Συγκριτολογική κριτική και μεταφρασεολογία· ειδολογική κριτική· μετρική και πηγολογία· πρόσληψη και διάχυση· ιστορική ερμηνευτική, σε συνάρτηση με το πολιτισμικό και διανοητικό περιβάλλον της εποχής παραγωγής του Ερωτόκριτου: συνιστούν μερικές από τις μεθοδολογικές προτάσεις που εισηγείται ο τόμος. Διεπιστημονικότητα, διαθεματικότητα και σημαντικοί συντελεστές[1] συνθέτουν ένα σημαντικό έργο, με τις συμβολές των: Στέφανου Κακλαμάνη, Βασίλη Παπαδόπουλου, Γιάννη Κιουρτσάκη, Ulrich Moennig, Παναγιώτας Βασιλάκη, Έρρικας Ανδρουλάκη, Μαρίας-Χριστιάνας Πάσσου, Μαρίνας Ροδοσθένους-Μπαλάφα, Δημήτρη Παραδουλάκη, Tudor Dinu, Νίκου Μαυρέλου, Γιάννη Ξούρια, Ευριπίδη Γαραντούδη, Κωνσταντίνου Μπόμπα, Christiano Luciani, Αθανάσιου Ζαγκότη και Σταματίας Λαουμτζή, ο τόμος συνθέτει ένα πανόραμα των μεθόδων φιλολογικής και ερμηνευτικής προσέγγισης της λογοτεχνίας σε ισχύ σήμερα.
Στην πρώτη μελέτη του τόμου, με τίτλο «Η “φύση των πραμάτω” στον Ερωτόκριτο» (σ. 19-33), ο Στέφανος Κακλαμάνης επιχειρεί να αποσαφηνίσει μια βασική έννοια του έργου, τη «φύση», όπως παραδίδεται στους αποφθεγματικούς στίχους της Αρετούσας: «Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω, / για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω» (Γ1277-1278).[2] Ο μελετητής αρχικά αποσυσχετίζει την αναφορά από την πραγματεία De Rerum Natura του Λουκρητίου (1ος αι. π.Χ.). Στη συνέχεια, ερμηνεύοντας την εικόνα του ημιστιχίου: «και πάσιν άνω κάτω» ως αντανάκλαση μιας μεσαιωνικής ιδέας γύρω από τη μηχανή του κόσμου, που κινείται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση (machina mundi), εξηγεί πώς, με τη σειρά της, η Αρετούσα θα απειθαρχήσει στους ορισμούς της Τύχης της (Fortuna), υπηρετώντας τον δικό της συναισθηματικό κόσμο, δηλαδή τον Έρωτα. Η ρητορική αντιπαράθεση Τύχης και Έρωτα (σ. 23) και η προτεραιοποίηση του δεύτερου έναντι της πρώτης είναι, για τον μελετητή, κρίσιμη, διότι αποτυπώνει την κεντρική αναγεννησιακή αξία του αυτοπροσδιορισμού, μια αξιοσύνη που οδηγεί στη virtù (κι ας θυμίσουμε εδώ την αλληγορική διάσταση του ονόματος της ηρωίδας, που έχει οδηγήσει, στο παρελθόν, σε αλληγορική ανάγνωση ολόκληρου του ποιήματος). Ο έρωτας συνιστά, για την παραδειγματική μας ηρωίδα, οργανωτική δύναμη που αντιστρατεύεται τις κοινωνικές ιεραρχίες και τη Θεία Πρόνοια (εδώ, συγκρίνει ο μελετητής με το “omnia vincit amor” του Βιργιλίου). Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή κοσμαντίληψης, η επίδραση της οποίας ανιχνεύεται και στην αλλαγή στάσης αρκετών άλλων προσώπων του έργου, κυρίως μάλιστα του Βασιλιά (σ. 28). Με βάση τα παραπάνω, συζητώνται, στη συνέχεια στο μελέτημα, ερωτοκρίτειες θέσεις γύρω από τη λειτουργικότητα του χρόνου και της αναμονής (σ. 26) και της «κρατικής σκοπιμότητας» της raison d’état (σ. 27), στη ρύθμιση της δημόσιας ζωής. Μάλιστα, όπως τεκμηριώνει ο μελετητής, αντιπαρατίθενται στον Ερωτόκριτο δύο παράλληλα «συστήματα πολιτικής σκέψης», που φαίνεται να διέπουν τις σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης στην Αθήνα της εποχής όπου εκτυλίσσεται η ιστορία· πρόκειται για το «Λόγο του Ουμανισμού» (σ. 27), και τον «Πραγματιστικό Λόγο», του καιροσκόπου αυλικού (σ. 28). Είναι θέσεις που ενυπάρχουν σπερματικά στο κείμενο, αντλούνται από ποικίλα χωρία και ανασυντίθενται σε ενιαίο σύνολο από τον μελετητή. Έτσι, ο Κακλαμάνης, μαεστρικά, οδηγεί σε μια ανάγνωση του Ερωτόκριτου ως πολιτειακής αλληγορίας. Καταλήγοντας συμπερασματικά:
Στη νομοτέλεια της Τύχης ο Κορνάρος αντιπαραθέτει τη σωματική και ψυχοπνευματική καλλιέργεια του ατόμου (virtù), στην απατηλή κυκλικότητα του γίγνεσθαι την ακαταπόνητη αγωνιστικότητά του, με τους ήρωές του να φθάνουν στην ευτυχία αρπάζοντας τις ευκαιρίες («με του καιρού τ’ αλλάματα») που τους δίνει η κινούσα δήναμη του σύμπαντος, ο Έρωτας, δείχνοντας και αποδεικνύοντας τις (επίκτητες) αρετές τους. (σ. 33)
Μελέτημα ιστορικής ερμηνευτικής, που συστηματικά αξιοποιεί εξωλογοτεχνικές πηγές (περιλαμβάνει αναφορές στους ουτοπικούς πολιτικούς στοχαστές: Sir Thomas Moore, Tommaso Campanella, Sir Francis Bacon – σ. 30), προβάλλει το πολιτικό στον Ερωτόκριτο, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει τη διαρκή ηθική συνάφεια του όψιμου αναγεννησιακού ποιήματος, προς το σήμερα. Επέχει θέση εκτενούς εισαγωγής ολόκληρου του τόμου.
Ο πόλεμος, από τότε ώς σήμερα
Στη δεύτερη μελέτη, «Πόλεμος και ειρήνη στον Ερωτόκριτο. Ένας κώδικας τιμής που χάθηκε» (σ. 35-49), η οποία εστιάζει στην «γκιόστρα» του τέταρτου μέρους του Ερωτόκριτου, και ειδικότερα στη μονομαχία Αρίστου και Κριτίδη, ο πρέσβης Βασίλης Παπαδόπουλος επιχειρεί να αναγνωρίσει την ανάδυση νεωτερικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου για τον πόλεμο στο όψιμο αναγεννησιακό έργο – ένα είδος αναδρομικής ερμηνευτικής, αλλά και όχι μόνο. Το άρθρο χωρίζεται σε υποενότητες, που στρέφονται γύρω από τα κύρια μοτίβα αναπαράστασης του πολέμου στον Ερωτόκριτο. Αναγνωρίζονται οι αιτίες έναρξης της σύγκρουσης (Δ851-858), που ο μελετητής κωδικοποιημένα περιγράφει με τη σχετική φράση του Τσώρτσιλ, ως: “the gathering of storm” (σ. 39). Έπεται ο κειμενικός εντοπισμός της έναρξης της πολιορκίας της Αθήνας (και κάθε πολιορκίας) από τον «βασιλέα της Βλαχίας» (Δ859-864). Ακολουθεί η υπόδειξη της τελετουργίας του επαίνου του εχθρού (Δ936-937, Δ961-965) – εδώ ο Παπαδόπουλος διαφοροποιεί την πρακτική του αναγεννησιακού κόσμου από τη σημερινή της πολεμικής προπαγάνδας, που επιμελώς αποπειράται «να συκοφαντήσει και να εξευτελίσει τον αντίπαλο» (σ. 40). Το θέμα των αιχμαλώτων και της αντιμετώπισής τους, επίσης επισημαίνεται και καταγράφεται από τον μελετητή (στ. Δ1111-1114). Η ανακωχή, η ταφή των νεκρών (Δ1233-1236), η διαπραγμάτευση των αντιπάλων γύρω από τους ομήρους (Δ1237-1238), σημειώνει ο Παπαδόπουλος, συζητώνται επίσης στο αναγεννησιακό κείμενο.
