριακή στιγμή των σταδίων επεξεργασίας την αρχική καταγραφή της «μήτρας» μιας κατάστασης χωρίς στοιχεία πλοκής, μια καταγραφή την οποία αποκαλεί «απολίθωμα», και από την οποία, με διαδοχικά «σκαψίματα» γίνεται σταδιακά η «εξόρυξη» του έργου. Αναφέρεται και εδώ, δίκην παραδείγματος, η πορεία επεξεργασίας του δεύτερου μυθιστορήματός του, Salem’s Lot, του 1975 – από το αστυνομικό δελτίο που αποτέλεσε το έναυσμά του ώς το τελικό κατορθωμένο κείμενο. Στη συνέχεια δίνει συμβουλές για την τέχνη της περιγραφής:

Η φτωχή περιγραφή αφήνει τον αναγνώστη σαστισμένο και μισότυφλο. Η παραφορτωμένη περιγραφή τον θάβει μέσα σε λεπτομέρειες και εικόνες. Το κόλπο είναι να βρείτε τη χρυσή τομή. (σ. 180).

Επιμένει στην κεφαλαιώδη σημασία της επισήμανσης των «χώρων δράσης» και της «υφής» των καταστάσεων (σ. 181), ενώ επισημαίνει και τη βαρύτητα των διαλόγων στον προσδιορισμό των χαρακτήρων των ηρώων μας (σ. 188, κ.ε.). Αναλύεται, έπειτα, το θεωρητικό ζήτημα της σχέσης αναφορικότητας και μυθοπλασίας σε ένα πεζό, και της λειτουργίας των συμβολισμών. Είναι οι χαρακτήρες μιας ιστορίας αντίγραφα προσώπων που γνωρίζουμε στην πραγματικότητα ή είναι συνθέσεις περισσότερων προσώπων, επεξεργασίες τους, συμβολισμοί (σ. 196 κ.ε.); Ποια η θέση του βιώματος, γενικώς, στη μυθοπλαστική κατασκευή; Και ποια η λειτουργικότητα της ενδεχομενικότητας (της «υποθετικής εμπειρίας», κατά Καβάφη), στην εγκαθίδρυση και την εξέλιξη μιας μυθοπλαστικής κατάστασης; Πρέπει, άραγε, ο συγγραφέας να γράφει μόνο για ζητήματα που γνωρίζει βιωματικά καλά, ή όχι; Και ποια η θέση της έρευνας, της προπαρασκευαστικής αναζήτησης στοιχείων, στη συγγραφή ενός μυθοπλαστικού έργου (σ. 236 κ.ε.);

Η κομβική τέταρτη ενότητα ολοκληρώνεται, και πάλι, με πρακτικές οδηγίες για την αναζήτηση του κατάλληλου τρόπου προβολής και διακίνησης του νέου έργου. Πώς επιλέγουμε το καταλληλότερο έντυπο για την αποστολή και τυχόν δημοσίευσή του; Πρέπει ο πρωτοεμφανιζόμενος λογοτέχνης να αναζητήσει ατζέντη, ή όχι; Και τι συμβαίνει με τα συμβόλαια δικαιωμάτων των λογοτεχνών, τι να προσέχει κανείς; Εξαιρετικά σημαντικό, στην ενότητα αυτή, και το μεγάλο τμήμα στο οποίο συζητώνται οι τεχνικές της λογοτεχνικής επιμέλειας, το «δημιουργικό σβήσιμο», κατά την προσφιλή έκφραση του Μίμη Σουλιώτη, πρώτου δασκάλου δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα, που βελτιώνει με απλές κινήσεις απομάκρυνσης των λιγότερο δραστικών χωρίων, τη σύνολη λογοτεχνικότητα ενός έργου (σ. 188 κ.ε.). Είναι η γέφυρα που συνδέει το πρωτογενές, μοναχικό στάδιο της συγγραφής, με το δευτερογενές στάδιο της κυκλοφορίας και της πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου στη δημόσια σφαίρα.

Στην πέμπτη ενότητα του έργου, «Περί ζωής. Ένα υστερόγραφο», περιγράφεται το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που είχε ο συγγραφέας το φθινόπωρο του 1999, και το πόσο αυτό επηρέασε τη ζωή του: το Περί συγγραφής είναι το πρώτο έργο που γράφει μετά την περιπέτεια αυτή, στη μακρά περίοδο αποθεραπείας του. Δεν θα επιμείνω περισσότερο εδώ, αυτά όλα είναι γνωστά· περνώ στα συμπεράσματά μου.

Το υβριδικό κείμενο του Στίβεν Κινγκ, Περί συγγραφής. Το χρονικό μιας τέχνης, ημι-αυτοβιογραφικό / ημι-μυθοπλαστικό αφήγημα γύρω από την ανάδυση και την ανάδειξη ενός συγγραφέα, εισερχόμενο ήδη στο δέκατο όγδοο έτος παρουσίας του στα νεοελληνικά γράμματα, χάρη στη μελετημένη μετάφραση του Μακρόπουλου, είναι ένα έργο που δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχει, όμως, νόημα να παρατηρήσουμε ότι, χάρη στο γραμματειακό είδος στο οποίο είναι γραμμένο, ως εν μέρει εγχειρίδιο «δημιουργικής γραφής», εν μέρει κείμενο θεωρητικού λόγου γύρω από τα ευρύτερα διακυβεύματα της λογοτεχνικής γραφής (και ας αφήσουμε για λίγο εδώ στην άκρη το αυτοβιογραφικό bonus), το αγέραστο βιβλίο του Κινγκ καταφέρνει να διατηρεί ζωντανή την ονειροπόληση, το «ξελόγιασμα» της γραφής, προσπερνώντας και υπερκερνώντας στο διάβα του πολύ νεότερα, και με περισσότερες ακαδημαϊκές διεκδικήσεις γραμμένα, έργα-εγχειρίδια «δημιουργικής γραφής», όπως το πρόσφατο των David Morley – Philip Neilsen (επιμ.), Οδηγός Δημιουργικής Γραφής, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, ΕΑΠ, Αθήνα 2021, ή το λίγο παλαιότερο: Συλλογικό Έργο, Το Κόκκινο Βιβλιαράκι του Κειμενογράφου. Οδηγός για τη σωστή χρήση της γλώσσας στην επικοινωνία, Ένωση Εταιρειών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος / Πεδίο, Αθήνα 2009, ή ακόμα και το έργο των: Δ. Κερασίδη – Θ. Σκάσση – Κ. Σκλαβενίτη – Κ. Σπαθαράκη – Γ. Χάρη, Μεταξύ Γραφής και Ανάγνωσης. Κείμενα για την Επιμέλεια, Σύλλογος Μεταφραστών - Επιμελητών - Διορθωτών, Αθήνα 2012.

Κείμενο συνολικού προβληματισμού γύρω από την τέχνη, αλλά και τις πρακτικές όψεις της συγγραφής, το βιβλίο του Kινγκ, Περί συγγραφής, έχει –είμαι σίγουρη– ήδη πολλούς θιασώτες στην Ελλάδα. Αν, παρ’ όλα αυτά, δεν σας έχει τύχει ακόμα να το διαβάσετε, σας το προτείνω. Δεν θα χάσετε. Καλό θα ήταν πάντως, σε περίπτωση επανέκδοσής του (ο Κλειδάριθμος φαίνεται να έχει αποκτήσει πρόσφατα τα πνευματικά δικαιώματα κυκλοφορίας του Στίβεν Κινγκ στην Ελλάδα), να προτιμηθεί η νεότερη έκδοση του 2020, με τις ενδιαφέρουσες προσθήκες της.

 

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Πολυγράφος συγγραφέας μπεστ σέλερ, και στην Ελλάδα κυκλοφορούν όλα (ή σχεδόν όλα) τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ. Τα τελευταία χρόνια, οι νεότερες εκδόσεις του έργου του κυκλοφορούν από τον Κλειδάριθμο. Στην ενδεικτική λίστα που ακολουθεί, συγκαταλέγουμε βιβλία της πρόσφατης παραγωγής και μερικά υποχρεωτικά, για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν το ιδίωμα του συγγραφέα στη διάρκεια της διαδρομής του.

Ο τελευταίος πιστολέρο, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2023

Το κάλεσμα των τριών, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2023

Κριστίν, μετάφραση: Νέστορας Χούνος, Κλειδάριθμος, 2023

Κρυφό παράθυρο. Μυστικός κήπος, μετάφραση: Γεώργιος Κοσμάς, Επιλογή / Θύραθεν, 2023

Παραμύθι, μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης, Κλειδάριθμος, 2023

Το πράσινο μίλι, μετάφραση: Πητ Κωνσταντέας, Κλειδάριθμος, 2023

Ο μακάβριος χορός. Η ανατομία του τρόμου, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2022

Το φυλαχτό, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2022

Μπίλι Σάμερς, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2022

Αργότερα, μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου, Κλειδάριθμος, 2021

Η ιστορία της Λίσι, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2021

Μίζερι, μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου, Κλειδάριθμος, 2021

Λάμψη, μετάφραση: Έφη Τσιρώνη, Κλειδάριθμος, 2020

Μόνο αν μυρίζει αίμα, μετάφραση: Έφη Τσιρώνη, Κλειδάριθμος, 2020

Το κοράκι, μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης, Κλειδάριθμος, 2020

Το ινστιτούτο, μετάφραση: Έφη Τσιρώνη, Κλειδάριθμος, 2019

Το αυτό. Δύο τόμοι, μετάφραση: Έφη Τσιρώνη, Κλειδάριθμος, 2019

Νυχτερινή βάρδια, μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη, Κλειδάριθμος, 2019

Νεκρωταφίο ζώων, μετάφραση: Έφη Τσιρώνη, Κλειδάριθμος, 2019

Ωραίες κοιμώμενες, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2018

Σάλεμς Λοτ, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος, 2018

Η ομίχλη και άλλες ιστορίες, μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη, Κλειδάριθμος, 2018

22/11/63, μετάφραση: Γιάννης Σπανδωνής, Bell, 2012

To κινητό, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Bell, 2008

Περί συγγραφής. Το χρονικό μιας τέχνης, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Bell, 2006

 

Μαρία Αθανασοπούλου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά το εγχειρίδιο του Jeremy Ηawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο: μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. Βιβλία της: Θεόδωρος Ντόρρος: Στου γλυτωμού το χάζι (2005), Το ελληνικό σονέτο (2011), Κ.Π. Καβάφης: τα θεατρικά ποιήματα (2014).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.