Τα τελευταία χρόνια δικαίως αναρωτιόμαστε για την εμφάνιση στον δημόσιο χώρο, ιδίως στη Γαλλία, πολλαπλών δεικτών αυτού που ονομάζεται «άνοδος του αντισημιτισμού»: μια παγιωμένη διατύπωση που παραπέμπει σε πολύ διαφορετικές πραγματικότητες, σε τρομοκρατικά χτυπήματα τζιχαντιστικής έμπνευσης και σε φυσικές επιθέσεις με στόχο τους Εβραίους αλλά και στην εκτόξευση ύβρεων, σε προσκλήσεις μίσους ή βίας κατά των Εβραίων ή κατά των «σιωνιστών». Τέτοια συμβάντα, στον δημόσιο χώρο συνήθως τα αποκαλούμε «αντισημιτικά γεγονότα» ή «αντισημιτικές ενέργειες», οι οποίες περιλαμβάνουν αδιακρίτως λοιδορίες, συνθήματα στους τοίχους, καταστροφές τόπων ή συμβολικών μνημείων και επιθέσεις κατά ανθρώπων. Συγχέουμε, έτσι, τις στάσεις, τους λόγους (discours) και τις συμπεριφορές. Οι εν λόγω «αντισημιτικές ενέργειες», που συνήθως τις επισημαίνουμε και τις καταγράφουμε, πρωτίστως αποσκοπούν να προκαλέσουν φόβο στους Εβραίους της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, κά.). Είναι δικιολογημένος φόβος, αλλά δεν πρέπει να παραλύει τη θέληση να εξηγήσουμε το αντιεβραϊκό κύμα διαμέσου των αιτιών του, οι οποίες δεν ανάγονται στον τρέχοντα πόλεμο κατά της Χαμάς. Πάντως, αυτό το γεγονός προκαλεί άγχος και ωθεί αρκετούς Εβραίους στην επιλογή εγκατάστασης στο Ισραήλ ή, έστω, στη σκέψη μιας τέτοιας επιλογής. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κρύψουν της εβραϊκή τους ταυτότητα. Όλοι αισθάνονται την αυξανόμενη εναντίον τους εχθρότητα και υποφέρουν γι’ αυτή.
Το παρατηρούμενο φαινόμενο συχνά ερμηνεύεται, νωχελικά, θεωρείται ότι υπάγεται στο μοντέλο περί «επιστροφής του αντισημιτισμού». «επανεμφάνισής του» ή, ακόμα, της «αφύπνισης» των αντιεβραϊκών παθών. Η καινοτομία του νέου αντιεβραϊκού κύματος ανάγεται στο αρκετά γνωστό: το να το γνωρίσουμε θα ισοδυναμούσε με την απλή αναγνώριση των πρωταρχικών χαρακτηριστικών του «μακροβιότερου μίσους» (Robert S. Wistrich), χαρακτηριστικών τα οποία αναπαράγονται πανομοιότυπα. Πρόκειται για κοινοτοπία. Όσο οι επανεμφανίσεις του αντισημιτισμού είναι απρόβλεπτες και ανησυχητικές, τόσο αντιμετωπίζουμε τον πειρασμό να πιστεύουμε, για να νιώσουμε σιγουριά, ότι δεν είναι παρά «αναβιώσεις». Έτσι, εν μέρει τουλάχιστον, η απειλή ξορκίζεται. Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια μαγική πίστη.
Ενώπιον αυτού του παρατηρούμενου «αισθήματος», ορισμένοι ειδήμονες προέκριναν τη μεταφορά του «κλίματος» ή της «ατμόσφαιρας», προϋποθέτοντας την ύπαρξη, στην κοινή γνώμη ή στο κοινωνικό φαντασιακό ενός «αντισημιτισμού ατμόσφαιρας», που ερμηνεύεται ως συστημική μορφή αντιεβραϊκής εχθρότητας ή ως πρωτοφανούς μορφής πολιτισμικός αντισημιτισμός. Συνεπώς, ανησυχούμε στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα για την εμφάνιση του «αντισημιτισμού ατμόσφαιρας» – τέτοιου που άλλοτε εκφραζόταν σε υποτίθεται «αυθόρμητα» πογκρόμ και σήμερα εκφράζεται από τρομοκρατικές πράξεις οργανωμένες είτε από ομάδες (συχνότατα από ισλαμιστικές) είτε από άτομα. Αυτές οι τελευταίες τρομοκρατικές πράξεις σχετίζονται με την κοινοτοποίηση των αντιεβραϊκών παθών που ξαναέρχονται στην επιφάνεια με έναν τρόπο που έχει αφήσει πίσω του τη φράση «ποτέ πιά» η οποία κυριάρχησε από την εποχή της Δίκης της Νυρεμβέργης. Αυτά τα πάθη οδηγούνται και δικαιολογούνται από μια κατήχηση η οποία, χρησιμοποιώντας διάφορα κανάλια, τροφοδοτεί τους ευαισθητοποιημένους κοινωνικούς δρώντες με κίνητρα, τους παρέχει μοτίβα δράσης. Ωστόσο, η περιρρέουσα ή «ατμοσφαιρική» εχθρότητα έναντι των Εβραίων δεν αρκεί για να εξηγήσει πώς η έχθρα γίνεται πράξη. Η διάχυτη αντιεβραϊκή εχθρότητα ηχεί ως υπόκωφος θόρυβος που συνοδεύει τις τρομοκρατικές ενέργειες ή τις μεμονωμένες επιθέσεις, χωρίς να είναι η άμεση αιτία τους ή οι επαρκείς προϋποθέσεις τους.
