Ο Σωκράτης Καραντινός (1906-1979), διακεκριμένη μορφή του (κλασικού) θεάτρου, ήταν σκηνοθέτης, κριτικός θεάτρου, ηθοποιός, ζωγράφος και συγγραφέας 18 βιβλίων για το θέατρο. Ήταν ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ (1961-1967). Σκηνοθέτησε δεκάδες παραστάσεις, από τη δεκαετία του 1930. Ο πατέρας του ήταν θεατρικός επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του θεάτρου Ολύμπια. Ο αδερφός του, Πάτροκλος, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μοντερνιστές αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα.
Ζητήσαμε από τον κ. Καραντινό να μας δώσει ωρισμένες πληροφορίες διευκρινιστικές των αντιλήψεών του πάνω στο θέμα της γραμμής ερμηνείας των αρχαίων τραγωδιών και της Αττικής κωμωδίας. Μας είπε:
– Νομίζω, πως για μιαν ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε πόσο σοφό είναι να σέβεται κανείς απολύτως το κείμενο. Συχνά έχουμε την αντίληψι ότι μια δικιά μας επέμβασι, τάχα πιο ταιριαστή σε σύγχρονη συνήθεια, θα διευκολύνη την κατανόησι του έργου. Νομίζω πως αυτό είναι λάθος. Ακόμα και στην περίπτωσι που ο ποιητής αναφέρεται σε πρόσωπα της εποχής του. Ο θεατής στην αρχαιότητα διασκέδαζε βέβαια, πολύ με τα γνωστά του πρόσωπα διακωμωδούμενα. Ο τωρινός θεατής αυτό το χάνει. Από την άλλη μεριά όμως κερδίζει από το γεγονός ότι μη γνωρίζοντας συγκεκριμένα τα πρόσωπα που είχε στο νου του ο Αριστοφάνης, κάνει μια αναγωγή σε χαρακτήρες πιο καθολικούς και έτσι κερδίζει σε βάθος ό,τι του διαφεύγει μάλλον, σε επιφάνεια.
Στην παράστασι των Εκκλησιαζουσών δεν επιτρέψαμε στον εαυτό μας ούτε την παραμικρή περικοπή, μετάθεσι, διασκευή ή συμπλήρωσι του κειμένου. Προσπαθήσαμε ώστε τα «λεκτικά είδη» που χρησιμοποιεί ο ποιητής –και τα χρησιμοποιεί με αυστηρή παραστατικήν ακρίβεια– να τα διαφοροποιήσουμε κατά την αβίαστη λογική τους και με την εκφορά του λόγου προσαρμοσμένη στα αντίστοιχα λεκτικά σχήματα, αυτά που μας προσφέρει η εποχή μας και τα χρησιμοποιεί με τη φυσική λογική τους ο μεταφραστής, όταν και αυτός είναι ποιητής, (απαραίτητο προκειμένου περί μεταφράσεων των κλασσικών). Έτσι τα διαλογικά μέρη νομίζω, μιλήθηκαν θελημένα με απλήν αγωγή, απαραίτητη για το δέσιμο των επεισοδίων, αλλά και με τα μετρικά της σχήματα προσεγμένα ώστε ο λόγος –που πάντα στο αρχαίο κείμενο νοείται «ηδυσμένος»– να μη γίνεται αγοραίος και ασχημάτιστος, τα τροχαϊκά με την κινητικότητά τους, τα αναπαιστικά με το πλάτος τους, τα εξαγγελτικά με το υπολανθάνον μέλος τους και τα ποικίλα μέτρα με το μέλος τους το πραγματικό. Η εναλλαγή τους έγινε φανερή, μ’ όλο που λόγοι τεχνικοί μπορεί να στάθηκαν εμπόδιο στην υποστήριξι των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε είδους. Πάντως η συνειδητή αυτή ποικιλία νομίζω πως υπήρξε και αυτό προσέδωσε κάποιαν, έστω και ασύνειδη, γοητεία στην παράστασι και περισσότερην αυθεντικότητα στην ερμηνεία, επειδή –και θέλω να το υπογραμμίσω ιδιαιτέρως αυτό– η σχετική προσπάθειά μας δεν εστηρίχθηκε στην γραμματολογική μας ενημέρωσι, ούτε στην αρχαιογνωσία μας, αλλά –θέλουμε να πιστεύουμε– στην αληθινή αίσθησι με την σύγχρονην αντίληψιν των δεδομένων του κειμένου και της φόρμας του ποιητή. Και αυτό είναι που εννοώ όταν υποστηρίζω ότι τα πάντα κατά την παράστασι του αρχαίου δράματος εκπορεύονται από τον λόγο.
– Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ρόλος της μουσικής στην παράστασι των Εκκλησιαζουσών και ποια (ως προς την μουσική) είναι η θέσις που βγαίνει από το κείμενο των έργων του Αριστοφάνη;
– Ο ρόλος της μουσικής, η έκτασι και ο χαρακτήρας της επηρεάστηκαν εντελώς από τις βασικές αρχές ερμηνείας, όπως διαγράφηκαν παραπάνω. Πρέπει όμως, να πω: δεν επηρεάστηκαν από την σκηνοθετικήν επιβολή. Ο Νικηφόρος Ρώτας, νομίζω, και από τον προσωπικό του συνταυτισμό με την σκηνοθετικήν αντίληψι προσαρμόσθηκεν απολύτως στο πνεύμα της ερμηνείας και περιώρισε την μουσική του στον «υπηρετικό» ρόλο που πρέπει να έχη η μουσική σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Βεβαίως και ο σκηνοθέτης παρακολούθησε τον μουσικό στην άποψί του να χρησιμοποιήσει σύγχρονα όργανα και -κατά κάποιον τρόπο- σύγχρονους τρόπους. Το ξεκίνημα ωστόσο, και ο τρόπος με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν τα σύγχρονα εκφραστικά μέσα είναι εκείνο που θα σταθμίση τον βαθμό της επιτυχίας. Και νομίζω το ξεκίνημα ήταν σωστό. Τα μέλη σ’ όλα τα λυρικά μέρη του έργου, στηρίχθηκαν στον χαρακτήρα, και κυρίως, στα μελικά στοιχεία του λόγου. Γι’ αυτό και στην παράστασι των Εκκλησιαζουσών παρακολουθήσαμε τα τραγούδια του χορού χωρίς να χάσουμε ούτε μία λέξι, τα δε μέρη των υποκριτών υπογράμμιζαν τον χαρακτήρα τους υποβοηθούμενα από το κατάλληλο μέλος, εσωτερικό και πνευματικό, όσο και αν καθυστέρησε η αρχιτεκτονική διαμόρφωσι να δώση την τεχνική υλοποίησί του, όσο και αν αργότερα, κατά την περίοδο της παρακμής, η πνευματική φθορά προκλήθηκε από την κατάλυσι του σχήματος.
– Ποια είναι η γνώμη σας όσον αφορά στην σκηνογραφία του Νίκου Νικολάου, στην ανάδειξι του πνεύματος ερμηνείας των Εκκλησιαζουσών;
– Η ανάπτυξι της σκηνογραφίας από τον Νίκο Νικολάου, παράλληλα προς την αρχιτεκτονική γραμμή του προσκηνίου εξυπηρέτησε την αναγλυφική εξέλιξι της δράσεως, την τόσο ταιριαστή στην αρχιτεκτονική διαμόρφωσι του αρχαίου θεάτρου, όσον και στην ανάδειξι της δραματικής πλοκής του δράματος. Αξία υπολογίσιμη η λιτότητα στη διαμόρφωσι του σκηνικού, όπως και στο σχεδίασμα των κουστουμιών. […]
Ελεύθερος Κόσμος, 27/8/1971, υπογραφή Σ.Ι.Α.