Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η ιδέα μιας ευρωπαϊκής «Δύναμης Εγγυήσεων» για την Ουκρανία, η οποία θα υποστηρίζεται από μια αμερικανική «υποστήριξη», μόλις επιτευχθεί εκεχειρία, έχει καταλάβει κεντρική θέση σε αυτή τη συζήτηση. Η προθυμία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών να εξετάσουν σοβαρά την αποστολή χερσαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία και πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα σηματοδοτεί μια αλλαγή στην αντίληψη της Δύσης για τις αμυντικές ανάγκες της Ουκρανίας, οι οποίες θεωρούνται πλέον αναπόσπαστο μέρος των πανευρωπαϊκών συμφερόντων ασφάλειας. Παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα της νέας προσέγγισης και τη θετική υποδοχή της στην Ουκρανία, η ιδέα μιας μεγαλύτερης δύναμης διατήρησης της ασφάλειας αντιμετωπίζει πολιτικές και στρατηγικές προκλήσεις. Αν και τα προβλήματά της διαφέρουν από αυτά μιας –λιγότερο συχνά συζητημένης– ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ στην Ουκρανία, δεν παύουν να είναι εξίσου σοβαρά. Η προοπτική μιας δύναμης εγγυήσεων έχει καταστήσει τη διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας λιγότερο ευέλικτη, καθώς το Κρεμλίνο είναι αυστηρά αντίθετο στην αποστολή οποιωνδήποτε στρατευμάτων από χώρες μέλη του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Επιπλέον, σε περίπτωση αποστολής δυτικών χερσαίων δυνάμεων και πολεμικών πλοίων στην Ουκρανία, δεν είναι σαφές πώς θα συμπεριφερθούν οι χώρες αποστολής σε περίπτωση νέας κλιμάκωσης που θα εμπλέξει τη δύναμη εγγυήσεων στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Για αυτούς και για άλλους λόγους, το απομένον σχετικό ζήτημα μιας δύναμης εγγυήσεων αφορά την αποστολή ευρωπαϊκών αεροπορικών δυνάμεων για να βοηθήσουν την Ουκρανία στη δημιουργία είτε ζωνών αεροπορικής προστασίας πάνω από ορισμένους κρίσιμους στόχους, όπως σημαντικές πόλεις, πρεσβείες, σιδηροδρομικές και οδικές αρτηρίες, λιμάνια ή πυρηνικά εργοστάσια, είτε μιας λεγόμενης Ολοκληρωμένης Ζώνης Αεροπορικής Προστασίας πάνω από το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής και Κεντρικής Ουκρανίας, όπως περιγράφεται στην πρωτοβουλία Sky Shield. Λειτουργώντας μακριά από την πρώτη γραμμή και τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, τα δυτικά αναχαιτιστικά αεροσκάφη θα καταρρίπτουν μόνο ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Αυτή η άμεση υποστήριξη θα πρέπει να ξεκινήσει πριν από οποιαδήποτε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της πίεσης προς τη Ρωσία. Η βέλτιστη ευρωπαϊκή στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία πριν και μετά την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός θα είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια. Μετά το τέλος του εντατικού πολέμου, η παράδοση σύγχρονων όπλων από τη Δύση, η εντατική στρατιωτικο-βιομηχανική συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών, η εκπαίδευση σε θέματα μάχης και η βοήθεια στην αεροπορική προστασία πρέπει να συνεχιστούν ή να επεκταθούν. Η αποφασιστική υλική και εκπαιδευτική, τεχνική και πληροφοριακή υποστήριξη της Ευρώπης προς τις Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας, μετά την επίτευξη εκεχειρίας, φαίνεται να αποτελεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για την εφαρμογή εγγυήσεων ασφάλειας από την προσωρινή ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων και πολεμικών πλοίων ως μέρος μιας δύναμης εγγυήσεων για την Ουκρανία.
Εισαγωγή
Ο όρος «εγγυήσεις ασφάλειας» έχει γίνει τους τελευταίους μήνες μια λέξη-κλειδί στις διεθνείς συζητήσεις για τη δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Μετά τη σύναψη εκεχειρίας, η εγγύηση της ασφάλειας της Ουκρανίας θα αποτελέσει κεντρικό μέρος της μελλοντικής εξωτερικής βοήθειας για τη διασφάλιση της επιβίωσης της χώρας. Ωστόσο, η συχνή χρήση του όρου σήμερα γίνεται συχνά στο πλαίσιο επιχειρημάτων που αφήνουν αδιευκρίνιστες τις βασικές μελλοντικές πολιτικές και στρατηγικές προκλήσεις.
Ο Benjamin Tallis σημειώνει ότι η έννοια των «εγγυήσεων ασφάλειας» μπορεί να είναι παραπλανητική. Η πλήρης εγγύηση ασφαλείας είναι μια ανέφικτη ψευδαίσθηση, όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά για οπουδήποτε. Στο λόγο των ειδικών, γίνεται διάκριση μεταξύ εγγυήσεων και (ασθενέστερων) διαβεβαιώσεων, καθώς και μεταξύ θετικών και αρνητικών εγγυήσεων. Συνήθως, μια θετική εγγύηση ασφάλειας, το είδος της υπόσχεσης που επιδιώκει η Ουκρανία, συνεπάγεται ισχυρές δεσμεύσεις εκ μέρους του παρόχου για την προστασία του αποδέκτη.
