Ο Παπαγιώργης διέπρεψε στο ρόλο του βιβλιοκριτικού για δεκαετίες. Έχουν υπάρξει δημοφιλείς κι επιδραστικοί κριτικοί θεάτρου, κινηματογράφου, βιβλίου, αλλά κανείς δεν απέκτησε τον σταθερό κύκλο πιστών αναγνωστών που είχε εκείνος. Παίρναμε στα Γιάννενα το Αθηνόραμα κάθε Παρασκευή και τον Επενδυτή τα Σάββατα, όχι βεβαίως γιατί ενδιαφερόμασταν για την πολιτιστική κίνηση των Αθηνών ή γιατί αγωνιούσαμε για τις επενδύσεις μας, αλλά για να ρουφήξουμε τα κείμενά του, τα οποία στη συνέχεια θα συζητούσαμε σε αργές καφεποσίες. Συγχωρέστε με που αναφέρω το προσωπικό μου παράδειγμα, πιστεύω όμως ότι δεν είναι μοναδικό ή η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Δεν είναι πολλοί οι συγγραφείς που απολαμβάνουν τέτοια αφοσίωση από τους αναγνώστες τους κι είναι ακόμη λιγότεροι οι δημοσιογράφοι κι οι κριτικοί.
Το βιβλίο, για το οποίο συζητάμε σήμερα, είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα σημαντικότερα της εργογραφίας του.
Καταρχάς, για το περιεχόμενό του: Ένα απλό ξεφύλλισμα δείχνει ότι ο τόμος περιέχει κριτικές ενός μείζονος διανοουμένου για συγγραφείς κι έργα που έχουν διαμορφώσει το πνευματικό τοπίο της σύγχρονης Ελλάδας: Το Χαμένο Κέντρο του Λορεντζάτου, το Πρόσωπο και ο Έρως του Γιανναρά, οι Πελεκάνοι ερημικοί του Ράμφου, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Καστοριάδη, η Κριτική της μεταφυσικής σκέψης του Κονδύλη, κι ακόμα σημειώματα για έργα του Μαλεβίτση, του Λυκιαρδόπουλου, του Ζουμπουλάκη, του Ζηζιούλα.
Δεύτερον, γιατί οι κριτικές του Παπαγιώργη δεν είναι οι συνήθεις αφελείς παρουσιάσεις ή οι επιφανειακές περιγραφές των περιεχομένων που αποτελεί κανόνα στα έντυπα ευρείας κυκλοφορίας. Είναι κείμενα στιβαρά που, ακόμα και τα πιο σύντομα, καταδεικνύουν τα κεντρικά σημεία και τις βασικές ιδέες των έργων.
Τρίτον, γιατί μέσα από τα κριτικά αυτά κείμενα, το λόγο, τα επιχειρήματα που επικαλείται και τον τρόπο που τα δομεί, προκύπτει μια πνευματική αυτοβιογραφία, ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, του ίδιου του Παπαγιώργη.[2]
Οι πρώιμες κριτικές
Είναι λίγο-πολύ γνωστό ότι η συγγραφική του δραστηριότητα χωρίζεται σε δύο περιόδους:
Η πρώτη, μετά από μια προπαρασκευαστική φάση εξαντλητικής μελέτης στο Παρίσι, έδωσε κείμενα που αργότερα ο ίδιος είτε τα απέρριψε είτε τα αντιμετώπιζε με δυσπιστία.[3]
Κατά τη δεύτερη, ώριμη φάση είχε βρει τη φωνή του και τα θέματα που της επέτρεπαν να ακουστεί· είχε, με άλλα λόγια, διαμορφώσει πλέον έναν ιδιαίτερο συγγραφικό εαυτό – τον Κωστή Παπαγιώργη που ξέρουμε κι αγαπάμε.
Αυτό το γενικό σχήμα ακολουθούν κι οι κριτικές του.
Τα κείμενα που έγραψε για το Χαμένο κέντρο, για το βιβλίο Το Πρόσωπο και ο Έρως ή τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας λίγα πράγματα έχουν από εκείνα της ωριμότητας. Πολυσέλιδα και με δύσκαμπτο ύφος, θυμίζουν περισσότερο βιβλιοκρισίες άριστου διδάκτορα της νεότερης φιλοσοφίας με μεγάλες φιλοδοξίες και λαμπρές προοπτικές. Πρέπει να ψάξει κανείς με προσοχή κι αγάπη για να βρει τα σπέρματα που θα καρπίσουν αργότερα.
