Οργανωτικός άξονας του έργου του Τζιόβα είναι η έννοια του «τραύματος» [επιχειρείται η αντικατάσταση παλιότερων οργανωτικών αξόνων, όπως οι Σχολές, οι Γενιές, τα Ρεύματα] στη συνεργασία της με τις έννοιες «μνήμη» και «μεταφορά». Το υλικό οργανώνεται σε οκτώ κεφάλαια, ενώ προηγείται «Εισαγωγή», και έπονται «Επιλεγόμενα».
Το 1ο κεφάλαιο, «Οι χρόνοι της Ιστορίας» συζητά την έννοια της μνήμης. Βρίσκουμε εδώ αναφορές στον θεωρητικούς των μνημονικών τόπων Nora και Winter, στους ανθρωπολόγους της συλλογικής και πολιτισμικής μνήμης Halbwachs και Assmann, στην θεωρητικό της «μεταμνήμης» Hirsch. Η Μνήμη ως ενεργητική διαδικασία παραγωγής νοημάτων, και η υποκειμενική αντίληψη της ιστορίας προκρίνονται σε αυτή την ερευνητική παραγωγή σε βάρος του παλαιότερου ιστοριογραφικού μύθου των «γεγονότων», του παρελθόντος που ‘είναι εκεί’ για να ανασκαφεί, να ανακαλυφθεί, να εξηγηθεί. Αυτή η ιστοριογραφική τάση που επιλέγει ο Τζιόβας ως μέσο ανάγνωσης των αποτυπωμάτων του παρελθόντος στην μεταπολιτευτική πεζογραφία –την οποία και βλέπει διαισθητικά να παρακολουθεί τις νέες επιστημολογικές τάσεις.
Το 2ο κεφάλαιο, «Έθνος κι Ιστορικό μυθιστόρημα» διερευνά τις μεταλλάξεις που υφίσταται η σχέση έθνους και πεζογραφίας, από τον 19ο στον 21ο αιώνα –μια σχέση που σταδιακά τρέπεται από αναπαραστατική σε αναστοχαστική. Η περιήγηση ξεκινά με αναφορές σε κλασικά ιστορικά μυθιστορήματα, όπως του Ραγκαβή, που συμβάλλουν στην διαμόρφωση της εθνικής φυσιογνωμίας, και, με διάμεσο σταθμό τους Τερζάκη, Πρεβελάκη και Πετσάλη, περνά στον Κοτζιά, τον Γιατρομανωλάκη, τον Θεοδωρόπουλο, τα μεταμοντέρνα έργα των οποίων υπονομεύουν την εθνική ιστορία. Από πλευράς τεχνοτροπίας, τα έργα αυτά επανέρχονται σε μια αρχειακή ποιητική, δηλαδή στην ανάληψη του ρόλου του αφηγητή-ερευνητή εκ μέρους του συγγραφέα, ο οποίος ερευνά τεκμήρια, ώστε να συνθέσει μυθιστορήματα που εννοιολογούν το παρελθόν ως διακύβευμα. Εξάλλου, ορατή αναδύεται και η μυθοπλασία των ενδεχομενικοτήτων, τα counterfactual novels, που προβληματοποιούν τη σχέση μυθοπλασίας-πραγματικότητας. Θέση του κεφαλαίου ότι: το βάρος που αναλαμβάνει το νέο ιστορικό μυθιστόρημα είναι η αναδίφηση και αφήγηση του παρελθόντος με έμφαση στις άγνωστες πτυχές του, και στην διακρίβωση των συμβάντων και της αλήθειας τους. Στον ρόλο αυτό, πλησιάζει την σύγχρονη ιστοριογραφία, που επισημαίνει ότι η διάκριση σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες πηγές δεν υφίσταται, και ότι όλα είναι κείμενα/αφηγήσεις. Το θεωρητικό υπόστρωμα του κεφαλαίου περιλαμβάνει αναφορές στους Hayden White, Jablonka, Traverso, Jameson.
Εθνικές ενοχές, λογοτεχνία και ιστορία
Το 3ο κεφάλαιο, «Εθνική αλήθεια και ετερότητα» μελετά την αναπαράσταση των «εθνικών ενοχών». Τα εθνικά ταμπού, είναι το θέμα του κεφαλαίου, κι ο τρόπος που η λογοτεχνία προβαίνει στην ανάδειξή τους, πριν από την ιστοριογραφία. Με αυτή τη λογική, το κεφάλαιο συζητά, κατά χρονολογική σειρά των αναφερόμενων γεγονότων και βάσει επανερχόμενων θεματικών αξόνων τις περιδιαβάσεις των μεταπολιτευτικών συγγραφέων σε απαγορευμένα ιστορικά πεδία. Έχουμε αρχικά αναφορές στους Μπακόλα, Θέμελη, Δούκα, και Καλπούζο, για έργα που συστήνουν πολυπολιτισμικές οθωμανικές πόλεις, φωτίζοντας απόντες «Άλλους». Έχουμε αναφορές στους «συγχρονικούς Άλλους» του 20ού και 21ου αιώνα κατόπιν, σε μειονότητες όπως οι Εβραίοι, οι πρόσφυγες, οι ομοφυλόφιλοι, οι φτωχοί των πόλεων, οι διπλά αποκλεισμένοι κάτοικοι της μεθορίου, κ.ά. –με σχόλια σε έργα των Φάις, Οικονόμου, Χρυσόπουλου, Δημητρακάκη, Μπούτου, Ραυτόπουλου, Θεοδωρίδη κ.ά. Σε επίπεδο τεχνοτροπίας οι συγγραφείς αυτοί επισκέπτονται θεματικές που έχουν καταστεί αντικείμενο επεξεργασίας από παλαιότερους, ξαναγράφοντας τον αξιακό τους κώδικα –εδώ, λόγου χάριν, συγκρίνονται Τα Μυστικά του Βάλτου (1937) της Δέλτα με Το ηχομυθιστόρημα του καπετάν Άγρα (1994) του Θεοδωρίδη που εκθέτει τους εθνικο-μυθοποιητικούς μηχανισμούς του πρώτου. Επίσης επισημαίνεται η χρήση της βιοϊστορίας ως αναθεωρητικού τρόπου –εμβληματική η περίπτωση της Γαλανάκη, με το Αμίλητα βαθιά νερά – Η απαγωγή της Τασούλας. Σχολιασμός παραδειγμάτων του νέου είδους του faction ακολουθούν στο κλείσιμο του κεφαλαίου (Μέρμηγκα, Δεληγιώργη, Σωτηροπούλου, Θεοδωρόπουλος), στην διαδικασία οριοθέτησης του αναπαραστάσιμου στο μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης.
Το 4ο κεφάλαιο, «Υπερβαίνοντας το τραύμα» ξεκινά με αναφορά στις θεωρίες του La Capra (2001) και του Adorno (1951), όσον αφορά στην αναπαραστασιμότητα του τραύματος. Στη συνέχεια εστιάζει στην ελληνική περίπτωση. Στις αρχικές σελίδες παρουσιάζεται το αρχετυπικό τραύμα, η Μικρασιατική καταστροφή, με αναφορές στους Πολίτη, Βενέζη, Σωτηρίου, Μ. Αξιώτη, Μυριβήλη. Στις κεντρικές ενότητες, διερευνώνται έργα τραύματος, με αναφορά στον Εμφύλιο (Γκατζογιάννης, Κοτζιάς, Μπεράτης, Αποστολίδης, Καζαντζάκης, Θεοτοκάς, Βαλτινός, Αλεξάνδρου, Πατατζής) και τη μεταμνημονική του διαχείριση. Συζητώνται οι διαφοροποιημένες πολιτικές τοποθετήσεις και αφηγηματικές προοπτικές τους, με τη γενική διαπίστωση να κυριαρχεί ότι οι αφηγήσεις αυτές αφήνουν να παρεισφρέει η αβεβαιότητα γύρω από το γεγονός. Το φαινόμενο υποδηλώνει την παρουσία τραύματος, ενώ συνδέεται ιστοριογραφικά με τις νέες προσεγγίσεις στον Εμφύλιο που έχουν προτείνει ιστορικοί όπως ο Καλύβας ή ο Μαραντζίδης. Έχουμε ήδη διασταυρωθεί με το πεδίο της δημόσιας ιστορίας.
Στο 5ο κεφάλαιο, «Ιστορία και αφηγηματικοί τρόποι», τίθεται το ζήτημα της σκηνοθεσίας της αφηγηματικής διαμεσολάβησης –με αφετηριακό σημείο την Ζωή εν Τάφω, και το τέχνασμα του ευρεθέντος χειρογράφου που επικαλείται. Έπεται συζήτηση για την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου του Δούκα, και το δεύτερο Συναξάρι του Βαλτινού, που σκηνοθετεί ένα αρχείο μαρτυριών, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από την μοναδική ‘διαμεσολαβημένη’ μαρτυρία του τύπου του Δούκα, στις φαινομενικά ‘αδιαμεσολάβητες’ πληθυντικές μαρτυρίες. Το κεφάλαιο εμβαθύνει στο ζήτημα της «μυθοπλασίας τεκμηρίων», η οποία αναδεικνύει την ιστορία ως ερευνητέα. Ενδιαφέρον στο σημείο αυτό παρουσιάζει η διάκριση ανάμεσα στα «τεκμηριοκεντρικά» και τα «ερευνητοκεντρικά» μυθοπλαστικά κείμενα –και η αντιπαραθετική εξέτασή τους, σε λιγότερο γνωστά έργα, όπως το Ελληνικό Σταυρόλεξο (2000) του Σκάσση, η Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (2006) του Δαββέτα, ή το Εμφύλιο Σώμα (2014) του Βούλγαρη. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη γενεαλογία ρομάντζων του αρχείου (Romances of the Archive) –η παράλληλη, αγγλοσαξωνική ιστορία των οποίων, παρουσιάζεται συνοπτικά στο τέλος του κεφαλαίου.
Το 6ο κεφάλαιο, «Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος» παρουσιάζει όψεις της χρονικής απόστασης μεταξύ του αναπαριστώμενου γεγονότος και του χρόνου συγγραφής. Ο Scott προσδιόριζε την απόσταση μεταξύ των δύο ως γνώρισμα του ιστορικού μυθιστορήματος. Όμως, στο μεταπολιτευτικό ιστορικό μυθιστόρημα η απόσταση καταργείται, παρελθόν και παρόν εντάσσονται σε ενιαία αφήγηση. Οι δύο κόσμοι παραλληλίζονται, ή και συνομιλούν. Παραδείγματα εδώ αντλούνται από τα μυθιστορήματα της Σοφίας Νικολαΐδου, της Μαρίας Γαβαλά, του Μιχάλη Μοδινού. Τέλος, γίνεται αναφορά στα μυθιστορήματα ηθελημένων αναχρονισμών –στο πρότυπο (κι εδώ αγγλοσαξωνικό το μοντέλο) της Γυναίκας του Γάλλου Υπολοχαγού, του Φόουλς, και στα δυστοπικά μυθιστόρηματα του τύπου Άγριας Ακρόπολης του Μάντη. Η αίσθηση του τεχνητού είναι ηθελημένη στα μεταμοντέρνα αυτά έργα, εξηγείται. Συνειδητά τείνουν προς τον τρόπο της «μυθιστορίας», στην επικράτεια της οποίας η διάκριση μυθοπλασία vs. πραγματικότητα υποχωρεί. Παραδείγματα από την Παμπούδη, την Χουζούρη, τον Μαραγκόπουλο ολοκληρώνουν το κεφάλαιο.