Οι αποκλίνοντες ορισμοί και σχετικές ερμηνείες των εγγυήσεων ασφάλειας, καθώς και οι διάφορες ασαφείς και αντιφατικές πτυχές του σχεδιασμού τους, αποτελούν πρόβλημα. Τα ανοιχτά ζητήματα πρέπει να προσδιοριστούν εξαρχής. Η ειλικρίνεια θα βοηθούσε στη μετάβαση από την απλή συζήτηση σχετικά με τις μελλοντικές αμυντικές ανάγκες του Κιέβου στην επίτευξη ουσιαστικής βελτίωσης της κατάστασης ασφάλειας της Ουκρανίας. Η παρούσα έκθεση επιχειρεί να αξιολογήσει τις δυσκολίες που παρουσιάζει η πιο ριζοσπαστική πρόταση που έχει διατυπωθεί στις συζητήσεις σχετικά με τις εγγυήσεις ασφάλειας της Ουκρανίας, δηλαδή η ανάπτυξη ξένων στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος.
Στις τρεις ενότητες της έκθεσης περιγράφονται διαφορετικές εννοιολογήσεις των εγγυήσεων ασφάλειας γενικά και για την Ουκρανία ειδικότερα, καθώς και ορισμένα στρατηγικά παράδοξα σχετικά με την εφαρμογή τους στην πράξη. Τα συμπεράσματα προτείνουν πιθανές λύσεις σε ορισμένα ανοιχτά ζητήματα και διατυπώνουν συστάσεις για δράση προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο ΝΑΤΟ και σε επίπεδο ΕΕ, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «Συμμαχίας των Προθύμων».
Η έκθεση υποθέτει ότι η ένταξη της Ουκρανίας είτε στο ΝΑΤΟ είτε στην ΕΕ είναι απίθανη στο εγγύς μέλλον. Η πλήρης ένταξη και στους δύο αυτούς οργανισμούς θα επισυμβεί μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα την παροχή εκτεταμένων εγγυήσεων ασφάλειας για το Κίεβο και θεμελιώδεις βελτιώσεις στην διεθνή ένταξη της Ουκρανίας. Προς το παρόν, ωστόσο, η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ δεν αποτελεί μέσο για την ταχεία βελτίωση της προστασίας του πληθυσμού και του εδάφους της Ουκρανίας.
Ποιος αναλαμβάνει ποιες δεσμεύσεις και έναντι ποίου;
Ενώ οι εγγυήσεις ασφάλειας έχουν συζητηθεί εντατικά στην Ευρώπη και πέραν αυτής καθ' όλη τη διάρκεια του 2025, οι λεπτομέρειες των μελλοντικών δεσμεύσεων, δράσεων και συντονισμού παραμένουν ασαφείς. Εάν αυτά τα ζητήματα δεν επιλυθούν εκ των προτέρων, υπάρχει ο κίνδυνος οι υποσχέσεις που φαίνεται να υπονοεί ο όρος «εγγυήσεις ασφάλειας» να μην εκπληρωθούν. Η ασυνεπής εφαρμογή των φαινομενικά ανακοινωμένων δεσμεύσεων υποστήριξης και άμυνας δεν θα ήταν επικίνδυνη μόνο για την Ουκρανία. Θα υπονόμευε περαιτέρω την ήδη κλονισμένη ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας και το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες.
Μια πηγή παρεξήγησης των εγγυήσεων ασφάλειας είναι η σύνδεσή τους με τη διατήρηση της ειρήνης υπό την αιγίδα μιας διεθνούς συμφωνίας ή/και οργάνωσης – κυρίως μέσω πολυεθνικών στρατευμάτων που οργανώνονται από τον ΟΗΕ. Πράγματι, η ανάπτυξη ξένων δυνάμεων στο ουκρανικό έδαφος θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια της Ουκρανίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη στρατευμάτων του ΟΗΕ ή άλλων ουδέτερων δυνάμεων θα ήταν, στο τρέχον πλαίσιο της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης, ο λάθος τύπος ένοπλης εγγύησης για το Κίεβο, ακόμη και μετά τη σύναψη μόνιμης εκεχειρίας.
Μέχρι το 2021, η ανάπτυξη πολυεθνικών δυνάμεων από τρίτες χώρες στα εδάφη των λεγόμενων λαϊκών δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ θα μπορούσε να έχει νόημα, προκειμένου να λειτουργήσουν οι αντιφατικές συμφωνίες του Μινσκ του Σεπτεμβρίου 2014 και του Φεβρουαρίου 2015. Σήμερα, ωστόσο, μετά την επέκταση και την εντατικοποίηση της σύγκρουσης πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια, μια κλασική διεθνής ειρηνευτική επιχείρηση είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Από τον Φεβρουάριο του 2022, η φύση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου έχει αλλάξει – και το ίδιο ισχύει και για τις προϋποθέσεις παρουσίας ξένων στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος σε περίπτωση κατάπαυσης του πυρός.