Το άλλο χαρακτηριστικό αυτών των πρώιμων κριτικών είναι η επίθεση με όλα τα μέσα που διέθετε στα συγκεκριμένα έργα και σε όσα αυτά εκπροσωπούν ή θέλουν να εκπροσωπήσουν. Τα μέσα που διέθετε ήταν, φυσικά, η φιλοσοφική σκευή που απέκτησε διαβάζοντας «μέχρι τελικής πτώσεως»[4] στο Παρίσι. Λίγοι Έλληνες θα είχαν –και θα έχουν– τόσο βαθιά γνώση της φαινομενολογίας κι ακόμα λιγότεροι θα τη χρησιμοποιούσαν για τέτοιους σκοπούς. Με τα χειρουργικά χτυπήματα να διαδέχονται τα απροσδόκητα γιουρούσια, τα έργα που πέφτουν στην πένα του, αν δεν κατεδαφίζονται, δέχονται καίρια πλήγματα.
Από τον καταιγισμό πυρών, με ελαφρύτερα τραύματα γλιτώνει μάλλον το Πρόσωπο και ο Έρως του Γιανναρά.[5] Όπως ομολογεί ο Παπαγιώργης, η πατερική θεολογία, που είναι το κεντρικό πεδίο έρευνας του συγγραφέα, του ήταν terra incognita, οπότε η κριτική του εστιάζει σε δευτερεύοντα ζητήματα προκαλώντας απλώς «ρωγμές» στο οικοδόμημα. Ο κριτικός παραδέχεται εντέλει ότι «η ανάγνωση του Χάιντεγκερ που επιχειρεί είναι από τις βαθύτερες που γράφτηκαν σε ελληνική γλώσσα», προσθέτει όμως ότι αυτή «είναι και μια αθέμιτη οικειοποίηση της υπαρξιακής θεματολογίας» από τη θεολογία.
Τα φαρμακερότερα αλλά και τα πιο αίολα πλήγματα τα δέχεται αναμφίβολα ο Στέλιος Ράμφος για τέσσερις σύντομες μελέτες, τον Τόπο υπερουράνιο, την Παλινωδία του Παπαδιαμάντη, τη Μουσική του Ηρακλείτου και το Δαχτυλίδι του Γύγη, που εξετάζονται από τον κριτικό στο ίδιο κείμενο.[6] Θα αφήσω τα επιμέρους επιχειρήματα και τις ενστάσεις, για να εστιάσω σε κάτι συνολικότερο:
Δεν είναι υπερβολή –και αν είναι δικαιολογείται– αν ίσως πούμε ότι αυτά τα λιγόλεξα γραπτά έχουν να προτείνουν έναν από τους τρόπους που η γλώσσα του Σεφέρη –στις Δοκιμές– μπορεί να «καταστραφεί».[7]
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα αναφωνήσει «Μα τι πιο θετικό να αναγνωρίσει!» Έλα όμως που είμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ο Παπαγιώργης αδιαφορεί για το ύφος. Αργότερα ομολογούσε:
Πίστευα ότι το νόημα είναι πάνω από τη φράση που το λέει […]. Για να φτάσω στην πεποίθηση ότι η φράση υπερέχει του νοήματος και ότι μια ψυχή δεν μπορεί να είναι άσχετη με το σώμα, χρειάστηκα ειδικό φροντιστήριο στη μεγάλη σχολή της σούρας.[8]
Έτσι, μετά από αυτή την απόφανση για τη γλώσσα του Ράμφου, που φαντάζει θετική, κι αφού κυλήσουν δυο φράσεις που θα καταστήσουν την επερχόμενη κατεδάφιση πιο απολαυστική, θα σημειώσει:
αλλά η γλώσσα από μόνη της υποβιβάζει τον συγγραφέα σε «λογομάγειρο», ώστε, αν μείνουμε μόνο σε αυτήν, να «κινδυνεύομεν όναρ πεπλουτηκέναι». Απομένει η παραγωγή του νοήματος […] που, φιλοσοφική εξ ορισμού, έχει και απαιτεί τα δικά της κριτήρια, τη «λογική» της: λέξη που με όσα εισαγωγικά κι αν την πλαισιώσουμε, δεν πρόκειται να γίνει πιο συγκεκριμένο το νόημά της.[9]
Ο τίτλος της κριτικής, που συνοψίζει το επιχείρημα του Παπαγιώργη, είναι ενδεικτικός: «Βαλσαμωμένη γλώσσα».