Οι επιχειρήσεις κατήχησης προϋποθέτουν την ενστάλαξη στοιχείων ενός δόγματος –που αρδεύει από μια πολιτική ιδεολογία ή μία κοσμοαντίληψη– καθώς και την προσφορά ενός προγράμματος δράσης, με βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους (επιτυχία της μιας ή της άλλης τρομοκρατικής πράξης), έναν τελικό στόχο (να εξαλειφθεί το Ισραήλ, ακόμα και όλοι οι Εβραίοι, να εξισλαμισθεί ο πλανήτης, κ.λπ.). Πολύ συχνά, οι λόγοι δράσης που κινητοποιούν τους αντιεβραίους είναι ανορθολογικοί. Ωστόσο, όποιες και αν είναι οι εξηγήσεις αυτών των φαινομένων, μπορούμε εδώ να δούμε σημάδια ότι η μετά-Σοά εποχή είναι ήδη ένα πράγμα του παρελθόντος.
Η μεταφορική έκφραση «αντισημιτισμός ατμόσφαιρας» είχε τέτοια επιτυχία στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα της Γαλλίας που αμέσως έγινε κλισέ, πράγμα που θεωρήθηκε ότι χαρακτήριζε μια καλοσχηματισμένη έννοια ή ένα χρήσιμο και διαυγές εξηγητικό μοντέλο. Ας πούμε ότι είναι μάλλον απατηλή έκφραση, από τη στιγμή που θεωρείται προϋπόθεση ότι ολόκληρη η κοινωνία είναι κατά το μάλλον ή ήττον αντισημιτική ή ότι ο αντισημιτισμός είναι ο ιδεολογικός αέρας που αναπνέουμε. Τόσες και τόσες ιμπρεσιονιστικές διαγνώσεις, οι οποίες υποκαθιστούν την αναγκαία εννοιολόγηση, τη θεμελιωμένη σε αυστηρές έρευνες, από εικόνες, πολεμικά αμαλγάματα και συνειρμικές μεταφορές προορισμένες να εντυπωσιάζουν την κοινή γνώμη.
Επιπλέον, στις δημοσκοπήσεις που αφορούν τον αντισημιτισμό, οι ερωτήσεις εντοπίζονται συχνά στο «αίσθημα» των εβραίων πολιτών. Έκτοτε, τα αποτελέσματα επί των λεγόμενων αντισημιτικών διακρίσεων εξαρτώνται από το βίωμα ή την υποκειμενικότητα των ερωτώμενων εβραϊκών προσώπων, κάτι που παραπέμπει σε μια τέλεια ισοδυναμία ανάμεσα στο «να είσαι θύμα» και στο «να αισθάνεσαι θύμα». Έτσι, το βίωμα ανάγεται σε απόδειξη της πραγματικότητας του φαινομένου. Το ίδιο συμβαίνει με τις έρευνες για την «ισλαμοφοβία» ή τον «ρατσισμό κατά των μουσουλμάνων», οι οποίες προκρίνουν το «αίσθημα» των μουσουλμάνων και εμφανίζονται να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μεγάλου κύματος «ισλαμοφοβίας» πρωταρχικοί υπεύθυνοι του οποίου είναι οι «σιωνιστές».