Πρώτον, η αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ ή άλλων ένοπλων δυνάμεων για την εξασφάλιση μιας γραμμής επαφής που δεν συνάδει με τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα θα αποτελούσε κανονιστικό, πολιτικό και νομικό πρόβλημα, δεδομένης της επίσημης προσάρτησης του ουκρανικού κρατικού εδάφους από τη Μόσχα. Αν και, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τον Χάρτη του ΟΗΕ, η Μόσχα θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βέτο της στο Συμβούλιο Ασφαλείας ή σε όποιο άλλο τραπέζι διαπραγματεύσεων για να προστατεύσει τα δικά της εθνικά-αυτοκρατορικά συμφέροντα και όχι αυτά της διεθνούς κοινότητας.
Σε οποιαδήποτε συμφωνία για ειρηνευτική επιχείρηση, το Κρεμλίνο θα συμφωνούσε μόνο με μια μορφή ανάπτυξης στρατευμάτων από τρίτες χώρες που θα προστάτευε ή θα επέκτεινε τα εδαφικά του κέρδη. Ως αποτέλεσμα, με μια ειρηνευτική επιχείρηση που υπερβαίνει την αποστολή παρατηρητών στα επίσημα προσαρτημένα εδάφη, τα Ηνωμένα Έθνη ή άλλος τρίτος παράγοντας θα συνέβαλαν στην προστασία των καρπών του επεκτατικού πολέμου της Ρωσίας και θα υποστήριζαν την καταπιεστική κατοχή της Μόσχας, καθώς και την εκστρατεία ρωσοποίησης στις κατακτημένες περιοχές της Ουκρανίας. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις θα συμμετείχαν στην καταπάτηση από τη Ρωσία των βασικών αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών – της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών του.
Δεύτερον, σε περίπτωση νέας κλιμάκωσης και επανάληψης της προέλασης της Ρωσίας στην Ουκρανία, λίγοι θα περίμεναν ότι ουδέτερες δυνάμεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή άλλου οργανισμού θα ήταν ικανές και πρόθυμες να πολεμήσουν μία από τις μεγαλύτερες συμβατικές και πυρηνικές στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου. Παρ' όλα αυτά, η ετοιμότητα και η ικανότητα να περιοριστούν αποτελεσματικά οι κινήσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και, ως εκ τούτου, να αποτραπούν από το να το πράξουν, θα ήταν το κύριο καθήκον μιας υποθετικής ειρηνευτικής δύναμης στην Ουκρανία. Ωστόσο, ούτε το Κίεβο, ούτε η Μόσχα, ούτε τρίτα μέρη θα πίστευαν σε κάτι περισσότερο από τη συμβολική σημασία και παρουσία των ουδέτερων ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ ή άλλων ειρηνευτικών δυνάμεων για την ανάσχεση ενός εκ νέου κλιμακούμενου ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Επομένως, δεν είναι σαφές ποιος θα ήταν ο σκοπός μιας κλασικής ειρηνευτικής επιχείρησης.
Τρίτον, είναι αλήθεια ότι η έντονη συμμετοχή της Κίνας σε μια τέτοια αποστολή θα μπορούσε να ενισχύσει το κύρος των πιθανών δυνάμεων του ΟΗΕ ή άλλων πολυεθνικών δυνάμεων στην Ουκρανία και να αποτρέψει τη Ρωσία από το να τις εμπλέξει στρατιωτικά. Δυστυχώς, όμως, το Πεκίνο παρέχει αυξανόμενη διπλωματική, πολιτική, οικονομική και τεχνική υποστήριξη στη Μόσχα από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου τον Φεβρουάριο του 2014. Ως αποτέλεσμα, σήμερα υπάρχει ελάχιστη εμπιστοσύνη στο Κίεβο και στους δυτικούς εταίρους του όσον αφορά μια εποικοδομητική εμπλοκή των κινεζικών στρατευμάτων που θα σέβονταν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Ουκρανίας, θα συμμορφώνονταν πλήρως με το διεθνές δίκαιο και θα υποστήριζαν μια όσο το δυνατόν πιο δίκαιη ειρήνη. Αντίθετα, θα υπήρχε η υποψία ότι οι κυανόκρανοι από την Κίνα δεν θα συμπεριφέρονταν ως ειρηνευτές, αλλά θα λειτουργούσαν ως αντιπρόσωποι της άτυπης ρωσο-κινεζικής αντιδυτικής συμμαχίας στο έδαφος του φιλοδυτικού ουκρανικού κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι περιστασιακές συζητήσεις για τα ειρηνευτικά στρατεύματα του ΟΗΕ ή άλλων διεθνών οργανισμών – που υπερβαίνουν το ρόλο της αποστολής παρατηρητών – κατά μήκος μιας μελλοντικής γραμμής επαφής ως μέσο ή ακόμη και πανάκεια για την επίλυση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης αποτελούν αντιπερισπασμό. Ένα αποτέλεσμα της έντονης συζήτησης αυτής της επί του παρόντος εκτός θέματος ιδέας θα μπορούσε να είναι η παράταση του συνεχιζόμενου θεάτρου εκ μέρους της Ρωσίας ότι τάχα διαπραγματεύεται ειλικρινά. Τουλάχιστον υπό τις τρέχουσες συνθήκες, αυτή η συζήτηση δεν συμβάλλει στον προσδιορισμό μιας ρεαλιστικής πορείας προς μια βιώσιμη λήξη της σύγκρουσης και την επίτευξη διαρκούς ειρήνης[1].
