Ήδη από το προλογικό σημείωμα του βιβλίου Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, ο Βασίλης Βασιλικός προειδοποιεί τον αναγνώστη του ότι δεν πρόκειται για κλασική αυτοβιογραφία, αλλά μάλλον για σελίδες ημερολογίου, «φθινοπωρινά φύλλα», κατά το Feuillets d’automne του αγαπημένου του Αντρέ Ζιντ (σ. 11). Στην «Εισαγωγή» που έπεται, ο συγγραφέας παίζει ακόμη περισσότερο με τον ειδολογικό προσδιορισμό του κειμένου του, αναφέροντας ότι πρόκειται για απομνημονεύματα, ένα είδος «συγγραφικών αναμνήσεων» (σ. 15), που συντάχθηκαν ενώ ο ίδιος –τάχα– ανέμενε τα έγγραφα της απέλασής του από τη Βολιγουάη, μια φανταστική χώρα της Λατινικής Αμερικής, που αναφέρεται στο διήγημα «Ελ Προκουραδόρ» του Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου από τα Δεκαοχτώ Κείμενα.
Η ζωή του Βασίλη Βασιλικού (1934-2023)
Ο Βασίλης Βασιλικός, ο θάνατος του οποίου ανακοινώθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2023, ήταν ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους έλληνες συγγραφείς, όχι μόνο στην Ελλάδα - κι αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στο Ζ, την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του από τον Κώστα Γαβρά, που έγινε παγκόσμια κινηματογραφική επιτυχία. Πολιτικοποιημένος, δρώσα προσωπικότητα, ο Βασίλης Βασιλικός έγραψε πολλά βιβλία, συνήθως πολιτικής και κοινωνικής αναφοράς. Η μυθοπλαστική ικανότητά του μετέπλαθε σε ιστορίες κατά βάσιν δημοσιογραφικό υλικό, εργαζόμενος περίπου όπως ο Τρούμαν Καπότε - το Ζ, μάλιστα, δικαίωσε στον απόλυτο βαθμό την επιλογή του. Παρακάτω, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο του καθηγητή Θανάση Αγάθου, με αφορμή την κυκλοφορία, το 2021, του βιβλίου απομνημονευμάτων του συγγραφέα, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, Κέδρος, Αθήνα 2021, που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένα είδος συγγραφικών αναμνήσεων, για την οικογένεια του συγγραφέα, τις συζύγους του, τους φίλους του, τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους πολιτικούς που συνάντησε και που, για διαφορετικούς λόγους, τον σημάδεψαν και τον διαμόρφωσαν. Στη χάρτινη έκδοση του περιοδικού, θα υπάρξουν προσεχώς πολλές και λεπτομερείς αναφορές στο έργο του Βασίλη Βασιλικού.
Στην πραγματικότητα, το βιβλίο του Βασιλικού, κείμενο που γράφτηκε από τα τέλη του 1991 ώς τα μέσα του 1992 (σ. 11), πραγματοποίησε την πρώτη του έκδοση το 1999 και τώρα εμφανίζεται στην οριστική του γραφή σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη και φροντισμένη έκδοση του Κέδρου,[1] κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση των απομνημονευμάτων, αν δεχτούμε τη λεπτή διάκριση που επιχειρεί ο Roy Pascal: «Στην καθαρή αυτοβιογραφία η προσοχή εστιάζεται στον εαυτό, στα απομνημονεύματα στους άλλους».[2] Ο συγγραφέας αποτυπώνει το πώς προσέλαβε τις έξι πρώτες δεκαετίες της ζωής του πρωτίστως μέσα από τη σχέση του με τους άλλους: την οικογένειά του, τις συζύγους του, τους φίλους του, τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους πολιτικούς που συνάντησε και που, για διαφορετικούς λόγους, τον σημάδεψαν και τον διαμόρφωσαν.