Μια ενδιαφέρουσα υποενότητα του κειμένου του Παπαδόπουλου έχει να κάνει με την επισήμανση του ειδικότερου λεξιλογίου που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος, για όλες αυτές τις πολεμικές φάσεις. Υπογραμμίζεται η χρήση της λέξης «σύμβαση» (Δ1267), κι η χρήση της λέξης «λογισμός» (Δ1265), ως πρώιμες εκδοχές περιγραφής των ειρηνευτικών διαδικασιών και των διεθνών συμφωνιών, που επιδιώκουμε και σήμερα (σ. 42). Οι πρέσβεις παρουσιάζονται, επισημαίνει, ως «μαντατοφόροι» ή «φρονιμότεροι» (Δ1285-1286 και Δ1287-1288). Σημαντική και η διαπίστωση ότι, στον ουμανιστικό κόσμο του Ερωτόκριτου, αποτελεί δεδομένο πως οι συμφωνίες συνάπτονται για να τηρούνται (Δ1619-1628) – το πονεμένο “Pacta sunt servanda” (σ. 43). Πρόκειται για έναν κόσμο, που δεν υπάρχει πια: Στην καταληκτική ενότητα, ο πρέσβης Παπαδόπουλος εξηγεί πώς η έννοια του Δίκαιου Πολέμου (bellum justum) σταδιακά αντικαθίσταται, μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648, «από την πολιτική ασυδοσία των κυρίαρχων κρατών» (σ. 45). Ενώ, αντίστοιχα, η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ισπανία, το 1808, προκαλεί οπισθοδρόμηση στους κανόνες διεξαγωγής πολέμου – εκεί, σημειώνει ο συγγραφέας, εμφανίστηκαν, για πρώτη φορά, τα ανταρτικά κινήματα, και ο πόλεμος (guerra) μετατράπηκε σε “guerilla” (σ. 45).
Το μελέτημα κλείνει με έναν κατάλογο των διορθωτικών κινήσεων στις οποίες προέβη η διεθνής κοινότητα, για τον περιορισμό της ασυδοσίας, έκτοτε: Συμβάσεις της Χάγης (1899 και 1907), Συμβάσεις της Γενεύης (1949), Σύμβαση των Παρισίων (1928), Άρθρο 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (1945), Κοινωνία των Εθνών, ΟΗΕ. Το συμπέρασμα του μελετητή, μετά τη συγκριτική αντιπαράθεση των δύο ιστορικών στιγμών (του κόσμου της όψιμης Κρητικής Αναγέννησης και του κόσμου του πρώιμου 21ου αιώνα), είναι ότι βήματα έχουν γίνει, προς την θέσπιση και την εφαρμογή του δικαίου. Μένει όμως δρόμος να διανυθεί ακόμα. Η μελέτη του Βασίλη Παπαδόπουλου, επίσης, υπογραμμίζει τη σημασία της διαρκούς παρουσίας της λογοτεχνίας στη δημόσια σφαίρα και τις πολλαπλές χρησιμότητες της λογοτεχνικής ανάγνωσης, ακόμα και για πεδία φαινομενικά ξένα προς αυτήν, όπως η διπλωματία (και η προϊστορία της) ή οι διεθνείς σχέσεις. Ταυτόχρονα, «πατάει γερά» στην τεχνική της «εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης», και ανάλυσης, του κειμένου.
Η «φιλιά» και η φλόγα της καρδιάς
Η έκτη μελέτη του τόμου, «Απεικονίσεις της φιλιάς στον Ερωτόκριτο και στα Trattati d’ amore», της Έρρικας Ανδρουλάκη (σ. 93-110), διερευνά την «πολυδύναμη» έννοια της «φιλιάς» στο αναγεννησιακό ποίημα, σε σύγκριση προς την εμφάνισή της σε δύο σημαντικές πραγματείες περί έρωτος του πρώτου μισού του 16ου αιώνα, τα Trattati d’ amore των Baldassare Castiglione (Il libro del Cortegiano, α΄ έκδοση: 1528) και Giuseppe Betussi (Il Raverta, α΄ έκδοση: 1544), αντίστοιχα. Συζητιέται, αρχικά, η ορολογία που καλύπτει, στα ιταλικά έργα, τις έννοιες της αγάπης και του έρωτα, επισημαίνεται η εγγύτητα των δύο όρων μεταξύ τους, ενώ υπογραμμίζεται, ειδικά, η έννοια της «χάρης του έρωτα» (grazia d’ amore), που δίνει «φτερά» στους ερωτευμένους, ώστε να νικήσουν τις δυσκολίες. Παρενθετικά, αναφέρεται, ως συγγενής, η αγάπη του Θεού – εδώ, βρισκόμαστε κοντά στη νεοπλατωνική σκέψη του Ficino. Η διερεύνηση της Ανδρουλάκη ακολουθεί το λεξιλογικό μονοπάτι ενώ, σε μια κίνηση αντίστοιχη εκείνης του Κακλαμάνη και του Παπαδόπουλου, μεριμνά διαρκώς να ιστορικοποιεί τους όρους της, να εντάσσει την ερμηνεία τους στον διανοητικό ορίζοντα της εποχής της πρώτης εμφάνισής τους.