Αυτός ο χαριτωμένος σαρκασμός δεν σημαίνει ότι τα επιχειρήματά του εξαντλούνται σε ευφυολογήματα και κακίες. Το αντίθετο. Πολλές από τις ενστάσεις του είναι σοβαρές κι έχουν βάση. Ενδεικτικά: Επισημαίνει ότι η «αρραγής ολότητα» της αρχαίας ελληνικής σκέψης, που δέχεται ο Λορεντζάτος στο Χαμένο κέντρο, είναι προβληματική, όπως και η ταύτιση του μεταφυσικού με την θρησκεία.[10] Είναι πειστικός όταν καταλογίζει «αυθαιρεσίες και ανακρίβειες» στον Μαλεβίτση[11] και «χουσερλικό υπαρξισμό»[12] στον Γιανναρά. Κι η «ροπή προς την αποφθεγματικότητα»[13] που εντοπίζει, συνοδεύει τον Ράμφο μέχρι σήμερα.
Οι κρινόμενοι αντιμετώπισαν μάλλον ψύχραιμα τις βολές του νεαρού κριτικού. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος αφιέρωσε λίγες αράδες από το βιβλίο του Στου τιμονιού το αυλάκι για να απαντήσει στις «κουβέντες στο βρόντο» που ακούγονταν «σε λιγοζώητα περιοδικά» και του καταλόγιζαν «ελληνοχριστιανισμό».[14] Το περιοδικό Εποπτεία είχε επιχειρήσει να οργανώσει έναν διάλογο ανάμεσα στις δύο πλευρές: ο Παπαγιώργης θα τεκμηρίωνε τις ενστάσεις και τις κατηγορίες του κι ο Ράμφος θα απαντούσε. Αρχικά ο Παπαγιώργης δέχτηκε, αλλά στο τέλος υποχώρησε, προκαλώντας ένα οργισμένο σημείωμα του Παν. Δρακόπουλου, όπου τον κατηγορούσε ότι «δεν ασκεί κριτική, αλλά συκοφαντεί» και τον καλούσε να αναλάβει «τις ευθύνες και τις συνέπειες της ανευθυνότητάς του».[15]
Αυτά βέβαια μπορούν να δημιουργήσουν την εικόνα ενός «υποχθόνιου»[16] Παπαγιώργη, ο οποίος, όπως ο ντοστογιεφσκικός ήρωας, κλεισμένος στο υπόγειό του, κατατρόπωνε κατά φαντασίαν αντιπάλους. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας κλείνει με μια επιστολή που του απηύθυνε ο Χρήστος Γιανναράς το 1976, λίγο πριν από τη δημοσίευση της βιβλιοκρισίας.[17] Εκεί ο επιστολογράφος τον ευχαριστεί για το «πλούσιο γράμμα του, τα σχόλια και τις παρατηρήσεις [του] πάνω στο Πρόσωπο και έρως, που ανοίγουν παράθυρα για πολύτιμες παραπέρα αναζητήσεις». Του επισημαίνει μάλιστα, «κάπως δασκαλίστικα», όπως ο ίδιος ο Γιανναράς σχολιάζει, «ότι οι ικανότητές σου και η ώς τώρα κατάρτισή σου και η ωριμότητα των αισθητηρίων σου είναι ένα προνόμιο “ευγένειας” που σε υποχρεώνει ουσιαστικά». Βλέπουμε δηλαδή ότι σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις υπήρχε ένας ουσιαστικός διάλογος κριτικού και συγγραφέα έξω από τις στήλες των περιοδικών κι ότι οι ενστάσεις δεν ήταν ούτε εκλαμβάνονταν ως προσωπικά πλήγματα, αλλά ως αφορμές για να προχωρήσει η έρευνα.