Όχημα σε αυτό το ταξίδι του Βασιλικού στα πρόσωπα και στο χρόνο είναι η μνήμη. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου του, ο Βασιλικός εκφράζει τον προβληματισμό του πάνω στη σημασία της μνήμης: επαναλαμβάνει συχνά το ρήμα «θυμάμαι» (σ. 17-18), τονίζει πόσο φτωχές είναι οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων (σ. 17) και διαπιστώνει ότι όσα θυμάται από εκείνη την εποχή είναι αυτά που του διηγήθηκαν και –κυρίως– αυτά που έγραψε. «Θυμάμαι δεν θα πει τίποτα, προπαντός όταν θυμάμαι μόνο τα γραπτά μου» (σ. 18), συμπληρώνει.[3]
Η ζωή που γίνεται λογοτεχνία
«Θυμάμαι θα πει πολλά, προπαντός όταν ένας συγγραφέας σαν τον Βασιλικό θυμάται τα γραπτά του», θα αντιτείνω εγώ. Τα γραπτά του, που συχνά αφορμώνται από τη γύρω πραγματικότητα, από τις γυναίκες της ζωής του, τα μέλη της οικογένειάς του, τους φίλους του, τους δασκάλους του. Τον τρόπο με τον οποίο φιλτράρει πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα για να τα κάνει μυθοπλασία τον υπενθυμίζει διαρκώς, άλλωστε, ο συγγραφέας στον αναγνώστη. Ο στενός φίλος και συμμαθητής του Γρηγόρης Αθυρίδης είναι η πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα του Ορφέα στη Διήγηση του Ιάσονα (σ. 20)· ο Αρμένης φίλος του Καραμπέτ Κλαφαγιάν είναι ο λόγος που ο ήρωας του Φύλλου «διάκειται συμπαθώς προς το διαμέρισμα των καλών Αρμένηδων της πολυκατοικίας όπου διαδραματίζεται η ιστορία» (σ. 20) και αποτελεί τη βάση για το χαρακτήρα του Ανδρέα στα Θύματα ειρήνης (σ. 84)· ο χαρακτήρας του Τσανοπέφ στο μυθιστόρημα Τα σιλό στηρίζεται στον Βούλγαρο διοικητή που στα χρόνια της Βουλγαρικής Κατοχής στη Μακεδονία σκότωσε το σκύλο του παππού του συγγραφέα και άρπαξε το πιάνο της μητέρας του (σ. 57)· η πολύπλοκη σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του αποτυπώνεται στη Διήγηση του Ιάσονα και στα Θύματα ειρήνης (σ. 63)· η πεμπτουσία της ερωτικής ζωής του συγγραφέα και οι οδυνηρές εμπειρίες της στρατιωτικής του θητείας βρίσκονται αποθηκευμένες στο Αγγέλιασμα (σ. 89, 92)· η Πόπη, συνοδοιπόρος και σύντροφος του ήρωα της Μυθολογίας της Αμερικής, παραπέμπει στη Μιμή, την πρώτη σύζυγο του συγγραφέα (σ. 99), η ξαφνική απώλεια της οποίας αποτυπώνεται στα μυθιστορήματα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το τελευταίο αντίο και Foco d’amor (σ. 36, 175)· ο κύκλος των κυριών της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα βοήθησε τον συγγραφέα να γράψει το Ψαροντούφεκο (σ. 121)· ο Ρόυ Μόγιερ, Αμερικανός ζωγράφος και καθηγητής του στο κολέγιο Ανατόλια, είναι το μοντέλο για τον κεντρικό χαρακτήρα της νουβέλας Ο άνθρωπος με το άδειο (σ. 195)· η έξωση του ίδιου και της δεύτερης συζύγου της, Βάσως Παπαντωνίου, από το διαμέρισμα που νοίκιαζαν στη Ρώμη οδήγησε στη δημιουργία του βιβλίου Το σφράτο (σ. 228)· η εμπειρία του στη διοίκηση της ΕΡΤ του δίνει την αφορμή για το πεζογράφημα Το ελικόπτερο (σ. 409). Με αυτή τη μέθοδο, πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν τον συγγραφέα, από την παιδική του ηλικία έως τα χρόνια της ωριμότητάς του, διασταυρώνονται συνεχώς με τα βιβλία του και τους χαρακτήρες τους και η πραγματική ζωή διαπλέκεται με τη λογοτεχνική γραφή.