Στη συνέχεια περνά στο ελληνικό κείμενο. Ως πειστήριο μιας γενετικής σχέσης μεταξύ του Ερωτόκριτου και των αναγεννησιακών Trattati d’ amore, η μελετήτρια προβάλλει τις λεξιλογικές απηχήσεις της συγκεκριμένης ορολογίας στον Ερωτόκριτο, κυρίως όμως την εμφάνιση στον Ερωτόκριτο αφηγηματικών μοτίβων και καταστάσεων, που ευθέως ανακαλούν τη συνθήκη του ερωτευμένου, όπως την περιγράφουν τα Trattati d’ amore. Σχολιάζεται η παρουσία μοτίβων όπως: της αναπόλησης του αγαπημένου προσώπου ως σωτηρίας για τον έρωτα, μα κι ως εξουθένωσης· της μεταμόρφωσης, λόγω του έρωτα, του γνωστικού σε τρελό, και το αντίστροφο· της όρασης, και της θέασης της ομορφιάς, ως τροφής για τον έρωτα· της πλατωνικής, ιδανικής εικόνας του αγαπημένου ως διόρθωσης του πραγματικού του σώματος (εδώ βρισκόμαστε πάλι στην επικράτεια του νεοπλατωνισμού)· του έρωτα ως μηχανισμού εξύψωσης του ανθρώπινου· των τεχνών ως βοηθημάτων και αντανακλάσεων της Αγάπης, κ.ά. Για την Ανδρουλάκη, τα Trattati d’ amore αποτέλεσαν ένα είδος «λογοτεχνικής εγκυκλοπαίδειας» για τη διάνοια του Κορνάρου, η οποία: «όμως δεν προσλαμβάνει απλώς τα πρότυπα της φιλίας και του έρωτα από τα κείμενα των Ιταλών ομοτέχνων της, αλλά τα ανασκευάζει με τρόπο πρωτότυπο και μοναδικό» (σ. 110). Ενδιαφέρον συγκριτολογικό μελέτημα που εστιάζει στα διανοήματα του κρητικού ποιήματος, στην ιστορικά συγκεκριμένη παιδευτική αξία του (για τους πρώτους αναγνώστες του), στην ιστορία των πολιτισμικών πρακτικών που μας μεταφέρει και, τέλος, σε μια συνειδητή υπέρβαση της διάζευξης λογοτεχνικό vs. μη-λογοτεχνικό υλικό, κατά την κειμενική ανάλυση.
Με τη δωδέκατη μελέτη του τόμου, «“Αυτή η φλόγα της καρδιάς”: από τον Ερωτόκριτο στα φαναριώτικα στιχουργήματα και τραγούδια» (σ. 267-294), του Γιάννη Ξούρια, περνάμε στην περιοχή της πρόσληψης. Η μελέτη εξετάζει τη γνώση του Ερωτόκριτου που φαίνεται ότι έχει ο ανώνυμος συνθέτης των πεζών ιστοριών του Έρωτος Αποτελέσματα (1792), ο οποίος εγκιβωτίζει ερωτικά τραγούδια στις ιστορίες του, που μοιάζει να απηχούν το αριστούργημα της Κρητικής Αναγέννησης. Η διερεύνηση ξεκινά από ένα tour-d’horizon των αναφορών της φαναριώτικης γραμματείας του 18oυ αιώνα στον Ερωτόκριτο, ορμώμενη από μαρτυρία του Καισάριου Δαπόντε, πως έχουν ήδη υπάρξει έξι βενετσιάνικες εκδόσεις του Ερωτόκριτου, την εποχή που γράφει ο ίδιος, δηλαδή το 1766 (σ. 267). Και κλείνει με σχολιασμό των αρχαϊζουσών αναπλάσεων του έπους κατά τον πρώιμο 19ο αι., παραδειγματικά από τον Διονύσιο Φωτεινό στον Νέο Ερωτόκριτο του 1818. Η αναζήτηση αφορά τόσο την παρουσία κοινών αφηγηματικών μοτίβων (η Τύχη για τον ερωτευμένο έχει κολλήσει στη δυστυχία· ο απελπισμένος ικετεύει να του χαρίσει η Τύχη θάνατο, κ.ά.), όσο και στην παρουσία κοινού λεξιλογίου και εννοιολογήσεων. Ενδιαφέρουσα η διάκριση μεταξύ «ειμαρμένης» [fatum] και «τύχης» [fortuna], που πραγματοποιεί ο Ξούριας, και η διαφοροποίηση που παρατηρεί ως προς την αντίληψη της έννοιας της Τύχης στα δύο σώματα κειμένων – σ. 276-78). Όπως τεκμηριώνει ο μελετητής, οι Φαναριώτες φαίνεται να «εισπράττουν» τις αναπαραστάσεις του απελπισμένου από τον Ερωτόκριτο, χωρίς όμως να κατανοούν την κοσμοθεωρία που τις συνέχει, ή το επιστημολογικό τους υπόβαθρο. (Την παρουσία της ιατρικής στον Ερωτόκριτο τεκμηριώνει το έργο του ιταλού νεοελληνιστή M. Peri, Του Πόθου Αρρωστημένος [1999], που εξηγεί πώς η περιγραφή της «αρρώστειας του έρωτα» ακολουθεί την ιατρική συμπτωματολογία της εποχής). Για τον Ξούρια:
Τα περισσότερα από τα «συμπτώματα» που επισημαίνει ο Peri τα συναντούμε και στα τραγούδια, αλλά δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για λογοτεχνικούς τόπους χωρίς το υπόστρωμα γνώσεων εξακριβωμένων και κωδικοποιημένων από κάποια «επιστήμη». (σ. 287)
Τα ίδια ισχύουν και για τα μοτίβα της «ομοιοπαθητικής θεραπείας» του έρωτα, όπου η ικανοποίηση της επιθυμίας, κρίνεται ως θεραπεία για το σύμπτωμα (σ. 288), κ.λπ. Και εν τούτοις, όπως υποστηρίζει ο Ξούριας, αξιοποιώντας ερευνητικές προτάσεις παλιότερων μελετητών (Τορναρίτου-Μαθιοπούλου, Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Δεληγιαννάκη, κ.ά.), ορισμένα τραγούδια του Έρωτος Αποτελέσματα φανερώνουν όχι απλώς διαμεσολαβημένη από μεταγραφές, αλλά άμεση γνώση του Ερωτόκριτου. Η τρομερή λεξιλογική εγγύτητα και η μορφολογική ομοιότητα (δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα) ορισμένων από τα τραγούδια του Έρωτος Αποτελέσματα (βλ.: 101, 125), προς χωρία του Ερωτόκριτου, και η κοινή παρουσία στα δύο σώματα κειμένων ορισμένων σπανιότατων αλληγορικών εικόνων, οδηγούν στην υπόθεση πως: «Δεν αποκλείεται ο Φαναριώτης στιχουργός να είχε διαβάσει μια λαϊκή φυλλάδα του Ερωτόκριτου» (σ. 293). Ο χαμηλός βαθμός στον οποίο αξιοποίησε το υλικό του ο ανώνυμος συνθέτης του Έρωτος Αποτελέσματα, θα πρέπει, συνεπώς, να αποδίδεται όχι πλέον στη χασματική διάδοση του κειμένου-πηγής, αλλά στη διαφορετική «κοινωνική λειτουργία» που επιτελεί το κείμενο-στόχος, το «λαϊκό τραγούδι ευρείας κατανάλωσης», η οποία «σε μεγάλο βαθμό καθόρισε τους όρους της άντλησης, της προσαρμογής και της ουσιαστικής ή επιπόλαιης αφομοίωσης του υλικού αυτού» (σ. 294). Φιλολογία ανίχνευσης πηγών, βιβλιολογία (ανίχνευσης διασκευών, παραλλαγών και αντιτύπων) και κοινωνιολογία της λογοτεχνίας συνδυάζονται στο μελέτημα του Γιάννη Ξούρια, σε ένα γοητευτικό συγγραφικό σύνολο.
Σεφέρης – και λογοτεχνικά είδη
Στο δέκατο τρίτο άρθρο του τόμου, του Ευριπίδη Γαραντούδη, «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης και ο Ερωτόκριτος» (σ. 295-328), μπαίνουμε βαθιά στην επικράτεια της πρόσληψης, με ένα αξιομνημόνευτο κείμενο. Αφού αναφερθεί στο γνωστό σεφερικό δοκίμιο του 1946 για τον Ερωτόκριτο, ο μελετητής παρουσιάζει το ανέκδοτο (όσο ζούσε ο ποιητής), χιουμοριστικό «Αρετή και Ρωτόκριτος», που πρωτοδημοσιεύθηκε μεταθανάτια, στα Εντεψίζικα του 1989, σε επιμέλεια Γ. Π. Ευτυχίδη (= Γ. Π. Σαββίδη). Πρόκειται για θεατρόμορφο κείμενο, 64 ομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων (σ. 303), πιθανόν γραμμένο το 1961, το οποίο ο άγγλος νεοελληνιστής Roderick Beaton εύλογα αποκάλεσε, όπως παραθέτει ο Γαραντούδης: «πορνογραφικό παστίς». Ο μελετητής το σχολιάζει από μετρική, ποιητολογική και εκδοτική άποψη. Άπλετα παραθέματα, με την άδεια της κληρονόμου του ποιητή, Δάφνης Κρίνου, δίνουν στον αναγνώστη μια γεύση της σπαρταριστής παρωδίας. Ενδεικτικά αναφέρω το παράθεμα της έναρξης του