Ταυτοχρόνως, στις πολιτικές και μιντιακές αντιπαραθέσεις καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα, έχει εισβάλει αυτό που ορθώς πρέπει να αποκαλέσουμε «αντιεβραϊκό ζήτημα», υπό διάφορες μορφές. Οι Εβραίοι, είτε προσδιορίζονται ως τέτοιοι είτε όχι («σιωνιστές», «Ισραηλινοί», κ.ά.), ξανάγιναν «πρόβλημα». Το 2022, η εμφάνιση μιας ρητορικής καινοτομίας πρέπει να υπογραμμισθεί: η «γουοκοποίηση» της αντισιωνιστικής προπαγάδας, σφραγισμένης με τη χρήση όρων ή εκφράσεων όπως «ποικιλομορφία», «αποαποικιοποίηση των πνευμάτων» ή «πολιτισμική ιδιοποίηση», με την υπόμνηση ότι πρόκειται για έναν συνολικοποιημένο αντιρατσιστικό αγώνα («όλοι ενωμένοι κατά των ρατσισμών»), όπου ο «σιωνισμός είναι ο πρωταρχικός καταγγελλόμενος ρατσισμός». Έτσι, αυτή η εμφάνιση είναι κυρίως μια ιδεολογική ιεράρχηση: ο αντιωνιστικός μαχητισμός δεν ξεφεύγει από τις γλωσσικές μόδες της διανόησης.
Στο κάλεσμα 2022 της «Εβδομάδας του Ισραηλινού Απαρτχάιντ», το οποίο ξεκινά υπενθυμίζοντάς μας ότι «μόνο τα ελεύθερα πνεύματα μπορούν να διαλύσουν το απαρτχάιντ», υποτίθεται ότι εντυπωσιαζόμαστε από την ακαταπόνητη μαρξίστρια και μιντιακή αγωνίστρια Άντζελα Ντέιβις, που είναι και κανονιστικό μοντέλο «χειραφετημένης» γυναίκας (λεσβία, βίγκαν, υπερασπίστρια της ισλαμικής μαντήλας, αντισιωνίστρια). Η Άντζελα Ντέιβις μας υπενθυμίζει ότι, «όπως παλέψαμε μαζί για να νικήσουμε το απαρτχάιντ στην Νότιο Αφρική, πρέπει να αψηφήσουμε με δύναμη το ισραηλινό απαρτχάιντ σήμερα κατά του παλαιστινιακού λαού». Η σημερινή διεθνής αντισιωνιστική προπαγάνδα θεμελιώνεται τόσο στη «νοτιοαφρικανοποίηση» του Ισραήλ όσο και στη ναζιστικοποίησή του.
Μετά το μεγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου 2023 και την ισραηλινή στρατιωτική αντεπίθεση, με στόχο την καταστροφή του στρατιωτικού μηχανισμού της Χαμάς, οι φιλοπαλαιστινιακές προπαγάνδες σφυρηλάτησαν την κατηγορία της «γενοκτονίας» των Παλαιστινίων της Γάζας που υποτίθεται είναι σε διαδικασία υλοποίησης. Για τους αντισιωνιστές ριζοσπάστες, ο τελικός στόχος των οποίων είναι η καταστροφή του Ισραήλ, το να παίρνουν την αντιρατσιστική θέση, αυτό ώς τώρα σήμαινε να καταγγέλλουν το εβραϊκό κράτος ως «κράτος απαρτχάιντ». Στο εξής, το διαβολοποιούν ως «γενοκτονικό κράτος». Έτσι, η ναζιστικοποίηση των «σιωνιστών», του Ισραήλ και ευρύτερα των Εβραίων, οι οποίοι στο εξής εκλαμβάνονται ως ορατοί ή κρυμμένοι «σιωνιστές», ολοκληρώνεται. Η επινόηση του «γενοκτόνου Εβραίου» έλαβε χώρα. Στο εξής, το εβραϊκό κράτος πρέπει να διαλυθεί όπως διαλύθηκαν το γενοκτονικό Τρίτο Ράιχ και το νοτιο-αφρικανικό σύστημα απαρτχάιντ. Τέτοια είναι η βαθιά λογική της παγκόσμια ιστορίας, ερμηνευόμενη μια νέα φορά ως η αναντίστρεπτη πορεία της Προόδου. Γι’ αυτό οι «αντισιωνιστές», ως δεδηλωμένοι αντιρατσιστές, μπορούν να λένε για τους εαυτούς τους ότι είναι «προοδευτικοί» και να καταγγέλλουν τους αντιπάλους τους ή όσους διαφωνούν μαζί τους ως «αντιδραστικούς» ή «φασίστες». Η ισραηλοφοβία έγινε μια από τις πρωταρχικές συνιστώσες του νεο-αντιφασιστικού λόγου, που λειτουργεί για να διαβολοποιεί όλες τις μορφές εθνικισμού, με την εξαίρεση του παλαιστινιακού εθνικισμού, ο οποίος είναι ένας εθνικοϊσλαμισμός. Προσωπικά, του έχω δώσει το όνομα: ισλαμο-παλαιστινισμός.