Δεν είναι μόνο τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος (συγγενικού και φιλικού) που παρελαύνουν από τις σελίδες της Μνήμης αλλά και οι συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, με τους οποίους συνδέθηκε άμεσα ή έμμεσα: Ρόδης Ρούφος (σ. 22), Ζαχαρίας Παπαντωνίου (σ. 24), Τζαίημς Τζόυς (σ. 39, 92), Στέφαν Τσβάιχ (σ. 43, 415), Χούλιο Κορτάσαρ (σ. 49-50, 341-342), Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ (σ. 61, 167, 536), Ηλίας Πετρόπουλος (σ. 90, 194), Νίκος Καζαντζάκης (σ. 92, 124, 127), Κώστας Ταχτσής (σ. 93-95), Μένης Κουμανταρέας (σ. 96-97, 142, 169, 313, 369, 500), Γκύντερ Γκρας (σ. 98), Φερνάρντο Αραμπάλ (σ. 98), Ίταλο Καλβίνο (σ. 98, 100, 341), Κλωντ Ολιέ (σ. 98), Ααρών Μεγκέτ (σ. 98), Σαλβατόρε Κουαζιμόντο (σ. 101), Ντίνος Χριστιανόπουλος (σ. 111-112, 416, 419), Σπύρος Μελάς (σ. 116), Τέννεσση Γουίλιαμς (σ. 115, 205), Λώρενς Φερλινγκέττι (σ. 115), Θόρντον Γουάιλντερ (σ. 115), Έντουαρντ Άλμπη (σ. 115), Άλλεν Γκίνσμπεργκ (σ. 115), Στράτης Μυριβήλης (σ. 116-119), Φραντς Κάφκα (σ. 118, 229), Ίαν Φλέμινγκ (σ. 123), Ευγένιος Ιονέσκο (σ. 123), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (σ. 124, 203), Τζαίημς Μέρριλ (σ. 124-125, 138, 339), Οδυσσέας Ελύτης (σ. 125-126, 129, 462-63), Γιώργος Σεφέρης (σ. 125-126, 159, 188, 286. 464-465), Άρθουρ Μίλλερ (σ. 127), Δημήτρης Νόλλας (σ. 131), Ο.Χ. Ώντεν (σ. 134-135), Λούις Μακνίς (σ. 134), Στήβεν Σπέντερ (σ. 134-135), Στρατής Τσίρκας (σ. 135), Μαίρη ΜακΚάρθυ (σ. 135, 137-141), Ναταλί Σαρώτ (σ. 138), Μαργκερίτ Ντυράς (σ. 139-141), Αντώνης Σαμαράκης (σ. 142-144, 165-169, 500), Αλμπέρ Καμύ (σ. 144-145), Μαρσέλ Ζουαντώ (σ. 146-148), Νικόλας Κάλας (σ. 149-150), Πιέρ Μουανώ (σ. 144-146), Αντρέ Ζιντ (σ. 147, 330), Διονύσιος Σολωμός (σ. 188), Ανδρέας Κάλβος (σ. 188), Κωστής Παλαμάς (σ. 188, 207), Κώστας Καρυωτάκης (σ. 188), Κώστας Ουράνης (σ. 188), Μιλτιάδης Μαλακάσης (σ. 188), Κώστας Ουράνης (σ. 188), Κ.Π. Καβάφης (σ. 188, 507), Γιάννης Ρίτσος (σ. 188, 501), Μίλαν Κούντερα (σ. 205), Ιάκωβος Καμπανέλλης (σ. 205), Κώστας Μουρσελάς (σ. 205), Σπύρος Πλασκοβίτης (σ. 209), Γιώργος Θεοτοκάς (σ. 231, 431), Μάριος Χάκκας (σ. 237), Νικηφόρος Βρεττάκος (σ. 241-242), Γερτρούδη Στάιν (σ. 264), Κώστας Κοτζιάς (σ. 279), Μαρίνα Καραγάτση (σ. 286), Ζαν-Πωλ Σαρτρ (σ. 342-345),[4] Σιμόν ντε Μπωβουάρ (σ. 342-345), Δημήτρης Δημητριάδης (σ. 343), Γιάννης Κοντός (σ. 363), Μιχαήλ Μήτρας (σ. 363), Νατάσσα Χατζιδάκη (σ. 363), Οκτάβιο Παζ (σ. 414), Τόμας Μαν (σ. 415), Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (σ. 416), Ζωή Καρέλλη (σ. 416), Μανόλης Αναγνωστάκης (σ. 416), Γιώργος Δέλιος (σ. 417), Μίλτος Σαχτούρης (σ. 417), Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (σ. 418-419), Χένρυ Μίλλερ (σ. 427), Νίκος Γκάτσος (σ. 426-430), Μ. Καραγάτσης (σ. 430-431, 528), Φρανσουάζ Σαγκάν (σ. 430), Άγγελος Τερζάκης (σ. 431), Γιώργος Θέμελης (σ. 434), Τάκης Βαρβιτσιώτης (σ. 434, 435), Νίκος Καρούζος (σ. 434), Νίκος Καζαντζάκης (σ. 460), Παντελής Πρεβελάκης (σ. 460), Μαργαρίτα Λυμπεράκη (σ. 461), Κάρλος Φουέντες (σ. 467, 490), Μάριο Βάργκας Λιόσα (σ. 467), Λουίτζι Πιραντέλλο (σ. 467), Ανδρέας Εμπειρίκος (σ. 478), Κωνσταντίνος Θεοτόκης (σ. 484), Θράσος Καστανάκης (σ. 489), Φερνάντο Πεσσόα (σ. 489, 492), Αντόνιο Ταμπούκι (σ. 492), Αλέξανδρος Κοτζιάς (σ. 501), Μενέλαος Λουντέμης (σ. 507), Γρηγόριος Ξενόπουλος (σ. 527-528), Τάσος Λειβαδίτης (σ. 507), Ε.Μ. Φόρστερ (σ. 528-529), Γιώργος Χειμωνάς (σ. 514), Ουμπέρτο Έκο (σ. 517-519).