Στην αποκοτιά και το θράσος, αν θέλετε, του Παπαγιώργη ν’ αφήνει με την πένα και την επιχειρηματολογία του ερειπιώνες, βρίσκεται η μεγάλη αξία της έκδοσης αυτών των κειμένων σήμερα. Καθώς οι συγκεκριμένοι συγγραφείς έχουν αποκτήσει στο μεταξύ για ορισμένους –πολλούς– από τους αναγνώστες τους το status, όχι απλών διδασκάλων του έθνους, αλλά προφητών κι αποστόλων, και τα γραπτά τους κάτι από την ιερότητα των Γραφών, η αυθάδης, απορριπτική ματιά του νεαρού διανοούμενου μπορεί κι ελπίζω ότι θα αποτελέσει αφορμή για διάλογο: Διάλογο πρώτα με τα ίδια τα έργα και τον εαυτό μας κι έπειτα –μακάρι!– έναν δημόσιο διάλογο για όλα όσα λένε και σημαίνουν.
Ενδιαφέρον έχει και το τερέν που επιλέγει ο κριτικός για να παίξει μπάλα. Είτε σκοπίμως είτε από άγνοια, ο Παπαγιώργης παραβλέπει τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα: τους προβληματισμούς που απασχολούσαν την ντόπια διανόηση, την κατάσταση στην κοινωνία και τα Πανεπιστήμια, τα κενά της βιβλιογραφίας, τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύει έρχονται, λες, κατευθείαν από το Παρίσι, φέρνοντας τους συγγραφείς και τα πονήματά τους αντιμέτωπους με το ευρωπαϊκό φιλοσοφικό γίγνεσθαι. Δοκιμάζει τις αντοχές τους σε ένα διεθνές περιβάλλον, που λίγη κατανόηση έχει, αν έχει, για την ελληνική ιδιοπροσωπία.
Έτσι από τη μια, φανερώνεται η αυτοπεποίθηση του κριτικού για τις γνώσεις του και από την άλλη μια αφ’ υψηλού αντιμετώπιση του ντόπιου φιλοσοφικού σιναφιού. Όχι άδικα ίσως. Η καθαρότητα και η σαφήνεια με την οποία, για παράδειγμα, εξηγεί τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ, κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι. Και δεν μένει μόνο σε φιλοσόφους που ήταν ήδη λίγο-πολύ γνωστοί στην Ελλάδα. Επιστρατεύει κι άλλους, όπως τον Λεβινάς, που πιθανόν να ήταν η πρώτη φορά στις κριτικές του που γράφτηκε το όνομά του στα ελληνικά.
Οι όψιμες κριτικές
Κατά τη δεύτερη περίοδο, όταν αρθρογραφούσε στο Αθηνόραμα, τον Επενδυτή, τη Lifo, το Matrix 24, ο Παπαγιώργης είναι επαγγελματίας κριτικός και τα κείμενά του διαφέρουν πολύ από εκείνα της πρώτης περιόδου. Το σπαθί έχει μπει στο θηκάρι. Ο κριτικός δεν επιδιώκει να κονιορτοποιήσει τίποτα και κανέναν. Φαίνεται ότι διάγει μια άλλη φάση, όπου έχει άλλη αντίληψη για το έργο και το χρέος του κριτικού, άλλη σχέση με τους συγγραφείς –πλέον ομοτέχνους του– και, εντέλει, άλλη σχέση με τον εαυτό του. Η ρομαντική, εφηβική, επιθυμία να διαλύσει μόνος του, με τη δύναμη των επιχειρημάτων του, τους άλλους έχει δώσει τη θέση της στην παραδοχή ότι όλοι μπορούν να χωρέσουν.
Ο Κώστας Κουτσουρέλης σε ένα σημαντικό άρθρο θεωρεί την αλλαγή αυτή ως «αναδίπλωση», που «είναι κατανοητή, αναμενόμενη μάλιστα», την οποία επέβαλε η ανάγκη του βιοπορισμού.[18] Το επιχείρημα δεν στερείται βάσης. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης άλλωστε στα (αυτο)βιογραφικά σημειώματα που έβαζε στο αφτί των βιβλίων του ανέφερε ότι «ψωμίζεται» με τις μεταφράσεις και την αρθρογραφία.
