Σύνδεση συνδρομητών

Ο δημιουργός μιας παγκόσμιας ύστερης αρχαιότητας

Δευτέρα, 04 Μαρτίου 2024 10:44
Ο καθηγητής Πίτερ Μπράουν.
International Balzan Foundation
Ο καθηγητής Πίτερ Μπράουν.

Peter Brown, Journeys of the Mind: A Life in History, Princeton University Press, 2023, 736 σελ.

Ο Πίτερ Μπράουν είναι μια θρυλική μορφή στο χώρο της πανεπιστημιακής διανόησης, ο μεγάλος ιστορικός της ύστερης αρχαιότητας, της περιόδου (περ. 150 ώς 750 μ.Χ.) κατά την οποία οι πιο βαθιά ριζωμένοι αρχαίοι θεσμοί χάθηκαν για πάντα. Ο ιστορικός που ανέτρεψε την πεποίθηση ότι η ύστερη ρωμαϊκή περίοδος ήταν εποχή παρακμής, που διάβασε διαφορετικά το Βυζάντιο και άνοιξε τους ορίζοντες της έρευνας στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, στην Αφρική και στο Ισλάμ, αυτή τη φορά γράφει ένα βιβλίο για τον ίδιο. Μια πνευματική αυτοβιογραφία που συχνά μοιάζει με βιογραφία της ίδιας της ύστερης αρχαιότητας, καθώς η ζωή του είναι ταυτισμένη με την καθιέρωση του συγκεκριμένου πεδίου έρευνας. Γιατί είναι ένα βιβλίο που μας αφορά. [ΤΒJ]

Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε από το Princeton University Press η αυτοβιογραφία του μεγάλου ιστορικού της ύστερης αρχαιότητας, Πίτερ Μπράουν (Peter Brown). Γεννημένος στο Δουβλίνο το 1935, ο Μπράουν είχε μια θαυμαστή καριέρα. Διακρίθηκε ήδη από τα σχολικά χρόνια ως αριστούχος μαθητής στην Ιρλανδία και στο Shrewsbury της Βρετανίας. Στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία στην Οξφόρδη και αργότερα εξελέγη εταίρος στο κολέγιο All Souls. Εκλέχτηκε καθηγητής στο Royal Holloway, στο Berkeley και, τελικά, στο Princeton, όπου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής. Η συμβολή του στις υστερορωμαϊκές και μεσαιωνικές σπουδές υπήρξε καθοριστική. Άλλαξε την παραδοσιακή οπτική που θεωρούσε την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο (250-1000) εποχή παρακμής και πτώσης σε μια ρευστή, δημιουργική περίοδο συνέχειας και μεταμόρφωσης. Επιπλέον, συνέβαλε στην αποφασιστική στροφή από την πολιτική και στρατιωτική ιστορία στη μελέτη του πολιτισμού και της κοινωνίας, του φαντασιακού, των αντιλήψεων και των ιδεών, ενισχύοντας την εργαλειοθήκη του ιστορικού με την ψυχανάλυση, την ανθρωπολογία, τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Τέλος, διεύρυνε αποφασιστικά το πεδίο μελέτης: Απορρίπτοντας την στενή ευρωκεντρική οπτική των παλαιών ιστορικών, άνοιξε τους ορίζοντες της έρευνας στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, στην Αφρική και στο Ισλάμ, δημιουργώντας μια «παγκόσμια ύστερη αρχαιότητα».

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και δύο ακόμα παραμέτρους:

Τα επιτεύγματα αυτά διαχύθηκαν στην επιστημονική κοινότητα· υιοθετήθηκαν από συναδέλφους και μαθητές· ενέπνευσαν ιστορικούς που ασχολούνται με άλλες περιόδους και αποτελούν σήμερα κοινό κτήμα.