Και από τον χώρο της μουσικής, η Μαρία Κάλλας (σ. 288, 510), ο Μίκης Θεοδωράκης (σ. 443-450), ο Μάνος Χατζιδάκις (σ. 91, 136, 424, 427-430), ο Αργύρης Κουνάδης (σ. 423), ο Διονύσης Σαββόπουλος (σ. 483), ο Γιώργος Κουρουπός (σ. 514-517) συνυπάρχουν με τον Βασίλη Τσιτσάνη (σ. 311-315), τον Στέλιο Καζαντζίδη (σ. 317-327), τη Σωτηρία Μπέλλου (σ. 312), τη Φούλη Δημητρίου (σ. 312-313), τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (σ. 352). Δίνουν, επίσης, το παρών σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν (σ. 114-115), ο Ζυλ Ντασσέν (σ. 218-224), ο Νίκος Κούνδουρος (σ. 53, 482-483), ο Νίκος Τζίμας (σ. 129), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (σ. 132, 136-137), ο Κώστας Γαβράς (σ. 218-224), ο Βασίλης Μαριόλης (σ. 97), ο Δημήτρης Κολλάτος (σ. 129), ο Μάουρο Μπολονίνι (σ. 129), ο Ροβήρος Μανθούλης (σ. 133), ο Γιώργος Μιχαηλίδης (σ. 180), ο Μιχάλης Κακογιάννης (σ. 220), ο Φραντσέσκο Ρόζι (σ. 252), ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (σ. 252), ο Κάρλος Σάουρα (σ. 252), ο Πήτερ Μπρουκ (σ. 252), ο Φώτος Λαμπρινός (σ. 278), ο Μάνος Ζαχαρίας (σ. 278), ο Δημήτρης Παναγιωτάτος (σ. 314), ο Τάκης Κανελλόπουλος (σ. 360-361), ο Γιάννης Δαλιανίδης (σ. 405), ο Κώστας Καραγιάννης (σ. 405), ο Γιάννης Κόκκος (σ. 517). Κινηματογραφικοί και θεατρικοί αστέρες παγκόσμιου διαμετρήματος –όπως ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ (σ. 109), η Μαίρυλιν Μονρόε (σ. 127), η Κλαούντια Καρντινάλε (σ. 129), η Σιμόν Σινιορέ (σ. 130, 220), ο Μισέλ Πικολί (σ. 220), ο Ζακ Περρέν (σ. 220-221, 224), ο Υβ Μοντάν (σ. 220, 297), ο Αλαίν Ντελόν (σ. 398), ο Ζαν-Λουί Μπαρώ (σ. 461-462)– διασταυρώνονται με τις δικές μας Μελίνα Μερκούρη (σ. 218-224) και Ειρήνη Παπά (σ. 28, 129, 224), αλλά και με τους Πέτρο Φυσσούν (σ. 18, 424), Βασίλη Διαμαντόπουλο (σ. 424), Ελένη Χατζηαργύρη (σ. 424), Στέλιο Βόκοβιτς (σ. 424), Ξένια Καλογεροπούλου (σ. 424), Γιώργο Μοσχίδη (σ. 522), Γιάννη Μόρτζο (σ. 175), Χάρρυ Κλυνν (σ. 405), Ζωή Λάσκαρη (σ. 523) και Αλέξη Μινωτή (σ. 533). Από τη μια, πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν στις διεθνείς εξελίξεις –όπως ο Τζων Κέννεντυ (σ. 108, 483), ο Ρίτσαρντ Νίξον (σ. 108), ο Ρόναλντ Ρήγκαν (σ. 109), ο Φρανσουά Μιττεράν (σ. 109, 255), ο Γιασέρ Αραφάτ (σ. 259-260), ο Φιντέλ Κάστρο (σ. 482), ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ (σ. 501), ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ (σ. 525), ο Φελίπε Γκονζάλεθ (σ. 533)– και από την άλλη, πρόσωπα του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου (σ. 36-39, 64-65), ο Σοφοκλής Βενιζέλος (σ. 37-38), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (σ. 37, 210-211, 222-223, 230), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (σ. 39), ο Ανδρέας Παπανδρέου (σ. 65, 230, 247-250), ο Μένιος Κουτσόγιωργας (σ. 29, 30), ο Αντώνης Μαρούδας (σ. 30, 408, 412-414), ο Γιώργος Γεννηματάς (σ. 248, 532), ο Παρασκευάς Αυγερινός (σ. 248), ο Πέτρος Μώραλης (σ. 248), ο Κώστας Λαλιώτης (σ. 248), ο Απόστολος Λάζαρης (σ. 249), ο Κάρολος Παπούλιας (σ. 249, 353), ο Αντώνης Μπριλλάκης (σ. 277, 523), ο Μανώλης Γλέζος (σ. 280), ο Θεόδωρος Πάγκαλος (σ. 353), ο Αντώνης Σαμαράς (σ. 354), ο Στέλιος Παπαθεμελής (σ. 370). Πανεπιστημιακοί καθηγητές όπως ο ακριβός φίλος του συγγραφέα Παναγιώτης Μουλλάς (σ. 58-61, 336), ο Γιώργος Σαββίδης (σ. 60, 326-327), ο Κ.