Αυτό που καθιστά μοναδική την εισβολή του νέου αυτού κύματος εβραιοφοβίας, σε ό,τι αφορά τους πρωτεργάτες της και τους πρωταρχικούς δρώντες της, είναι το γεγονός ότι, στις δυτικές χώρες, προέρχεται κατ’ ουσίαν από την άκρα Αριστερά και τους κύκλους της αριστερίστικης Αριστεράς – από μια πολιτική και διανοούμενη Αριστερά, δηλαδή, η οποία, την ίδια στιγμή που λέει ότι είναι μετριοπαθής και θέλει να είναι σεβαστή, στοιχίζεται στις νεο-αριστερίστικες ιδεολογικές θεματικές. Αυτή η άκρα Αριστερά, κυρίως μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005), δανείζεται πολλά από τα αντιεβραϊκά της θέματα από την ισλαμιστική ή, ακριβέστερα, από την ισλαμο-παλαιστινιστική προπαγάνδα (της Χαμάς, της ισλαμικής Τζιχάντ, κ.λπ.). Η παρατήρηση, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αυτών των ιδεολογικών συγκλίσεων και αυτών των μαχητικών συμμαχιών, με οδήγησε, το 2001-2002, να σφυρηλατήσω την έννοια και τη λέξη του «ισλαμο-αριστερισμού». Αυτή η συμπαιγνία ανάμεσα στους ευρωπαίους αριστεριστές και ισλαμιστές που προέρχονται από μεταναστεύσεις μουσουλμανικής κουλτούρας παρήγαγε μια κατάπληξη που δεν έπαψε να συνοδεύεται από προσπάθειες σχετικοποίησης και ελαχιστοποίησης, ακόμα και άρνησης του φαινομένου, αφού το δόγμα της απόδοσης των αντιεβραϊκών παθών στην άκρα Δεξιά ήταν εγγεγραμμένο βαθιά μέσα στην κυρίαρχη δόξα.
Οι πανεπιστημιακοί και πολιτικοί κύκλοι, με κάποιες εξαιρέσεις, συμμερίζονταν και συνεχίζουν να συμμερίζονται αυτή την προφάνεια, η οποία έγινε ένας κοινός τόπος που σπάνια υποβάλλεται σε κριτική εξέταση. Τον επανεπιβεβαιώνουν με αυθεντία, κρύβοντας τη σκόνη κάτω από το χαλί, καταγγέλλοντας «το μη-θέμα του αντισημιτισμού στα αριστερά». Γι’ αυτό, όπως διάφοροι νεοαριστεριστές πολιτικοί που συσπειρώνονται κυρίως στην Ανυπότακτη Γαλλία (LFI-Μελανσόν), πολλοί ήταν και είναι πάντα οι πανεπιστημιακοί ειδήμονες του ζητήματος που αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη ενός μεγάλης έκτασης αντιεβραϊκού κύματος το οποίο μεταφέρεται από τους κύκλους της άκρας Αριστεράς. Και όμως, αυτό που πρέπει να σχετικοποιηθεί δεν είναι το φαινόμενο, αλλά η καινοτομία του.
Πράγματι, αυτό που η ιστορία μας διδάσκει είναι ότι ο μοντέρνος αντισημιτισμός, που γεννήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα από μια ρήξη με τον παλιό χριστιανικό αντιεβραϊσμό, ήταν πρωτίστως δημιουργία των αριστερών σχηματισμών που ήθελαν και έλεγαν ότι είναι επαναστατικοί, πριν γίνει η διάσταση των εθνικιστικών και ρατσιστικών κινημάτων τα οποία αναπτύχθηκαν στα τέλη του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μέσα όμως στον αντιεβραϊκό επαναστατικό λόγο, πριν από τη μεταφορά του στο πεδίο των προφασιστικών εθνικισμών, βρίσκουμε δείκτες μιας φυλετιστικής προσέγγισης του εβραϊκού λαού και στοιχεία ενός προγράμματος ρατσιστικής δράσης κατά των Εβραίων, που αναγνωρίζονται ως αναφομοίωτα και παρασιτικά. Η ταυτοποίηση του Εβραίου ως διακριτού και επικίνδυνου τύπου, ο οποίος πρέπει να κρατείται σε απόσταση και να καταπολεμάται με αποφασιστικότητα, συναντάται στα κείμενα αντικαπιταλιστών λιβελογράφων οι οποίοι παραπέμπουν σε επαναστάτες συγγραφείς, πολύ συχνά άθεους και οπαδούς της μιας ή της άλλης εκδοχής της «θεωρίας των φυλών» ή της «επιστήμης των φυλών».