Τέλος, ο Μπράουν γράφει απευθυνόμενος όχι μόνο στον στενό κύκλο των ειδικών, αλλά σε ένα ευρύτερο πεπαιδευμένο κοινό. Όπως γράφει ο ίδιος, ιδανικός του αναγνώστης είναι οι θείες του, καλλιεργημένα δηλαδή άτομα, που δεν έχουν περάσει από πανεπιστήμιο, αλλά αγαπούν το διάβασμα. Έτσι δημοσίευσε άρθρα όχι μόνο σε επιστημονικές επιθεωρήσεις, αλλά και σε περιοδικά όπως το History, που απευθυνόταν όχι μόνο σε καθηγητές πανεπιστημίου αλλά και «σε δασκάλους, ιερωμένους και άτομα με επιστημονικά ενδιαφέροντα». Επιπλέον, τα βιβλία του εκδόθηκαν και από οίκους που απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό, όχι μόνο από πανεπιστημιακές εκδόσεις. Γλαφυρά και στοχαστικά, τα κείμενα του Πίτερ Μπράουν μπορούν να διαβαστούν για την αφηγηματική τους δύναμη και τη λογοτεχνική τους αξία από αναγνώστες που δεν έχουν ειδικό ενδιαφέρον για την ύστερη αρχαιότητα ή, γενικότερα, την ιστορία.

Οι έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν το ύφος του, καθώς έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας (μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, επιμ. Δ. Κουβίδης και Ε. Σύρμου, Αλεξάνδρεια 1998) και Η δημιουργία της ύστερης αρχαιότητας (μτφρ. Θ. Νικολαΐδης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2001), τα οποία αποτελούν εξαιρετική εισαγωγή στην εποχή και την προβληματική της έρευνας, καθώς και η συναγωγή άρθρων Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη αρχαιότητα (μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου, Άρτος Ζωής 2000), όπου περιλαμβάνεται και η συμβολή του «Η ανάδειξη και η λειτουργία του αγίου στην ύστερη αρχαιότητα», η οποία αποτελεί τομή στην μελέτη της υστεροαρχαίας κοινωνίας. Δυστυχώς, τα μεγάλα και πρωτοποριακά του έργα για το σώμα και την σεξουαλική αποχή (The Body and Society: Men, Women, and Sexual Renunciation in Early Christianity, Columbia University Press 1988), τη φτώχεια και τη φιλανθρωπία (Poverty and Leadership in the Later Roman Empire, University of New England Press 2002 και Through the Eye of a Needle: Wealth, the Fall of Rome, and the Making of Christianity in the West 350–550 AD, Princeton University Press 2012) καθώς και για την ανάδυση της δυτικής χριστιανοσύνης (The Rise of Western Christendom, Blackwell 2003) παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά.

 

Ταξίδια του νου

Το τελευταίο, αυτοβιογραφικό έργο του Πίτερ Μπράουν περιέχει αυτό ακριβώς που αναφέρει ο τίτλος: ταξίδια του νου. Όσοι αναζητούν ξεκαθαρίσματα παλαιών λογαριασμών, ανέκδοτα, ή κρυφοκοιτάγματα στην ιδιωτική του ζωή θα απογοητευτούν. Ο Μπράουν συνέθεσε μια πνευματική αυτοβιογραφία που συχνά μοιάζει με βιογραφία της ίδιας της ύστερης αρχαιότητας, καθώς η ζωή του είναι ταυτισμένη με την καθιέρωση του συγκεκριμένου πεδίου έρευνας. Έτσι, εξιστορεί τις σπουδές του και την πνευματική του εξέλιξη, αναφέρεται στους δασκάλους, τους φίλους και τους συναδέλφους που τον επηρέασαν, περιγράφει τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων και των πανεπιστημίων που φοίτησε και δίδαξε, καθώς και τα ταξίδια του στο Ιράν, το Αφγανιστάν και την Αίγυπτο, που διεύρυναν τους ερευνητικούς του ορίζοντες. Προσωπικά γεγονότα, κομβικά της ζωής κάθε ανθρώπου, προσπερνώνται ή αναφέρονται παρεμπιπτόντως, για παράδειγμα ο γάμος του, ο οποίος αναφέρεται σε σχέση με τους μήνες που πέρασε στη Βενετία μελετώντας στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη.