κειμένου: «Σκηνή: Ξημέρωμα, στην κάμαρα της Αρετής. Πρόσωπα: Νένα, Αρετή // Νένα: Μην το δαχτύλι σ’ άγγιξε; / Αρετή: Όχι, ήταν άλλο πράμα / που ’νιωσα μες στη φούχτα μου μαζί μ’ εκειό το γράμμα·» (σ. 296). Και πιο κάτω, την περιγραφή της συνάντησης των δύο νέων, όπως τη διηγείται η Αρετή στη Νένα: «Αρετή: [...] Μ’ αυτός στα χείλια του λαγού, που ’χε το δάχτυλό του / στο στόμα του το σύστρεφε και τή γλώσσα του θέλει...» (σ. 298). Αφού προτείνει εκδοτικές τροποποιήσεις στη σαββίδεια παρουσίαση του ποιήματος στα Εντεψίζικα, με βάση τα χειρόγραφα που γενναιόδωρα παρατίθενται φωτογραφημένα, και αφού συνδέσει το θραύσμα του «Αρετή και Ρωτόκριτος» με διαπροσωπικά και ιατρικά βιώματα του Σεφέρη κατά την εικαζόμενη εποχή συγγραφής του, ο Γαραντούδης αποφαίνεται ότι το ποίημα αποτελεί την «περισσότερο σημαίνουσα ποιητική μαρτυρία της σχέσης του Σεφέρη με τον Ερωτόκριτο» (σ. 310). Επιμένει, εξηγώντας τη θέση αυτή, στο ενδιαφέρον που θα πρέπει να είχε για τον ποιητή Σεφέρη η διερεύνηση της γυναικείας ερωτικής χειραφέτησης, όπως ξεδιπλώνεται, ανάμεσα από τις γραμμές, στον Ερωτόκριτο –ενισχυτικά αναφέροντας τον παράλληλο «πανηγυρισμό» της γυναικείας ερωτικής τόλμης, από πλευράς Σεφέρη, στα σκαμπρόζικα λιμερίκια των Εντεψίζικων.[3] Τέλος, εξηγεί με ποιον τρόπο το σπάραγμα «Αρετή και Ρωτόκριτος» αποδεικνύει ότι ο Σεφέρης παραμένει αμφίθυμος απέναντι στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο: ο στενά κορναρικός τρόπος που τον χτίζει (και τον εκτονώνει!) στο συγκεκριμένο pastiche, υποδηλώνει ότι ο τελευταίος δεν μπορεί, κατά τον Σεφέρη, να υπηρετήσει με επάρκεια τη σύγχρονη ποίηση (σ. 328). Μελέτημα πρόσληψης, με εστίαση στα ζητήματα της ειδολογικής μετατροπής, εκδοτικού σχολιασμού –το μοναδικό σημείο στον τόμο!– και, τελικά, διάδοσης μιας ελάχιστα γνωστής ποιητικής έκφανσης του Σεφέρη, το κείμενο του Γαραντούδη για το σπαρταριστό σεξουαλικό pastiche του διπλωμάτη-ποιητή, με τα πλούσια παραθέματά του, νομίζω πως θα αποτελέσει ένα από τα δημοφιλέστερα του τόμου.
Ο προδιαγεγραμμένος χώρος της βιβλιοκρισίας δεν μου επιτρέπει να προβώ σε σχολιασμό περισσότερων από τις μελέτες του τόμου. Θα ήθελα οπωσδήποτε, όμως, να παραπέμψω τον αναγνώστη στις δύο ειδολογικές μελέτες των Moennig (σ. 67-77: «Το λογοτεχνικό είδος του Ερωτόκριτου και η θεωρία των ειδών») και Μαυρέλου (σ. 247-265: «Οι μεταμορφώσεις του μυθιστορηματικού είδους από τον Ερωτόκριτο στο Φιλοθέου Πάρεργα»), που επεξεργάζονται την εκτενή βιβλιογραφία γύρω από το ζήτημα του λογοτεχνικού υπο-είδους με βάση το οποίο είναι τελικά συντεθειμένο το αναγεννησιακό ποίημα. Μετά την περιδιάβαση στις θεωρίες περί των λογοτεχνικών ειδών, έτσι όπως αναπτύσσονται από τον 18ο ώς τον 20ό αιώνα, και έπειτα από έναν σχολιασμό ενδεικτικών πραγματώσεών τους σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα, με ειδική αναφορά στο μυθιστόρημα του Διαφωτισμού, οι δύο μελετητές καταλήγουν από κοινού στη διατύπωση πως ο Ερωτόκριτος αποτελεί «χωνευτήρι ειδών» (σ. 73, και σ. 252, αντίστοιχα). Καταλήγουν εξίσου ότι η ειδολογική απορία στην οποία το ποίημα διαρκώς υποβάλλει τον αναγνώστη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της γοητείας του.