Όντως, η επιστημονικιστική φυλετοποίηση των Εβραίων αποτελεί ένα διακριτό χαρακτηριστικό του «μοντέρνου αντισημιτισμού», που υποτίθεται δεν έχει θεολογικο-θρησκευτικές αιτιολογήσεις. Ορισμένοι ιστορικοί πίστεψαν ότι στο εξής μπορούν να αναγάγουν τη μισερή απόρριψη των Εβραίων στους μοντέρνους, σε μια εκδοχή του ρατσισμού που ορίζεται ως μοντέρνο φαινόμενο. Συνεπώς, ο αντιεβραϊκός ρατσισμός, ή η εβραιοφοβία (που πιο καλά να την αποκαλούμε εβραιομισία) φυλετικής βάσης, συμβατικά αποκαλούμενη «αντισημιτισμός», αναλύθηκε, της ασκήθηκε κριτική και καταγγέλθηκε ως μια μορφή ρατσισμού ανάμεσα σε άλλες. Κι αυτοί οι ιστορικοί που την επικαλούνται αρνούνται συχνά να αναρωτηθούν επί των προϋποθέσεων και των συνεπειών της επιλογής των Εβραίων ως αντικείμενων στιγματισμού, εγκληματοποίησης ή διαβολοποίησης. Γιατί οι Εβραίοι; Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα αναδείχθηκαν αντιφατικές ή ασύμβατες. Ήταν ωστόσο θεμιτό και αναγκαίο να προσεγγίζει κάποιος τον «αντισημιτισμό» ως φυλετιστική και ρατσιστική μορφολογία που επιβλήθηκε στη δυτική πολιτική κουλτούρα από τα μέσα του 19ου ώς τα μέσα του 20ού αιώνα, με τα τρομακτικά γενοκτονικά αποτελέσματα που προκάλεσε και νομιμοποίησε. Πολλοί ιστορικοί και διανοούμενοι έχουν πειστεί ότι, πριν απ’ όλα, έπρεπε να τελειώνουμε με το ρατσισμό για να εξαλειφθεί ο «αντισημιτισμός». Την εποχή που ήταν σφραγισμένη από τον ναζιστικό ρατσισμό ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία, αυτή η αντίληψη ήταν τότε υπερασπίσιμη.
Δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να χάσουμε το ουσιώδες, δηλαδή ότι η μήτρα του μοντέρνου αντισημιτισμού ήταν ένας επιθετικός αντικαπιταλισμός, που έλαβε τη μορφή μιας επαναστατικής πολιτικής αντίληψης, οι πρωταρχικές εκδοχές της οποίας ήταν ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός και ο κομμουνισμός. Γι αυτό ο μοντέρνος αντισημιτισμός συχνά χαρακτηριζόταν «οικονομικός αντισημιτισμός». Θα μπορούσε όμως εξίσου να ορισθεί ως αντι-οικονομική ιδεολογία με εβραϊκή στόχευση: οι Εβραίοι ενσαρκώνοντας την καπιταλιστική οικονομία ή το «μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο», σύστημα εκμετάλλευσης το οποίο κατήγγελλαν οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές αριστερές, καθώς και οι αναρχικοί, υποδεικνύονταν ως η πρώτη αιτία των δεινών των μοντέρνων ανθρώπων. Σε αυτό το μεγάλο μυθικό αφήγημα που είναι ο μοντέρνος αντισημιτισμός, ο απόλυτος εχθρός είναι η εβραϊκή ισχύς, θεμελιωμένη στη διεθνή χρηματιστική κερδοσκοπία. Σε αυτήν την προοπτική, η διαβολοποίηση του Εβραίου συνίσταται στο να υποδεικνύεται ως η ενσάρκωση της χρηματιστικής ολιγαρχίας ή της πλουτοκρατίας που ασκεί τη δικτατορία της στην καπιταλιστική κοινωνία. Στην εβραιο-καπιταλιστική απωθητική φιγούρα, η ναζιστική προπαγάνδα πρόσθεσε αυτή του εβραιο-μπολσεβίκου, η οποία εξαλείφθηκε μετά τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας.