Παρ’ όλα αυτά παραθέτει λεπτομερώς την ιστορία της οικογένειάς του αξιοποιώντας τις προσωπικές του αναμνήσεις, αλλά και το πλούσιο οικογενειακό αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει ημερολόγια, επιστολές, αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες. Πέρα από τον αναμφισβήτητο φόρο τιμής στους προγόνους του, η έμφαση στη γενιά εξυπηρετεί το συγγραφικό του πρόγραμμα. Ο ιστορικός γεννήθηκε σε οικογένεια ιρλανδών προτεσταντών. Ανήκει δηλαδή σε μια μικρή, θρησκευτική μειονότητα σε μια χώρα που η θρησκεία είχε –και έχει– πολύ σημαντικό ρόλο σε όλους τους τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής. Η εμπειρία αυτή τον βοήθησε να κατανοήσει από νωρίς το ρόλο της θρησκείας στη συγκρότηση ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Ο πατέρας του εργαζόταν ως σιδηροδρομικός στο Σουδάν και ο μικρός Πίτερ με τη μητέρα του περνούσαν τα καλοκαίρια μαζί του. Κι αυτή η εμπειρία αποδείχτηκε πολύτιμη, καθώς τον εξοικείωσε με τη Μέση Ανατολή και τον κόσμο του Ισλάμ, που θα βρεθούν στο επίκεντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας αργότερα.

Ο Πίτερ Μπράουν υπογραμμίζει την καλλιέργεια του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Ο πατέρας του ήταν ο μόνος που είχε τελειώσει πανεπιστήμιο, αλλά η αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες ήταν διάχυτη. Έτσι, για παράδειγμα, η θεία Μαίη λάτρευε την κλασική μουσική και δη τον «Μπιτόβεν», όπως τον αποκαλούσε, ενώ η μητέρα του ήταν φανατική αναγνώστρια λογοτεχνίας μέχρι τα τελευταία της. Πέρα από την προφανή επιρροή που άσκησαν όλα αυτά πάνω του, έχει σημασία ότι παρουσιάζει την πορεία του όχι σαν ένα ατομικό κατόρθωμα, αλλά ως την απόληξη μιας μακράς παράδοσης. Ο Πίτερ Μπράουν μας συστήνεται ως ο κρίκος μιας αλυσίδας, που η αρχή της είναι πολύ συγκεκριμένη και που το κάθε μέρος έχει τη σημασία και την αξία του.

 

Εικόνα και φαντασία

Εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο στράφηκε πρώτα στη μελέτη του ύστερου Μεσαίωνα και κατόπιν στο τέλος του αρχαίου κόσμου και στις απαρχές του Μεσαίωνα, ο Πίτερ Μπράουν παρατηρεί ότι οι φοιτητές στρέφονται στις μεσαιωνικές σπουδές για διαφόρους λόγους: είτε από νοσταλγία για ένα Καθολικό παρελθόν που χάθηκε στην Μεταρρύθμιση, είτε από αγάπη για τους παλιούς θρύλους είτε από ενδιαφέρον για τις απαρχές θεσμών που ακόμα και σήμερα υπάρχουν. «Εγώ», γράφει, «έγινα μεσαιωνολόγος μέσω των ματιών μου» (σελ. 111). Και πιο κάτω δηλώνει: «Είμαι οπτικός ιστορικός» (σελ. 152).

Οι αναγνώστες που γνωρίζουν τον Μπράουν ως εμβριθή μελετητή κι ερμηνευτή των πηγών αιφνιδιάζονται από αυτές τις αποφάνσεις. Οι προσεκτικοί όμως αναγνώστες των έργων του, γνωρίζουν ότι η εικόνα πρωταγωνιστεί σε αυτά, είτε ως αναπόσπαστο μέρος του κειμένου (όπως για παράδειγμα στον Κόσμο της ύστερης αρχαιότητας) είτε ενταγμένη στην αφήγηση, η οποία έχει μια οπτική διάσταση. Στην αυτοβιογραφία του εξηγεί ότι η απόφαση να ασχοληθεί με τον ύστερο Μεσαίωνα γεννήθηκε για πρώτη φορά μέσα του όταν πήγε στην Οξφόρδη για να συμμετάσχει στις εισαγωγικές εξετάσεις.  Η γοτθική αρχιτεκτονική των κολεγίων και των ναών τού έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν «μια ματιά σε έναν πραγματικά προνεωτερικό κόσμο», θυμάται. Το ταξίδι στην Ελβετία και η επίσκεψη στο Μουσείο της Βέρνης με τις εντυπωσιακές ταπισερί ενίσχυσαν αυτή την απόφαση.