Θ. Δημαράς (σ. 61), ο Λίνος Πολίτης (σ. 61), ο Φάνης Κακριδής (σ. 92), ο Δημήτρης Μαρωνίτης (σ. 439), ο Γιώργος Βέλτσος (σ. 498), ο Νάσος Βαγενάς (σ. 527). Μεταφραστές όπως ο Έντμουντ Κήλυ (σ. 122), ο Κίμων Φράιερ (σ. 121-127), ο Ζακ Λακαρριέρ (σ. 122). Δημοσιογράφοι όπως η Οριάνα Φαλλάτσι (σ. 74-78), η Ροζίτα Σώκου (σ. 95), ο Γιάννης Καψής (σ. 173), ο Γιάννης Δημαράς (σ. 173), ο Κώστας Σταματίου (σ. 178, 433), ο Φίλιππος Συρίγος (σ. 192), ο Νίκος Κατσαρός (σ. 192), ο Πάνος Κόκκας (σ. 223), ο Βαγγέλης Ψυρράκης (σ. 232), η Λένα Σαββίδη (σ. 232), ο Χάρης Μπουσμπουρέλης (σ. 232), ο Κωστής Σκαλιόρας (σ. 232), ο Μίχος Κωστόπουλος (σ. 233), ο Τέρενς Κουίκ (σ. 233), ο Λέων Καραπαναγιώτης (σ. 233), ο Γιώργος Βότσης (σ. 286), ο Γιώργος Λιάνης (σ. 317), ο Γιώργος Ρωμαίος (σ. 409), ο Γιάννης Βούλτεψης (σ. 453). Ζωγράφοι όπως ο Γιάννης Τσαρούχης (σ. 94, 114), ο Γιώργος Παραλής (σ. 195), ο Πολύκλειτος Ρέγκος (σ. 195), ο Χρίστος Καρράς (σ. 312), ο Τώνης Ιωάννου (σ. 312). Μια κατηγορία από μόνος του ο Αλέκος Παναγούλης, αγαπημένος φίλος του συγγραφέα, που του αφιερώνει αρκετές σελίδες γεμάτες τρυφερότητα και θαυμασμό (σ. 70-82).
Το καθένα από τα παραπάνω πρόσωπα κουβαλά τη δική του ιστορία, το δικό του ειδικό βάρος στην πορεία του Βασιλικού (ο οποίος μπορεί να το σκιαγραφήσει μέσα σε λίγες σελίδες ή μέσα σε μια παράγραφο ή ακόμη και μέσα σε μια φράση) και όλα μαζί συνθέτουν τη μεγάλη Ιστορία, από τη δεκαετία του 1930, όταν γεννιέται ο συγγραφέας, ώς τη δεκαετία του 1990, όταν γράφει το βιβλίο. Υπό το πρίσμα αυτό ο αναγνώστης μαθαίνει πώς βίωσε ο δημιουργός του Ζ τη δικτατορία του Μεταξά, τη βουλγαρική κατοχή στη Μακεδονία, τα χρόνια του Εμφυλίου, τη σκληρή δεκαετία του 1950, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τη δικτατορία, τη Μεταπολίτευση, την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Μεγάλο μέρος της γοητείας του κειμένου του Βασιλικού προέρχεται λοιπόν από την περιγραφή των συναντήσεων του συγγραφέα με όλους αυτούς τους αξιοσημείωτους ανθρώπους. Ωστόσο, δεν λείπει και το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας, καθώς ο Βασιλικός ενίοτε προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με διάφορα βιβλία του και τη θέση του στον λογοτεχνικό χάρτη της Ελλάδας. Έτσι, κατατάσσει τα βιβλία του σε διάφορες ομάδες, ανάλογα με την περίοδο ή την πόλη της συγγραφής τους (σ. 27-28, 297) ή ανάλογα με τους εκδότες (σ. 451-457)· επισημαίνει με πικρή μελαγχολία ότι η επίσημη «διανόηση» θα προτιμούσε, ίσως, να έχει ολοκληρωθεί το έργο του γύρω στο 1967, μετά την έκδοση του Ζ, και ο ίδιος να έχει αποχωρήσει από τη ζωή και το λογοτεχνικό πεδίο και να έχει ανακηρυχτεί «σαν το μεγάλο ταλέντο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του» (σ. 285)· δηλώνει ότι εκνευρίζεται όταν του μιλούν για την Τριλογία, το βιβλίο που τον καθιέρωσε στους λογοτεχνικούς κύκλους («Βαρέθηκα να ακούω για τα πρώτα βιβλία μου. Γίνεται εχθρός μου όποιος αναφέρεται στην Τριλογία. Τον μισώ». Για το Ζ όχι). Αλλά η αρρωστημένη διανόηση ταυτίζεται με αρρωστημένους ήρωες, όπως ο ήρωας του Φύλλου, και δεν βλέπει τις πολυπρόσωπες εξόδους από το τραυματικό εγώ, που επιχείρησα να δώσω με τα άλλα μου βιβλία, όπως Το μαγνητόφωνο, Το λαχείο, Ο θάνατος του Αμερικάνου, Τα χαζά μπούτια. Δεν λέω πως η Τριλογία δεν μου αρέσει. Αλλά για μένα αποτελεί το caso ενός καλοδιατηρημένου αστού, που επαναστατεί εγκεφαλικά ενάντια στο περιβάλλον του. Όχι με πράξεις, όπως στα κατοπινά βιβλία μου, που εγγράφονται σε μιαν άλλη κοινωνική διαλεκτική, γι’ αυτό και είχαν τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο», σ. 285-286)· προτείνει στον αναγνώστη, αντί για την Τριλογία, βιβλία του όπως ο Γλαύκος Θρασάκης, η Κάθοδος, τα Καμάκια, το Foco d’amor και το Σφράτο (σ. 286-287)· ενίοτε υπερασπίζεται τα ελάσσονα έργα του, όπως το βιβλίο Το νερό της Κω, που επανεκδόθηκε πρόσφατα με τον τίτλο Το θαυματουργό νερό («Το Νερό δεν είναι από τα σημαντικά βιβλία. Αλλά δεν είμαστε εμείς που θα κρίνουμε ποια είναι τα σημαντικά. Πιθανόν, για έναν μελετητή της κοινωνίας αργότερα, να έχει πιο ενδιαφέρον από την Τριλογία», σ. 176-177).