Αλλ’ η δαιμονοποιημένη φιγούρα του Εβραίου ως εκπροσώπου της χρηματιστικής ισχύος δεν εξαφανίσθηκε από το συγκαιρινό αντιεβραϊκό φαντασιακό, έχασε μόνο την κεντρικότητά της. Ας πούμε, απλουστεύοντας, ότι, στο κυρίαρχο αντιεβραϊκό αφήγημα, ο Ρότσιλντ και η «εβραϊκή πλουτοκρατία» πέρασαν σε δεύτερο πλάνο, επειδή ο εβραίος εχθρός πήρε τη φιγούρα του Ισραήλ ως «αποικιοκρατικού», «ρατσιστικού» και «γενοκτονικού» κράτους και αυτήν του «παγκόσμιου σιωνισμού». Στην αντιεβραϊκή ρητορική που πλάθεται πάνω στον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό, αυτόν που αποσκοπεί στην καταστροφή του Ισραήλ, ο αντιαποικιοκρατισμός ήρθε να προστεθεί στον αντικαπιταλισμό.
Η πρωταρχική ιδεολογική και ρητορική καινοτομία του τωρινού μεγάλου αντιεβραϊκού κύματος καταρχάς έγκειται στην επικέντρωσή του στον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό, στόχος του οποίου είναι η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ επειδή ενσαρκώνει το Κακό βασικό πρόσωπο του οποίου είναι ο «ρατσισμός». Ακολουθεί η καταγγελία μιας φανταστικής «παγκόσμιας σιωνιστικής συνωμοσίας», στην οποία επανεισάγεται και ανακυκλώνεται ο μύθος των «κυρίαρχων του κόσμου». Τέλος, γίνεται συστηματική η προσφυγή στην εγκληματοποίηση του Ισραήλ ως κράτους «αποικιοκρατικού» και «γενοκτονικού» που πρέπει να εξαφανισθεί. Αυτός ο εργαλειακός νεο-αντιαποικιοκρατισμός τείνει να περιθωριοποιεί την αντικαπιταλιστική θεματική, χωρίς ωστόσο ποτέ να την εξαλείφει. Σήμερα, οι τρεις κυρίαρχες απωθητικές φιγούρες του «εβραίου εχθρού» είναι ο καπιταλιστής, ο αποικιοκράτης-ρατσιστής και ο γενοκτόνος – και συνδυάζονται με ποικίλους τρόπους.
Έτσι, το περιεχόμενο της θυματικής αντιστροφής που κυριάρχησε έπειτα από το μεγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου 2023, είναι οι κατηγορίες ότι το κράτος του Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε από τους επιζώντες της Σοά, διαπράττει «γενοκτονία των Παλαιστινίων», με τρόπο τέτοιο ώστε να ολοκληρώνεται η ναζιστικοποίηση των Εβραίων-σιωνιστών. Για τους νέους εχθρούς των Εβραίων, αυτοί οι τελευταίοι είναι οι νέοι ναζί. Κι αυτός είναι επαρκής λόγος για να καλούν οπαδούς της καταστροφής του εβραϊκού κράτους. Στους συγκαιρινούς μαχητικούς λόγους των σημερινών ακροαριστερών σχηματισμών, η προλεταριακή υπόθεση αντικαταστάθηκε από την παλαιστινιακή υπόθεση, ενώ ταυτοχρόνως ο εξισλαμισμένος ριζοσπαστικός αντισιωνισμός αντικατέστησε τον σοβιετικής ύφανσης αντιφασισμό.

France 3
O σταλινικός αρνητιστής του Ολοκαυτώματος Ροζέ Γκαρωντύ (δεξιά) και ο αββάς Πιέρ, φίλος και υπερασπιστής του. Στον δημοφιλή γάλλο ιερωμένο οφείλεται η διατύπωση που κυριάρχησε για να εκφράσει τη μεγάλη θυματική αντιστροφή, την καταγγελία δηλαδή των Ισραηλινών ή των «σιωνιστών» ως νέων ναζί: «διαπιστώνω ότι μετά τη συγκρότηση του κράτους τους, οι Εβραίοι, από θύματα, έγιναν δήμιοι». Παρουσιαζόμενη ως διαπίστωση, η κατηγορία αυτή, που εκτοξεύθηκε σε μια συνέντευξη την 29η Μαρτίου 1991 στο περιοδικό La Vie, επαναλαμβάνεται από τότε αενάως υπό ποικίλες μορφές. Παρέμεινε στην καρδιά του μεγάλου αντισιωνιστικού αφηγήματος διακινητές του οποίου έγιναν οι ακροαριστεροί διανοούμενοι.