Τι ήταν όμως εκείνο που τον έστρεψε τελικά στην ύστερη αρχαιότητα; Κάποιες λεπτομέρειες που σχετίζονται με την πατρίδα του και το οικογενειακό του περιβάλλον: η Εκκλησία της Ιρλανδίας, για παράδειγμα, έδινε προτεραιότητα στη μελέτη του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης και του ελληνικού της Καινής· ο άγιος Πατρίκιος, ο εθνικός άγιος της Ιρλανδίας, είχε μια παράξενη ρωμαιοβρετανική καταγωγή, τυπικά υστεροαρχαία· κάποια τυχαία διαβάσματα που έκανε πριν ξεκινήσει τη φοίτηση στην Οξφόρδη, μεταξύ των οποίων και τη Ρωμαϊκή ιστορία του Rostovtzeff.

Καθοριστικό αποδείχτηκε το ταξίδι που έκανε στη Γαλλία το 1954, με τρεις φίλους του. Πρόθεσή του ήταν να εντρυφήσει στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική, κατά τη διάρκεια όμως της περιπλάνησής τους ο ενθουσιασμός για τον Μεσαίωνα έσβησε. Όταν αντίκρισε το Germigny-des-Prés ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με έναν παλαιότερο χριστιανισμό που του έκανε μεγάλη εντύπωση, ενώ το φως του νότου γονιμοποίησε την φαντασία του.

Η φαντασία αναδεικνύεται από τον Μπράουν ως η κύρια καθοδηγητική δύναμη στη ζωή του. Από τη φαντασία ξεκινούσαν και στη φαντασία κατέληγαν όλα. Τα μεγάλα ταξίδια που έκανε αργότερα στο Ιράν, το Αφγανιστάν, την Αίγυπτο είχαν σκοπό να τη γονιμοποιήσουν. Έτσι έμεινε ώρες μπροστά στα ανάγλυφα του Τακ-ε Μποστάν στο Ιράν για να μπορέσει να αντιληφθεί την εντύπωση που θα προκαλούσαν στους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Μάλιστα, κατά το δεύτερο ταξίδι στο Ιράν και στο Αφγανιστάν δεν είχε μαζί του φωτογραφική μηχανή, ούτε κράτησε ημερολόγιο ή άλλες σημειώσεις, ακριβώς για να μη δεσμεύει τη φαντασία σου με συγκεκριμένα τεκμήρια. Έχει μεγάλη αξία που ένας τόσο σημαντικός ιστορικός επιμένει στην αξία της φαντασίας. Ειδικά στις μέρες μας, μιλάμε στους φοιτητές για τεκμήρια, πληροφορίες και βάσεις δεδομένων (αναμφισβήτητα χρήσιμες κι απαραίτητες στη δουλειά μας), κι έχουμε αφήσει στην άκρη τα ταξίδια του νου. Κι όμως, εδώ βρίσκεται η απάντηση στις αγωνίες που εύλογα κάποιες φορές γεννά η τεχνολογική εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης: το chatGPT, και κάθε ανάλογη μηχανή, μπορεί να επεξεργαστεί όγκους δεδομένων που είναι αδύνατο για κάθε ανθρώπινο εγκέφαλο να συλλάβει, αλλά οι μηχανές παραμένουν ανίκανες για τα απροσδόκητα δημιουργικά άλματα που κατορθώνει μόνο ο ανθρώπινος νους.

 

Με ιστορικούς και φιλόσοφους

Η σεμνότητα διατρέχει την αφήγηση. Ο Μπράουν παρουσιάζει τον εαυτό του πάντα σαν μαθητή, ποτέ σαν αυθεντία. Ακόμα και μετά τη δημοσίευση της πρώτης μονογραφίας του για τον Αυγουστίνο (Augustine of Hippo: A Biography, Faber and Faber και University of California Press 1967), που αποτέλεσε σταθμό στη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας και πρότυπο για πολλές άλλες βιογραφίες που θα δημοσιευτούν τις επόμενες δεκαετίες, εμφανίζεται να μαθητεύει δίπλα σε σημαντικούς λόγιους αλλά και σε απλούς ανθρώπους που συναντούσε στα ταξίδια του. Η ταπεινότητα αυτή δεν αποτελεί ένα εύρημα που αξιοποιείται από τον δεξιοτέχνη αφηγητή, αλλά ίδιον του ιστορικού. Αυτή η διάθεση να μαθητεύει τον βοήθησε να θέτει αναπάντεχα ερωτήματα και να ψάχνει απαντήσεις εκεί όπου κανένας πριν από εκείνον δεν θα σκεφτόταν να ψάξει. Κι ακόμα περισσότερο, είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό που του επιτρέπει να αναθεωρεί, να διορθώνεται, να αλλάζει πορεία. Είναι συγκινητικό κι εξόχως διδακτικό όταν ο 87χρονος Πίτερ Μπράουν παραδέχεται ότι υπερέβαλε στην έμφαση που έδωσε στον σεξουαλικό αυτοπεριορισμό στο Body and Society παραπέμποντας στο έργο του 45άρη Κάιλ Χάρπερ (Kyle Harper), From Shame to Sin: The Christian Transformation of Sexual Morality in Late Antiquity.