Οι ιδιοτροπίες μιας δυτικής δύναμης εγγυήσεων
Μια πιο εποικοδομητική προσέγγιση για τη διασφάλιση της σταθερότητας μιας μελλοντικής κατάπαυσης του πυρός περιλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή ιδέα μιας «Δύναμης Εγγυήσεων» για την Ουκρανία, η οποία εμφανίστηκε την άνοιξη του 2025. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αποστολή αρκετών χιλιάδων – ή ακόμη και δεκάδων χιλιάδων – στρατιωτών στο ουκρανικό έδαφος, καθώς και την αποστολή πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα από τα πιο προοδευτικά μέλη της «Συμμαχίας των Προθύμων»[2]. Οι χερσαίες δυνάμεις αυτής της δύναμης εγγυήσεων θα προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα δυτικοευρωπαϊκά μέλη της «Συμμαχίας των Προθύμων» και θα σταθμεύουν στη δυτική Ουκρανία κατόπιν πρόσκλησης του Κιέβου.
Αυτή η χερσαία επιχείρηση θα αποτελεί το κεντρικό μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας της «Συμμαχίας των Προθύμων» για τη σταθεροποίηση οποιασδήποτε μελλοντικής εκεχειρίας. Θα βασίζεται σε μια αποκαλούμενη «υποστήριξη» των ΗΠΑ, που σημαίνει την παροχή περιορισμένης βοήθειας στη δύναμη εγγυήσεων εκ του μακρόθεν. Αυτή η υποστήριξη των ΗΠΑ θα περιλαμβάνει αεροπορική δύναμη, ανταλλαγή πληροφοριών και υλικοτεχνικές δυνατότητες, αλλά όχι αμερικανικές δυνάμεις στο έδαφος.
Ο τρέχων σχεδιασμός για μια δύναμη εγγυήσεων στην Ουκρανία σε αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σηματοδοτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στη στάση της Δύσης απέναντι στο μέλλον της ασφάλειας της Ουκρανίας, η οποία έχει γίνει δεκτή με ικανοποίηση στο Κίεβο. Ωστόσο, το από μόνο του αξιέπαινο ευρωπαϊκό σχέδιο για μια δύναμη εγγυήσεων στην Ουκρανία πάσχει από δύο στρατηγικά παράδοξα.
Πρώτον, η τρέχουσα δημόσια συζήτηση και ο σχεδιασμός της Δύσης για την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία είναι αντιπαραγωγικοί για τις συνεχιζόμενες ρωσο-ουκρανικές διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός. Η ιδέα μιας ευρωπαϊκής δύναμης αποτροπής απορρίπτεται στη Ρωσία με την ίδια ένταση με την οποία χαιρετίζεται στην Ουκρανία. Από την πρώτη νύξη της Δύσης για ετοιμότητα αποστολής στρατευμάτων στην Ουκρανία την άνοιξη του 2025, ο Πούτιν και άλλοι Ρώσοι αντιπρόσωποι έχουν επαναλάβει προηγούμενες προειδοποιήσεις ότι η Ρωσία δεν θα δεχτεί ξένες δυνάμεις από χώρες μέλη του ΝΑΤΟ στο ουκρανικό έδαφος.
Αξιολογώντας την κατάσταση αυτή τον Σεπτέμβριο του 2025, ο διακεκριμένος Ουκρανός δημοσιογράφος Βιτάλι Πόρτνικοφ δήλωσε στο τηλεοπτικό κανάλι Espreso ότι μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Μόσχα θα ήταν δυνατή, αν και μόνο εάν δεν επιτρεπόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων (εκτός από εκείνα της Ρωσίας ή εκείνα που έχουν εγκριθεί από τη Ρωσία) στο έδαφος της Ουκρανίας: «Η Ρωσία δεν θα υπογράψει καμία άλλη εκδοχή ειρηνευτικής συνθήκης. Δεν υπάρχουν μέσα που θα μπορούσαν να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να συμφωνήσει με την παρουσία στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Είτε οι δυτικές χώρες θα τολμήσουν να δράσουν ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται, αγνοώντας τη γνώμη της Μόσχας, είτε αυτό δεν θα συμβεί ποτέ».
Ενώ η συζήτηση για μια δύναμη εγγυήσεων έχει θετικές συνέπειες στην εννοιολογική ενσωμάτωση της Ουκρανίας στον διευρωπαϊκό σχεδιασμό ασφάλειας, η παράλληλη έντονη απόρριψή της από τη Μόσχα έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός. Μέχρι στιγμής, η συζήτηση για μια δυτική δύναμη εγγυήσεων στην Ουκρανία έχει απομακρύνει την επίτευξη μιας συμβιβαστικής εκεχειρίας με τη Ρωσία. Έχει αυξήσει το ενδιαφέρον του Κρεμλίνου για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και, ως εκ τούτου, έχει αυξήσει την οικονομική και στρατιωτική πίεση που ασκείται στη Ρωσία για να πειστεί το Κρεμλίνο να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός.