Πριν όμως φτάσουμε στην αντικειμενική ανάγκη, έχουμε την εσωτερική, υποκειμενική ανάγκη της έκφρασης. Όλη εκείνη την περιπέτεια, που οδήγησε στο Περί μέθης και τα άλλα δοκίμια. Ο Κουτσουρέλης την παραβλέπει, αντιθέτως υποθέτει ότι ο Παπαγιώργης θα ήθελε να παραμείνει βιβλιοκριτικός, «ένας ημεδαπός Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι».
Δεν νομίζω ότι ο Παπαγιώργης σε κάποια φάση της ζωής του φιλοδόξησε κάτι τέτοιο. Όπως έχει ο ίδιος αφηγηθεί, έφηβος άρχισε να γράφει ένα ερωτικό μυθιστόρημα, αλλά δεν είχε «κάποιο τάλαντο. Ούτε σταλιά».[19] Ακριβώς αυτό το ανικανοποίητο τον έσπρωξε στη μελέτη της φιλοσοφίας. Συνεπώς, εξαρχής ήθελε να βγει μπροστά σαν συγγραφέας, αλλά όχι σαν ο οποιοσδήποτε συγγραφέας, αλλά ένας συγγραφέας με τη δική του, προσωπική φωνή. Οι κριτικές και τα άγουρα πρώτα δοκίμια ήταν από τη μια απόπειρες να βρει αυτή τη φωνή κι από την άλλη ασπιρίνες που καταπράυναν τον πόθο του. Ταυτόχρονα όμως μας δείχνουν τις φιλοδοξίες του και πού έψαχνε ο ίδιος τη φωνή του, στην «παραγωγή του νοήματος (ποιείν φωνήν σημαντικήν, Ποιητική)»,[20] στην εντός ή εκτός εισαγωγικών λογική. Το ότι τη βρήκε αλλού, στα ανθρώπινα πάθη και στο περιφρονημένο τότε ύφος, αποτελεί ασφαλώς τραγική ειρωνεία κι ένα καλό μάθημα για όλους μας.
Κατά συνέπεια, η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πρώιμο και τον ώριμο Παπαγιώργη είναι μάλλον, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Καράμπελας, ότι πλέον ήταν κι ο ίδιος συγγραφέας και μάλιστα αναγνωρισμένος·[21] ήξερε πολύ καλά τις δυσκολίες, τους περιορισμούς και τις προκλήσεις του επαγγέλματος, τους συγγραφείς, τους εκδότες, τους αναγνώστες, τις δυνατότητες της αγοράς και τα κενά της βιβλιογραφίας. Έτσι γράφει πλέον «δικάζοντας»[22] ομότεχνους κι ομοιοπαθείς, όχι αλαζόνες που κουτοπόνηρα επιχειρούν να πουλήσουν στους ιθαγενείς την αποτυχία τους για επιτυχία.