Μαζί με τη σεμνότητα έρχεται και η γενναιοδωρία. Ο Πίτερ Μπράουν είχε την τύχη να γνωρίσει και να συνεργαστεί με μερικούς από τους μεγαλύτερους ιστορικούς και διανοούμενους της εποχής του. Ανάμεσα σε άλλους, από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν ο Αρνάλντο Μομιλιάνο (Arnaldo Momigliano), επόπτης της διατριβής που δεν ολοκλήρωσε και δάσκαλός του· ο Ανρί-Ιρενέ Μαρού (Henri-Irénée Marrou), στον οποίο αποδίδει την καθιέρωση του όρου «ύστερη αρχαιότητα» για τη συγκεκριμένη περίοδο (ο όρος είχε επινοηθεί την προπολεμική περίοδο από γερμανούς ιστορικούς τέχνης)· η Μαίρη Ντάγκλας (Mary Douglas), που τον μύησε στην ανθρωπολογική έρευνα· η Εβελύν Πατλεϊτζάν (Évelyne Patlagean), που τον εντυπωσίασε με την έρευνά της πάνω στη φτώχεια· οι φίλοι του Έϊβεριλ και Άλαν Κάμερον (Averil και Alan Cameron), ο Πωλ Βεν (Paul Veyne), o Α. Χ. Μ. Τζόουνς (A. H. M. Jones), o Γκλεν Μπάουερσοκ (Glen Bowersock), o Βολφ Λίμπεσετζ (Wolf Liebeschuetz), o Πιερ Αντό (Pierre Hadot), o Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault), o Αλεξάντερ Κάσνταν (Alexander Kazhdan). Ο Μπράουν δεν αναλώνεται σε ανούσιο name-dropping, αλλά δράττεται της ευκαιρίας για να παραδώσει ένα σημαντικό μάθημα: οι φοιτητές και οι νέοι ιστορικοί θα βρουν εδώ τα σημαντικότερα έργα για την ύστερη αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τη Μεσαιωνική Δύση, το Ισλάμ και τη Μέση Ανατολή, τα βασικά επιχειρήματα που περιέχουν, τον αντίκτυπο που είχαν στην εποχή τους και τη σημασία τους σήμερα. Και βεβαίως, μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, ο συγγραφέας δείχνει ότι ο σύγχρονος ιστορικός δεν μπορεί να λειτουργεί ως απομονωμένος βιβλιοπόντικας, αλλά πρέπει να είναι ανοιχτός στις συνεργασίες και στις νέες ιδέες, τολμηρός στην υιοθέτηση εργαλείων και τεχνικών που σε πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν και τόση σχέση με το αντικείμενό του.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αναφορές του Πίτερ Μπράουν στον Φουκώ και τον Αντό. Με τον πρώτο γνωρίστηκαν στο Μπέρκλεϊ το 1980 έπειτα από μια διάλεξη του φιλοσόφου για τον ασκητικό συγγραφέα των αρχών του 5ου αιώνα, Ιωάννη Κασσιανό. Ήταν η περίοδος που ο Φουκώ είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω στον τέταρτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, ενώ ο Μπράουν εργαζόταν πάνω στο Body and Society. Μετά τη διάλεξη οι δυο τους πήγαν σε μια φοιτητική παμπ και συζήτησαν διεξοδικά πίνοντας μπίρα. Ο φιλόσοφος είχε διαβάσει τον Αυγουστίνο του Μπράουν και ήθελε τη γνώμη του για όσα είχε υποστηρίξει νωρίτερα. Εκείνος τον παρότρυνε να διαβάσει Ωριγένη, τον μεγάλο χριστιανό διανοούμενο του 3ου αιώνα, και τον ασκητικό συγγραφέα του 4ου αιώνα και μαθητή των Καππαδοκών, Ευάγριο τον Ποντικό, συγγραφείς που είχαν επηρεάσει τον Ιωάννη Κασσιανό. Η συνάντηση έγινε την εποχή που ο Φουκώ είχε αρχίσει να αναθεωρεί απόψεις του –μια αναθεώρηση που δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του– και το πορτρέτο που συνθέτει ο Μπράουν επιβεβαιώνει αυτή την εσωτερική διαδικασία: ο γεμάτος αυτοπεποίθηση ρήτορας στις μεταξύ τους συζητήσεις μεταμορφωνόταν σε έναν δεκτικό, γεμάτο απορίες, άνθρωπο. Η ανολοκλήρωτη αυτή αλλαγή υπογραμμίζεται κι από το κεφάλαιο που αφιερώνει ο συγγραφέας στον τέταρτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, ο οποίος κυκλοφόρησε το 2018, 34 χρόνια μετά το θάνατό του, το οποίο φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «A might-have-been». Ο Μπράουν σημειώνει κάποια κοινά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο ίδιος και ο Φουκώ, όπως για παράδειγμα για τη σημασία τού Περί Παρθενίας του Γρηγορίου Νύσσης ή για το καινούργιο που κόμισε ο χριστιανισμός. Από κει και πέρα, όμως, οι δρόμοι που ακολούθησαν ήταν διαφορετικοί. Όπως σημειώνει ο Μπράουν, ο Φουκώ ήταν φιλόσοφος και τον ενδιέφερε να εντοπίσει τις απαρχές του νεωτερικού ανθρώπου, με αποτέλεσμα η εικόνα που προσφέρει για την ύστερη αρχαιότητα να είναι απλοϊκή. Από την άλλη, ο ίδιος, ως ιστορικός, στο Body and Society ενδιαφερόταν να περιγράψει την ίδια ακριβώς εποχή, με όλη την ποικιλία, τους κανόνες και τις εξαιρέσεις της.