Σίγουρα, η ιδέα μιας ευρωπαϊκής δύναμης διατήρησης της ασφάλειας είναι κανονιστικά αξιέπαινη, στρατηγικά εύστοχη και πολιτικά δικαιολογημένη. Τέτοιες δυνάμεις δεν θα συνέβαλαν μόνο στην προστασία της Ουκρανίας, αλλά θα ενίσχυαν επίσης την ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας και το παγκόσμιο σύστημα το βασισμένο σε κανόνες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την επίδρασή της στο Κρεμλίνο, η επίσημη ανακοίνωση του σχεδίου ήταν πρόωρη – ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι ο σχεδιασμός, η υλικοτεχνική υποστήριξη και η χρηματοδότηση ακόμη και μιας μέτριας δύναμης διατήρησης της ασφάλειας αποτελεί σημαντική πρόκληση. Δεν είναι περίεργο ότι ο ακριβής τύπος, το μέγεθος και η σύνθεση ενός υποθετικού στρατιωτικού αποσπάσματος της Δυτικής Ευρώπης στην Ουκρανία, καθώς και οι κανόνες εμπλοκής του, παραμένουν ασαφείς.
Το δεύτερο στρατηγικό παράδοξο του σχεδίου πηγάζει από την ασάφεια σχετικά με το χειρότερο σενάριο στο οποίο η δύναμη αποτροπής θα εμπλεκόταν σε ενεργές μάχες με τον ρωσικό στρατό. Το πιο δύσκολο ερώτημα για οποιαδήποτε ενδεχόμενη αποστολή δυτικών χερσαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία θα ήταν τι θα έκαναν αυτές αν δέχονταν επίθεση, για παράδειγμα, από ρωσικούς πυραύλους ή drones, με αποτέλεσμα σημαντικές ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Η αντίδραση σε ένα τέτοιο περιστατικό δεν θα ήταν μόνο ένα στρατηγικό αίνιγμα – θα είχε και πολιτικές επιπτώσεις.
Μια αντεπίθεση από τη δύναμη αποτροπής που θα απαντούσε στην επίθεση της Ρωσίας θα ήταν η πιο κατάλληλη αντίδραση τόσο από στρατιωτική όσο και από επιχειρησιακή άποψη. Ωστόσο, μια αντίστοιχη αντίδραση που φαίνεται δικαιολογημένη από στρατιωτική άποψη, θα είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες για τα εξωτερικά, τα εσωτερικά και τα θέματα ασφάλειας των χωρών που συνεισφέρουν στρατεύματα. Μια ρωσική επίθεση και η επακόλουθη αντεπίθεση θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια σπειροειδή κλιμάκωση που θα είλκυε τις χώρες που συνεισφέρουν στρατεύματα, το ΝΑΤΟ και/ή την ΕΕ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο.
Στο αντίθετο σενάριο, όπου οι δυνάμεις της δύναμης εγγυήσεων δεν αντιδρούσαν σε μια ρωσική επίθεση εναντίον τους, οι στρατηγικές επιπτώσεις δεν θα ήταν τόσο επείγουσες, αλλά θα ήταν σχεδόν εξίσου σοβαρές. Μια ελλιπής ή ανεπαρκής αντίδραση σε μια ρωσική ένοπλη πρόκληση με μεγάλο αριθμό θυμάτων θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αποστολή της δύναμης εγγυήσεων, θα την έκανε εύκολο στόχο και θα αποθάρρυνε τους στρατιώτες που θα είχαν αναπτυχθεί. Μια ήπια απάντηση θα είχε επίσης ευρύτερες επιπτώσεις στην αξιοπιστία των δυτικών εγγυήσεων ασφάλειας που έχουν δοθεί στην Ουκρανία στο σύνολό της. Θα έθετε ακόμη και υπό αμφισβήτηση τις δεσμεύσεις αμοιβαίας βοήθειας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον του ΝΑΤΟ και στο άρθρο 42.7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα παρόμοιο στρατηγικό δίλημμα θα προέκυπτε όσον αφορά την ανάπτυξη και την επίθεση σε πολεμικά πλοία που θα αποστέλλονταν στη Μαύρη Θάλασσα προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακτογραμμή που ελέγχεται από την ουκρανική κυβέρνηση και το ουκρανικό εξωτερικό θαλάσσιο εμπόριο.