Τέλος, καθοδηγητική του δύναμη είναι η αγάπη του για το βιβλίο και το διάβασμα γενικά. Χωρίς να ωραιοποιεί ή να αποσιωπά τις αδυναμίες, προβάλλει τις αρετές τού κάθε αναγνώσματος. Αυτό φαίνεται καλύτερα στον πρώτο τόμο της σειράς Τα βιβλία των άλλων, όπου μαζί με τον Αρανίτση, τον Σκούρτη και τον Γκανά, βρίσκει κανείς αίφνης μια θετική κριτική για το βιβλίο του Τάσου Κοντογιαννίδη, Το έγκλημα στου Χαροκόπου – θετική, επαναλαμβάνω, χωρίς να αποσιωπώνται οι αδυναμίες.[23] Ο Καράμπελας περιγράφει με ενάργεια την στήλη του Παπαγιώργη στο Αθηνόραμα: «ένας ενιαίος, δημοκρατικός πνευματικός χώρος που συγκροτούνταν κάθε εβδομάδα απ’ την αρχή, και στον οποίο συνυπήρχαν, αψηφώντας τις κατεστημένες ιεραρχήσεις και προκαταλήψεις, συγγραφείς διάσημοι κι αφανείς, περιθωριακοί κι επίσημοι εκδότες, υψηλά και λαϊκά λογοτεχνικά είδη».[24]
Κοντά σ’ αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και δύο αντικειμενικές παραμέτρους που ασφαλώς θα επηρέαζαν την κριτικογραφία του: τον χώρο και τον χρόνο. Είναι σαφές ότι κείμενα σαν εκείνα που αφιέρωσε στο Χαμένο κέντρο ή στο Πρόσωπο και ο Έρως, τα οποία καλύπτουν 30 σελίδες του βιβλίου το καθένα, δεν θα μπορούσαν να δημοσιευτούν στα έντυπα με τα οποία συνεργαζόταν. Ο Επενδυτής θα έπρεπε να τους αφιερώσει 7-8 σελίδες, ενώ το Αθηνόραμα το μισό τουλάχιστον τεύχος. Και βεβαίως, τέτοιου τύπου κριτικές απαιτούν χρόνο, τον οποίο ο επαγγελματίας κριτικογράφος, που πιέζεται από την εβδομαδιαία συνθήκη, δεν θα μπορούσε να διαθέσει.
Παρ’ όλα αυτά, τα κείμενα αυτής της περιόδου δεν περιορίζονται στην τυπική περιγραφή ή την επιδερμική παρουσίαση των περιεχομένων. Ακόμα και τα πιο σύντομα, εκείνα που ήταν μια μόνη αράδα, και που δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθούν σε αυτή την έκδοση, έδιναν στον αναγνώστη το βασικό σημείο του βιβλίου. Όσες ξανατυπώνονται σήμερα, αναφέρουν τα κεντρικά ερωτήματα και τις απαντήσεις που έδωσε ο κάθε συγγραφέας, εξηγούν τις στοχεύσεις και περιλαμβάνουν και τη δική του αποτίμηση. Μια αποτίμηση που δεν αναφέρεται πλέον στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αλλά στο ελληνικό: ο Παπαγιώργης εξηγεί τι προσφέρει το κάθε βιβλίο στον έλληνα αναγνώστη, τι προσθέτει στην ελληνική βιβλιογραφία και τι μπορεί να κομίσει στον ελλαδικό δημόσιο διάλογο.
Αν εστιάσουμε στα έργα που επιλέγει να κρίνει, μπορούμε να ανοίξουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Είναι, νομίζω, αξιοσημείωτο, που μετά το βιβλίο Το Πρόσωπο και ο Έρως δεν γράφει για καμιά από τις μονογραφίες του Χρήστου Γιανναρά, αλλά για την επιφυλλιδογραφία του. Κι όμως, ο Γιανναράς δημοσίευσε σημαντικές μελέτες, πολύ επιδραστικές, που οπωσδήποτε δημιούργησαν και τροφοδότησαν ένα ρεύμα στον ημέτερο στοχασμό. Ο βιβλιολάτρης Παπαγιώργης φυσικά δεν τις αγνοούσε. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα τον επηρέασε κατά τη συγγραφή του Παπαδιαμάντη – στην κριτική για το Η Αριστερά ως Δεξιά, η Δεξιά ως παντομίμα αναφέρει ότι αισθάνεται «ευγνωμοσύνη» που το διάβασε.[25]
Το ζήτημα έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, γιατί ενώ, φίλοι κι αντίπαλοι, μπορούμε να συναντηθούμε στην διαπίστωση ότι ο στοχαστής Γιανναράς δημοσίευσε επιδραστικές μονογραφίες, για τον επιφυλλιδογράφο Γιανναρά τα πράγματα μπλέκονται. Η αποτίμηση των επιφυλλίδων δεν έχει σχέση με την αποτίμηση των βιβλίων. Ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει σελίδα από τις φιλοσοφικές του μελέτες, οι οποίοι έτρεχαν στο περίπτερο κάθε Κυριακή πρωί για την Καθημερινή μόνο και μόνο για να διαβάσουν το άρθρο του Γιανναρά κι άλλους που γνωρίζουν τις μελέτες του απ’ έξω κι ανακατωτά, αλλά απέφευγαν την εφημερίδα ακριβώς για να μην πέσουν πάνω τους.