Στη μιντιακή εικόνα του αββά Πιέρ, φίλου και υπερασπιστή του αρνητιστή σταλινικού Ροζέ Γκαρωντύ, οφείλεται η διατύπωση που κυριάρχησε για να εκφράσει τη μεγάλη θυματική αντιστροφή, την καταγγελία δηλαδή των Ισραηλινών ή των «σιωνιστών» ως νέων ναζί: «διαπιστώνω ότι μετά τη συγκρότηση του κράτους τους, οι Εβραίοι, από θύματα, έγιναν δήμιοι». Παρουσιαζόμενη υπό διαστροφική μορφή ως διαπίστωση, η κατηγορία αυτή, που εκτοξεύθηκε σε μια συνέντευξη την 29η Μαρτίου 1991 στο περιοδικό La Vie, επαναλαμβάνεται από τότε αενάως υπό ποικίλες μορφές. Παρέμεινε στην καρδιά του μεγάλου αντισιωνιστικού αφηγήματος διακινητές του οποίου έγιναν οι ακροαριστεροί διανοούμενοι.
Επιπλέον, ενώ ο παλαιός αντισημιτισμός των Μοντέρνων ο οποίος «ασιατοποιούσε» τους Εβραίους ήταν φιλοδυτικός, δυτικιστικός ή εσπερόφιλος, τα αντιεβραϊκά πάθη είναι σήμερα αδιαχώριστα από τα αντιδυτικά πάθη. Οι διαβολοποιημένοι Εβραίοι «εκδυτικίσθηκαν». Στο εξής, η εβραιοφοβία ομοιοκαταληκτεί με την εσπεροφοβία. Ο «αντισιωνισμός», αυτός ο διεστραμμένος και εργαλειοποιημένος αντιαποικιοκρατισμός, ενσωματώθηκε στον αποαποικιοκρατισμό, την πολιτική ιδεολογία που αποδίδει στη Δύση εγκληματική πρόθεση σύμφωνα με την οποία όλα τα δεινά του ανθρώπινου κόσμου εξηγούνται εκκινώντας από τη σχέση ανισότητας μεταξύ «κυρίαρχων» και «κυριαρχούμενων», ερμηνευόμενη με όρους φυλετιστικούς και θυματικούς: «οι Λευκοί» κυριαρχούν και οι «μη Λευκοί» είναι κυριαρχούμενοι. Οι σιωνιστές όμως είναι «Λευκοί», άρα αποικιοκράτες και ρατσιστές.
Ιδού τι είναι αυτό που υποχρεώνει τους διανοούμενους, όπως και τους πολιτικούς φορείς, να ξανασκεφθούν τον αγώνα κατά του «αντισημιτισμού» (για να επαναλάβουμε, ελλείψει καλύτερης, τη θρυλική απατηλή λέξη, αφού οι «Σημίτες» έχουν εξαφανισθεί από τον πίνακα των εθνοτικο-φυλετικών κατηγοριών). Επιπλέον, οι επαγγελματίες «αντιρατσιστές» ικανοποιούνται ακόμα καταγγέλλοντας «το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό» έχοντας κατά νου το ναζισμό, τη «δεκαετία του τριάντα» και τα «μαύρα χρόνια», των οποίων πιστεύουν ότι βλέπουν την «επιστροφή» ή τις «αναβιώσεις». Επείγει να συνειδητοποιήσουμε ότι η μετα-Σοά σελίδα γύρισε. Αναγγελμένη προληπτικά εδώ και καιρό, η «άρση των ταμπού» έχει λάβει χώρα. Το μίσος κατά των Εβραίων μπορεί στο εξής να εκφράζεται χωρίς αναστολές, έγινε μάλιστα μια κανονιστική συνιστώσα της νέας ορθοφροσύνης. Ο μεταπολεμικός φιλοσημιτισμός δεν ήταν παρά μια παρένθεση στην ιστορία του εβραϊκού λαού.