Το σχέδιο Sky Shield
Υπάρχει, ωστόσο, ένας τύπος άμεσης στρατιωτικής βοήθειας που θα μπορούσε να παράσχει η Κοινότητα των Δυτικών Χωρών (ΕΕ, ΝΑΤΟ και φιλοουκρανικές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της Ωκεανίας) πέραν της απλής υλικής, οικονομικής και πληροφοριακής βοήθειας προς τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις. Ενώ η αποστολή χερσαίων δυνάμεων ή πολεμικών πλοίων είναι πλήρης στρατηγικών διλημμάτων, μια περιορισμένη εμπλοκή των αεροπορικών δυνάμεων των προοδευτικών μελών της Κοινότητας των Δυτικών Χωρών πάνω και μέσα στην δυτική και κεντρική Ουκρανία θα ήταν λιγότερο προβληματική. Μια τέτοια υποστήριξη –η οποία έχει ονομαστεί Sky Shield– θα ήταν δυνατή και χρήσιμη όχι μόνο μετά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, αλλά και πριν από αυτήν, δηλαδή υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Η έναρξη της υποστήριξης της Ουκρανίας από τη Δύση με τη δημιουργία ορισμένων τοπικών ζωνών αεροπορικής προστασίας ή μιας μεγαλύτερης Ολοκληρωμένης Ζώνης Αεροπορικής Προστασίας (IAPZ) θα αποτελούσε άμεση στρατιωτική εμπλοκή επιλεγμένων ευρωπαϊκών χωρών στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, η οποία θα ξεπερνούσε την τρέχουσα έμμεση στρατιωτική βοήθεια που παρέχεται στο Κίεβο. Ωστόσο, η εφαρμογή κοινών ουκρανικών-«Συμμαχίας των Προθύμων» Ολοκληρωμένων Ζωνών Αεροπορικής Προστασίας ή ζωνών αεροπορικής προστασίας πάνω από κρίσιμες πόλεις όπως το Ουζγκόροντ, το Λβιβ και το Κίεβο, ορισμένων κρίσιμων υποδομών όπως αυτοκινητόδρομων, λιμανιών, αποθηκών φυσικού αερίου και σιδηροδρόμων, καθώς και πυρηνικών και άλλων εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θα συνεπαγόταν λιγότερους κινδύνους κλιμάκωσης από την ανάπτυξη χερσαίων στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος ή πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναχαίτισης που θα βοηθούσαν το Κίεβο να εφαρμόσει ζώνες αεροπορικής προστασίας ή Ολοκληρωμένης Ζώνης Αεροπορικής Προστασίας θα μπορούσαν να έχουν λειτουργικούς περιορισμούς στις αποστολές τους με δύο τρόπους.
Πρώτον, η δυτική συμμετοχή στην αεροπορική άμυνα της Ουκρανίας θα πρέπει να σχεδιαστεί ώστε να λειτουργεί μόνο σε περιορισμένες περιοχές της Ουκρανίας, μακριά από τις τρέχουσες ζώνες μάχης και τα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας. Οι δυτικοί στρατιώτες που βρίσκονται πάνω ή στο ουκρανικό έδαφος ενδέχεται να δεχθούν επίθεση από τη Ρωσία από τον αέρα, όπως θα μπορούσε να συμβεί και με τα χερσαία στρατεύματα και τα πολεμικά πλοία μιας δύναμης αποτροπής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, η αποστολή μάχης των δυτικών αναχαιτιστικών που θα έχουν αναπτυχθεί, αφενός, και η αυτοάμυνα τους, αφετέρου, σε μεγάλο βαθμό θα συνέπιπταν – εξουδετερώνοντας drones, πυραύλους Κρουζ και ρουκέτες που πετούν από τη Ρωσία προς την Ουκρανία.
Δεύτερον, ο γεωγραφικός περιορισμός της αποστολής των αναχαιτιστικών της «Συμμαχίας των Προθύμων» στα μετόπισθεν της Ουκρανίας, στην κεντρική και δυτική Ουκρανία, θα σήμαινε ότι δεν θα συναντούσαν κανένα ρωσικό επανδρωμένο αεροσκάφος ή ελικόπτερο. Τα δυτικά αναχαιτιστικά, τα αντιαεροπορικά drones και οι πύραυλοι θα κατέρριπταν μόνο τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Ρωσίας. Κανένας Ρώσος στρατιώτης ή πολίτης δεν θα υφίστατο βλάβη και κανένα ρωσικό έδαφος δεν θα παραβιαζόταν σε μια τέτοια λειτουργικά περιορισμένη επιχείρηση από τα ευρωπαϊκά αναχαιτιστικά, μακριά από την πρώτη γραμμή και τα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας.
Μια τέτοια δραστηριότητα από ένα περιορισμένο σώμα Ευρωπαίων στρατιωτών (πιλότοι, αξιωματικοί επικοινωνιών, τεχνικοί) κοντά στα σύνορα, πάνω από και εν μέρει στο ουκρανικό έδαφος θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στις πατρίδες τους και έναντι της Μόσχας, καθώς και έναντι της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας, ως προστασία των νόμιμων συμφερόντων των κρατών αποστολής.
Πρώτον, οι πρεσβείες των χωρών των Ηνωμένων Εθνών στο Κίεβο είναι, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης του 1961 για τις διπλωματικές σχέσεις, απαραβίαστα εδάφη τους και φιλοξενούν διπλωμάτες καθώς και άλλους κυβερνητικούς υπαλλήλους που χρειάζονται φυσική και ψυχολογική προστασία.