Ο Βασιλικός μιλάει εκτενώς για το «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο» (σ. 180), είδος λογοτεχνικό που καλλιέργησε με συνέπεια από την εποχή του Ζ ώς το Κ, περνώντας από πεζογραφήματα όπως Το λαχείο, Το μαγνητόφωνο, Το μαγνητόφωνο δύο, Ο ιατροδικαστής, Ο θάνατος του Αμερικάνου. Επιχειρεί να εντάξει αυτή την πλευρά της λογοτεχνικής παραγωγής του σε μια ευρύτερη παγκόσμια τάση των αρχών της δεκαετίας του 1970, όταν συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Κλούγκε, η Μαργκερίτ Ντυράς και η Σούζαν Σόνταγκ επιχειρούν να αποτυπώσουν το γεγονός ως αντικείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις (σ. 180-181). Με τη σοφία των χρόνων που μεσολάβησαν από εκείνη την εποχή ο Βασιλικός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό το πολυπόθητο απόλυτο αντικείμενο που αναζητούσε τότε δεν υπήρξε ποτέ:
Αργά κατάλαβα, αφού πλήρωσα τα λύτρα του απόλυτου αντικειμένου, πως δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο αντικείμενο. Είτε είναι πρακτικά δίκης είτε ρεπορτάζ είτε συνεντεύξεις σε μαγνητόφωνο, πάντα υπάρχει ένα υποκείμενο που επιλέγει, ο πρακτικογράφος, ο δικαστής, ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτολογοκρίνεται για να μιλήσει. (σ. 181)
Ο συγγραφέας αποπειράται να βάλει τον αναγνώστη στο εργαστήρι της γραφής του, κάνοντας λόγο για την περιπέτεια της γραφής,[5] τη σημασία της επίπονης εργασίας του μοντάζ και το κυνήγι της κατάλληλης λέξης, με παράδειγμα την τρίτη εκδοχή του μυθιστορήματός του Γλαύκος Θρασάκης:
Έτσι, λέω, τέλειωσε κι αυτή η περιπέτεια της γραφής. Κράτησε πάνω από έξι μήνες, χρόνος υπερβολικά πολύς για μένα, για να τελειώσω το πρώτο χέρι μιας κατάθεσης. Θα ακολουθήσουν βδομάδες επίπονης εργασίας στο μοντάζ, στο τόρνεμα μιας φράσης, γιατί, όπως το λέει κι ο Ναμπόκωφ κι όπως το έχω καταλάβει κι εγώ […] το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό: η λέξη πρέπει να είναι μόνο η κυριολεκτική για μια σκέψη, μια έννοια ή ένα συναίσθημα. Ξαναδουλεύοντας τον Γλαύκο Θρασάκη μέχρι την τελευταία στιγμή, στην τρίτη διόρθωση, της τρίτης εκδοχής του, άλλαζα μια λέξη, ένα ρήμα, γιατί εκείνο που υπήρχε δεν εξέφραζε απόλυτα αυτό που ήθελα να πω. (σ. 536-537)
Επίσης, επανέρχεται κάθε τόσο στη στενή, ψυχική και σωματική, σχέση του με τη γραφή:
Χτες δεν έγραψα, γι’ αυτό αρρώστησα. […] Όταν δεν γράφω, είμαι δυστυχής. Όταν γράφω, ξεχνώ τη δυστυχία μου. Όταν δεν έχω όρεξη για γράψιμο, σημαίνει πως είμαι ευτυχισμένος. (σ. 162)
Τονίζει ότι στη δική του σκέψη η ισορροπία με τις λέξεις ισοδυναμεί με ισορροπία με τον κόσμο (σ. 534).