Με τον Αντό η σχέση του Πίτερ Μπράουν ήταν πιο βαθιά και πιο ουσιαστική. Γνωρίστηκαν στο Πατρολογικό Συνέδριο της Οξφόρδης το 1967 και διατήρησαν επαφή, παρότι ο ιστορικός δεν παρακολουθούσε το έργο του γάλλου φιλόσοφου. Παρ’ όλα αυτά, επηρεάστηκε πολύ από το Exercices spirituels et philosophie antique, σημειώνει μάλιστα ότι ποτέ μετά δεν ξαναδιάβασε κάποιο αρχαίο φιλοσοφικό κείμενο με τον ίδιο τρόπο. Ο Μπράουν αναφέρει έναν ενδιαφέροντα διάλογο που είχε με τον Αντό το 1982, λίγο μετά την εκλογή του φιλοσόφου στο Collège de France. Πέρασαν μια ολόκληρη Κυριακή μαζί και, έπειτα από ένα ευχάριστο γεύμα, ο Αντό του είπε: «Ξέρετε, καθηγητά, όσο περισσότερο μελετώ τους αρχαίους φιλοσόφους, τόσο λιγότερα μου λέει ο χριστιανισμός». Ο Μπράουν του απάντησε: «Όχι, σε μένα. Όσο περισσότερο μελετώ τους αρχαίους παγανιστές, τόσο περισσότερο σέβομαι τις παραδοσιακές θρησκείες, όπως τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό και το Ισλάμ» (σελ. 621).

 

Ο σεβασμός στις θρησκείες

Ο σεβασμός απέναντι στις θρησκείες, τόσο ως αρχαίους θεσμούς όσο και ως καθημερινή πίστη, διατρέχει το έργο του Πίτερ Μπράουν και, βεβαίως, την αυτοβιογραφία του. Ως νεαρός φοιτητής στην Οξφόρδη του 1950 κουβαλούσε τις εμπειρίες του Δουβλίνου και της οικογένειάς του, αλλά δεν έμεινε σε αυτές. Αναζητούσε, μας λέει, ένα ηθικό κέντρο στη ζωή του, το οποίο θα βασιζόταν όχι μόνο στη στενή οικογενειακή παράδοση, αλλά στη δική του επιλογή. Έτσι, γνώρισε τους προτεστάντες της Οξφόρδης και συμμετείχε στις συνάξεις τους. Εκείνο όμως που τον κινητοποιούσε περισσότερο ήταν ο καθολικισμός. Υπό το βάρος του Ψυχρού Πολέμου, η Καθολική Εκκλησία φάνταζε σαν η πραγματική θρησκεία της Ευρώπης, ο ευρύχωρος και πλούσιος κόσμος που θα μπορούσε να ενώσει την Δύση μετά την εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κι απέναντι στο Παραπέτασμα. Παράλληλα, όμως, οι μελέτες του τον οδήγησαν στο Βυζάντιο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εδώ κάπου συνέβη μια μεγάλη εσωτερική μετατόπιση: έπαψε να ενδιαφέρεται για το παρόν του χριστιανισμού, τη θέση του στη ζωή του και τον κόσμο, και στράφηκε αποκλειστικά στη μελέτη του παρελθόντος του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, για 20 χρόνια δεν ανήκε σε καμία Ομολογία και δεν συμμετείχε σε καμία λατρευτική σύναξη.