Εις επίρρωσιν της ειδολογικής «ετερογλωσσίας» του Ερωτόκριτου, που επισημαίνουν οι Μαυρέλος και Moennig (και σε αντίθεση με την κοσμική και ευρωκεντρική προσέγγιση της Έρρικας Ανδρουλάκη), ο Δημήτρης Παραδουλάκης, στο εκτενές άρθρο «Από το εκκλησιαστικό κήρυγμα στην ποιητική τέχνη: Κύριλλος Λούκαρις και Βιτσέντζος Κορνάρος» (σ. 163-235) δείχνει το κοινό λογοτεχνικό υπόβαθρο δύο εμβληματικών εκφραστών της Κρητικής Αναγέννησης, σε δύο διαφορετικά πεδία: στην ομιλητική και στην ποίηση της Αντιμεταρρύθμισης. Συνομιλώντας πάλι με τη θέση περί ειδολογικής «ετερογλωσσίας» του Ερωτόκριτου, η Παναγιώτα Βασιλάκη, στο μικρό άρθρο «Ερωτόκριτος-Ιμπέριος: Από το πρότυπο σύνθεσης στην πρωτότυπη δημιουργία» (σ. 79-92) εξετάζει συγκριτικά τον Ερωτόκριτο και τη Ριμάδα του Ιμπέριου (Βενετία 1543), σε αντιστοιχία προς τα οικεία δυτικά τους πρότυπα, δηλαδή τη γαλλική μυθιστορία του τέλους του 14ου αιώνα Paris et Vienne για το πρώτο, και τη γαλλική μυθιστορία Pierre de Provence et la belle Maguelonne των αρχών του 15ου αιώνα για το δεύτερο, επιχειρώντας να αντιληφθεί πώς οι δύο συγγραφείς εννοιολόγησαν και χειρίστηκαν το παράγωγο λογοτεχνικό είδος της διασκευής.
Στην ίδια γραμμή, η Μαρία-Χριστιάνα Πάσσου, στο μελέτημα «Αναζητώντας το ποιμενικό αποτύπωμα στον Ερωτόκριτο» (σ. 111-138), εξετάζει συγκριτικά τη δημοφιλή ποιμενική τραγικωμωδία Pastor Fido (1η έκδ.: Βενετία, 1590) και τον Ερωτόκριτο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «Οι πιο καλοδουλεμένοι καρποί της ποιμενικής παράδοσης, τα θεατρικά Aminta και Pastor Fido [...], συνεισέφεραν στη διαμόρφωση ενός νέου γούστου» που κατέφασκε τα «υβριδικά ποιητικά μορφώματα» και αποδέχονταν το φανταστικό περιεχόμενο και τον ψυχαγωγικό στόχο στη λογοτεχνία. Ο Ερωτόκριτος, κατά τη μελετήτρια, εισπράττει την πρόταση των προτύπων του για υβριδιοποίηση των παλαιών ειδών και δέχεται ευχαρίστως τον έρωτα ως κεντρικό θέμα, ταυτόχρονα με την επιδίωξη της συγκίνησης ενός σύγχρονου χριστιανικού ακροατηρίου (σ. 125).
Η Μαρίνα Ροδοσθένους-Μπαλάφα, στο μελέτημά της «Η παραδοξολογία της φωτιάς στον Ερωτόκριτο» (σ. 139-162), προεκτείνει την τάση της συγκριτολογικής ανάλυσης, διερευνώντας την παράλληλη εμφάνιση ρητορικών σχήματων όπως το οξύμωρο, η υπερβολή, η παραδοξολογία, στον Ερωτόκριτο και στις κυπριακές αναγεννησιακές Ρίμες Αγάπης. Αναζητά τις τεχνικές δημιουργίας του «θαυμαστού» στα δύο σώματα κειμένων, με ειδική αναφορά στο μοτίβο της φωτιάς και τις ποικίλες μεταφορικές χρήσεις του – είναι η μεθοδολογικά καθαρότερη μελέτη «ενδογενούς ποιητικής» του τόμου. Την κορύφωση αυτής της προσπάθειας εγκατάστασης του Ερωτόκριτου στα σπλάχνα του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα συναντούμε στο στοχαστικό δοκίμιο του Γιάννη Κιουρτσάκη, «“Ο ατέλειωτος διάλογος της ελληνικής ιστορίας”. Ξαναδιαβάζοντας τον “Ερωτόκριτο” του Σεφέρη» (σ. 51-66) – μελέτη πρόσληψης, όχι πλέον στο επίπεδο της ποιητικής, αλλά στο επίπεδο της ιδεολογίας.