Στο βιβλίο του Βασιλικού πολύ σημαντική θέση κατέχει και ο κινηματογράφος: με αφορμή ποικίλες μνήμες του συγγραφέα από διάφορες φάσεις του βίου του, ο αναγνώστης συναντά αναφορές σε ένα πλήθος κινηματογραφικών ταινιών όπως οι Μέρες ραδιοφώνου του Γούντυ Άλεν (σ. 45), οι Παράνομοι του Νίκου Κούνδουρου (σ. 53), η Δίκη του Όρσον Γουέλς (σ. 127-128), το Αποκάλυψη τώρα του Κόππολα (σ. 205), το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αιζενστάιν (σ. 283), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν του Γίρι Μέντζελ (σ. 331), Οι έρωτες μιας ξανθιάς του Μίλος Φόρμαν (σ. 331), το Πρόσωπο με πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη (σ. 331), η Ωραία της ημέρας του Λουίς Μπουνιουέλ, (σ. 493). Επιπρόσθετα, γίνεται λόγος και για τα κινηματογραφικά σενάρια που γράφει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1960-1970, αλλά δεν βρίσκουν τον δρόμο της κινηματογράφησης, με κυρίαρχο το σενάριο που γράφει το καλοκαίρι του 1966 για μια ταινία που θα σκηνοθετούσε ο Ζυλ Ντασσέν, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, η χάρη της οποίας γοητεύει τον νεαρό συγγραφέα (σ. 211-216). Και βεβαίως, αρκετές σελίδες αφιερώνονται στην προετοιμασία, το γύρισμα και την υποδοχή της ταινίας Ζ του Κώστα Γαβρά (σ. 218-224), την οποία ο Βασιλικός χαρακτηρίζει «πιστωτική κάρτα ανεξάντλητη» (σ. 491), ετικέτα που τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή.
Πολιτική και δημοσιογραφία
Φυσικά, δεν λείπουν και οι αναφορές στην πολιτική: η πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του (σ. 36-37), η φιλία με τον Αλέξανδρο Παναγούλη και ο ρόλος του τελευταίου στον αντιδικτατορικό αγώνα (σ. 70-82), η αυτοεξορία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (σ. 338-345), η σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου (σ. 247-259), η θητεία του ως διευθυντή προγράμματος στην ΕΡΤ τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (σ. 405-414). Επιπρόσθετα, υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για τη δημοσιογραφική του εμπειρία, για την οποία θεωρεί ότι πλούτισε το λογοτεχνικό του έργο: αναθυμάται το ξεκίνημά του από το περιοδικό Ταχυδρόμος στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (σ. 232-233), τη μεταπολιτευτική αρθρογραφία του στις εφημερίδες Τα Νέα και Ελευθεροτυπία (σ. 239-245), την απογοήτευσή του από την Ένωση Συντακτών Ημερησίου Τύπου η οποία το 1980 δεν τον έκρινε κατάλληλο για να γίνει μέλος της (σ. 245).
Ένα άλλο κομμάτι της γοητείας του κειμένου εκπορεύεται από την έλλειψη γραμμικότητας στην αφήγηση, από τη φαινομενικά άναρχη παράθεση γεγονότων ή σκέψεων («Δεν μου αρέσει η παρατακτική αφήγηση. Προτιμώ την παλινδρομική, όπως λειτουργεί η μνήμη μας», σ. 100 / «Η ασυνέχεια είναι ο καλύτερος αγωγός της μνήμης», σ. 142), που συνδέονται, ωστόσο, με έναν ιδιαίτερο συνειρμικό τρόπο. Για παράδειγμα, η αναφορά στο πρώτο βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας (το μυθιστόρημα Τα σιλό, 1949) συνοδεύεται από στοιχεία για την ποιητική του δραστηριότητα που είχε προηγηθεί και η τελευταία με τη σειρά της συνδέεται με την Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη, με την οποία είχε ο ίδιος γαλουχηθεί στα παιδικά του χρόνια, και τη νεότερη εκδοχή της, όπως διαμορφώθηκε από τον Ρένο Αποστολίδη, με τις επιλογές του οποίου δεν συμφωνεί καθόλου ο Βασιλικός (σ. 188-189). Άλλο παράδειγμα: οι μνήμες του συγγραφέα από τον ποιητή και μεταφραστή Νίκο Σπάνια, που πήγε το 1952 στις ΗΠΑ και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, τον παραπέμπουν συνειρμικά στην περίφημη φράση «ως εκ δεισιδαίμονος φόβου» από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος», με ήρωα τον ξενιτεμένο που γυρίζει στη Σκιάθο ύστερα από μεγάλη παραμονή στην Αμερική και φοβάται να ρωτήσει τι απέγινε η αγαπημένη του, και κατόπιν στον καθηγητή του στο Ανατόλια, Νίκο Παπαχατζή, που δίδασκε επίμονα και αναλυτικά το συγκεκριμένο διήγημα, στη θεατρική διασκευή του παπαδιαμαντικού διηγήματος που ο ίδιος ο Βασιλικός επιχείρησε στα μαθητικά του χρόνια, και του δίνουν το έναυσμα για να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην Ελλάδα των διπλωματών ποιητών (σαν τον Μπάρα, τον Σεφέρη και τον Ζακυνθινό) και την «Ελλάδα των ποιητών που, χωρίς κρατικές θέσεις και χωρίς να τρώνε από τον κρατικό κορβανά, προσφέρουν υπηρεσίες στο έθνος τεράστιες», αλλά και να προβληματιστεί πάνω στη σημασία τού να έχει γεννηθεί κάποιος Έλληνας (σ. 202-205). Και η πλέον ακραία, ίσως, περίπτωση έλλειψης γραμμικότητας είναι η απότομη μετάβαση από την εξιστόρηση της δημοσιογραφικής σταδιοδρομίας του συγγραφέα στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου, με «γέφυρα» την πρόβλεψη που ο Βασιλικός είχε κάνει σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου 1981 (σ. 247).
Ένα ακόμη στοιχείο που καθιστά τη Μνήμη ένα από τα πιο θελκτικά κείμενα του είδους της είναι ότι μέσα στις σελίδες της εγκιβωτίζεται μια ημι-μυθιστορηματική αφήγηση, ένα παράλληλο κείμενο όπου ο κύριος Μαρούλης, alter ego του συγγραφέα,[6] αυτοβιογραφείται με το δικό του ιδιαίτερο ύφος, λειτουργώντας ως εξωτερικός παρατηρητής των γεγονότων της κύριας αφήγησης αλλά και ως συνδετικός κρίκος της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία και απτή απόδειξη της ρευστότητας των μεταξύ τους ορίων.
Απολογισμός βίου και έργου, κατάθεση ψυχής, καταστάλαγμα εμπειρίας, σχόλιο πάνω στη μνήμη και τη λειτουργία της γραφής και της ανάγνωσης, στοχασμός πάνω στη σχέση του συγγραφέα με τον λόγο, πανοραμική θέαση του λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και πολιτικού σύμπαντος του εικοστού αιώνα, το Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα διαβάζεται απνευστί και επιβεβαιώνει κάτι που όσοι αγαπάμε και διαβάζουμε τον Βασιλικό γνωρίζουμε: την ουσιαστική, παιγνιώδη και ηδονική μαζί, σχέση του συγγραφέα με τη γραφή, την έλξη που ασκεί στον ίδιο η διακειμενικότητα και τον διαρκή μετεωρισμό του μεταξύ πραγματικού και μυθοπλαστικού.
[1] Η πρώτη έκδοση γίνεται το 1999 από τον εκδοτικό οίκο Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη και φέρει τον τίτλο Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα. Η δεύτερη έκδοση πραγματοποιείται το 2011 από τη Διόπτρα και φέρει τον τίτλο Μνήμη από μελάνι.
[2] Roy Pascal, Design and Truth in Autobiography, Routledge, Oxford/New York 2016 (1η έκδοση: 1960), σ. 6. Για την αυτοβιογραφία βλ. Philippe Lejeune, Le pacte autobiographique, Seuil, Paris 1975· Philippe Lejeune, On Autobiography, μετάφραση από τα γαλλικά Katherine Leary, εισαγωγή John Paul Eakin, University of Minnesota Press, Minneapolis 1989· Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Σμίλη, Αθήνα 1993.
[3] Σχολιάζει η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη: «Το κείμενο παίρνει τη θέση του αντικειμένου, του προσώπου ή του τόπου, άρα ο Βασιλικός θυμάται ως αναγνώστης (και ο αναγνώστης δεν διαβάζει πάνοτε με τον ίδιο τρόπο». Βλ. Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Βασίλης Βασιλικός και/ως αναγνάστης», Πόρφυρας, τχ. 168 (Απρίλιος-Ιούνιος 2019), σ. 169-180: 169.
[4] Για την επίδραση του βιβλίου του Σαρτρ, Ο ηλίθιος της οικογένειας, στο μυθιστόρημα του Βασιλικού, Γλαύκος Θρασάκης, βλ. Αριστοτέλης Σαΐνης, «Ποιος μιλά περί Γλαύκου Θρασάκη;», Διαβάζω, τχ. 517 (Απρίλιος 2011), σ. 90-92.
[5] Για την παρουσία της περιπέτειας της γραφής στο έργο του Βασιλικού, βλ. Θανάσης Αγάθος, Νίκος Ρουμπής και Αλίκη Τσοτσορού, «Η περιπέτεια της γραφής στην πεζογραφία του Βασίλη Βασιλικού», στο Φρειδερίκη Ταμπάκη-Ιωνά, Ιωάννα Παπασπυρίδου (επιμ.), Γραφή και δημιουργία. Écriture et invention, Αιγόκερως, Αθήνα 2013, σσ. 90-104.
[6] Ο κύριος Μαρούλης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ακόμη από τα επιμέρους προσωπεία με τα οποία εμφανίζεται στην πεζογραφία του ο Βασιλικός, «τα προσωπεία που περιέχουν συχνά το ένα το άλλο και που αποτελούν, σ’ αυτή την πεζογραφία με τις πολλαπλές όψεις, τις πραγματικές και φανταστικές […] εκφάνσεις του συγγραφικού εγώ». Βλ. Αλέξης Ζήρας, «Βασίλης Βασιλικός», Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τόμ. Β’, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, σ. 342-363: 347.1
Θανάσης Αγάθος
Αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).
Τελευταία άρθρα από τον/την Θανάσης Αγάθος
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.