Ο Παπαγιώργης φαίνεται πάντως να διαβάζει με μεγάλη προσοχή αυτά τα κείμενα. Συνοψίζει τους βασικούς προβληματισμούς που τα διατρέχουν, κωδικοποιεί τις θέσεις και τις προτάσεις του συγγραφέα. Αν τη δική του «αυτοσχέδια ταχυγραφία» την αντιμετώπιζε με συγκατάβαση, στον Γιανναρά αναγνωρίζει ότι «επέστρεψε στον τόπο του για να αναλάβει μια αποστολή».[26] «Μοναχικός […] καθότι δεν ανήκει εμφανώς σε κάποιο κόμμα, δεν ψάχνει για οπαδούς, δεν πλαγιοκοπεί τα πολιτικά δρώμενα, αλλά μιλάει ευθέως και με ευθύνη ανθρώπου που νιώθει απόλυτη ανάγκη να κρίνει και να κατακρίνει χωρίς ενδοιασμό».[27] Σημειώνει παρ’ όλα αυτά την απαισιοδοξία του και ότι η «οχληρή απορία που γεννά το βιβλίο του είναι αν ο άνθρωπος που καταγγέλλει δέχεται έστω και ένα ελάχιστο αίσθημα ευθύνης για τα όσα συμβαίνουν ή αν παραμένει έξω από την πανεθνική παρακμή – σαν “δυτικός” παρατηρητής».[28]
Σαν αντίστιξη στον Γιανναρά τοποθετεί τον Στέλιο Ράμφο,[29] καθώς με αφορμή τον Καημό του ενός σημειώνει: «Η ίδια η αισιοδοξία του βιβλίου μάς επιτρέπει να πιστέψουμε ότι το μέλλον έχει χώρο και για μας».[30]
Το τσεκούρι του πολέμου έχει θαφτεί οριστικά και μάλιστα κάνει δύο αναδρομικές θετικές αναφορές στον Τόπο υπερουράνιο. Παρουσιάζει κριτικά όλα τα μείζονα έργα του Ράμφου, κάτι που δεν κάνει για άλλον έλληνα στοχαστή, και βλέπει με ευμένεια τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις του. Έτσι οι Πελεκάνοι είναι η «μια στιγμή, κάτι σαν φώτιση, που οι πνευματικές δυνάμεις [του συγγραφέα] βρίσκουν την καλή ώρα της ανώτερης δημιουργίας».[31] Στον Καημό του ενός, ο «Ράμφος αναδεικνύεται σε μέγιστο παθολόγο και θεράποντα του ελληνισμού».[32] Το μυστικό του Ιησού «γράφτηκε με συντροφιά βιβλιοθήκες αλλά υπαγορευμένο από μια μανιακή κυριολεκτικά βαθύνοια και ακόρεστη λαχτάρα ελευθερίας».[33]
Συμπερασματικά: «Από τον εναρκτήριο Τόπο υπερουράνιο ίσαμε τον νεόκοπο Οιδίποδα, παρακολουθήσαμε μια διάνοια που ξεκίνησε υπεροπτικά, με προκλητική αδιαλλαξία (ειδικά προς τους ανεπίδεκτους), μαλάκωσε κάπως στη συνέχεια, καθώς τα θέματα ήταν πιο οικεία, για να καταλήξει σε μια γραφή πιο προσιτή, η οποία, όσο κι αν κατάργησε κάποιες αποστάσεις, δεν θυσίασε τίποτα από τη μεγάλη της αρετή: τη βαθύνοια».[34] Με άλλα λόγια, ο Παπαγιώργης αναγνωρίζει ότι συναντήθηκαν γιατί και οι δύο άλλαξαν, και οι δύο ωρίμασαν, γιατί κατόρθωσαν να συγ-χωρέσουν ο ένας τον άλλο.