Έτσι, αποστασιοποιημένος σε προσωπικό επίπεδο, αφοσιωμένος όμως ερευνητικά, συμμετείχε στο 4ο Πατρολογικό Συνέδριο της Οξφόρδης το 1963, όταν, με πρωτεργάτρια την Ελίζαμπεθ Λίβινγκστον (Elizabeth Livingstone), συγκεντρώθηκαν στην Οξφόρδη μερικοί από τους σημαντικότερους Πατρολόγους, μεταξύ των οποίων ο Χάινριχ Μπαχτ (Heinrich Bacht), η Μαργκερίτε Χαρλ (Marguerite Harl), ο Ζαν Ντανιελού (Jean Daniélou), ο Χένρι Τσάντγουικ (Henry Chadwick). Ο Μπράουν σημειώνει την ατμόσφαιρα αισιοδοξίας που επικρατούσε, καθώς οι σύνεδροι ήταν πεπεισμένοι ότι, με τις μελέτες τους, η ακμή της εποχής των Πατέρων θα μπορούσε να μπολιάσει το παρόν. Επιπλέον, θεωρούσαν ότι οι Πατέρες θα μπορούσαν να προσφέρουν στους χριστιανούς εκείνη την κοινή γλώσσα που θα οδηγούσε τελικά στην ενότητα των Εκκλησιών, μια προσδοκία που είχε αναθερμανθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης είναι ορατά σήμερα στον ακαδημαϊκό χώρο: τα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας κυκλοφορούν σε προσεγμένες εκδόσεις, τα περισσότερα έχουν μεταφραστεί στις μεγάλες σύγχρονες γλώσσες κι αποτελούν αντικείμενο εμβριθούς μελέτης. Επίσης, όπως σημειώνει ο Μπράουν, αποτελούν πλέον κοινό κτήμα όλων των χριστιανών, ανεξαρτήτως δόγματος, παράδοσης, πολιτισμικού υποβάθρου. Η εκκλησιαστική διπλωματία παραμένει βεβαίως περίπλοκη, αλλά η αποδοχή τους ως κοινής κληρονομιάς όλων των χριστιανών ασφαλώς κάθε άλλο παρά επιβάρυνε τις σχέσεις των διαφόρων κοινοτήτων.

Πέρα όμως απ’ αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς μεταφράστηκε αυτή η διεθνής κίνηση και στα καθ’ ημάς. Η απάντηση δεν είναι εύκολη κι απαιτεί μελέτη του ελλαδικού θεολογικού λόγου των μεταπολεμικών δεκαετιών. Είναι βέβαιο πάντως ότι και στους ελλαδικούς θεολογικούς κύκλους εκείνη την περίοδο υπήρξε έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη των μεγάλων θεολόγων της ύστερης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, το οποίο όμως ξεστράτισε στην αυτοδικαίωση και στον απομονωτισμό, καθώς τα πατερικά κείμενα χρησιμοποιήθηκαν για να οξυνθούν οι διαφορές με τις δυτικές, κυρίως, Εκκλησίες, την Καθολική και τις Προτεσταντικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στο εξωτερικό στράφηκαν κυρίως προς τους Καππαδόκες, στην Ελλάδα επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτέλεσε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μεγάλος αντιδυτικός θεολόγος του 14ου αιώνα.