Δεύτερον, οι πρόσφατες εισβολές ρωσικών drones στο έδαφος του ΝΑΤΟ μέσω της Ουκρανίας κατέδειξαν την ανάγκη για μία ασπίδα προστασίας από τέτοιες εισβολές – κατά προτίμηση ήδη εντός της Ουκρανίας και όχι μόνο στις χώρες της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία.
Τρίτον, πολιτικοί, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, εργαζόμενοι στον τομέα της ανάπτυξης και άλλοι πολίτες των κρατών των Ηνωμένων Εθνών και της Κοινότητας των Κρατών της Μαύρης Θάλασσας ταξιδεύουν τακτικά στην Ουκρανία μέσω σιδηροδρόμων και αυτοκινητοδρόμων, οι οποίοι πρέπει να προστατεύονται από τα ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών.
Τέταρτον, μέσω των λιμανιών της στη Μαύρη Θάλασσα, η Ουκρανία εξάγει, μεταξύ άλλων, σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα, που είναι σημαντικά για τη σταθερότητα των τιμών των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για το συλλογικό συμφέρον της ανθρωπότητας – συμπεριλαμβανομένων των χωρών της «Συμμαχίας των Προθύμων».
Πέμπτον, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της Ουκρανίας περιέχουν φυσικό αέριο από χώρες της «Συμμαχίας των Προθύμων», το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία τους και πρέπει επίσης να προστατεύεται.
Τέλος, η προστασία των πυρηνικών σταθμών της Ουκρανίας από πυραύλους, ρουκέτες και drones θα ήταν προς το συμφέρον όχι μόνο των ανατολικών κρατών μελών της ΕΕ, αλλά και των γειτονικών Ρωσίας, Λευκορωσίας και Μολδαβίας.
Συμπεράσματα και συστάσεις πολιτικής
Οι σαφείς και ξεκάθαρες εγγυήσεις ασφάλειας δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αλλά είναι ωστόσο κεντρικής σημασίας για τη λειτουργία μιας μελλοντικής εκεχειρίας. Ωστόσο, ο όρος πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, ώστε να μην δημιουργούνται προσδοκίες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν ή να υπονοείται ψευδώς μια ποιοτικά διαφορετική εμπλοκή της Δύσης στην Ουκρανία μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Συγκεκριμένα, δεν είναι βέβαιο ότι οι ευρωπαϊκές ή άλλες χώρες θα στείλουν χερσαίες δυνάμεις και πολεμικά πλοία για να εξασφαλίσουν μια μελλοντική εκεχειρία. Ούτε είναι σαφής ο ρόλος που θα ήταν τελικά διατεθειμένες να διαδραματίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μια τέτοια αποστολή.
Στο μέλλον, οι συνθήκες ενδέχεται να αλλάξουν και οι ξένες χερσαίες δυνάμεις στην Ουκρανία, καθώς και η ναυτική εμπλοκή στη Μαύρη Θάλασσα, ενδέχεται να γίνουν λιγότερο προβληματικές και πιο χρήσιμα μέσα. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αποσταλούν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ για να διαφυλάξουν από κοινού τα πλήρως αποκατεστημένα ρωσο-ουκρανικά σύνορα. Μια δύναμη εγγυήσεων θα μπορούσε να αποσταλεί στην Ουκρανία μόλις αυτή γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, υπό τις σημερινές συνθήκες, οι συζητήσεις σχετικά με μια ειρηνευτική επιχείρηση ή μια δύναμη εγγυήσεων στην Ουκρανία αποσπούν την προσοχή από πιο σημαντικά θέματα. Αποσπούν την προσοχή από τη στρατιωτική υποστήριξη που χρειάζεται σήμερα το Κίεβο και από πιο παραγωγικούς τρόπους για τη διασφάλιση της ασφάλειας της Ουκρανίας όταν τελειώσουν οι έντονες μάχες.
Η κύρια πηγή ασφάλειας για την Ουκρανία είναι και θα συνεχίσει να είναι οι δικές της ένοπλες δυνάμεις – ανεξάρτητα από το αν ο πόλεμος συνεχιστεί ή τελειώσει σύντομα. Ο πιο προφανής τρόπος για να αυξηθεί η ασφάλεια της Ουκρανίας τόσο πριν όσο και μετά την κατάπαυση του πυρός θα είναι η εντατικοποίηση και η επέκταση της στρατιωτικής-βιομηχανικής συνεργασίας και άλλων μορφών συνεργασίας μεταξύ της Ουκρανίας και της Κοινότητας των Δυτικών Χωρών που σχετίζονται με την ανθεκτικότητά της. Επιπλέον, μια γεωγραφικά περιορισμένη ανάπτυξη ευρωπαϊκών αεροπορικών δυνάμεων πάνω και μέσα στη δυτική και κεντρική Ουκρανία για την αναχαίτιση πυραύλων και drones είναι ήδη δυνατή σήμερα. Επιπλέον, η τοποθέτηση αξιωματικών σύνδεσης της Κοινότητας των Δυτικών Δυνάμεων και κοινές ασκήσεις και εκπαίδευση Ουκρανίας-Κοινότητας των Δυτικών Χωρών στην Ουκρανία είναι τόσο δυνατές όσο και απαραίτητες πριν και μετά από μια εκεχειρία.