Σημαντικές είναι και οι μελέτες που εστιάζουν στις διαμεσικές προσλήψεις: στις σκηνικές αποτυπώσεις του Ερωτόκριτου. Το κείμενο του Αθανάσιου Ζαγκότη, «Αμφι-θέατρο, μεταπολίτευση, νεοελληνικό θέατρο: Ο Ερωτόκριτος του Σπύρου Ευαγγελάτου στο κομβικό σημείο» (σ. 357-374), ειδικότερα, παρουσιάζει τις καινοτομίες που εισάγει η ιστορική παραγωγή του φιλολόγου-σκηνοθέτη του 1975, ως προς την «ομαδική εργασία συνόλου» και τη σωματικότητα των ηθοποιών που αναδεικνύει· ως προς τη λειτουργικότητα των συντμήσεων και μεταθέσεων των χωρίων του ποιήματος που αποτολμά και την κατανομή της ύλης σε άλλα σκηνικά πρόσωπα· ως προς το συσχετισμό με την commedia dell’arte και το λαϊκό θέαμα που πρότεινε· ως προς το μεταθεατρικό στοιχείο που επίσης πρότεινε και τη διδασκαλία στην οποία υπέβαλε τους ηθοποιούς, κ.ά., συνοψίζοντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία γύρω από την τεράστια μορφή του Ευαγγελάτου, και προβαίνοντας σε πρόσθετες «συγκριτολογικές» παρατηρήσεις για το συγχρονισμό της σκηνικής του πρότασης με τη θεατρική πρωτοπορία της εποχής.
Οι τρεις μεταφρασεολογικές μελέτες, των Tudor Dinu (σ. 237-246), Κωνσταντίνου Μπόμπα (σ. 329-339) και Cristiano Luciani (σ. 341-356), ολοκληρώνουν τη διερεύνηση του περάσματος του Ερωτόκριτου από μέσο σε μέσο και από γλώσσα σε γλώσσα. Άλλοτε εμπειρικές και εστιασμένες σε συγκεκριμένες μεταφραστικές αποδόσεις, και άλλοτε περισσότερο θεωρητικές, αναφερόμενες στο γνωστό μεταφραστικό δίλημμα μιας ξενοποιητικής έναντι μιας οικειοποιητικής απόδοσης του πρότυπου έργου, οι τρεις μελέτες πάνω στη ρουμανική, τη γαλλική και την ιταλική μεταφραστική τύχη του κρητικού έργου αντίστοιχα, σπερματικά εικονογραφούν τη γενικότερη κατάσταση της επιστήμης της μεταφρασεολογίας σήμερα.
Με λίγα λόγια, ο καλαίσθητος τόμος, Η «φύση των πραμάτω». Από τη γένεση στη διάχυση και την πρόσληψη του Ερωτόκριτου, που εξέδωσε το 2023 η Στέγη Βιτσέντζος Κορνάρος, σε επιμέλεια Στ. Κακλαμάνη και με χορηγία του ευπατρίδη Γιώργου Γαλανάκη, χάρη στην υψηλή ποιότητα των συμβολών και την πολυπρισματικότητα θεάσεων του φαινομένου Ερωτόκριτος που προσφέρει, αποτελεί απαραίτητη ήδη προσθήκη στο πεδίο των ερωτοκρίτειων σπουδών, και όχι μόνο.
[1] Δέκα από τους δεκαεπτά υπηρετούν ως νεοελληνιστές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Κύπρο, Ρουμανία), μια στη δευτεροβάθμια, ένας είναι μετα-διδακτορικός ερευνητής, δύο είναι υποψήφιες διδάκτορες, ένας είναι συγγραφέας, ένας είναι σκηνοθέτης, ένας πρέσβης. Ευρύ μωσαϊκό προσώπων, που αντικατοπτρίζεται στις μεθοδολογικά και θεματικά ποικίλες συμβολές του τόμου. Στις επόμενες παραγράφους, δειγματοληπτικά, εστιάζω σε ορισμένες από αυτές.
[2] Βλ. Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 21986, σ. 240. Την έκδοση χρησιμοποιούν όλοι οι συντελεστές του τόμου, όταν παραθεματίζουν το έργο.
[3]Για το θέμα, βλ.: Μαρία Αθανασοπούλου, «Εντεψίζικα (1989): Ο “ιδιωτικός” Σεφέρης», The Books’ Journal, τχ. 105 (Ιανουάριος 2020), 48-52.