Ο Πίτερ Μπράουν ξαναεπισκέφθηκε τους χριστιανικούς ναούς για να προσευχηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν πλέον πλησίαζε τα 40. Η επιστροφή αυτή ήταν άμεσο αποτέλεσμα του πρώτου ταξιδιού του στο Ιράν, όπου γνώρισε τη δύναμη του πολιτισμικού αλλά και του πολιτικού Ισλάμ. Καθώς βρέθηκε στην αχανή χώρα λίγα χρόνια πριν από την Ισλαμική Επανάσταση, διαπίστωσε ότι η αντιπολίτευση απέναντι στον σάχη εκφραζόταν μέσω της θρησκείας. Κατά τη διάρκεια της ίδιας επίσκεψης γνώρισε και συσχετίστηκε με μέλη της μικρής Ζωροαστρικής κοινότητας, τα οποία συνεχίζουν να ασκούν τις αρχαίες, προχριστιανικές πυρολατρικές τελετές. Τη δύναμη του Ισλάμ, ο συγγραφέας είχε την ευκαιρία να την επαληθεύσει σε δύο ακόμα ταξίδια: κατά τη δεύτερη επίσκεψη στο Ιράν οπότε ταξίδεψε και στο Αφγανιστάν και κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο. Στο Κάιρο συγκλονίστηκε από τη γενικευμένη, απόλυτη φτώχεια και τον τρόπο που τη διαχειριζόταν το Ισλάμ.

Όλα αυτά δείχνουν την ανοιχτότητα και την απουσία προκαταλήψεων του συγγραφέα, η οποία αντικατοπτρίζεται και σε όλα του τα έργα. Βεβαίως, οι θρησκευτικές αναζητήσεις που περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο Μπράουν, με εξαίρεση ίσως τους πρώτους μήνες της φοιτητικής του ζωής, κινούνται στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας και, σε ένα βαθμό, της συγκρότησης προσωπικής ταυτότητας. Από την αφήγηση απουσιάζει η υπαρξιακή αγωνία. Υπάρχει, αντιθέτως, μια υπαρξιακή ηρεμία, η οποία υπογραμμίζεται κι από την τελευταία παράγραφο του βιβλίου. Σήμερα, στα 87 του, ο Πίτερ Μπράουν ξυπνάει πολύ νωρίς, πριν ακόμα χαράξει, για να προσευχηθεί και για να ξεκινήσει τη μελέτη των αρχαίων γλωσσών.

 

Γοητεία

Το Journeys of the Mind σταματά στο 1987 με την ολοκλήρωση του Body and Society και το θάνατο της μητέρας του συγγραφέα. Το έτος αυτό φαίνεται ότι αποτέλεσε τομή τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στην επαγγελματική του πορεία. Αν και ο ίδιος δεν αναφέρει κάτι σχετικό, υποθέτω ότι μετά τη δημοσίευση του μείζονος έργου του σταμάτησε τη μαθητεία κι άρχισε να λειτουργεί αποκλειστικά ως δάσκαλος.

Πριν από το τέλος του βιβλίου του, ο Μπράουν συνοψίζει τα έργα που δημοσίευσε ώς σήμερα σημειώνοντας ότι, για να αφηγηθεί με λεπτομέρειες αυτά τα 35 χρόνια, θα χρειαζόταν κι άλλες 700 σελίδες. Μακάρι να τις γράψει! Πολλοί θα θέλαμε να μάθουμε πώς οδηγήθηκε στη συγγραφή έργων όπως το Through the Eye of a Needle ή για τα ταξίδια του στην Τουρκία και τις ανασκαφές των οποίων ηγήθηκε εκεί και οδήγησαν στην εύρεση του χωριού Συκεών όπου γεννήθηκε και δραστηριοποιήθηκε ο μεγάλος άγιος του 7ου αιώνα, Θεόδωρος. Ακόμα όμως κι αν η συνέχεια δεν γραφεί ποτέ, το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για την ομορφιά της ιστορικής έρευνας και τη γοητεία της μαθητείας, σε μια εποχή μάλιστα που οι ανθρωπιστικές επιστήμες διάγουν μια μεγάλη, πρωτοφανή κρίση.

 

 

 

Φώτης Βασιλείου

Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει επιμεληθεί το αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο στη Νέα Εστία (τ. 1880, Μάρτιος 2019) κι έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες: Ποιμένας ή Τύραννος. Ο πατέρας στη Χριστιανική λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας (2013) και Βυζάντιο (324-451). Η ανάδυση μιας νέας αυτοκρατορίας (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.