Η διατήρηση ή ακόμη και η επέκταση της τρέχουσας υποστήριξης προς την Ουκρανία με παραδόσεις όπλων, κοινές επιχειρήσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και εκπαίδευση σε συνθήκες κατάπαυσης του πυρός μπορεί να φαίνεται σε ορισμένους διπλωμάτες και πολιτικούς αντιφατική, περιττή ή ακόμη και προκλητική. Ωστόσο, η σκληρότητα της ρωσικής ουκρανοφοβίας – όπως αποδεικνύεται από τη σκληρή συμπεριφορά της Μόσχας στην Ουκρανία από το 2022 – είναι, και πιθανότατα θα παραμείνει, υψηλή. Η επιθετικότητα της Μόσχας μπορεί να περιοριστεί μόνο από μια Ουκρανία οπλισμένη μέχρι τα δόντια – μια κατάσταση που ισχύει τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης.
Η παροχή εγγυήσεων ασφάλειας για την Ουκρανία από τις χώρες της «Συμμαχίας των Προθύμων» θα σημαίνει σε μεγάλο βαθμό τη συνέχιση ή την επέκταση της τρέχουσας στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο μέσω παραδόσεων όπλων, επενδύσεων στο ουκρανικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ανταλλαγής πληροφοριών, εκπαίδευσης σε θέματα μάχης, τεχνικής συνεργασίας και οικονομικής βοήθειας. Οι χώρες της «Συμμαχίας των Προθύμων» θα πρέπει να παρέχουν τέτοια υποστήριξη στην Ουκρανία πριν και μετά την επίτευξη εκεχειρίας. Οι χώρες που επί του παρόντος βοηθούν την Ουκρανία και θα παρέχουν εγγυήσεις ασφάλειας θα πρέπει να μετατρέψουν τη βοήθεια που παρέχουν σε καιρό πολέμου σε στρατιωτική υποστήριξη σε καιρό ειρήνης προς την Ουκρανία, και μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια αναδιαμόρφωση ως μέσο αποτροπής της Ρωσίας για την κλιμάκωση και επανέναρξη της σύγκρουσης.
Η κύρια συμβουλή-σύσταση που προκύπτει από τις παραπάνω και παρόμοιες εκθέσεις για διπλωμάτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλους σχολιαστές είναι, όταν επιχειρούν να συμβάλουν στη συζήτηση ή στο σχεδιασμό εγγυήσεων ασφάλειας, να επικεντρωθούν σε εκείνα τα μέσα που μπορούν να εφαρμοστούν ρεαλιστικά και γρήγορα μόλις αρχίσει η κατάπαυση του πυρός. Επιπλέον, η συζήτηση και ο σχεδιασμός των μεταπολεμικών εγγυήσεων ασφάλειας δεν πρέπει να αποσπάσουν την προσοχή από το πιο σημαντικό καθήκον της δημιουργίας των συνθηκών που μπορούν να τερματίσουν τις έντονες μάχες και να επιτρέψουν την έναρξη τουλάχιστον μερικής εκεχειρίας. Πολλά από τα μέσα που μπορούν σήμερα να συμβάλουν στον τερματισμό του πολέμου θα είναι τα ίδια με αυτά που θα βοηθήσουν στη διατήρηση της ειρήνης στο μέλλον.
μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής
[1] Μια άλλη χρήση της έννοιας των «εγγυήσεων ασφάλειας», η οποία δεν εξετάζεται εδώ, αλλά αποκτά σήμερα σημασία στις συζητήσεις στην Ουκρανία και τη Δύση σχετικά με την αντιπαράθεση της Ρωσίας με τη Δύση, έχει εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Διάφοροι ευρωπαίοι αναλυτές έχουν αρχίσει να συζητούν την παροχή εγγυήσεων ασφάλειας στην Ουκρανία για ορισμένες χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία θα μπορούσαν να γίνουν στόχοι του ρωσικού επεκτατισμού μόλις αρχίσει η κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία και εκατοντάδες χιλιάδες ρωσικών στρατευμάτων να καταστούν διαθέσιμα για τις επιχειρήσεις της Μόσχας αλλού. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι τεχνολογικά προηγμένες και δοκιμασμένες σε μάχες ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να γίνουν ένας πολύτιμος εταίρος για τους στρατούς των τριών βαλτικών κρατών. Το Κίεβο θα μπορούσε να συμβάλει πιο σημαντικά στην ασφάλειά τους από ό,τι οι περισσότεροι εταίροι του ΝΑΤΟ στο Ταλίν, τη Ρίγα και το Βίλνιους.
[2] Η «Συμμαχία των Προθύμων» είναι μια άτυπη ad hoc συμμαχία 33 φιλοουκρανικών χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της Ωκεανίας. Αυτές οι χώρες έχουν σταδιακά συγκεντρωθεί από την άνοιξη του 2025 και συμφωνούν να παρέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υποστήριξη στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης της εκεχειρίας μόλις επιτευχθεί.