Κλείνοντας, θα ήθελα πάλι να εκφράσω τη χαρά μου, που έχουμε στα χέρια μας έναν καινούργιο Παπαγιώργη. Το έργο ήταν ασφαλώς δύσκολο, καθώς ούτε ο εντοπισμός των παλαιών κειμένων στα βραχύβια περιοδικά που φιλοξενήθηκαν ήταν εύκολος, ούτε όμως και η επιλογή. Δύσκολη –αλλά ευνόητη– θα ήταν η απόφαση να παραλειφθούν όλα σχεδόν τα κείμενα που ο Παπαγιώργης υπέγραψε ως Κίμων Νησιώτης, καθώς αποσπάσματά τους κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και κάποια αναφέρονται στην εισαγωγή. Εκείνο, όμως, που γεννά την πιο μεγάλη θλίψη είναι οι λακωνικές αποφάνσεις που διάνθιζαν τις σελίδες του Παπαγιώργη, με συμπυκνωμένο νόημα και διεισδυτικό χιούμορ, οι οποίες ασφαλώς δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε μια τέτοια ανθολογία. Ας ελπίσουμε ότι η ψηφιοποίηση θα τις καταστήσει προσιτές.
Αγαπητέ Δημήτρη Καράμπελα, σε συγχαίρουμε και σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς κι ελπίζουμε σύντομα να εκδοθεί και ο τρίτος τόμος της σειράς.
[1] Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Κωστή Παπαγιώργη, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 10 Απριλίου 2024 στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Άφησα την προφορικότητα του ύφους, πρόσθεσα όμως ελάχιστες υποσημειώσεις που θα διευκολύνουν τους αναγνώστες. Ευχαριστώ κι από εδώ τους διοργανωτές της εκδήλωσης για την ευγενική πρόσκληση.
[2] Για τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Παπαγιώργη, βλ. Φ. Βασιλείου, «Βιογραφία, αυτοβιογραφία, αυτονοσοβιογραφία», Νέα Εστία 1872 (2017), σελ. 100-114.
[3] Για τη «μετάνοια» του Παπαγιώργη, βλ. μεταξύ άλλων Δ. Καράμπελα, «Ο Κωστής Παπαγιώργης και οι αντινομίες του πνευματικού», Νέα Εστία 1872 (2017), σελ. 38-60.
[4] Κωνσταντίνος Θέμελης, Η ανάποδη των ανθρώπων. Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, Αθήνα 2003, σελ. 39.
[5] Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων ΙΙ, Έλληνες στοχαστές, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Δημήτρης Καράμπελας, [στο εξής ΒτΑ ΙΙ], σελ. 93-122.
[6] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 134-160.
[7] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 136.
[8] Κωστής Παπαγιώργης, «Ο θάνατος είναι πηγή όλων των μύθων». Συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη, Διαβάζω 441 (2003), σελ. 79.
[9] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 136.
[10] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 33-56.
[11] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 90.
[12] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 104.
[13] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 153.
[14] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 14-15.
[15] Παν. Δρακόπουλος, «Κριτική και υπο-κριτική», Εποπτεία 31 (Φεβ. 1979), σελ. 184.
[16] Κωστής Παπαγιώργης, Ντοστογιέφσκι, Αθήνα 1990, σελ. 192-226.
[17] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 303-5.
[18] Κώστας Κουτσουρέλης, «Ένας δοκιμιογράφος», Νέο Πλανόδιο 1 (2013-14), σελ. 83-102.
[19] Κωνσταντίνος Θέμελης, Η ανάποδη των ανθρώπων. Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, Αθήνα 2003, σελ. 37.
[20] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 136.
[21] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 9-31.
[22] Κωστής Παπαγιώργης, Κέντρο Δηλητηριάσεων, Αθήνα 2006, σελ. 138-141.
[23] Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων Ι. Έλληνες συγγραφείς, Εισαγωγή: Δημήτρης Καράμπελας, Επιλογή κειμένων: Γιάννης Αστερής και Δημήτρης Καράμπελας, Αθήνα 2020 [στο εξής ΒτΑ Ι], σελ. 300-1
[24] ΒτΑ Ι, σελ. 22-3.
[25] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 124.
[26] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 124.
[27] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 127.
[28] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 126.
[29] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 123.
[30] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 169.
[31] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 161.
[32] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 168.
[33] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 172.
[34] ΒτΑ ΙΙ, σελ. 163-4.