Η εβραιοφιλία, ειλικρινής ή προσποιητή, είναι εκτός εποχής. Πρέπει να εκκινήσουμε από αυτό το τεράστιο κύμα απενοχοποίησης και επιτρεπτικότητας των αντιεβραϊκών παθών, που είναι αδιαχώριστο από το παγκόσμιο κύμα του λυτρωτικού ισλαμο-παλαιστινισμού. Η απροϋπόθετη στοίχιση στη σημαία του ισλαμο-παλαιστινισμού λειτουργεί σήμερα ως μέθοδος σωτηρίας. Το αντιεβραϊκό πολιτικά ορθό προσέλαβε το ύφος ενός φιλοπαλαιστινιακής έμπνευσης μεσσιανικά ορθού. Παραμένει βέβαια ένα σημαντικό ερώτημα, χωρίς εντελώς ικανοποιητική απάντηση: γιατί οι δεδηλωμένοι αντιρατσιστές κινητοποιούνται αποκλειστικά προς βοήθεια των Παλαιστινίων ενώ παραμένουν αδιάφοροι για τη θλιβερή τύχη άλλων μουσουλμανικών πληθυσμών, για παράδειγμα των Ουιγούρων που διώκονται από τους Κινέζους; Γιατί οι Ισραηλινοί διαβολοποιούνται ενώ όχι οι Κινέζοι; Γιατί ανάγονται οι Παλαιστίνιοι σε μείζονα θύματα, μονοπωλώντας το συμβολικό στάτους της ομάδας-θύμα;
Ας διακινδυνεύσουμε μία υπόθεση: επειδή αυτή η αποκλειστική επικέντρωση για τους Παλαιστίνιους-θύματα επιτρέπει να κατηγορούνται οι Εβραίοι-σιωνιστές ως μετενσαρκώσεις των ναζί; Και αν οι ναζί νικήθηκαν, γιατί οι Εβραίοι-σιωνιστές δεν θα μπορούσαν με τη σειρά τους να νικηθούν και να εξαφανιστούν από το παγκόσμιο τοπίο; Για να επανέλθουμε στα «δύο μέτρα και τα δύο σταθμά» έναντι του Ισραήλ και της Κίνας, ας πούμε ότι ενώ η εβραιοφοβία διεθνοποιήθηκε, η σινοφοβία παρέμεινε περιορισμένη σε κάποιους περιθωριακούς πολιτικούς κύκλους. Το φάντασμα του «κίτρινου κινδύνου» εξαλείφθηκε, ενώ αυτό του «εβραϊκού κινδύνου» συνεχίζει να αναπλαισιώνεται, για να πάρει σήμερα τη μορφή της «παγκόσμιας σιωνιστικής συνωμοσίας», ενός αντιεβραϊκού μύθου που διαδίδεται με μεγάλη ταχύτητα με όλο και πιο ισχυρή αποδοχή.
Ένα από τα καθήκοντα των καθηγητών πανεπιστημίου και των ερευνητών, και ευρύτερα ένα από τα καθήκοντα των διανοουμένων, είναι, αποστασιοποιούμενοι από προπαγανδιστικούς πολέμους οι οποίοι κυριαρχούνται από τη μιμητική αντιπαλότητα, να αναρωτηθούν για τις απαρχές, για τις σημερινές αναπτύξεις και για το περισσότερο ή λιγότερο προβλεπτό μέλλον αυτών των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων, των τόσο φορτισμένων με ιδεολογικά πάθη που μας τυφλώνουν και μας χαώνουν, ρίχνοντάς μας στον κλαψιάρικο πεσσιμισμό ή σε έναν αποκοιμιστικό οπτιμισμό. Για να δούμε επιτέλους καθαρά μέσα στο πλανητικό πεδίο όπου εγκαταστάθηκε η ισραηλοφοβία, πρέπει να προσπαθήσουμε να σκεφτόμαστε πέρα από τους φόβους και τους συνωμοσιολογικούς πειρασμούς. Και, για να γίνει αυτό, απαιτείται να ξεκινήσουμε αποποιούμενοι την προσφορά των εμπόρων του καταστροφισμού αλλά και όσων ξαναπουλάνε καθησυχαστικές αντιλήψεις. Αυτή η διπλή άρνηση προϋποθέτει κουράγιο, αρετή που λείπει έντονα από τους διανοούμενους και τους πολιτικούς στις «κατευνασμένες» δημοκρατικές κοινωνίες, οι οποίες αποτελούνται από άτομα που αναζητούν άμεση ικανοποίηση και τα πιο διαφορετικά κέρδη, πράγμα που ευνοεί τον οπορτουνισμό και τον ασύστολο «προσαρμοστισμό» των δειλών και των κυνικών, που πάντα είναι διατεθειμένοι να προδίδουν και να λιποτακτούν.
*Eπίκαιρη ανάλυση του φιλόσοφου, πολιτειολόγου και ιστορικού των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ ( «Comment définir la dernière vague antijuive?»), που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Tribune Juive (1/10/2025, https://www.tribunejuive.info/2025/10/01/pierre-andre-taguieff-comment-definir-la-derniere-vague-antijuive/).
μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος