Στην πραγματικότητα αυτό που οργανωνόταν ως έθνος της μεσαίας τάξης δεν υπάρχει πια. Υπάρχουν κοσμοπολίτες που τα βγάζουν πέρα –οικονομικά και πολιτισμικά– με τον ουλτρακαπιταλισμό της εποχής και άνθρωποι βουτηγμένοι στην δυστυχία μιας υποχρεωτικής εντοπιότητας που χάνουν διαρκώς τη δύναμη και την ελπίδα τους.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό, διότι συμβολίζεται στα μεγάλα πολιτισμικά και ανθρωπολογικά διακυβεύματα, τα οποία, με τη σειρά τους, ανάγονται σε παράγοντες νέων διαιρέσεων και εστιών μεγάλης δυσφορίας ή άφατης αγωνίας. Ακόμα και η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους (ή γενικότερα η απόσυρση του κράτους από τη συμβολική και ρυθμιστική-αναδιανεμητική του διάσταση σε αυτές τις ανισότητες ) δεν είναι παρά μια μετάφραση της μεταφοράς ισχύος που αναφέρω πιο πάνω – μιας μεταφοράς που δεν θίγει με τον ίδιο τρόπο όλες τις βαθμίδες της οικονομικής και της κοινωνικής ιεραρχίας.
Με άλλα λόγια, εδώ και καιρό βρισκόμαστε μπροστά σε ένα «νέο κοινωνικό ζήτημα». Και αυτό το γεγονός, οι κλασικές δημοκρατικές δυνάμεις δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Είναι σαν να ζουν για να το υποτιμούν. Και είναι λογικό: οι φιλελεύθερες και οι συντηρητικές δυνάμεις τείνουν να αγνοούν το κοινωνικό ζήτημα.
Η δε αριστερή επεξεργασία μπορεί ενίοτε να του δίνει όνομα και να το καταγγέλλει, αλλά στην πραγματικότητα η όποια κατανόησή της αναιρείται, εφόσον κύρια προτεραιότητά της είναι η μάχη υπέρ ενός υπερφιλελεύθερου ατομικισμού των ταυτοτήτων ή υπέρ ενός εξίσου προβληματικού κοινοτισμού των ταυτοτήτων. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η Αριστερά αρνείται το κοινωνικό ζήτημα γιατί δεν είναι στα μέτρα της. Είναι αυθεντικά καινούργιο φαινόμενο και ελάχιστα μοιάζει με το κοινωνικό ζήτημα του 19ου και του 20ού αιώνα, που έφερνε στο φως θεμελιώδεις ανισότητες, τρομακτικά βιοτικά χάσματα, εξαθλίωση και εργατική καταπίεση. Σήμερα, το κοινωνικό ζήτημα είναι περίπλοκο, διάσπαρτο και δεν έχει ως αιχμή το αίτημα της ισότητας αλλά την καταναλωτική απόλαυση: τη συμμετοχή στα ηδονιστικά αγαθά, τη μείωση του εργασιακού καμάτου και τη χειραφέτηση από την πολυ-εργασία, την κατάκτηση των επιθυμιών, την υλοποίηση προσωπικών ονείρων και την απαλλαγή από τη γενική ανασφάλεια.
Οι αδύναμοι του σημερινού κόσμου ζουν τη διαρκή ματαίωση των προσδοκιών τους και το φόβο μιας περαιτέρω πτώσης – και όχι τόσο την εξαθλίωση που ανακυκλώνεται σε μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία. Η μεγάλη μηχανή των επιθυμιών είναι το Ιnstagram. Αυτός που τον βλέπεις κάθε μέρα, ο οικείος σταρ ζει πολύ καλύτερα από σένα. Και υλοποιεί όλες τις επιθυμίες του, που έτσι γίνονται και δικές σου. Χωρίς εσύ να μπορείς να τις αγγίξεις καν. Έχεις βέβαια Ίνσταγκραμ και εσύ με την επισφαλή εργασία και τον ασταθή μισθό, όπως έχει και ο πλούσιος ασημαντολόγος ινφλουένσερ. Αλλά το παιχνίδι της γοητείας του είναι το μέτρο της δικής σου στέρησης.
Αυτές οι διάσπαρτες δυνάμεις των πιο αδύναμων, αυτών που στερούνται, ούτε πρόκειται να πιστέψουν στην ορθολογική απόδοση των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, ούτε να χαρούν επειδή επιδοτείται από το κράτος το ηλεκτρικό αυτοκίνητο και τα πατίνια, ούτε να αποδεχτούν ψύχραιμα τους λόγους που δεν βρίσκουν πλέον γιατρό στις μίζερες κωμοπόλεις όπου εξορίστηκαν, μη μπορώντας να πληρώσουν το ενοίκιο στη παλιά τους αστική γειτονιά (διότι οι άλλοι –κάποιες φορές και οι ίδιοι– θέλουν να κάνουν city break μέσω της γλυκιάς πλατφόρμας «διαμοιρασμού» που έχει παντού εκτινάξει την αξία της γης). Οι δυνάμεις αυτές δεν έλκονται από οποιαδήποτε ιδεολογία, από οποιοδήποτε συλλογικό σχέδιο «χειραφέτησης» τους προτείνει ο προσχηματικός αντισυστημισμός της Αριστεράς.
Αυτό το πεδίο της λαϊκότητας αναγνωρίζει μόνο το έθνος ως καταφύγιο από οδύνες και κινδύνους και εκφράζεται προνομιακά μέσω εκείνων οι οποίοι του προσφέρουν την πιο απτή νοσταλγία του έθνους. Τη νοσταλγία που κυνικά, χωρίς αντίκρισμα μα και χωρίς αντίπαλο, ανεμίζουν ως σημαία η Ακροδεξιά, ο τραμπισμός και κάθε λογής αντισυστημισμός.
Η ιδέα ενός νέου προστατευτισμού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και, μαζί, μιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας, που κόμιζε η μακρονική ιδεολογία το 2017, ήταν ένα δρομολόγιο το οποίο δεν δοκιμάστηκε ποτέ και μάλλον έχει ξεχαστεί και από τον ίδιο τον εμπνευστή του. Δυστυχώς, η ίδια η λέξη «προστασία» ηχεί δυσάρεστα στις ιθύνουσες ελίτ του κράτους, της οικονομίας και του πολιτισμού σήμερα στη Δύση.