Το 7ο κεφάλαιο, «Οι γέφυρες της ιστορίας», αναπτύσσει το θέμα της επιστροφής του ιστορικού μυθιστορήματος στην πραγματικότητα διά της μεταφοράς. Εξετάζονται τρία μυθοπλαστικά σύνολα, του Πανσέληνου, του Θέμελη, της Κρανάκη (περιλαμβάνονται αναφορές σε πολλά). Τη συζήτηση ανοίγουν δύο παραδειγματικά ιστορικά μυθιστορήματα με θέμα αντλημένο από τη Φραγκοκρατία, Ο Αυθέντης του Ραγκαβή, και η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη. Ο Αυθέντης είναι μια πραγματεία περί εξουσίας και η σχέση με τη Δύση που προτείνει είναι συναινετική. Το θέμα μας αφορά και σήμερα. Ομοίως, σχετικά με την Ιζαμπώ, προβάλλεται ο πολιτικός μετεωρισμός του έργου που ο Τζιόβας αποδίδει στην τραυματική εμπειρία της Κατοχής και των Δεκεμβριανών –αυτός είναι ο λεγόμενος «παροντισμός» του έργου. Ακολουθεί η διερεύνηση της θεματικής της μουσικής ως πολιτισμικής μεταφοράς. Εδώ γίνεται εκτενής ανάλυση στην Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια του Πανσέληνου. Αντίστοιχα ερμηνεύεται η τριλογία του Νίκου Θέμελη, ως μεταφορά του Σημιτικού εκσυγχρονισμού. Το κεφάλαιο κλείνει με τους Φιλέλληνες, που ερμηνεύεται ως αλληγορία για την έννοια της ελληνικότητας, μα και για την πορεία της Αριστεράς «από την εξορία στην ουτοπία».
Το τελευταίο κεφάλαιο, «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα» διερευνά τον διεθνικό χρονοχώρο που αναπτύσσουν τα μυθιστορήματα της εποχής της Παγκοσμιοποίησης. Τώρα, η ελληνική πεζογραφία «ως αντίδραση στην εθνική ομφαλοσκόπηση, ανοίγεται στο διεθνές στερέωμα». Εδώ εξετάζονται οι «μεταμοντέρνες φαντασμαγορίες» της Τριανταφύλλου, που «δοκιμάζουν τα όρια του ιστορικού μυθιστορήματος, [...] απομνημονεύματος, χρονικού, πολιτικού μυθιστορήματος και δι-εθνικής περιπλάνησης». Γνώρισμά τους, το patchwork σημαντικών και καθημερινών γεγονότων, σε πλατειές συνθέσεις που εμπρόθετα συμφύρουν μυθοπλαστικά κι ιστορικά στοιχεία και, φυσικά, το γεωγραφικό τους ανάπτυγμα. Στη συνέχεια, εξετάζονται τα οικολογικά / ανθρωπολογικά μυθιστορήματα του Μοδινού –επίκεντρό τους η Αφρική. Επανέρχεται στις αφηγήσεις αυτές το δουλεμπόριο, μα και στοιχεία οικο-κριτικής και μεταποικιακότητας. Πώς καλούμαστε εδώ να ερμηνεύσουμε την Αφρική, ως μεταφορά; Στην τελική ενότητα εξετάζονται τα μυθιστορήματα της Αλβανικής μεθορίου. Είναι μια λογοτεχνία των συνόρων, που βλέπει τον εαυτό της να καθρεπτίζεται στην ερευνητική περιοχή των border studies. Παράδειγμα, η πεζογραφία του Κώτσια, ιδιαίτερα το μυθιστόρημά του, Στην απέναντι όχθη (2009). Είναι έργα του, χαρτογραφούν την εμπλοκή του ατόμου με την Ιστορία, συνδυάζουν πολιτική και ιστορία, ταυτότητα και ιδεολογία, οικογενειακά δράματα και προδοσίες/διώξεις, ενώ δίνουν επίσης μια τοιχογραφία των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Στην περίπτωση του Καπλάνι, Μικρό ημερολόγιο συνόρων (2006), καταγράφονται οι δυσκολίες με το αυταρχικό καθεστώς, και οι δοκιμασίες της μετανάστευσης. Το επόμενο έργο του, Λάθος Χώρα (2018), θέτει τις δυσκολίες του ανήκειν –ο ήρωάς του, όπως ο συγγραφέας, εν τέλει, μεταναστεύει στην Αμερική. Η διαβαλκανική αυτή παραγωγή δραματοποιεί το δίλημμα της σχέσης με τις χώρες υποδοχής, ως εξής: αφομοίωση vs. ένταξη. Τα έργα αυτά δείχνουν με ποιον τρόπο ο αρχετυπικός καθρέπτης του έθνους που μας παρέδωσε ο 19ος αιώνας, το ιστορικό μυθιστόρημα, μεταλλάσσεται στον 21ο στο μυθιστόρημα μιας «παγκοσμιοποιημένης χωρικότητας» (σ. 391).
Ιστορία και πλοκή
Επιλεγόμενα: Το μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης, παρακολουθεί τις εξελίξεις στον χώρο της ιστοριογραφίας, και συνομιλεί με τις αναδυόμενες κατηγορίες μελέτης της «μνήμης» και του «τραύματος». Ως υβριδικό είδος συναιρεί ποικίλα μορφικά στοιχεία, ενώ, σε επίπεδο προβληματισμών, είναι στραμμένο στο παρόν. Στον βαθμό, δε, που η σύγχρονη ιστοριογραφία αξιοποιεί τον τρόπο της μνημο-ϊστορίας, τότε τα δύο είδη μπορούν εξίσου να φωτίσουν υποκείμενες αλήθειες, συγκλίνοντας μεθοδολογικά, και ως προς την «διδακτική» λειτουργία τους. Τα έργα αυτά, σε γενικές γραμμές, προβάλλουν τις «εθνικές σιωπές». Ενώ στον βαθμό που αξιοποιούν τη σκηνοθεσία ιστορικών μεθόδων όπως η μαρτυρία, το υλικό τεκμήριο, η αρχειακή έρευνα, προβάλλουν την αφήγηση ως κατασκευή, συγκλίνοντας, πάλι, με την αναστοχαστική στροφή της ιστοριογραφίας. Το ιστορικό μυθιστόρημα, αποτελεί την καθαρότερη έκφραση του μεταμοντερνισμού, διατείνεται η θεωρητικός Linda Hutcheon, και ο Τζιόβας, δείχνει πώς η τοποθέτηση αυτή επαληθεύεται στην ελληνική περίπτωση. Τα έργα που μελετά προβάλλουν: α) τη σχετικότητα της αλήθειας, β) την κατασκευή της αφήγησης, γ) την έρευνα αρχείου. Αμφισβητούν τις μεγάλες αφηγήσεις των εθνικών βεβαιοτήτων. Η ανανέωση είναι εμφανής.
Το νέο έργο του Δημήτρη Τζιόβα, Ιστορία, Έθνος και Μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση συνιστά μια πλατιά ιστοριογραφική σύνθεση με κέντρο το «μετα-ιστορικό μυθιστόρημα» της Μεταπολίτευσης. Στα πλεονεκτήματα του έργου προσγράφεται ο μεγάλος αριθμός νέων έργων που συζητώνται – σε παραλληλία με νέες αναγνώσεις κανοναρχημένων έργων που δίνουν το μέτρο σύγκρισης. Υπό το σχήμα μιας μονογραφίας με θέση, ο Τζιόβας μας προσφέρει την οριστική ιστορία της πεζογραφίας της Μεταπολίτευσης. Συστηματικές μετα-ποιητικές παρατηρήσεις, εικονογραφούν, παράλληλα, την εξέλιξη του είδους του ιστορικού μυθιστορήματος από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Τέλος, να σημειώσω πως εκτιμώ το άνοιγμα της βιβλιογραφίας του σε μια γκάμα υλικών, που δημοκρατικά ανοίγεται από το πιο θεωρητικό σύγγραμμα ως την επικαιρική κριτική. Και, φυσικά, την συμπερίληψή του στις συζητήσεις των έργων, και της αρνητικής κριτικής που έχουν δεχτεί. Πρόκειται για μια σύνθεση ταυτόχρονα πλατειά και εμβριθή.